...............................................................
Άλλος ένας πολιτισμικός πόλεμος (και οι κοινωνικές ήττες μιας γενιάς)
γράφει ο Νικόλας Σεβαστάκης (www.lifo.gr, 27. 6.2024)
ΔΕΝ ΘΑ ΣΤΑΘΩ στο συγκεκριμένο θέμα που άνοιξε εδώ και μέρες με το κείμενο άποψης της Ρένας Λούνα στη LiFO, την παρέμβαση της Βίβιαν Στεργίου και τις έντονες, άλλοτε «δολοφονικές» και κάποτε ενδιαφέρουσες και ερεθιστικές σκέψεις που φύτρωσαν στα social media, σχολιάζοντας το ζήτημα. Αυτό που με εμποδίζει, βέβαια, είναι ζήτημα ουσίας, ότι δεν ξέρω τον Καραγάτση ή, κι αν έχω διαβάσει δυο του μυθιστορήματα, αυτό συνέβη στην εφηβεία των δεκαέξι, οπότε δεν μετράει.
Πιστεύω ότι πίσω από την έριδα για τον Καραγάτση παίχτηκε και παίζεται προφανώς κάτι ευρύτερο, το οποίο φάνηκε στη συνέχεια: μια διαμάχη για το πώς προσεγγίζουμε πρόσωπα και παραδόσεις της κουλτούρας, των γραμμάτων και της τέχνης. Για την ακρίβεια, ένα σύνολο διαφωνιών που πάνε πέρα από τον γνωστό υποκειμενισμό του γούστου (μ’ αρέσει, δεν μ’ αρέσει αυτός ή εκείνος) και αγγίζουν ζητήματα συγγραφικού ήθους, ιδεολογικών προκαταλήψεων, κριτικού τόνου και αποτίμησης. Πώς απευθυνόμαστε στα «ιερά τέρατα» της κουλτούρας ή, έστω, σε εκείνους που έχουν αναδειχθεί από ένα μεγάλο μέρος του κοινού σε κεφαλές και ποιμένες της λογοτεχνίας μας;
Σε αυτά τα ερωτήματα βλέπει κανείς ότι επιδρούν πάντα η διαίρεση μεταξύ δεξιάς και αριστεράς (με την ευρύτερη έννοια κάποιων κλίσεων και των αντίστοιχων echo chambers), αλλά, όλο και πιο έντονα, η διαίρεση ηλικιών-γενιών. Οι μεγαλύτεροι έχουν εμφανώς την τάση να υπερασπίζονται την «κλασική» θέση για την αυτονομία των λογοτεχνικών κειμένων από ιδεολογίες, ενώ κάποιοι/-ες νεότεροι/-ες επιστρέφουν στις πολιτικές και ιδεολογικές δεσμεύσεις της μυθοπλασίας. Οι πρώτοι αθωώνουν εκ των προτέρων τους πάντες στον βωμό της λογοτεχνικότητας, οι δεύτεροι αρχίζουν να υποψιάζονται τους πάντες με όρους μιας νέας συνείδησης. Και σαν να επαναλαμβάνεται η παλιά διαμάχη μεταξύ συντηρητικών οπαδών της «καθαρής λογοτεχνίας» και ριζοσπαστικών φωνών οι οποίες αμφισβητούν όλες τις υπεράνω, γενικώς ανθρωπιστικές ή απολίτικες εκδοχές συγγραφής.
Το πρόβλημα με κάποιους μεταμοντέρνους πολιτισμικούς πολέμους είναι ότι φτιάχνουν θερμά στρατόπεδα για ζητήματα που δεν είναι και τόσο σημαντικά. Θα ήταν πιο επείγον να αλλάξουν κάποιοι όροι της σημερινής πολιτισμικής και κοινωνικής συνθήκης από το να «αποδομηθούν» κάποιοι πεθαμένοι λογοτέχνες ή κείμενα του Μεσοπολέμου.
Η διαμάχη έχει αλλάξει μέσα στον χρόνο. Κάποτε είχε στο επίκεντρο ταξικά ζητήματα (πως αναπαριστάνονται λ.χ. άνθρωποι από τις λαϊκές τάξεις στη λογοτεχνία), ενώ τα τελευταία χρόνια η προσοχή επικεντρώνεται στη σεξιστική γλώσσα, στις ομοφοβικές εκτροπές, σε ακροδεξιές ιδέες και φυλετικές προσδέσεις.
Εκτιμώ ότι όλα τα παραπάνω είναι μέσα στο παιχνίδι της κοινωνικής κριτικής και μιας δημόσιας γνώμης. Η «ασέβεια» προς τα Μεγάλα Ονόματα, η κριτική υποψία για μυθιστορήματα που άρεσαν πολύ (και στους πολλούς), η διάθεση για καινούργια και τολμηρά ερωτήματα στο σώμα κάθε παράδοσης, όλα αυτά είναι πηγή ζωής για μια δημοκρατική δημόσια σφαίρα. Και αυτή η τελευταία είναι πεδίο μιας συγκρουσιακής συνομιλίας, όχι χώρος για ψεύτικες ή τραβηγμένες από τα μαλλιά συναινέσεις. Η ιδέα εξάλλου πως υπάρχει μια άπαξ διαπαντός εθνική ομοθυμία για συγγραφείς και έργα υποτιμά τη δυνατότητα για επαναξιολόγηση των αξιών και νέες ερμηνείες.
Πρέπει, όμως, να ξανασκεφτούμε τους όρους της κοινωνικής κριτικής και της δημόσιας αντιπαράθεσης. Η επίθεση σε κάποιον, συνήθως συντηρητικό ή «αντιδραστικό», εκπρόσωπο του «παλαιού κόσμου», δημιουργεί μεν πολώσεις και θόρυβο, δεν συνιστά όμως, σώνει και καλά, προωθητική χειρονομία. Περισσότερο νόημα έχει νομίζω να συζητηθούν με κριτικό τρόπο έργα και ονόματα της πρόσφατης περιόδου, για παράδειγμα το ρεύμα των έργων με διάλεκτο, το νεο-ηθογραφικό μυθιστόρημα κ.λπ. Δηλαδή θα είχε περισσότερη αξία η αναμέτρηση με ιερές αγελάδες και των τελευταίων χρόνων, όχι όμως μέσω του μηχανισμού των cancel. Ο μηχανισμός των cancel νομίζω ότι ακυρώνει την κριτική, μετατρέποντάς την σε αρνητικό θόρυβο ή μιντιακό buzz, σε κάτι που εν τέλει μετατοπίζει ζητήματα ιδεών και στάσεων σε θέματα καταδίκης προσώπων. Τι άλλο κάνει ο σύγχρονος επικοινωνιακός μηχανισμός από το παίζει με τα πρόσωπα ή κάποιες φράσεις τους δίχως να εμβαθύνει, απλώς και μόνο χτυπώντας ή αποθεώνοντας;
Οι πολιτισμικοί πόλεμοι συσκοτίζουν κυρίως μια άλλη σύγκρουση. Από χρόνια, ας πούμε, σέρνεται μια διαμάχη συμφερόντων, η οποία έχει σχέση και με τις διαμάχες ιδεών και γλώσσας, ανάμεσα στις γενιές των εξασφαλισμένων και στις γενιές της επισφάλειας και των αλλεπάλληλων κρίσεων. Σε αυτή την αντικειμενική σύγκρουση, το δίκιο το έχουν οι νεότεροι/-ες. Διότι, πολύ απλά, σε αυτήν τη χώρα (περισσότερο από άλλες κοινωνίες) το κοινωνικό συμβόλαιο φαίνεται ρυθμισμένο σε βάρος των νεότερων, ιδίως εκείνων που δεν διαθέτουν κληρονομημένα προνόμια. Σαν να ξεχνάμε δηλαδή ότι η επιτρεπτική, φιλελεύθερη πολιτισμικά και πιο «κοσμοπολίτικα» εξωστρεφής ζωή των τελευταίων δεκαετιών συνοδεύεται από χαμηλότερα εισοδήματα, άχαρο και ψυχοφθόρο τρέξιμο για σώρευση προσόντων και τίτλων (με εξαιρετικά αβέβαιο τίμημα), στεγαστική κρίση και πολλές άλλες εμπειρίες υποβάθμισης. Οι νεότεροι περνούν «χειρότερα» από τους εικοσάρηδες του ’80 που μπορούσαν να κάνουν ένα ή δύο μήνες διακοπές στα νησιά ή διοριζόταν στην τράπεζα με έναν διαγωνισμό.
Είναι φανερό έτσι ότι και η εύκολη επίθεση στο woke –που στην ελληνική πραγματικότητα έχει πολύ μειοψηφικό αποτύπωμα– αποσιωπά συστηματικά αυτή την υποβάθμιση και τις πολλαπλές βλάβες που έχει φέρει ένα κοινωνικό μοντέλο που συγκροτήθηκε από δεκαετίες και έχει στραφεί κατά των «συμφερόντων» των νεότερων. Μπορεί, φυσικά, να καταδικάζει κανείς τις ιδεολογικές προγραφές και ορισμένα στυλ ριζοσπαστικού μοραλισμού που εμφανίζονται εδώ κι εκεί, «αποδομώντας» κάποια παλαιά είδωλα· να πιστεύουμε, επίσης, ότι είναι σοβαρό λάθος η λογική της αποκαθήλωσης προσώπων με όρους διαγραφής. Είναι όμως έκθετη και αυτο-υπονομεύεται και εκείνη η υπεράσπιση μιας αυτόνομης και τάχα ανεξίθρησκης λογοτεχνίας που όσοι σηκώνουν τα λάβαρά της δεν έχουν πάρει είδηση πως πολλοί νεότεροι πνίγονται κάτω από το βάρος κληρονομημένων και υπερβολικά αυτάρεσκων ερμηνειών, των καπελωμένων θέσεων και της θεσμικής αναπαραγωγής τους. Υπάρχει δηλαδή ένα μπλοκάρισμα στη «κυκλοφορία των ελίτ» και μια ευρύτερη γενεακή αδικία που συνδέεται με μια πολύ άνιση κατανομή ευκαιριών και πόρων.
Το πρόβλημα με κάποιους μεταμοντέρνους πολιτισμικούς πολέμους είναι ότι φτιάχνουν θερμά στρατόπεδα για ζητήματα που δεν είναι και τόσο σημαντικά. Θα ήταν πιο επείγον να αλλάξουν κάποιοι όροι της σημερινής πολιτισμικής και κοινωνικής συνθήκης από το να «αποδομηθούν» κάποιοι πεθαμένοι λογοτέχνες ή κείμενα του Μεσοπολέμου. Και δεν ισχύει ότι το ένα μπορεί να γίνεται παράλληλα με το άλλο. Διότι οι πολιτισμικοί πόλεμοι του πληκτρολογίου απορροφούν τεράστια ενέργεια και περιορίζουν τις μάχες των ιδεών και των αξιών σε ειδικά θέματα και περιορισμένες ζώνες (με λεξιλόγια προσαρμοσμένα για τους μυημένους κάθε πολιτισμικής φυλής).
Τι έχουμε ανάγκη σήμερα; Τη ελεύθερη εξέταση των πηγών και των κωδίκων που μας έρχονται από το παρελθόν. Να ξαναδούμε δηλαδή και τους «δεξιούς» βιολογισμούς και τους «αριστερούς» κοινωνιολογισμούς. Και τις αυταπάτες περί ιδεολογικά απαλλαγμένης λογοτεχνίας και τα καλέσματα περί ηθικοκοινωνικής αφύπνισης που συχνά νομιμοποιούν με τη σειρά τους μια μέτρια λογοτεχνία. Όλα να συζητηθούν όμως δίχως το φόβο της βεβήλωσης ή κάποιας κατά φαντασία woke συνωμοσίας.
Κυρίως όμως να καταλάβουμε ότι «Καραγάτσης» είναι το όνομα ενός συμπτώματος. Για εκκρεμή ζητήματα εξουσίας και ιεραρχικών παγιώσεων μαζί με την κόπωση πολλών νεότερων από μια ρητορική θεσμικής ευπρέπειας και δημοκρατικών κεκτημένων. Όλο και πιο συχνά άλλωστε ο λόγος που τώρα ας πούμε βρέθηκε να υπερασπίζεται με πάθος τον «Καραγάτση» δύσκολα κρύβει την ικανοποίησή του από τον εαυτό του: σαν να έχει κληροδοτήσει μεγαλόθυμα στους νεότερους τον καλύτερο δυνατό κόσμο, την πιο ώριμη και σφριγηλή δημοκρατία μαζί με μια κοινωνία που δεν επιτρέπεται να θέτει ερωτήματα για τις αξίες και τις πνευματικές ιεραρχίες της. Αυτή όμως η στάση αγνοεί τις σύγχρονες μορφές κοινωνικής ευπάθειας και προσωπικής ασφυξίας. Δεν ασκεί κριτική στις δογματικές υπερβολές των ταυτοτήτων, αρνείται απλώς το γεγονός πως υπάρχει πρόβλημα με διάφορα σχήματα πολιτισμικής και κοινωνικής εξουσίας στη χώρα μας. Και αυτή η άρνηση αναγνώρισης είναι λάθος.
Η δική μου αίσθηση είναι πως μόνο ένας άλλος διαγενεακός διάλογος με τόλμη και αμοιβαία διάθεση αλήθειας θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια καλύτερη εικόνα για τις υπερτιμημένες και τις υποτιμημένες πλευρές της κουλτούρας και των λογοτεχνικών μας ειδώλων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου