Σάββατο 1 Ιουνίου 2024

"Το τρόπαιο της παρακμής" έγραψε ο Βαγγέλης Γέττος (tvxs.gr, 31.5.2024)

 .............................................................


Το τρόπαιο της παρακμής





έγραψε ο Βαγγέλης Γέττος (tvxs.gr, 31.5.2024)





Ο Ολλανδός ιστορικός Γιόχαν Χουίζινχα έγραψε στα 1938 ένα πρωτοποριακό έργο, το «Homo Ludens», ή «Ο Άνθρωπος και το Παιχνίδι» (μτφρ. Ροζάνης & Λυκιαρδόπουλος, εκδ. Γνώση). Όμως, τo momentum της αρχικής έκδοσής του δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερο.

Στις παραμονές του κεραυνοβόλου Blitzkrieg με το οποίο ο Χίτλερ κατέκτησε την Ευρώπη σε ένα μόλις χρόνο, ο Χουίζινχα παρουσιάζει το βασικό, επαναστατικό σκεπτικό του: ο ανθρώπινος πολιτισμός (το «civilization», όχι το «culture») δεν δημιουργείται από τα πρωτόγονα τελετουργικά αλλά από το παιχνίδι. Δημιουργείται από το ένστικτο της ανακάλυψης, της δοκιμής και του λάθους που ξεκινά από την παιδική ηλικία και, αν ένα εκπαιδευτικό σύστημα, ένας τυραννικός γονιός, ένα θρησκευτικό ή πολιτικό καθεστώς δεν το σκοτώσει, ακολουθεί τον άνθρωπο μέχρι τον θάνατο.

Κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει έναν επιστήμονα που ασχολείται με τη σημασία του παιχνιδιού επτά χρόνια πριν τη Χιροσίμα και την «ανακάλυψη» του Άουσβιτς, ως επιεικώς αφελή. Ο χαρακτηρισμός αυτός όμως δεν θα ευσταθούσε γιατί, σύμφωνα με τον Ολλανδό ερευνητή, από το παιχνίδι δεν προκύπτουν μόνο οι ευγενείς πτυχές του πολιτισμού όπως η μόρφωση, το δίκαιο και οι τέχνες αλλά και ο πόλεμος, η γραφειοκρατία, το έγκλημα. Όπως και το παιχνίδι, έτσι και ο πόλεμος έχει κανόνες που αν διασαλευτούν, ο ανεξέλεγκτος εμπόλεμος παίκτης απειλείται με αποκλεισμό.

Σημείωση: τα φασιστικά πογκρόμ που ακολούθησαν σε βάρος εκλογικών περιπτέρων αριστερών κομμάτων μετά την ολοκλήρωση του τελικού του Conference League δεν έγιναν αυθόρμητα από κάποιο «μπούγιο» αλλά από ομάδες του «Νο politica» (σύμφωνα με δήλωση του βουλευτή της ΝΕΑΡ Νίκου Φίλη, 30.5.2024), μία ομάδα πολιτικής κρούσης που έχει στενότατες σχέσεις με τη διοίκηση του Ολυμπιακού. Και αυτό τo περιστατικό, μέσα από ακρότατα θεωρητικά όρια του κατά Χουίζινχα παιχνιδιού προκύπτει.

Σε πρόσφατη ανάρτησή του, στα social media, ο Δημήτρης Τσίρκας επικαλέστηκε τον Χουίζινχα και τη θεωρία του για να δικαιολογήσει τη φρενίτιδα της συμμετοχής του Ολυμπιακού στον τελικό του Conference League. Ο τρόπος που ο εν λόγω κειμενογράφος, όπως και άλλοι (π.χ. «πεφωτισμένοι» προοδευτικοί αθλητικοί συγγραφείς), διαλαμβάνει την θεωρία του «Ηοmo Ludens», αν και ενδιαφέρων, είναι εξαιρετικά μονομερής και επιλεκτικός.

Το επιχείρημα σε αδρές γραμμές είναι το εξής: η χαρά, τα πανηγύρια, όλο αυτό το – ας πούμε υγιές – οπαδικό τελετουργικό είναι ένα μεγάλο, πάνδημο παιχνίδι και ως τέτοιο, θέλουμε δε θέλουμε, αποτελεί ένα χαρωπό στοιχείο του πολιτισμού μας. Συνεπώς, κατέληγε (σε ελεύθερη δική μου απόδοση) ότι πρέπει να το αγκαλιάσουμε, να κατανοήσουμε τις δεκάδες χιλιάδες ενηλίκων που θα καταβάλουν το ύστατο υστέρημά τους για να πάρουν ένα εισιτήριο ίδιας αξίας με το να παρακολουθήσεις όπερα στο Παρίσι ή θέατρο στο Broadway, να κάνεις 3 ή 4 συνεδρίες με έναν ψυχοθεραπευτή, να πληρώσεις το νερό και το κινητό, να συμμετάσχεις σε μια καμπάνια για την αποστολή ασθενοφόρων στη Γάζα και άλλα πολλά. Καλή η μπάλα. Για πολλούς είναι ένα πάθος. Αλλά ας μην ιδεολογικοποιούμε το όποιο πάθος. Όχι τίποτε άλλο. Απλά του μειώνουμε την ένταση. Τα πάθη είναι ωραία γιατί είναι αχαλίνωτα και μη απαραιτήτως ορθολογικά εξηγήσιμα. Ας τα απολαύσουμε, λοιπόν, χωρίς άλλες αιθεροβάμονες διατυπώσεις.

Το παιχνίδι – το παιχνίδι που δίνει χαρά και δημιουργεί ένα πλαίσιο ανεμελιάς το οποίο είναι απαραίτητο για την υγεία μας – υφίσταται κυρίως μέσα από τη συμμετοχή σε αυτό. Η ψευδαίσθηση ότι συμμετέχω στο παιχνίδι ενώ παρακολουθώ το παιχνίδι από μακριά (ακόμα και στην πρώτη σειρά των κερκίδων), δεν είναι παιχνίδι αλλά το υποκατάστατό του (Ουμπέρτο Έκο, «Σημειολογία στην καθημερινή ζωή», εκδ. Μαλλιάρης). Δηλαδή ένα πολιτισμικό υποκατάστατο. Ακόμα και αν θεωρήσουμε ότι οι 22 παίκτες ενός τελικού «παίζουν», ανακαλύπτουν, παράγουν αυτή την ευρεία έννοια «πολιτισμού», έστω και στα πλαίσια μιας ολοκληρωτικής εμπορευματοποίησης, θα πρέπει, ωστόσο, να προβληματιστούμε διπλά και τρίδιπλα τί παράγουν κοινωνικά και πολιτισμικά οι καταναλωτές εισιτηρίων, αμφιέσεων και κυρίως οι καταναλωτές μιας ψυχότροπης ντόπας θεάματος. Μάλιστα αυτή η ντόπα, στην ψηφιακή εποχή, στην ψηφιοποιημένη ζωή, έχει τη δυνατότητα να απενεργοποιεί πολλά άλλα ένστικτα και συναισθήματα.

Άλλωστε, και οι ναζιστικοί Ολυμπιακοί Αγώνες π.χ. του 1936 στο Βερολίνο, ένα παιχνίδι ήταν και μάλιστα ενθουσίασε ειλικρινά τους θεατές του. Όχι μόνο τους Γερμανούς αλλά και όσους είχαν εξαρτήσει από το σημαντικό αθλητικό γεγονός πολιτικές και κοινωνικές προσδοκίες, όπως π.χ. η ποθούμενη νίκη μαύρων δρομέων σε βάρος «αρίων».

Πόσες χιλιάδες «αθώων», αγνών οπαδών συμμετείχαν στην προεκλογικού τύπου μεθεόρτια ομιλία ζητωκραυγάζοντας τον Μαρινάκη στον Πειραιά; Είναι αυτή η «ευτυχιοκρατία» (Edgar Cabanas, εκδ. Πόλις) που αποσυνδέει το συναρπαστικό, ανεβαστικό θέαμα από τους αληθινούς λόγους παραγωγής του: «εντάξει αυτόν τον πρόεδρο έχουμε τώρα, τι να κάνουμε; Δεν θα χαρούμε;».

Ας το θέσω με ένα ενοχλητικό – για όλους μας – ερώτημα: μπορεί η Ελλάδα να καίγεται για ένα τρόπαιο όταν η Ελλάδα καταρρέει; Όταν 3.000 παιδιά περιμένουν στα χειρουργεία που κλείνουν το ένα μετά το άλλο; Όταν τα Τέμπη εκλιπαρούν για προσοχή; Μπορεί η ψευδαίσθησή μας ότι «συμμετέχουμε» στο παιχνίδι να μας προφυλάξει από τον εναγκαλισμό με παράγοντες που ελέγχονται από τη Δικαιοσύνη για εγκληματικές ενέργειες; Γιατί και αυτές τις απαράκαμπτες συνδέσεις, αυτό το «παιχνίδι» τις φέρνει, αυτό το τεχνητό «τελετουργικό». Το ευγενές «παιχνίδι», το άθλημα καθ’ αυτό, δεν απέχει πολύ από το αποτρόπαιο «παιχνίδι», αυτό της καπήλευσης ανέμελων συναισθημάτων από κοινωνικούς και οικονομικούς πολέμαρχους. Όταν, δε, ακούω από ανθρώπους που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί να διατείνονται ότι ‘’η ομάδα τους είναι υπεράνω αυτών των υποκοσμιακών παραγόντων’’, απορώ με την απλοϊκότητα του σοφίσματός τους.

Ο ναΐφ οπαδισμός της δεκαετίας του ’80, όπου ακόμα και οι πιο υποκοσμιακοί παράγοντες διατηρούσαν κάτι το γραφικό έως και κοινωνικά ακίνδυνο, κάτι από το ξεθωριασμένο οθωμανικό νταβατζιλίκι, δίνει την θέση του στην πρόσδεση εκατομμυρίων νέων στο ξέπλυμα των πιο σκοτεινών πλευρών της σύγχρονης παραπαίουσας ελληνικής δημοκρατίας. Και αυτό είναι κάτι πολύ πιο σοβαρό από το τη «βία στα γήπεδα» ή την οπιογενή ποδοσφαιρική χαύνωση.

Όταν η Ελλάδα διαιρείται με όρους Δον Κορλεόνε και ο οικονομικός εμφύλιος είναι εδώ, τουλάχιστον οι αριστεροί – κάθε απόχρωσης – οφείλουν να πάρουν μαζικά τις αποστάσεις τους όχι από τις εξαιρέσεις «της βίας» και του «οπαδικού μίσους» αλλά από τον κανόνα του πιο ξεπλυμένου θεάματος της χώρας. Αποτελούν το πανηγυρίζον εποικοδόμημα μιας σαθρής, σκοτεινής βάσης, ενός εσμού που συνεχίζει αδίστακτα να κρατά την Ελλάδα στην παρακμή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: