Τετάρτη 7 Ιουνίου 2023

Αποσπάσματα από το βιβλίο του Τηλέμαχου Κώτσια (γ.1951, Βόρεια Ήπειρος) "Βροχή στο μνήμα" (εκδ. Κέδρος, 2000)

 ...............................................................








Αποσπάσματα από το βιβλίο του Τηλέμαχου Κώτσια (γ.1951, Βόρεια Ήπειρος) "Βροχή στο μνήμα" (εκδ. Κέδρος, 2000)





"...Ο καιρός όλο και το έφερνε γύρω για μια καλοκαιριάτικη μπόρα. 

   Παρ' όλο που βρίσκονταν στη σκιά, η ζέστη και οι μύγες ήταν ενοχλητικές. Ο νεκρός άρχισε να μυρίζει και όλοι ένιωθαν την αποφορά. Η μαλέκω Βαγγέλαινα έδιωχνε διαρκώς τις μύγες από το πρόσωπό του.

   Ο Ζήσος, μόνο με το μάλλινο φανελάκι από τη μέση και πάνω, είχε γίνει μούσκεμα στον ιδρώτα.

   Όταν κόντευε να τελειώσει, ο παπάς φόρεσε τα άμφιά του κι άρχισε να προετοιμάζεται. Φόρεσε τα γυαλιά, έβγαλε το Ευχολόγιο από το σακούλι και το άνοιξε για να βρει τη σελίδα που έπρεπε. 

   Κανείς δεν μιλούσε. Ακούγονταν μόνο το ξεφύλλισμα του παπά, που αργούσε πολύ να βρει τη σελίδα. Στην κορυφή, κοντά στο κεφάλι, η μαλέκω Βαγγέλαινα άναψε ένα κερί και το κόλλησε σε μια πέτρα. Μετά ο παπάς άρχισε να διαβάζει και να ψέλνει. Ο νεκρός ξαπλωμένος και οι τρεις ζωντανοί όρθιοι στέκονταν ακίνητοι.

   Η κάκω Βαγγέλαινα κουνούσε συχνά το κεφάλι της καταφατικά. Κάποια στιγμή ο παπάς δικαιολογήθηκε:

   - Δε γίνεται λειτουργία δίχως ψάλτες. Αναγκάζομαι να ψέλνω μόνος μου. 

   - Τι να κάνεις, παππούλη μου, του απάντησε η μαλέκω Βαγγέλαινα. Κάνε το καθήκον σου, όσο μπορείς. 

   Κάπου κάπου τον βοηθούσε κι αυτή με κανένα "Αμήν" ή "Κύριε ελέησον". Δεν ήξερε και περισσότερα. Όταν η κάκω Βαγγέλαινα έκανε το σταυρό της, τον έκανε και ο Ζήσος. Ο παπάς θυμιάτιζε και έφερνε γύρω στον νεκρό ψέλνοντας "αιωνία του η μνήμη". Αυτό ήταν και το τέλος της λειτουργίας.

   Μετά ο Ζήσος αγκάλιασε τον νεκρό και τον πήγε κοντά στον τάφο. Κατέβηκε μέσα, τον ξαναπήρε στα χέρια του, λύγισε από το βάρος του και τον ξάπλωσε με προσοχή. Η κάκω Βαγγέλαινα έβγαλε το μαντίλι από το κεφάλι της και το έδωσε στο Ζήσο για να σκεπάσει το πρόσωπο και το σώμα του νεκρού, ώστε να μην του πέσουν χώματα καταπάνω, εφόσον δεν υπήρχε φέρετρο. Μετά ο Ζήσος άρχισε να γεμίζει τη γούρνα του μνήματος. Στην αρχή έριχνε με προσοχή το απαλό χώμα και μετά σβόλους και πέτρες. Ο νεκρός με το πουκάμισο του Ζήσου και το στρατιωτικό παντελόνι, εξαφανιζόταν σιγά σιγά μέσα στα χώματα. Ο παπάς και η κάκω Βαγγέλαινα έριξαν κι αυτοί από ένα πλοχέρι χώμα πάνω του.

   Το χώμα δεν έφτασε να γεμίσει όλη τη γούρνα, διότι ένα μέρος είχε κατρακυλήσει στον κατήφορο. Τότε ο Ζήσος άρχισε να σκάβει από το πάνω μέρος με τον κασμά και να γεμίζει τον τάφο, έτσι που ο τόπος γινόταν επίπεδος σαν πεζούλι.  Χόρτα, μούσκλα, ξερά φύλλα, ρίζες, κυκλάμινα, πέτρες έπεφταν μέσα όλα μαζί.

   Κανένας δεν κατάλαβε πώς ξαφνικά άρχισε να βρέχει. Μια συνηθισμένη καλοκαιρινή μπόρα πάνω στα βουνά.

   Ο παπάς και η γριά κρύφτηκαν κάτω από ένα δέντρο για να προστατευτούν. Στην αρχή τα κατάφεραν καλά, αργότερα όμως άρχισαν κι εκεί να πέφτουν μεγάλες στάλες και να τους κάνουν μούσκεμα. Ο Ζήσος συνέχιζε τη δουλειά με βιασύνη, όμως το χώμα είχε γίνει λάσπη και κολλούσε στο φτυάρι. Από ψηλά κατηφόριζαν νερά, δημιουργώντας ρυάκια με θολό νερό.

   Σε λίγο η γούρνα γέμισε νερό και το χώμα που έριχνε μέσα ο Ζήσος έλιωνε. Η σκέψη του ήταν στον νεκρό. Έγινε πια ένα με τη γη, μέρος αυτής της λασπουριάς και, όταν το χώμα πια θα στέγνωνε, θα γινόταν κι εκείνος ένα με τη γη. Ήξερε ότι, αν φύτευε ένα δέντρο με τέτοιες συνθήκες, μέσα στη βροχή και στη λάσπη, θα ρίζωνε σίγουρα. Τα ριζικά τριχίδιά του θα κολλούσαν αμέσως στη γη για να απορροφήσουν τις ουσίες της.

   Ο Ζήσος έσκαβε με τα πόδια ανοιγμένα και προσπαθούσε να μην πέσει μέσα στη γούρνα, γιατί θα βάλτωνε ως τη μέση. Η βροχή τον διαπέρασε και άρχισε να κρυώνει. Απέφευγε να σκεφτεί αν  εκείνη τη στιγμή ο νεκρός είχε αισθήσεις ή όχι, κρύωνε ή δεν κρύωνε εκεί μέσα.

   Στο μοιρολόγι της η κάκω Βαγγέλαινα τον έλεγε Παναγιώτη. Ίσως ταυτόχρονα μοιρολογούσε και τον ανιψιό της τον Παναγιώτη, που τον είχαν φέρει σκοτωμένο από το παρτιζάνικο, είκοσι χρονώ παιδί. Για την κάκω Βαγγέλαινα το γεγονός ότι ο Παναγιώτης της και ο άγνωστος που τον είπε κι αυτόν Παναγιώτη ανήκαν σε αντίπαλες παρατάξεις δεν είχε καμιά σημασία. Γι' αυτή και οι δυο ήταν παλικάρια που έχασαν τα νιάτα τους. Με τα ίδια λόγια μοιρολογούσε και τους δυο. "Μαύρα παλικάρια", τους έλεγε, "που σας σκότωσαν οι φονιάδες."

   Η βροχή σταμάτησε απότομα, όπως είχε αρχίσει. Βγήκε ο ήλιος και τα βρεγμένα φύλλα και κλαδιά λαμποκοπούσαν. Το ελαφρύ αεράκι τίναζε τις σταγόνες της βροχής από τα φύλλα των δέντρων, που άστραφταν σαν αμέτρητα μπριλάντια. Ο Ζήσος είπε να βιαστούν για να βγουν στο ξέφωτο να στεγνώσουν. Η κάκω Βαγγέλαινα άδειασε τον κουβά που είχε γεμίσει με νερό από τη βροχή, ο Ζήσος σκούπισε λιγάκι τα βρεγμένα στειλιάρια των εργαλείων για να τα ρίξει στην πλάτη και ξεκίνησαν. Ο παπάς είχε κρύψει τα πράγματά του κάτω από τα ράσα, που είχαν κολλήσει στο σώμα του.

   Ο Ζήσος έριξε μια τελευταία ματιά στο μνήμα. Μια λάσπη γεμάτη πατημασιές. Πέταξε τα εργαλεία καταγής και ξαναγύρισε να τοποθετήσει τη μεγάλη πέτρα που είχε βγάλει μέσα από το μνήμα στην κεφαλή, στη θέση του σταυρού. Και μια μικρότερη στα πόδια. Από την κάτω μεριά αράδιασε μερικές ακόμη πέτρες και τις έχτισε πρόχειρα σαν πεζούλι για να μην πάρει η βροχή τα χώματα.

   - Τώρα φαίνεται ότι είναι μνήμα, είπε.

   Έριξε τα εργαλεία στην πλάτη και ξεκίνησαν οι τρεις μαζί.

   "Δεν υπάρχει πια σκοτωμένος φαντάρος", σκέφτηκε. "Υπάρχει όμως ένα μνήμα κρυμμένο μέσα στο δάσος και μια πληγωμένη γη."..."


   "...Βρέθηκαν ξανά στην Αλβανία.

   Ο γυμνός κάμπος της Δρόπολης είχε τυλιχτεί μέσα στην καταχνιά και στο κατεβασμένο σύννεφο. Στο αλβανικό τελωνείο είχαν ανάψει τα λιγοστά φώτα και οι ταξιτζήδες έψαχναν για πελάτες.

   Ο Ζήσος πλήρωσε ταξί μαζί με άλλους τρεις για να φτάσει ως ένα σημείο. Και μετά θα περπατούσε δυο τρεις ώρες μέσα στη νύχτα και στη βροχή.

   Καθώς το ταξί έτρεχε μέσα στο σκοτάδι, ο νους του Ζήσου πήγε ξανά στο μνήμα του φαντάρου.

   Δεν ήξερε για ποιο λόγο πάντοτε μαζί με τη βροχή του ερχόταν στο νου το μνήμα. Μα δεν υπάρχει, σκέφτηκε, ούτε μνήμα, ούτε νεκρός, ούτε κανείς που τον ζητάει. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι μέσα στις καταιγίδες που τρέχουν να βρουν καταφύγιο. Μόνο στη μνήμη του υπάρχει κάποια ανάμνηση, που κι αυτή θα πάψει να υπάρχει όταν αυτός δε θα ζει πια.

   Και τι είναι στο κάτω κάτω τα οστά των νεκρών, που πήγε κι έκανε τόση φασαρία; Κάτι σαν τη στάχτη από τη φωτιά του ανθρώπου. Γίνονται αφορμή για μνημόσυνα, για μπάντες, για εμβατήρια, για σταυρούς, για φόρους τιμής, για αναμνηστικές στήλες, για παράσημα στα σακάκια του κάθε Μιλτιάδη, σ' αυτά τα σακάκια με πλατιά πέτα, πρόθυμα να κρεμάσουν οποιοδήποτε παράσημο. Σαχλαμάρες. Θεατρικές παραστάσεις.

   Δηλαδή, μετά από πενήντα χρόνια φιλίας, είναι ανάγκη να ρεζιλέψει τον Κώστα του; Μετά από πενήντα χρόνια θανάτου; Ε, όχι. "Πώς την πάτησες έτσι, βρε Ζήσο", σκέφτηκε. "Πώς ασχολήθηκες με όνειρα και φαντασίες; Ποτέ σου δεν είχες κάνει τέτοια λάθη. Μην περιμένεις, Κώστα, να σου κάνω αυτό το κακό, μην περιμένεις να σε διώξω από την κατοικία σου. Δεν υπάρχει καλύτερα απ' αυτού. Άλλωστε, για να σε πάρω από εκεί, πρέπει να ξεριζώσω τα δέντρα, τα χόρτα, να μαζέψω τα κλαδιά, τα φύλλα, τους λαγούς, τα κουνάβια, τις βερβερίτσες, τις χελώνες, γιατί τώρα πια αυτά είσαι εσύ."...


Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

"Ένας άνθρωπος από κάποιο απομονωμένο χωριό στα ελληνοαλβανικά σύνορα εμφανίζεται στην αστυνομία Ιωαννίνων. Θέλει να αποκαλύψει το μυστικό της ζωής του: ένας Έλληνας στρατιώτης είναι θαμμένος μέσα στο δάσος.

Η αδιαφορία, η ανευθυνότητα και η αδράνεια που συναντά τον κάνουν να καταλάβει ότι ο χρόνος ξεθωριάζει τις μνήμες και επουλώνει τις πληγές.

Το μυστικό του δεν έχει πια καμιά σημασία.".   


"Ω λιούλιε, λιούλιε Λουλούδια, λο" - Θανάσης Μωραΐτης / Αφροδίτη Μάνου

(youtube, 2019)

Δεν υπάρχουν σχόλια: