Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

«Το σενάριο» διήγημα του Μέντη Μποσταντζόγλου – Μποστ (1918-1995) από τη συλλογή «Μποστ. Η Φαύστα και διάφορα διηγήματα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2014)

 ...............................................................



                  Μέντης Μποσταντζόγλου – Μποστ

                                   (1918-1995)




·       «Το σενάριο» διήγημα του Μέντη Μποσταντζόγλου – Μποστ (1918-1995) από τη συλλογή «Μποστ. Η Φαύστα και διάφορα διηγήματα» (εκδ. Μεταίχμιο, 2014)

 

   Ο φίλος μου ο Βαγγέλης που εθαύμαζε το γράψιμό μου, δούλευε ως καλλιτεχνικός συντάκτης σε μια εφημερίδα και είχε πολλές κινηματογραφικές γνωριμίες. Πάντα μου έλεγε για τα έργα και ότι ο λόγος για τον οποίον ο Κινηματογράφος μας χωλαίνει είναι διότι δεν υπάρχουν καλά σενάρια.

   -Δώσε μου κάτι καλό κι αναλαμβάνω να στο γυρίσω αμέσως. Ο Μπαρμπουνόπουλος ο παραγωγός είναι φίλος μου, είπε ο Βαγγέλης.

   - Ποιος είναι αυτός;

   - Τη φίρμα «Μπαρμπουνόπουλος και Σία» δεν ξέρεις; Πού ζης* τότε; Δεν έχεις δει το «Αμάρτησα και μπήκα στον πειρασμό»;

   - Όχι.

   - Την κομεντί «Σκάνδαλα στο Τελωνείο»;

   - Ούτε.

   - Ούτε τη «Φεσοπούλα» που έκανε πάταγο με την Τιτίκα Βρατσάνου; Ξέρεις ο Μπαρμπουνόπουλος τη λανσάρησε…

   - Όχι.

   - Ούτε το ντοκυμανταίρ «Ψυχράδες και ρεύματα»; Τίποτα;

   - Τίποτα.

   - Καλά, τότε δεν έχει σημασία. Θα είσαι πιο ανεπηρέαστος. Γράψε μου κάτι καλό για την Τιτίκα και φέρτο μου να πάμε μαζί.

   - Σύφωνοι. Τη Δευτέρα θα το έχης.

   Μετά τα λίγα αυτά λόγια χωρίσαμε. Ο Βαγγέλης πήγε στη δουλειά του κι εγώ έπεσα με τα μούτρα στο γράψιμο. Εργάστηκα σκληρά για να ανυψώσω τον Ελληνικό Κινηματογράφο ποιοτικά.

   Μια εβδομάδα αργότερα, πήγα μεσημέρι στο γραφείο του με την τσάντα μου.

   -Πώς πάμε;

   - Έτοιμος για την Τιτίκα.

   - Έβγαλες τίποτα καλό;

   - Έφτιαξα καμμιά δεκαριά να διαλέξη.

   - Ωραία τότε. Η δουλειά με τον Μπαρμπουνόπουλο είναι κλεισμένη. Ίσως κι επί τόπου να υπογράψης τα συμβόλαια.

   - Ας αποδοθή καλά το έργο μου από την Τιτίκα και το χρήμα είναι το λιγώτερο που μ’ ενδιαφέρει. Δουλεύω για την Τέχνη.

   - Ωραία τότε, πάμε.

   Μπήκαμε σ’ ένα ταξί και πήγαμε στο στούντιο. Ήταν διάλειμμα γυρίσματος κι η Τιτίκα με μια ρόμπα καθόταν πτώμα σε μια πολυθρόνα από την υπερένταση. Είχε δώσει όλο της τον εαυτό στο έργο «Θαύμα στην Κολοπετεινίτσα». Ο Βαγγέλης έκανε τις συστάσεις.

   -Τιτίκα μου, να σου συστήσω τον κύριο που σου έλεγα.

   - Α, χαίρω πολύ, είπε η Βρατσάνου.

   - Δεσποινίς Τιτίκα, χαίρω πολύ που μου δίδεται η ευκαιρία να σας γνωρίσω από κοντά. Σας έχω θαυμάσει χιλιάδες φορές στο πανί. Σας θαύμασα στο ντοκυμανταίρ «Ψυχράδες και ρεύματα», στον «Πειρασμό του Τελωνείου» και στο «Αμάρτησα με σκάνδαλα. Μπορώ να πω, χωρίς να θεωρηθώ κόλαξ, πως το όνομά σας είναι μια εγγύησις ποιότητος. Ωρισμένα έργα σας τα έχω δει δέκα και δεκαπέντε φορές, ασχέτως αν τα σενάρια δεν είναι στο ύψος Σας.

   - Γι’ αυτό είπα στον Βαγγέλη που σας γνωρίζει να με φέρη σ’ επαφή μαζί σας. Μου είπε ότι είσθε καταπληκτικός.

   - Δεσποινίς Τιτίκα μου, δεν μου αρέσει να περιαυτολογώ. Θα σας διαβάσω μερικά. Βασίζομαι στην κρίσι σας…

   - Καθήστε κι αρχίστε, λοιπόν. Σας ακούω μ’ ενδιαφέρον…

   Έκατσα, άνοιξα την τσάντα κι έβγαλα το πρώτο σενάριο. Ήταν το δράμα «ΜΗΤΕΡΑ, ΠΑΡΑΣΥΡΘΗΚΑ…». Η υπόθεσις ήτο ως εξής: Την ώρα που κοιμάται μια νέα, γίνεται νεροποντή, παρασύρεται από έναν χείμαρρο και μπαίνει στο δωμάτιο ενός εργένη. Πλέκεται εκεί ένα ειδύλλιο, αλλά την ώρα που αυτός επιχειρεί να την κάνη δική του, γίνεται μια άλλη νεροποντή με αντίθετον κατεύθυνσιν και η νέα, μετά απουσία 8 μηνών, ξαναμπαίνει στο σπίτι της και γλυτώνει την τιμή της. Αυτό ήταν το «ΜΗΤΕΡΑ, ΠΑΡΑΣΥΡΘΗΚΑ».

   -Πώς σας φάνηκε; ρώτησα μόλις τελείωσα.

   - Είμαι ακόμη συγκινημένη, είπε η Τιτίκα. Δεν περίμενα τόση δύναμι φαντασίας.

   - Και πού να δης και τα άλλα, Τιτίκα. Αυτό ήταν ένα μικρό δείγμα, είπε ο Βαγγέλης.

   - Ακούστε κι ένα άλλο, είπα βγάζοντας ένα αισθηματικό. Με λίγα λόγια, έχει ως εξής: Μια κοπέλλα στο δρόμο, την δαγκώνει ένα σκυλί λυσσασμένο. Η νέα πηγαίνει στο Λυσσιατρείο για θεραπεία κι εκεί την ερωτεύεται ο γιατρός που της κάνει τις ενέσεις. Ο γιατρός όμως είναι αρραβωνιασμένος, αλλ’ επειδή το πάθος του για την κοπέλλα είναι ισχυρό, προτείνει στη μνηστή του να το διαλύσουν φιλικά, για να πάρη τη λυσσασμένη. Οι συγγενείς της κοπέλλας ρίχνονται στον γιατρό για την προσβολή και η πρώην πεθερά του, σε μια δραματική σκηνή, τον δαγκώνει και σε λίγον καιρό ο άτυχος γιατρός πεθαίνει λυσσασμένος, λέγοντας: «Μ’ έφαγαν τα σκυλιά».

   - Πώς σας φαίνεται αυτό; ρώτησα όταν τελείωσα το δεύτερο.

   - Δέκα φορές πιο ανώτερο απ’ το πρώτο. Τι τίτλο έχετε;

   - «Η Λύσσα και οι άλλοι».

   - Ωραίο είναι, είπε η Τιτίκα, αλλά δεν έχει πολύ ρόλο για μένα. Όλο ο γιατρός κυριαρχεί…

   - Δεν αντιλέγω, αλλά και στις λίγες που εμφανίζεσθε, θα χαλάσετε κόσμο. Ξέρετε τι είναι να βγαίνετε στη σκηνή με αφρούς στο στόμα;

   - Μα αφού δεν έχω υποβληθή σε θεραπεία, γιατί να λυσσάξω;

   - Διότι ο γιατρός με τους καυγάδες παραμελεί τη θεραπεία σας και η νόσος προχωρεί.

   - Και πώς τελειώνει το έργο;

   - Μόλις ο γιατρός πεθαίνει, γυρίζετε στο φτωχικό σας δωμάτιο με αφρούς στο στόμα, γίνεται μια τρομερή νεροποντή που πέφτει απάνω σας, πεθαίνετε, διότι ως γνωστόν ο λυσσασμένος δεν αντέχει στο νερό. Με τις πρώτες ψιχάλες θα δείξετε ότι ψοφάτε. Εδώ μπορούμε να δείξουμε και λίγες καταστροφές, τίποτα γεφύρια πεσμένα, ψόφια άλογα και να το κάνουμε κοινωνικό…

   - Τι να σας πω… Αυτά πια είναι ζήτημα παραγωγού. Τι άλλο έχετε;

   - Το τρίτο λέγεται «ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΕΝΗ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ». Αρχικώς ζήτε στην Ονδούρα ευτυχής. Ξεσπά ο Τυφών «Χάττι», πνίγεται ο άνδρας σας, και σας παντρεύεται τότε ένας σκηνοθέτης που γυρίζει σκηνές της καταστροφής και σας πηγαίνει στο Χόλλυγουντ. Ένα μήνα μετά, καίγεται η βίλλα σας, καίγεται κι ο άνδρας σας κι αποφασίζετε να έρθετε στην Ελλάδα να ησυχάσετε και να βρήτε σταθερότητα. Μένετε στο Περιστέρι και ξαφνικά σε μια καταιγίδα γκρεμίζεται το σπίτι σας και πνίγεσθε κι εσείς.

   - Δεν νομίζετε ότι το έργο αυτό θα είναι πολυέξοδο; Τόσες πλημμύρες και καταστροφές για να γίνουν…

   - Μη φοβάσθε. Θα κολλήσουμε κομμάτια από επίκαιρα. Το πολύ-πολύ να μας χρειασθή μια βάρκα. Όλο το έργο γίνεται σε μια στέγη. Εκεί σκαρφαλωμένη σας γνωρίζει ο σκηνοθέτης, εκεί ανεβαίνετε όταν πιάνη φωτιά κι εκεί ξανανεβαίνετε όταν βρέχη στο Περιστέρι. Μπορεί να τ’ ονομάσουμε και «ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΣ ΧΩΡΙΣ ΑΠΟΣΚΕΥΕΣ».

   - Τι άλλο έχετε;

   - Απ’ όλα έχω. Εσείς τι θέλετε; Αισθηματικό; Αντιστάσεως; Περιπετειώδες; Έχω κι ένα ωραίο αστυνομικό, αν ενδιαφέρεστε. Είναι ό,τι πρέπει για σας. Λέγεται ο «ΣΚΕΛΕΤΟΣ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ». Αν βρούμε κι έναν μουσικό που να γράψη καλή μουσική για τους σκελετούς, θα χαλάση κόσμο.

   - Πώς είναι απάνω κάτω;

   - Να, ζήτε στην Κέρκυρα προ 100 ετών μ’ έναν πλούσιο σύζυγο. Αλλά εσείς αγαπάτε κάποιον άλλον και με τη βοήθεια του εραστού σας, τον σκοτώνετε και τον θάβετε στο υπόγειο. Οπόταν ξαφνικά ο σκελετός…

   - Αχ, είναι πολύ άγριο. Δεν μ’ αρέσει…

   - Σταθήτε τότε. Έχω ένα άλλο καταπληκτικώτερο για σας.

   - Έχει ρόλο πολύ για μένα;

   - Πώς δεν έχει. Όλο εσείς εμφανίζεσθε…

   - Για να τ’ ακούσουμε με δυο λόγια…

   - Λοιπόν, ακούστε το σκελετό.

   - Μα τον σκελετό μού τον είπατε. Δεν μ’ αρέσει.

   - Τον σκελετό της υποθέσεως θέλω να πω…

   - Α, με συγχωρείτε… Σας ακούω.

   - Λοιπόν. Είσθε παντρεμένη μ’ έναν οφθαλμίατρο και ζήτε ευτυχισμένη. Αιφνιδίως ο οφθαλμίατρος πεθαίνει. Κατόπιν εμφανίζεται στη ζωή σας ένας άλλος οφθαλμίατρος. Τότε πεθαίνει ο πεθερός σας, που κατά σατανικήν σύμπτωσιν, είναι κι αυτός οφθαλμίατρος…

   - Πολύ ωραία πάει.

   - Πράματα που γίνονται δηλαδή.

   - Λοιπόν;

   - Λοιπόν, μόλις πεθαίνει ο πεθερός σας ο οφθαλμίατρος, μετά μερικές μέρες πεθαίνει κι ο γιος σας.

   - Οφθαλμίατρος κι αυτός;

   - Όχι, καλέ. Μικρό παιδί.

   - Και μένω μόνη;

   - Βέβαια. Ο τίτλος του είναι «ΜΟΝΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ».

   - Μετά τι γίνεται;

   - Μετά φωνάζετε τον εργολάβο κηδειών και ερωτεύεσθε αυτόν.

   - Τον εργολάβον;

   - Ναι. Υποτίθεται ότι είσθε άστατη και φλογερά. Και μετά την ταφή ο παπάς σάς παντρεύει. Αλλά τι γίνεται τότε;

   - Τι;

   - Ερωτεύεσθε τον παπά και πέφτετε στην αγκαλιά του…

   - Ε, όχι δα…

   - Ορίστε. Τι όχι δα. Εδώ το γράφω καθαρά: «Ρίπτεται εις τας αγκάλας του ιερέως».

   - Και πώς τελειώνει;

   - Στο Δρομοκαΐτειο που τραγουδάτε ευτυχισμένη, διότι παντρεύεσθε τον γιατρό που σας κουράρει. Αυτό είναι το «ΜΟΝΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ». Όπως βλέπετε, κυριαρχείτε εσείς από την αρχή ως το τέλος, σ’ ένα σωρό ρόλους. Σας παρουσιάζω ευτυχισμένη, μετά χήρα με τα μαύρα, μετά παπαδιά, μετά τρελλή. Αν σας ενδιαφέρη, μπορώ να το μεγαλώσω κι άλλο.

   - Βαγγέλη, διέκοψε η πρωταγωνίστρια Τιτίκα. Πήγαινε φώναξε τον κύριο Μπαρμπουνόπουλο από την αίθουσα προβολής, να πάρουμε αποφάσεις. Όλα μ’ αρέσουν και δεν ξέρω ποιο να διαλέξω…

   Ο Βαγγέλης σηκώθηκε και σε λίγο παρουσία του Μπαρμπουνόπουλου διάβασα το τελευταίο μου. Όλοι με κοίταζαν στα μάτια.

   Ένας εργάτης έγγαμος ζη με τη γυναίκα του και τα 3 του παιδιά σ’ ένα φτωχικό στο Μπουρνάζι. Ξαφνικά μια μέρα μένει άνεργος κι η γυναίκα του τον εγκαταλείπει για έναν  λατερνατζή. Όταν το μαθαίνη ο εργάτης, αυτοκτονεί. Σε λίγο καιρό ο λατερνατζής την βαργιέται κι αυτή μετανοιωμένη ξαναγυρίζει κοντά στα παιδιά της. Το ίδιο βράδυ γίνεται μια καταιγίδα, γκρεμίζονται τα σπίτια και πάει κι αυτή κι ο λατερνατζής. Αυτό είναι το έργο μου «ΕΡΩΣ, ΒΡΟΧΗ ΚΑΙ ΦΙΛΟΤΙΜΟ»

   Η Τιτίκα Βρατσάνου ενθουσιάστηκε.

   -Κύριε Μπαρμπουνόπουλε, είναι ο ρόλος που μου πάει. Νομίζω πως είναι έργο όπου μπορώ να αναδείξω το ταλέντο μου.

   - Τιτίκα, παιδί μου, μη βιάζεσαι…

   - Γιατί, κ. Μπαρμπουνόπουλε; Τέτοια σενάρια δεν βρίσκονται κάθε μέρα… είπα εγώ.

   - Συμφωνώ, αλλά πολλή φτώχεια, βρε παιδί μου. Πώς να γυρίσω τέτοιο έργο. Δεν είδες τι έγινε με την «Συνοικία Όνειρο»; Αυτό είναι 10 φορές χειρότερο. Πρέπει να το διορθώσης. Γίνεται;

   - Πώς δεν γίνεται;

   - Πότε θα μας το φέρης;

   - Αύριο το πρωί στις 6.

   - Ωραία. Μάλλον τότε σ’ αυτό θα καταλήξουμε…

   Αποχαιρέτησα, έφυγα, πήγα σπίτι μου κι έδωσα εντολή στη γυναίκα μου να μη με ανησυχήση κανείς. Την άλλη μέρα το πρωί ήμουνα στου Μπαρμπουνόπουλου…

   -Ακούστε το διορθωμένο, κ. Μπαρμπουνόπουλε…

   - Σ’ ακούω.

   - Σ’ ένα μέγαρο στο Κολωνάκι, ζη ο εργάτης Γεράσιμος με τη γυναίκα του. Κάθε πρωί, την ώρα που μπαίνει στο αυτοκίνητό του για να πάη να σκάψη, περνάει πρώτα απ’ το κολλέγιο κι αφήνει τα παιδιά του και κατόπιν δίνει εντολή στον σωφέρ του να τον πετάξη στο γιαπί όπου έχει δουλειά. Μόλις φτάνει στο γιαπί, ανοίγει ο σωφέρ την πόρτα, κατεβαίνει ο Γεράσιμος με άσπρα γάντια και μονόκλ και δίνοντας τον κασμά του στον σωφέρ, του λέει πού να σκάψη και άλλες οδηγίες και μετά πηγαίνει να περάση ευχάριστα το οκτάωρό του με τους άλλους φίλους του που έχουν έρθει με σμόκιν και να μιλήσουν για εργατικά ζητήματα. Στο γιαπί γίνεται οργασμός, ο τόπος έχει πήξει από τις κούρσες και όλοι οι σωφέρ των εργατών σκάβουν με λύσσα. Μόλις το οκτάωρο των εργατών συμπληρώνεται, τα αφεντικά τους ειδοποιούν να σταματήσουν, και γυρίζουν στα σπίτια τους όπου πρέπει να προλάβουν την δεξίωσι της εσπέρας. Δυστυχώς η γυναίκα του Γερασίμου είναι ζωηρή και μια μέρα που ο Γεράσιμος λείπει στο γιαπί, φεύγει μ’ έναν λατερνατζή…

   - Μα γιατί βάζεις συνέχεια αυτόν τον λατερνατζή, είπε ο κ. Μπαρμπουνόπουλος… Τι σ’ έχει πιάσει;

   - Θα μας χρειασθή, για ν’ ακουστούν και μερικά μπουζούκια. Πώς αλλοιώς θα δικαιολογήσουμε μουσική…

   - Α, κατάλαβα.

   - Λοιπόν, κ. Μπαρμπουνόπουλε; Πώς σας φαίνεται;

   Ο Μπαρμπουνόπουλος έμεινε σκεπτικός. Αναστέναξε. Μετά είπε:

   -Βρε παιδάκι μου, τώρα το παρακάναμε. Πολύ πλούσιο βγήκε…

   - Μα σας το κάνω φτωχό δεν το θέλετε. Σας το κάνω πλούσιο δεν σας κάνει. Επιτέλους τι θέλετε, διότι έχουμε και δουλειά…

   - Μα για να νοικιάσω τόσες κούρσες, τόσες τουαλέτες, γούνες, φράκα, σωφέρ, πολυτελή διαμερίσματα κι όλα αυτά που γράφει μέσα, θα στοιχίση κολοσσιαία ποσά. Άσε πια και τα τεράστια έξοδα φωνοληψίας. Δεν το διορθώνεις λίγο ακόμα;

   - Η φωνοληψία μπορεί να κατέβη εις το ελάχιστον. Άστε να το διορθώσω και θα δήτε…

   - Άντε να δούμε. Για κοίταξε τι μπορεί να γίνη.

   - Το απόγεμα θάστε εδώ;

   - Εδώ θάμαι. Πού θα πάω…

   - Ωραία. Τ’ απόγευμα θα ξαναπεράσω.

   Το απόγευμα ο Μπαρμπουνόπουλος με περίμενε με αγωνία.

   -Βρήκες λύσι για την  φωνοληψία;

   - Μείνετε ήσυχος. Τακτοποιήθηκε. Μ’ ένα πιάνο κι ένα βιολί συνοδεία, η δουλειά μας γίνεται κι έληξε η υπόθεσις.

   - Για λέγε…

   - Ακούστε το, κ. Μπαρμπουνόπουλε. Ο εργάτης Γεράσιμος, που είναι μουγγός, ζη σ’ ένα μέτριο καθαρό σπιτάκι με την γυναίκα του που είναι κι αυτή μουγγή κι έχουν τρία μουγγά παιδιά. Είναι το πιο ήσυχο σπιτάκι της περιοχής. Τσιμουδιά δεν ακούγεται. Μόνο μια μελωδία λατέρνας ακούγεται κι ενώ τα παιδιά λείπουν στο σχολείο και ο Γεράσιμος στο γιαπί, από το άνοιγμα της πόρτας προβάλλει ο λατερνατζής που κάνει νόημα  στη γυναίκα του Γεράσιμου να βγη έξω. Αυτή τότε είναι μεν μουγγή αλλά όχι και κωφάλαλη, και ακολουθεί τον λατερνατζή χωρίς να βγάζη τσιμουδιά. Είναι το πιο ήσυχο έργο που θα κάνη τον μεγαλύτερο πάταγο. Πώς σας φαίνεται, κύριε Μπαρμπουνόπουλε;

   Ο Μπαρμπουνόπουλος με κοίταξε απλανώς.

   -Γιατί δεν μιλάτε;

   Σηκώθηκε σιωπηλός κι εξαφανίσθηκε στην αίθουσα προβολής κάνοντάς μου νόημα να πάρω τα πράματά μου και να φύγω. Πήρα την τσάντα μου κι έφυγα αγανακτισμένος και βρίζοντας μέσα μου. Έφτασα βαρύς κι αμίλητος σπίτι.

   -Τι έγινε με το έργο σου; Ενεκρίθη; ρώτησε η γυναίκα μου βλέποντάς με φαρμακωμένον και μουγγό.

   Την κοίταξα απλανώς.

   -Τι συνέβη; Γιατί βουβάθηκες;

   Αντί απαντήσεως της έδειξα βαριεστημένα την πόρτα κάνοντάς της νόημα να μου αδειάση τη γωνιά. Σταυροκοπήθηκε και βγήκε σιωπηλή… Μακρυά ακούστηκε μια λατέρνα.


*Σημείωση: Στην αντιγραφή τηρήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου.

      


Δεν υπάρχουν σχόλια: