..............................................................
Βότσαλα στη λιμνοθάλασσα…
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας (Καθημερινή", 25.06.2023)
Τον τόπο του, το χωριό, την επαρχία, την πατρίδα του όλη, τον αγαπάει ο καθένας. Με τα καλά και τα κακά του. Και παραπάνω αν είναι τα στραβά και τ’ ανάποδα από τα άξια και τα όμορφά του, θα βρεις τρόπο να τον αγαπήσεις. Αν για ν’ αγαπήσουμε την Ελλάδα περιμέναμε να γίνει πρώτα ίδια κι απαράλλαχτη με το ιδεωδώς ενάρετο ομοίωμά της που πλάθει η φαντασία μας, θα ‘πρεπε να πολιτογραφήσουμε Ελληνες τον Αδάμ, τον Σηθ, τον Ενώς και τον Μαθουσάλα, που ξεπέρασαν τους εννιά αιώνες βίου, και να υποκλέψουμε το μυστικό τους. Μακροζωία σαν της Ικαρίας δεν αρκεί.
Αν ωστόσο η αγάπη δεν είναι χριστιανική (και ξέρουμε δα πώς αγαπούν στους καιρούς μας όσοι, ανταγωνιζόμενοι για την ψήφο των ευσεβών, βάζουν σταυρούς στις εκλογικές ρεκλάμες τους), δεν υποχρεούται να συμφωνεί με το πόρισμα του Παύλου στην Α΄ Προς Κορινθίους επιστολή: «Η αγάπη πάντα στέγει» – όλα τα ανέχεται. Αν τα ανεχθείς όλα όμως, όλα θα μείνουν ως έχουν. Ανάμεσά τους και τα στραβά και τ’ ανάποδα. Η τίμια αγάπη, η ειλικρινής, ή είναι κριτική ή δεν υπάρχει.
Χάρηκα φέτος την άνοιξη που το Μεσολόγγι απέκτησε επιτέλους Αρχαιολογικό Μουσείο, το «Ξενοκράτειο», κι έδωσα τόπο στην οργή που ο πρωθυπουργός και η επί του Πολιτισμού υπουργός του τίμησαν στα εγκαίνια με τον πατροπαράδοτο πελατειακό τρόπο το εθιμικό «επί των ημερών μας…»· δεν περίμενα τίποτε διαφορετικό από τους πληθωριστικά ρητορεύοντες κατά του λαϊκισμού. Χάρηκα επίσης το 2020, όταν εγκαινιάστηκε στη μεσολογγίτικη Τουρλίδα το Μουσείο Αλατος, που γεννήθηκε χάρη στην πρωτοβουλία του Κέντρου Λόγου και Τέχνης «Διέξοδος», δηλαδή του Νίκου Κορδόση και της συζύγου του Δέσποινας Κανελλή-Κορδόση.
Πώς να μη λυπηθώ όμως που το Μουσείο Κωστή Παλαμά στο Μεσολόγγι, στο πετρόχτιστο κτίριο της οικογένειας, είναι επί της ουσίας κλειστό; Και πώς να μη νιώσω βαθιά απογοητευμένος από την αυτοακυρωτική πορεία που ακολουθεί το Κέντρο Χαρακτικών Τεχνών – Μουσείο Βάσως Κατράκη, στο Αιτωλικό; Το Μουσείο θεμελιώθηκε το 1995 και εγκαινιάστηκε το 2006 τέτοιες μέρες, 25 Ιουνίου. Σήμερα μετράει πολλές τις πληγές του και γιατρειά δεν φαίνεται, αν κρίνω και από τις μάλλον αμήχανες «δεσμεύσεις» υποψήφιων δημάρχων, όπως τις διαβάζω στα «Νέα του Αιτωλικού».
Εναν άλλο Ιούνιο, φαρμακωμένο, και συγκεκριμένα στις 26.6.1967, ο Γιάννης Νεγρεπόντης έγραφε στα Γιούρα το ποίημα «Στη Βάσω Κατράκη»: «Αξενο άνυδρο τοπίο / τόπος πικρής αναμονής / κι ούτε υποψία / κάποιου παλμού άλλης ζωής / ώσπου ένα πουλί / από τα χέρια σου / ιστορημένο, ώσπου ένα βότσαλο / που μες στα χέρια σου / πήρε πνοή και ζει». Και η κορυφαία χαράκτρια Βάσω Κατράκη (1914-1988) στη Γυάρο βρισκόταν τότε. Εξόριστη. Συγκαταλεγόταν στους πρώτους που συνέλαβε η χούντα, σίγουρη ότι θα τους βρει μπροστά της όρθιους. Ετσι την αντάμειψε η πατρίδα της για την αντιστασιακή της δράση στην Κατοχή, όπως και πολλούς άλλους, όχι μόνο καλλιτέχνες και λογοτέχνες. Το Αιγαίο δεν ήταν τόπος αναψυχής για όλους. Οι «εθνοπροδότες» έπρεπε κάπου να σωφρονιστούν.
Σοκαριστική αδιαφορία: πάμπολλα από τα 400 εκθέματα του Μουσείου Βάσως Κατράκη, στο Αιτωλικό, έχουν υποστεί αλλοιώσεις, πολλά δε καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Στη Γυάρο, η Κατράκη, για να κρατηθεί η ίδια αλλά και για να προσφέρει στους συνεξόριστούς της ένα χέρι, να κρατηθούν κι αυτοί, δόθηκε στην πάλη με τα βότσαλα, άλλωστε η πέτρα, ο ψαμμίτης, ήταν η αγαπημένη της πρώτη ύλη από τις αρχές του 1950. Τα ζωγράφιζε και τους τα δώριζε, αποκούμπι σπουδαίο. Πολύτιμες πληροφορίες για το απτό ηθικό νόημα της δουλειάς της αυτής, και γενικότερα για την εξόριστη ζωή στη Γυάρο, βρίσκουμε στο βιβλίο «Ασυνήθιστες μέρες – απόκρημνα χρόνια» (Μένανδρος, 2021) του Λάμπρου Βαζαίου, στρατιωτικού γιατρού τότε στο νησί.
«Ηταν ένα νησί περίεργο», ιστορούσε η Κατράκη τη «συμμορφωτική» εμπειρία της. «Σε όλο το διάστημα που έμεινα δεν είδα ούτε ένα πουλί να περνάει… Οι θάλαμοι βρομάγανε και μας έφερναν νερό με βαρέλια από μηχανόλαδο καραβιών. Πείνα, δίψα, άλλοι δαρμένοι, άλλοι τραυματισμένοι, ήταν κάτι το φρικιαστικό. Στην αρχή έφτιαχνα καπέλα από άγρια βούρλα. Υστερα ανακάλυψα τα βότσαλα». Κάπως έτσι, εικάζω, και κάπου σ’ αυτά τα νησιά, πρέπει να χτίστηκε η «ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς» και το «ηθικό πλεονέκτημά της, που κάποτε απασχολούσαν τους ιστορικούς, ενώ τώρα, με χρονοκαθυστέρηση, τρομάζουν όσους ανιστόρητους χλευάζουν αυτοπαραμυθιαζόμενοι.
Τίποτε στα εγκαίνια του Μουσείου Βάσως Κατράκη δεν προδίκαζε την πορεία φθοράς που θα ακολουθούσε από κάποια στιγμή κι έπειτα, παρότι στέγαζε έναν θησαυρό: το σύνολο του έργου της Κατράκη, δώρο στο Αιτωλικό, τη γενέτειρά της. «Χτισμένο στην άκρη της πόλης και της θάλασσας», έγραφε ο Κώστας Σταυρόπουλος σε αφιέρωμα στην Κατράκη στα δεκάχρονα από τον θάνατό της, «είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να ‘χε ονειρευτεί η χαράκτρια για την προστασία και τη συνέχεια του έργου της. Χτισμένο το Μουσείο εκεί στους χαμηλούς ορίζοντες της στεριάς, της θάλασσας και του ανοιχτού ουράνιου θόλου πάνωθέ τους, μοιάζει με ταξίδι πλωτού ονείρου, χωρίς κατάρτια συνηθισμένου καραβιού. […] Ηταν εμπνευσμένη η επιλογή τελικά».
Εμπνευσμένη η επιλογή, καταστροφικά ανέμπνευστη η διαχείριση όμως και, αναπόφευκτα, δραματικό το αποτέλεσμα, σοκαριστικό. Λόγω της έλλειψης συστήματος κλιματισμού, πάμπολλα από τα 400 εκθέματα (και οι κορνίζες τους επίσης) υπέστησαν αλλοιώσεις, μικρές ή μεγάλες, πάντως ανεπανόρθωτες, πολλά δε καταστράφηκαν ολοσχερώς. Η υγρασία έβλαψε τις αναρτημένες μήτρες. Και πάλι επειδή δεν υπάρχουν συστήματα εξαερισμού και κλιματισμού, καταστράφηκαν σχεδόν όλα τα αποθηκευμένα στο υπόγειο έργα, σχέδια και αντικείμενα.
Προβλημάτων συνέχεια. Το Μουσείο μένει κλειστό για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ούτε η ασφάλεια των έργων είναι δεδομένη ούτε ασφάλισή τους έχει γίνει. Μόνιμο προσωπικό δεν έχει προσληφθεί ούτε ξεναγός – καλός γνώστης. Φοιτητές δεν πηγαίνουν για να ασκηθούν, παρότι υπάρχουν προγράμματα. Συνεργασία με ιδρύματα και καλλιτέχνες δεν καταγράφεται. Ακόμα και το εγκεκριμένο ευρωπαϊκό-πολιτειακό κονδύλι για την ψηφιοποίηση και την τεκμηρίωση του έργου της Κατράκη ενδέχεται να χαθεί λόγω αυτοδιοικητικής νωθρότητας. Μα γίνεται να πετάμε σαν βοτσαλάκι στη λιμνοθάλασσα έναν θησαυρό τέχνης, μνήμης και ιστορίας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου