Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2023

"Ένα φλας μπακ για τον Χρήστο Βακαλόπουλο" από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη (facebook, 31.1.2023)

 .............................................................



Ένα φλας μπακ
για τον Χρήστο Βακαλόπουλο





από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Γιώργο-Ίκαρο Μπαμπασάκη (facebook, 31.1.2023)


Τριάντα χρόνια από τότε που την κοπάνησε, μ’ ένα μυθιστόρημα της Πατρίτσια Χάισμιθ στην τσέπη του άψογου σακακιού του, τραγουδώντας ένα κουπλέ των Kinks κι ένα ρεφραίν του Άκη Πάνου, για τις Ταινιοθήκες του Ουρανού, εκεί όπου το δίχως άλλο θα τα λέει με τον Τζον Φορντ και τον Νίκολας Ρέι, με τον Σταύρο Τορνέ και με τον Αλέξη Δαμιανό, και παίρνω και ξαναδιαβάζω τα κείμενά του για τον κινηματογράφο, συναγμένα όσο ζούσε στον επίτηδες ασπρόμαυρο τόμο Χρήστος Βακαλόπουλος, Δεύτερη Προβολή (εκδόσεις Αλεξάνδρεια), κείμενα γραμμένα με ένταση, μεράκι, γνώσεις, ψάξιμο, ελεγχόμενο πάθος, παθιασμένο έλεγχο, αγωνία, και, κυρίως, ανάγκη γειώσεως σε μια πραγματικότητα που με ρυθμούς ιλιγγιώδεις πάει κι έρχεται χωρίς να μπορείς εύκολα να μαντέψεις πού πάει κι από πού έρχεται.
Είναι συναρπαστικά εκπληκτικό το ότι κάποια από τα πιο ώριμα κείμενα του Χρήστου Βακαλόπουλου τα έχει γράψει ένας εικοσάχρονος νεαρός (ο Χρήστος γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1956) που ξέρει να ισορροπεί ανάμεσα στην εικόνα και στο λόγο, αφήνοντας αμφότερα να παίρνουν ανάσες, να έχουν ζωτικό χώρο για να αναπτύξουν, και στρατηγικά και άναρχα, τις δυνάμεις τους: ο Βακαλόπουλος, από μικρός, γράφει σαν σκηνοθέτης, και, εν συνεχεία, όταν αρχίζει τη δημιουργική του σχέση με το σελιλόιντ, σκηνοθετεί σαν συγγραφέας. Και στις δύο περιπτώσεις, η Μουσική ήταν παρούσα, πάντα καλοδιαλεγμένη, ταξιδιάρα, συγκινημένη, ερωτευμένη (Βακαλόπουλος γράφοντας για το Χαράτσι του Παπάζογλου: αυτός ο δίσκος δεν είναι ερωτκός, είναι ερωτευμένος).
Με συναρπάζει το ότι ο Βακαλόπουλος γράφει για την τότε καινούργια (!) ταινία του Μικελάντζελο Αντονιόνι Επάγγελμα: Ρεπόρτερ και την χαρακτηρίζει (πάντα η μουσική) μπαλάντα, ναι: μπαλάντα της μοναξιάς και της περιπλάνησης. Μας χωρίζουν σχεδόν πέντε δεκαετίες από κείνο το επίτευγμα του Αντονιόνι και από το κείμενο του Βακαλόπουλου, και διαπιστώνω, βλέποντας ξανά την ταινία και διαβάζοντας προχθές το κείμενο, πόσο δεν έχουν αγγιχτεί από τη φθορά του χρόνου. Με αποφάνσεις, γερά κρυσταλλωμένες, ο Βακαλόπουλος διεισδύει στην μαγεία του κινηματογράφου που συνοψίζεται στο να σπάζει τον κόσμο και να τον ανασυναρμολογεί ώστε να εξοικειωνόμαστε με την ονειρική του διάσταση, την πιο πραγματική δηλαδή.
«Ο θάνατος είναι μια περιπλάνηση», αποφαίνεται ο εικοσάχρονος θεατής του Αντονιόνι, μένοντας, και πολύ σωστά, στο περιλάλητο πλάνο των επτά λεπτών, συνδυάζοντάς το με τις μνήμες (φρέσκιες ακόμη το μακρινό 1976) από την όλο ζωή και κίνηση λογοτεχνία της Beat Generation, με την ανάγκη του βλέμματος για περιπλανηθεί στα πράγματα, και έτσι να τα αλλάξει. «Η περιπλάνηση είναι ανατρεπτική: γιατί εγγράφει τη ροή του πόθου και της επανάστασης, γιατί σαρώνει τις μάσκες, αποκαθιστά τη χαμένη επαφή με την πραγματικότητα», γράφει ο Βακαλόπουλος. Εντέλει, για τον Βακαλόπουλο ακόμα και το όνειρο, δεν είναι παρά ένα όχημα προς την πραγματικότητα, της οποίας η ονειρική υφή, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, μας κάνει πιο γειωμένους στο τώρα, πιο ρεαλιστές. Για σκέψου! Και, ακόμα πιο πολύ, για φαντάσου!
Μιλώντας για την ταινία του Βιμ Βέντερς Στο Πέρασμα του Χρόνου, ένα άλλο θρυλικό φιλμ, φαινομενικά εξίσου λιτό, πτωχό, με εκείνο του Αντονιόνι, ο Βακαλόπουλος έχει την οξύνοια, μεσούσης μάλιστα της Μεταπολιτεύσεως, να αντιληφθεί πόσο βαθύτατα πολιτικό είναι ένα έργο που βαθαίνει τα χάσματα, που αποπειράται να απελευθερώσει το βλέμμα, εντέλει να διασχίζει την πραγματικότητα κουβαλώντας, σαν επικίνδυνο δώρο, ερωτήματα, παρά να καθησυχάζει, παρά να προσφέρει ετοιμοπαράδοτες λύσεις. Εδώ, και εν έτει 1977, ο Βακαλόπουλος επιμένει: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο κινηματογράφος είναι ένα μεταφορικό μέσο – είναι αυτή η βιομηχανία που μεταφέρει όνειρα», και στο χάσμα που ανοίγουν εκεί οι ταινίες μεταφέροντας όχι μεγάλα νοήματα και μεγάλες σημασίες αλλά απλές εικόνες και ήχους, μπορούν «να διαδραματιστούν οι καταπληκτικές περιπέτειες του βλέμματος».
Ο Βακαλόπουλος, θαρρείς έχοντας αφουγκραστεί το «γυμνάζει τη σκέψη σε απογύμνωση» του Νίκου Καρούζου, και ενώ ήδη προκρίνει ένα κινηματογράφο των εικόνων που με ακρίβεια μεταφέρουν την ύλη της πραγματικότητας στον ολοένα και πιο εξωπραγματικό κόσμο (γράφει για τον Ταρκόφσκι: «Πρόκειται για κάποιον που άμεσα προσπαθεί να δει και ν’ ακούσει και να υποκύψει σε κάτι, να υποκλιθεί στην πραγματικότητα»), φτάνει, με τόλμη, στην άκρη του πράγματος, φτάνει στον Τορνέ, φτάνει στο Κοάτι και στην Καρκαλού και στον Ερωδιό, φτάνει στον Κασσαβέτη («Ο τελευταίος μεγάλος Αμερικανός κινηματογραφιστής ήταν ο Έλληνας Τζων Κασσαβέτης […] ήταν ο τελευταίος ανθρωποκεντρικός κινηματογραφιστής σε μια χώρα που έχει παραδοθεί στην ειδωλολατρία των εικόνων, στην αυτοκρατορία της τηλεόρασης»).
Ο Βακαλόπουλος δεν ξεπερνάει, δεν φεύγει, δεν αφήνει πίσω του συντρίμμια. Προσπαθεί να αντιληφθεί τι τον μάγεψε στην περιπέτεια του κινηματογράφου, τι τον κέρδισε στο σχέδιο για την εξιχνίαση του μυστηρίου των φευγαλέων στιγμών που είναι η ζωή μας, και να μιλήσει, με ευγνωμοσύνη, για τους δημιουργούς που μπόρεσαν να βρουν και να πουν αλήθειες. Όχι αλήθεια, αλήθειες. Μέσα από τις εικόνες, προσδοκούσε την ανακάλυψη και ανάδυση του μύχιου, αυτού που κρύβεται για να το βρεις και να το πάρεις γιατί είναι τιμαλφές, γιατί εντέλει είναι υπόθεση ζωής και θανάτου.
Γράφει σ’ εκείνο το κείμενο για το ελληνικό βλέμμα, ένα κείμενο που τόσους ξάφνιασε, κοντά ένα τέταρτο του αιώνα πίσω: «Ο κόσμος ξεπερνάει την εικόνα του κυνηγώντας την εσωτερική του αλήθεια. Οι καλύτερες ταινίες είναι αυτές που υποκύπτουν στο θαύμα της ύπαρξης, αυτές που υπερασπίζονται λιγότερο τον εαυτό τους και περισσότερο τον κόσμο». Κάθε φορά που βλέπω, ή που σκέφτομαι, μιαν από τις πιο όμορφες και άναρχες ταινίες που έχω δει στη ζωή μου, και έχω δει χιλιάδες, τους Ακατανίκητους Εραστές του Σταύρου Τσιώλη, δεν μπορώ παρά να κουνάω με μελαγχολική περίσκεψη το κεφάλι, να θυμάμαι τις διαφωνίες μου με τον Χρήστο, και να πείθομαι για το πόσο δίκιο είχε όταν έφτανε να πει: «Οι εναπομείναντες κινηματογράφοι μοιάζουν όλο και περισσότερο με τις μικρές εκκλησίες που συναντάει ο Παπαδιαμάντης στην εξοχή, τις ελληνικές εκκλησίες».
Ο Χρήστος, όπου τον συναντούσα για να ανταλλάξουμε απόψεις και πειράγματα, είτε στα γραφεία των εκδόσεων Ερατώ, είτε στο Dolce της Σκουφά, είτε στον Ένοικο της Καλλιδρομίου, παρέμενε κάθε δευτερόλεπτο ένας απίστευτα οξύνους και διεισδυτικός ανιχνευτής του εκάστοτε Εδώ και Τώρα, έχοντας μελετήσει το Εκεί και το Τότε, ώστε να μπορεί να ονειρευτεί ένα αν όχι καλύτερο τουλάχιστον περισσότερο κατανοητό Αύριο. Ο Χρήστος, φαινομενικά εξωστρεφής και πανταχού παρών όλες τις ώρες, φαινομενικά μεταμοντέρνος μείκτης ειδών/ επιτηδευμάτων/ τεχνών/ στυλ, φαινομενικά νοσταλγός ενός κόσμου που χάνεται όχι τόσο σαν κόσμος όσο σαν νιότη, αποκαλύπτεται, δεκαετίες μετά, και για όποιον διαβάσει σαν μυθιστόρημα, δηλαδή κατά λέξη και με προσήλωση στις λεπτομέρειες, τα κινηματογραφικά του κείμενα, ένας μελετητής του μύχιου κόσμου, ένας μοντέρνος ανθρωποκεντρικός («Ο άνθρωπος είναι η απάντηση όποια κι αν είναι η ερώτηση», διατείνονταν οι πρώτοι υπερρεαλιστές), που δεν ανακάτευε κατά το anything goes τα είδη, απεναντίας αγαπούσε την ιδιαίτερη υπόσταση και προσφορά κάθε είδους, και γι’ αυτό ακριβώς μπορούσε να κάνει τον Πάνο Γαβαλά να συνομιλεί (προσέξτε: να συνομιλεί, όχι να ανακατώνεται) με τον Ρέι Ντέιβις, και επίσης μπορούσε να λέει με χαρακτηριστική άνεση, κερδισμένη πάντως από την πείρα που αποκόμιζε περιπολώντας σε ναρκοθετημένες ζώνες, ότι ο Βασίλης Τσιτσάνης είναι ο μεγαλύτερος Έλληνας κινηματογραφιστής.

Δεν υπάρχουν σχόλια: