...............................................................
[Ακολουθεί ένα κείμενο που αγαπώ πολύ.
Γράφτηκε γύρω στο 1995 για τον μπαμπά μου, αρκετά χρόνια πριν εκείνος πεθάνει και - φυσικά - ποτέ δεν του έδωσα την ευκαιρία να το διαβάσει. Πολλά πράγματα στη ζωή μου είχαν σχέση μ’ αυτόν, χωρίς να το γνωρίζει ή καθώς δεν ήταν δυνατόν να παρίσταται - ούτε καν όταν ήταν παρών. Από το 2012 που πέθανε, λείπει και ως φυσική παρουσία.
Η μαμά μου, που έχει επίσης πεθάνει στις αρχές του 2020, διάβασε αυτό το κείμενο μετά το θάνατό του μπαμπά και το βρήκε απολύτως κυριολεκτικό - όπως και είναι.]
Από τη φίλη στο fb Ellie Kakouri (facebook, 16.6.2024)
Ο ΜΠΑΜΠΑΣ ΠΑΕΙ ΝΑ ΣΚΑΣΕΙ
Ξέρω πως ο μπαμπάς πάει να σκάσει, γιατί μπορεί να κρατήσει την αναπνοή του περισσότερο από κάθε άλλον.
Το δείχνει κιόλας. Όταν φουσκώνει μπαλόνια την Πρωτοχρονιά ή καμιά φορά στα γενέθλιά μου, γίνεται εντελώς μπλαβής. Λες και διεξάγεται κάποιος αγώνας που επιβάλλει τη μέγιστη αξιοποίηση κάθε εισπνοής ή βραβεύει τη βέλτιστη σχέση κόπου-απόδοσης. Φουσκώνει όλο και περισσότερα μπαλόνια, για να μας δώσει όλο και περισσότερη χαρά. Και γίνεται όλο και πιο μπλαβής. Εγώ και η αδελφή μου φοβόμαστε πως θα σκάσει. Πρώτα αρχίζουμε να λέμε κάτι δειλά-δειλά, αλλά ο μπαμπάς, σίγουρος κι αποφασισμένος, φουσκώνει ακάθεκτος. Καθόμαστε λοιπόν σιωπηλά και κουρνιάζουμε όλο και πιο πολύ, μα ο μπαμπάς δε μας βλέπει. Γιατί ο μπαμπάς μου είναι ο βασιλιάς του ελέγχου. Αποφασίζει -βήμα ένα-, εκτελεί -βήμα δύο: μια τέλεια μηχανή εκπλήρωσης χρέους. Αποφάσισε ότι τα μπαλόνια φέρνουν χαρά. Τώρα λοιπόν εκτελεί τη χαρά μας, φουσκώνοντας ένα ολόκληρο σακούλι. Κι είναι μόνο ένας ταπεινός στρατιώτης, καθώς έχει αφοσιωθεί στο έργο του. Πειθαρχικός, ικανός, επιμελής, υπεύθυνος, πιστός, προσηλωμένος, γεμάτος αγάπη. Μόνο που δεν ακούει και δεν βλέπει κι έτσι δεν μπορεί να είναι μαζί μας. Ο μπαμπάς μας πάει να σκάσει μόνος του.
Ο μπαμπάς δεν έχει ιδιαίτερες σχέσεις με τη θάλασσα. Δεν ξέρει κολύμπι και δε μοιάζει ν' απολαμβάνει την επαφή με το νερό. Τον απασχολεί η άμμος στα παπούτσια του, όλο το ξεβόλεμα και η διαδικασία του μπάνιου και κυρίως ο ήλιος που νομίζω του κάνει κακό στο δέρμα. Το μπάνιο στη θάλασσα είναι λοιπόν κι αυτό ένα προαποφασισμένο είδος χρέους που εκτελείται χωρίς βαρυγκώμια, πάντα μέσα στο χρονοδιάγραμμα. Πόση ώρα πρέπει να κάνει μπάνιο ένα παιδί; Ο μπαμπάς μου ξέρει: δέκα λεπτά την πρώτη μέρα, δεκαπέντε λεπτά τη δεύτερη, είκοσι την τρίτη, ύστερα για δυο-τρεις μέρες μισή ώρα και μετά περνάμε στην απόλυτη καλοκαιρινή "ελευθερία" της μιας ώρας. Και γίνονται όλα σύμφωνα με το πρόγραμμα. Ο μπαμπάς μου όμως -έτσι κι αλλιώς- πάει να σκάσει και δε ξέρω αν τελικά τον σκάει κάτι συγκεκριμένο ή σκάει από μόνος του. Το δείχνει και στη θάλασσα. Βάζει το κεφάλι του στο νερό και μετράει πόση ώρα μπορεί να κρατήσει την αναπνοή του. Φυσικά μέχρι να γίνει μπλαβής. Εκεί, όπως κάθεται στα ρηχά, κλείνει τη μύτη με τα δύο δάχτυλα, κλείνει τα μάτια και βάζει το πρόσωπό του -μόνο το πρόσωπό του- στο νερό. Αυτό δεν είναι βουτιά, είναι κάποιο είδος άσκησης για να ...διασκεδάσουμε! Ευτυχώς γίνεται μόνο δυο-τρεις φορές και κρατάει πολύ λιγότερο από το φούσκωμα είκοσι μπαλονιών. Είναι όμως πιο τρομακτικό, γιατί δε βλέπω το πρόσωπό του και για λίγα λεπτά χάνεται η γη κάτω απ' τα πόδια μου. Αν ο μπαμπάς μου πεθάνει, θέλω τουλάχιστον να το δω να συμβαίνει. Το κεφάλι του κάτω απ' το νερό μ’ εμποδίζει να προετοιμαστώ για το χειρότερο: να αποφασίσω -βήμα ένα- για να εκτελέσω -βήμα δύο. Είμαι κόρη του μπαμπά μου. Κάθε βράδυ παραφυλάω την αναπνοή της μικρής μου αδελφής μη σταματήσει. Είμαι πρόθυμη να παραιτηθώ απ’ την ίδια τη ζωή μου. Γιατί είμαι υπεύθυνη.
Κάτω απ' τον έλεγχό του, ο μπαμπάς μου κρύβει μια φοβερή ακραιότητα, ένα πάθος που κάποτε αποφάσισε πως όφειλε να καταπνίξει. Το προδίδει ο τρόπος που περπατάει, ο τρόπος που ενθουσιάζεται, ο τρόπος που μιλάει. Οι κινήσεις του είναι κοφτές και αποτελεσματικές και έχουν την αποφασιστικότητα του αδιαμφισβήτητου ηγέτη. Τις κάνει όμως ο έλεγχος και πίσω απ’ την ισχύ τους, διαφαίνεται πάντα ένα τρέμουλο, η ταραχή ενός παγιδευμένου, η αγωνία να παλαίψει μέχρι τέλους τον εαυτό του που ξεχύνεται από μέσα του διεκδικώντας την απόλαυση. Ο μπαμπάς μου είναι ένας εραστής, ένας επαναστάτης, ένας ασυμβίβαστος, που κάποια μέρα αποφάσισε να θυσιάσει τον εαυτό του στο βωμό αυτού που έκρινε ότι υπαγορεύει η θρησκεία, να γίνει ταπεινός και να ζήσει εκ χρέους, κερδίζοντας έτσι τη χαμένη αυτοεκτίμησή του. Και στην υπεράσπιση αυτού του πιστεύω, όταν θεωρεί ότι δίνει μια ανιδιοτελή μάχη ιδεών και όχι προσωπικών επιθυμιών, εξαπολύει όλη τη δεσμευμένη πίεση και γίνεται τιμωρός, μαχαιροβγάλτης, ένας άτεγκτος εκτελεστής της υποτιθέμενης βούλησης κάποιου άλλου -έστω και Θεού-, ικανός να θυσιάσει μέχρι και τα παιδιά του. Τότε είναι ο ίδιος ένα μπαλόνι που πάει να σκάσει -ή και σκάει καμιά φορά. Και βλέπω την ορμή του ποταμού του αληθινού μπαμπά, που έρχεται να απειλήσει τη ζωή μου, μια ορμή ανεξέλεγκτη που είναι για μένα γεμάτη γοητεία, αλλά γιατί άραγε χρησιμοποιείται μόνο για να σκοτώνει;
Ο μπαμπάς μου πάει να σκάσει και βασανίζει τον εαυτό του -κι εμάς- μέχρις αίματος. Κάθε πρωί ξυρίζεται με τον τελειομανή και απόλυτο τρόπο του, εξαφανίζοντας κάθε τρίχα από τη ρίζα της, δίχως να δώσει τη παραμικρή σημασία στο δέρμα του που πονάει, λες και του δίνεται η τελευταία ευκαιρία να ξερριζώσει έτσι την αμαρτία αυτού του κόσμου μια για πάντα. Κάθε πρωί γίνεται ένας καταματωμένος τιμωρός...τριχών και κυκλοφορεί μ’ ένα πρόσωπο που μόνο η σύγκρουση με τζάμι μπορεί να δημιουργήσει, ένα πρόσωπο βγαλμένο κατευθείαν από ταινία τρόμου, που κάθε τόσο πασαλείβει με οινόπνευμα κάνοντας γκριμάτσες πόνου. Και πάντα την επόμενη, -ακούραστος στρατιώτης- ξανανοίγει αδίστακτα τις πληγές της προηγούμενης για ένα καινούργιο τελειότερο ξύρισμα. Ο μπαμπάς μου πάει να σκάσει και ξυρίζεται κάτω απ’ το δέρμα του.
***
Τώρα που τα χρόνια πέρασαν, ο μπαμπάς δε φουσκώνει μπαλόνια και δε βάζει το κεφάλι του μέσα στο νερό. Ούτε ξυρίζεται με τόση μανία. Τα ξυραφάκια είναι πια καλύτερης ποιότητος. Οι τρίχες είναι λιγότερο επίμονες, τα πάθη του φαίνεται καταλάγιασαν και παραδόθηκε στην καινούργια πραγματικότητα των μετόπισθεν, σ’ ένα θεωρείο της ζωής που φέρει βαρέως, απ’ όπου όμως παρατηρεί με συγκίνηση το εγγονάκι του να φουσκώνει μπαλόνια μ' εκείνο το χαρτονένιο φυσητήρι που έχουν στο μεταξύ εφεύρει. Είναι βέβαια μόνο ένα κακό υποκατάστατο της τέχνης του φουσκώματος των μπαλονιών, της τέχνης του μπαμπά μου. Τι μπορεί να κάνει το φουσκωτήρι σ' ένα τόσο δα μπαλόνι-σκουλήκι ή σ' ένα μπαλόνι-πουλί; Ο μπαμπάς ήξερε να χαλαρώνει τη μικρή μύτη του πουλιού για να πάει εκεί πρώτα ο αέρας κι ήτανε μια τελετουργία μακριά και αποτελεσματική. Τώρα ένα τέτοιο μπαλόνι απλά το αφήνεις και πας παρακάτω, σ' ένα μεγαλύτερο, σ' ένα ευκολότερο. Δεν υπάρχει έλλειψη παιχνιδιών, μπαλονιών ή χρημάτων και η ανάγκη να αξιοποιηθεί ένα μπαλόνι-πουλί δεν είναι για κανένα παιδί επιτακτική. Οι μπαμπάδες κατεργάζονται νέες τέχνες, σε μια εποχή με περισσότερη βιάση και θόρυβο.
Τώρα που τα χρόνια πέρασαν και ο μπαμπάς μου μαλάκωσε, κουράστηκε ν' αντιστέκεται στην αναπνοή και καμιά φορά του ξεφεύγει και ζει. Είναι τρυφερός και πιο διαθέσιμος στο άγγιγμα. Εξακολουθεί να μην βλέπει και να μην ακούει αρκετά κι όταν τρομάζει στο πλησίασμα κάποιας αλήθειας που υποψιάζεται πως παρέλειψε ν’ αντικρύσει στην ώρα της, καταφεύγει βιαστικά σε κάποιον απ’ τους αγαπημένους του μονόλογους που γίνονται όλο και πιο στερεότυποι, όλο και πιο επαναλαμβανόμενοι.
Ο μπαμπάς μου πάει πάντα να σκάσει, όσο περνούν τα χρόνια και πιο σιωπηλά, αλλά κανείς στο κόσμο δε ήξερε να φουσκώνει μπαλόνια όπως αυτός, με την επιμέλεια, την πειθαρχία και την αγάπη του.
(io)
ο μπαμπάς λίγο πριν πεθάνει, στα 92 του χρόνια
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου