...............................................................
Θεόδωρος Τερζόπουλος στην «Κ»: «Ορέστεια» με διονυσιακή ματιά
Η δική του «Ορέστεια» «δεν πατάει, αιωρείται». Ισως και «να στέκει στην επιφάνεια της Αχερουσίας λίμνης». Στην αφίσα της παράστασης που σκηνοθετεί ο Θόδωρος Τερζόπουλος, συνεργαζόμενος για πρώτη φορά με το Εθνικό Θέατρο, και θα παρουσιαστεί στην Επίδαυρο (12 και 13 Ιουλίου), ένα κόκκινο νήμα είναι περασμένο, γεωμετρικά, στα δάχτυλα των χεριών. Μια κόκκινη κλωστή που μοιάζει να στάζει, διασταυρούμενα αγγεία;
«Γιατί όχι και αυτό», συναινεί ο διεθνώς καταξιωμένος δημιουργός. «Δεν χρησιμοποιώ μικρόφωνα, οθόνες, τίποτα. Είναι η συνάντηση του Απόλλωνα με τον Διόνυσο. Της λογικής με το ένστικτο. Είναι μια τραγωδία επιχειρημάτων. Τα πρόσωπα στους μονολόγους είναι γεμάτα από επιχειρήματα. Γι’ αυτό, τίποτα δεν γίνεται μόνο με το ένστικτο. Χρειάζεται μια λογική επεξεργασία», προσθέτει. Παρ’ όλα αυτά, παραδέχεται ότι είναι «διονυσιακή η ματιά» του στην τραγωδία του Αισχύλου.
Τα τρία μέρη της, «Αγαμέμνων», «Χοηφόρες», «Ευμενίδες», προσφέρονται για την «αναζήτηση του απρόβλεπτου, του ασυνήθιστου, του παράδοξου». Ενώ τα πρόσωπα του μύθου των Ατρειδών «προσφέρουν τα σώματά τους στο θυσιαστήριο του ανοίκειου, θέτουν διαρκή ερωτήματα και διλήμματα». Το «σώμα», σήμα κατατεθέν της τεχνικής, σχολής πλέον ολόκληρης, του Θεόδωρου Τερζόπουλου, ταλανίζεται μέσα στο θεμελιώδες οντολογικό ερώτημα «περί τίνος πρόκειται». «Ενα ερώτημα που δεν επιδέχεται οριστικές απαντήσεις, αλλά διαρκώς μας ενεργοποιεί προς την κατεύθυνση της ολοένα βαθύτερης έρευνας της ρίζας του ήχου, της λέξης, των πολλαπλών διαστάσεων του ανθρώπινου αινίγματος και της ανακατασκευής ενός νέου Μύθου», σημειώνει ο σκηνοθέτης.
Κάθεται απέναντί μου σε μια μπερζέρα, στο μικρό «μουσείο» πολιτισμών όλου του κόσμου που θυμίζει το καθιστικό του σπιτιού του, προσπαθώντας, με πολλή πειθαρχία, να αναρρώσει από ένα επίμονο αυτοάνοσο το οποίο τον ταλαιπωρεί τους τελευταίους μήνες. Μιλάει σχεδόν ψιθυριστά, αλλά τίποτα δεν αναιρεί τον οίστρο και την επιθυμία του όταν εξηγεί τα δυσερμήνευτα και σκηνοθετεί.
– Οι παραστάσεις σας είναι σαν «ομιλούσες εγκαταστάσεις». Είναι η πρώτη φορά που ο χρόνος θα απλώσει τόσο πολύ: 3 ώρες και 15 λεπτά.
– Πήρα υπόψη μου την αντοχή των θεατών αλλά και τις δικές μου αντοχές για τον χρόνο της «Ορέστειας». Μπήκα τόσο βαθιά μέσα στον μύθο και στο υλικό που δεν μπορούσα να βγω στην επιφάνεια. Είναι σαν τα θολά όνειρα ή τις άμορφες εικόνες που υπάρχουν στο υποσυνείδητό μας.
– Όνειρο ή εφιάλτης;
– Εφιάλτης. Χρειάστηκα έναν ψυχαναλυτή γι’ αυτό. Συνομιλούσα με τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη.
– Γιατί ψυχαναλυτή;
– Γιατί ήταν επικίνδυνο και για εμένα. Καταδύθηκα τόσο που άρχισα να χάνω τα όρια.
– Μου έχετε ξαναμιλήσει για την απώλεια ορίων όταν συμμετείχατε σε μια τελετή των Ινδιάνων της Κολομβίας και την εγκαταλείψατε πριν ολοκληρωθεί.
– Ακριβώς. Δεν προσέγγισα την «Ορέστεια» με ορθολογισμό, οργανώνοντας την προετοιμασία σε ένα πρόγραμμα. Αφέθηκα στις αισθήσεις που μου δημιουργούσε το αρχαίο κείμενο.
– Τι σας έφερε στα άκρα;
– Νομίζω συνέτεινε η ασθένειά μου. Το αυτοάνοσο από το οποίο υποφέρω, η ρευματοειδής πολυμυαλγία. Πόνος σε όλο το σώμα και μεγάλη δυσκινησία. Επειδή, λοιπόν, την προσέγγιση στο υλικό του Αισχύλου την έκανα με ένα σώμα που πονούσε, αυτό με είχε πραγματικά συγκλονίσει. Οσο πιο πολύ εισχωρούσα στον μύθο, τόσο μειώνονταν οι πόνοι.
– Είχε θεραπευτική επίδραση πάνω σας;
– Μεγάλη. Ιδιαίτερα ο μύθος και οι συνειρμοί που δημιουργούσε. Παράδειγμα: έρχεται ο Αγαμέμνων από την Τροία και η γυναίκα του, η Κλυταιμνήστρα, του ετοιμάζει ένα κόκκινο χαλί. Αυτό το κόκκινο χαλί για εμένα είναι 22 σώματα του χορού, ματωμένα, φωτισμένα με κόκκινο φως, 22 νεκροί ή 22 φαντάσματα ή 22 μελλοθάνατοι. Κι αυτό με έβαλε σε άλλες σκέψεις. Eπρεπε να βρω εκείνες τις σημερινές παραμέτρους για να το μεθερμηνεύσω. Το υλικό αυτό «έγιναν» οι πόλεμοι, οι καταστροφές, άρχισα να το βλέπω σαν πρόσφυγας από τη Γάζα. Aρχισα να επιστρέφω στις καταγωγικές μου αρχές, ιδεολογικές και πολιτικές. Ιδιώτευσα. Νομίζω ότι εκεί που τελειώνει η αυτοβιογραφία αρχίζει η τέχνη.
«Δεν πλησίασα την τραγωδία με ορθολογισμό. Αφέθηκα στις αισθήσεις που μου δημιουργούσε το αρχαίο κείμενο».
– Οι περισσότεροι σκηνοθέτες επενδύουν στον «Αγαμέμνονα». Εσείς επιμένετε στις «Ευμενίδες». Γιατί;
– Άρχισα να δουλεύω πρώτα τις «Ευμενίδες». Δεν καταλάβαινα, γι’ αυτό και ασχολήθηκα πάρα πολύ. Δεν ήθελα να στήσω ένα δικαστήριο, ήθελα κι αυτό να το εντάξω στον χώρο του υποσυνειδήτου. Είναι, νομίζω, το περισσότερο δουλεμένο μέρος του έργου. Στον «Αγαμέμνονα» σε οδηγούν τα πάθη. Είσοδοι, έξοδοι, φόνοι, θρίλερ. Και στις «Χοηφόρες» υπάρχουν φόνοι. Οι «Ευμενίδες» είναι το πιο άγονο, δύστροπο, δύσκολο μέρος και το πιο πολιτικό. Η τραγωδία αυτή έχει μια πολιτική διάσταση. Είτε μέσα από τη φιλοσοφική προσέγγιση και ανάλυση είτε σε ένα πρώτο επίπεδο. Δηλαδή, κανείς μπορεί να καταλάβει ότι κάτι που κάνω παραπέμπει στη Γάζα.
– «Περί τίνος πρόκειται;»
– Η ανθρώπινη ύπαρξη. Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ (σ.σ. μια μεγάλη συμπαραγωγή του Emilia Romagna Teatro, που σκηνοθέτησε και παρουσιάστηκε στη Στέγη) έγινε αντιληπτό, νομίζω. Περιμένουμε τον Γκοντό που δεν έρχεται ποτέ. Είναι πάντα ο άνθρωπος.
– Στην "Ορέστεια" «περί τίνος πρόκειται»; Είναι οι ενοχές; Οι τύψεις;
– Το τίποτα. Γιατί και οι ενοχές και οι τύψεις είναι ένα παιχνίδι του πολιτισμού. Κατασκευές για να ερμηνεύσουμε το ανερμήνευτο. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος είναι θνητός και ο θεός αθάνατος, το «περί τίνος πρόκειται» πρέπει να το δούμε μέσα από τη θνητότητά μας. Από τη στιγμή που η ζωή η ίδια είναι μια μικρή παρένθεση μέσα στη μεγάλη επικράτεια του θανάτου, πρέπει όλα να τα δούμε μέσα από την πλευρά του θανάτου. Γι’ αυτό, η παράσταση αυτή είναι σα να γίνεται στον προθάλαμο του θανάτου. Ή πάνω στην επιφάνεια της Αχερουσίας λίμνης. Το προσπάθησα νοηματικά, αισθητικά, ερμηνευτικά.
– Συμφιλιωνόμαστε με τη θνητότητα;
– Οχι. Είμαστε απλοί άνθρωποι, όχι πρόσωπα του μύθου. Εγώ, προσωπικά, νομίζοντας ότι δεν είμαι απλός άνθρωπος, υπερέβην τα όριά μου. Διέπραξα ύβρη και ήρθε η τιμωρία. Βλέπω και στη ζωή μου μια τραγική πορεία. Νόμιζα ότι θα κατακτήσω τον κόσμο. Hταν μια κεκτημένη ταχύτητα. Μια μανία φυγής και καταδίωξης. Κάτι που με έβγαζε από τα όρια. Αυτήν την ακρότητα στη δουλειά και στη συμπεριφορά την πλήρωσα με την υγεία μου. Και τώρα παλεύω. Τιμωρήθηκα. Αυτοτιμωρία. Αυτοάνοσο.
Στιγμιότυπο από τις πρόβες της παράστασης. Το «σώμα»
είναι σήμα κατατεθέν της τεχνικής, σχολής πλέον
ολόκληρης, του Θεόδωρου Τερζόπουλου. [ΓΙΟΧΑΝΕ ΒΕΜΠΕΡ]
– Από την άλλη, με την επίγνωση των ορίων παράγεται τέχνη;
– Οχι. Τίποτα δεν μπορούμε να κάνουμε. Περπατάς πάντα στο χείλος του γκρεμού με κλειστά μάτια και πρέπει να μην πέσεις. Είναι ακραία η τέχνη. Η πιο ακραία περιοχή της ανθρώπινης έκφρασης. Δημιουργία σημαίνει μετάβαση σε μια άλλη περιοχή που απομακρύνεται τελείως από την κοινωνία, από τις συμβάσεις, τους περιορισμούς, τους νόμους, και μπαίνεις μέσα στο αβυσσαλέο δικό σου, που μπορεί να σε ευνοήσει αλλά και να σε γκρεμίσει. Μια μέρα, πριν από τέσσερα χρόνια, ξύπνησα το πρωί κι έπρεπε να κάνω πέντε ταξίδια σε τρεις ημέρες. Αθήνα, Φρανκφούρτη, Τόκιο, Τογιάμα, Τόγκα για 8 ώρες να συναντηθώ με τον Ταντάσι Σουζούκι (σ.σ. τον σπουδαίο Ιάπωνα σκηνοθέτη), επέστρεψα Φρανκφούρτη, Αθήνα, και τρεις ώρες μετά έπρεπε να πάω στη Νέα Υόρκη και μετά στη Φιλαδέλφεια για να ανεβάσω την «Αντιγόνη». Παραφορά. Κάποια στιγμή το σώμα δεν άντεξε. Είναι αυτοκτονική πράξη.
– Αναδυθήκατε από την «Ορέστεια» κρατώντας τι στο χέρι;
– Το ταξίδι. Πολύτιμο. Πέρα από την καλλιέργεια των αισθήσεων, κινητοποίησε τα ένστικτα, μπήκα στην περιοχή του υποσυνείδητου, έχω μάθει πράγματα, είμαι πιο ανθρώπινος με τους συνεργάτες μου. Η «Ορέστεια» με βοήθησε. Eκανα αυτοανάλυση. Ταυτίστηκα με τα πρόσωπα. Τα έχω ενδοβάλει. Δεν ήταν ταύτιση, ήταν ενδοβολή. Θα υπάρχουν σκηνές που θυμίζουν Γκόγια ή Καραβάτζο.
– Ποιο πρόσωπο της «Ορέστειας» σας συγκίνησε περισσότερο;
– Με την Κασσάνδρα συγκλονίστηκα. Μεγάλη ταύτιση. Η Κασσάνδρα είναι η μόνη που πληρώνει για τα δεινά του πολέμου. Οι άλλοι, όχι. Η μόνη που λόγω της μαντικής ικανότητας έχει προφητέψει τον ίδιο της τον θάνατο. Είναι παρούσα αλλά και σε άλλη διάσταση. Τη βλέπεις και ταυτόχρονα βλέπεις και τα κομμάτια της.
– Σαν την εξωτερική ραφή της «Ορέστειας»…
– Ακριβώς. Χωρίς την Κασσάνδρα δεν υπάρχει «Ορέστεια». Eνα κορίτσι που αφιερώθηκε στον Απόλλωνα. Hταν ένα θύμα, δυστυχής. Oσο πιο πολλά ξέρεις, όσο περισσότερα ερωτήματα θέτεις, τόσο πιο δυστυχής γίνεσαι. Και στον λαό σήμερα υπάρχουν γυναίκες που μαντεύουν. Αν τις παρατηρήσεις, είναι ζωντανές και νεκρές μαζί. Σα να ‘χει τη γνώση των νεκρών και των φαντασμάτων η Κασσάνδρα. Σα να ‘ναι όλοι οι θάνατοι μαζί. Είναι βραχυκυκλωμένη. Δεν έχει διαφυγή. Η έξοδος δίνεται όταν τη δολοφονούν.
– Θα κάθονταν ο Αισχύλος με τον Μπέκετ να κουβεντιάσουν;
– Βέβαια. Κάθισαν ήδη πολλές φορές! Το DNA τους είναι μάλλον το ίδιο. Υπάρχει βαθιά σχέση. Μια ζωή κινήθηκα ανάμεσα στον Μπέκετ, στον Χάινερ Μίλερ, στην τραγωδία και στον Μπρεχτ. Εκεί βρήκα ένα πεδίο πρόσφορο. Η θέση με την πολιτική έννοια είναι από τον Μπρεχτ. Η άρση της θέσης και η άρνηση είναι από τον Μίλερ. Το «τίποτα» είναι η γκρίζα ζώνη της ανθρώπινης ύπαρξης που την ονομάζω Αχερουσία λίμνη ή προθάλαμο του θανάτου. Αυτό προέρχεται από τον Μπέκετ. Σε όλους υπάρχουν κομμάτια από όλους.
– Γιατί αντέχει η τραγωδία, κύριε Τερζόπουλε;
– Γιατί τραγωδία ίσον τρέλα, τρέλα ίσον φύση ίσον αθωότητα. Δεν περιχαρακώνεται σε κλισέ. Κάθε φράση έχει μέσα και την άρση της. Θέση, άρση της θέσης και άρση της άρσης. Με αυτήν την έννοια, όλα βρίσκονται σε διαδικασία αναγέννησης.
12, 13 Ιουλίου, Εθνικό Θέατρο, Επίδαυρος, «Ορέστεια» του Αισχύλου, σε σκηνοθεσία και δραματουργική επεξεργασία, σκηνικά, κοστούμια, φωτισμούς Θ. Τερζόπουλου. Μετάφραση: Ελένη Βαροπούλου. Πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Παναγιώτης Βελιανίτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου