..............................................................
Βότσαλα στη λιμνοθάλασσα…
έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας (Καθημερινή", 25.06.2023)
..............................................................
Βότσαλα στη λιμνοθάλασσα…
..............................................................
...............................................................
"...Όλοι αυτοί οι
πολεοδόμοι, φιλόσοφοι, οικονομολόγοι, καθηγητές κτλ. που γράφουν, συζητούν,
αγορεύουν σε συνέδρια και σε σεμινάρια για τη βαρβαρότητα των πόλεων, τη
μαζοποίηση, την αλλοτρίωση, το αδιέξοδο του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού,
από προοδευτική πάντα σκοπιά, αριστερή και συνήθως άκρως ριζοσπαστική – πόσο βολεμένοι
οι ίδιοι σε θέσεις με γερούς μισθούς και επιμίσθια, με παροχές και ταξίδια,
πόσο δεμένοι οι ίδιοι με το σύστημα που καταριούνται και, υποτίθεται, αγωνίζονται
για την ανατροπή του, πόσο βέβαιοι τελικά πως τίποτα ευτυχώς δεν κινδυνεύει ν’
αλλάξει, τουλάχιστο στο αμέσως προσεχές μέλλον.
«Με προκαλούν»,
είπες..."
……………………………………………………………….
"...Η φοβερή εξυπνάδα του, χωρίς ίχνος ευαισθησίας..."
Από
το «Περιθώριο ’68 – ‘69» (σελ. 19-20 εκδ. Στιγμή, 1985) του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925 –
2005)
...............................................................
..............................................................
...............................................................
...............................................................
Χρύσανθος Μποσταντζόγλου (Μποστ) (1918-1995)
...............................................................
Ζήσιμος Λορεντζάτος (25.6.1915-3.2.2004)
..............................................................
Χλόη Κουτσουμπέλη
(γ.1962, Θεσσαλονίκη)
..............................................................
ΑΙΣΧΥΛΟΣ "ΠΕΡΣΕΣ" ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΔΑΡΕΙΟΥ, ΧΟΡΟΣ & ΑΤΟΣΣΑ (απόσπασμα)
(μτφ. Πάνου Μουλλά, «Θέατρο» Θ. Κρίτα, Διεύθυνση Μ. Πλωρίτης, 1965)
…ΧΟΡΟΣ
Δαρείε βασιλιά, πού θες μ’ αυτά να καταλήξεις;
Πώς θα μπορούσαμε, έπειτα απ’ όλα όσα γενήκαν,
Να δούμε πια καλύτερες μέρες εμείς οι Πέρσες;
ΔΑΡΕΙΟΣ
Αν στην ελληνική τη γη δεν κάμνετε εκστρατείες,
Ούτε κι αν είναι πιο πολύς ο μηδικός στρατός.
Γιατί μ’ εκείνους συμμαχεί η ίδια τους η χώρα.
ΧΟΡΟΣ
Τι θες να πεις; Τάχατες πώς μ’ εκείνους συμμαχεί;
ΔΑΡΕΙΟΣ
Αμέτρητους εχθρούς η γη σκοτώνει με την πείνα.
ΧΟΡΟΣ
Μα εμείς θα στείλουμε εκλεκτό και γυμνασμένο πλήθος.
ΔΑΡΕΙΟΣ
Κι όμως, ούτε το στράτευμα που ‘μεινε στην Ελλάδα
Μέλλει να δει του γυρισμού το φως και να σωθεί.
ΧΟΡΟΣ
Τι ‘πες; Ώστε δεν πέρασε όλο το πλήθος των Περσών
Απ’ την Ευρώπη τον πορθμό της Έλλης προς τα δώθε;
ΔΑΡΕΙΟΣ
Μονάχοι λίγοι απ’ τους πολλούς – αν πρέπει να πιστέψει
Κανείς στους θεϊκούς χρησμούς ή και να κρίνει απ’ όσα
Έχουν γίνει ως τη στιγμή. Γιατί αληθεύουν πάντα
Όλα τα λόγια των θεών κι όχι μονάχα μερικά.
Κι αν είναι τούτο αληθινό, ο Ξέρξης άφησε πολλούς
Και διαλεχτούς στρατιώτες του, γιατί είχε ελπίδες κούφιες.
Κι αυτοί ξεμείναν κάτω εκεί όπου το ρεύμα του Ασωπού
Βρέχει τον κάμπο και τη γη των Βοιωτών ποτίζει.
Κι εκεί τους μέλλεται να δουν τις πιο μεγάλες συμφορές
Για την αλαζονεία τους και τ’ άθεο φρόνημά τους,
Γιατί δεν ντράπηκαν, στη γη σαν ήρθαν των Ελλήνων
Ν’ αρπάζουνε τ’ αγάλματα των θεών, και τους ναούς
Να καίνε, τόσο που οι βωμοί χαθήκανε, και τα ιερά
Γκρεμίστηκαν συθέμελα και σωριαστήκαν κάτω.
Γι’ αυτό, καθώς κακούργησαν πολύ, πληρώνουν τώρα
Όχι πιο λίγες συμφορές, και θα πληρώσουν κι άλλες.
Και το κακό δεν έφτασε ακόμα ως το βυθό,
Μόνο αναβλύζει ατέλειωτα. Γιατί στη γη των Πλαταιών
Απ’ των Δωριέων το σπαθί θα τρέξει τόσο αίμα,
Που οι στοίβες των νεκρών εκεί, ως την τριτόσπαρτη γενιά,
Θα δείχνουνε, χωρίς φωνή, στα μάτια των ανθρώπων,
Πως δεν αρμόζει, όντας θνητός, ν’ αλαζονεύεται κανείς
Με τόση υπερβολή. Γιατί η αλαζονεία ανθίζοντας
Μεστώνει της καταστροφής το στάχυ, και κατόπι
Θερίζει τρύγο θλιβερό, με πόνο και με δάκρυ.
Κι εσείς, την τιμωρία αυτή βλέποντας των δικών μας,
Μη λησμονάτε την Αθήνα, μήτε την Ελλάδα,
Κι ας μην καταφρονάει κανείς ό,τι του δίνει η μοίρα,
Κι ας μη σκορπάει τα πλούτη του ζητώντας άλλα πλούτη:
Ο Δίας, αμείλικτος κριτής, στέκει από πάνω πάντα
Και την υπέρμετρη έπαρση σκληρά την τιμωρεί.
Γι’ αυτό κι εσείς με συμβουλές φρόνιμες, του παιδιού μου
Αφού του λείπει η σύνεση, δώστε του λίγη γνώση,
Να πάψει με την άμετρή του αυθάδεια ν’ ασεβεί.
Κι εσύ, καλή γερόντισσα, μάνα του Ξέρξη, σύρε
Μες στο παλάτι σου κι ευθύς φέρε την πιο λαμπρή στολή,
Το γιο σου για να υποδεχτείς. Γιατί απ’ τα τόσα τα δεινά
Σκιστήκαν τα πολύχρωμα ρούχα του πέρα ως πέρα
Και κρέμονται, κουρέλια πια, τριγύρω απ’ το κορμί του.
Και μέρωσέ τον με γλυκά λόγια παρηγοριάς,
Γιατί το ξέρω, μόνο εσένα θα δεχτεί ν’ ακούσει.
Εγώ ξαναγυρίζω πια κάτω στης γης το σκότος.
Γέροντες , να ‘σαστε καλά! Κι αν σας βαραίνει η θλίψη,
Ολημερίς να χαίρεστε τα κάλλη της ζωής.
Γιατί τα πλούτη της ζωής στους νεκρούς δεν ωφελούνε διόλου.
ΧΟΡΟΣ
Ώχου, σπαράζω ακούγοντας πόσα δεινά μας βρήκαν
Ως τώρα, και τι συμφορές να ‘ρθούν ακόμα!
ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ
Θεέ μου, πόσο είναι βαρύς ο πόνος σα λογιάζω
Τα πάθη μου μας ήρθανε! Μα απ’ όλα πιο πολύ
Με καίει ετούτο το κακό, ν’ ακούω για του γιου μου
Τη φορεσιά, που με ντροπή σκεπάζει το κορμί του.
Αλλά θα πάω στο δώμα μου κι άλλη στολή θα φέρω,
Το γιο μου για να υποδεχτώ. Γιατί δε θα προδώσουμε
Στις μαύρες ώρες τους αυτούς που πιο πολύ αγαπάμε.
Από την παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στα 1965.
α) Θέατρο «Aldwych», Λονδίνο, Απρίλης 1965.
β) Θέατρο «Sarah Bernhardt», αμέσως μετά.
γ) Θέατρο Δημοτικού Πάρκου, Θεσσαλονίκη, Ιούνιος 1965.
δ) Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Αύγουστος 1965.
Σκηνοθεσία : Κάρολος Κουν
Μουσική : Γιάννης Χρήστου
Σκηνογραφία – Κουστούμια : Γιάννης Τσαρούχης
Χορογραφία : Μαρία Κυνηγού.
ΑΤΟΣΣΑ: Νέλλη Αγγελίδου
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ : Γιώργος Λαζάνης
ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΔΑΡΕΙΟΥ : Δημήτρης Χατζημάρκος
ΞΕΡΞΗΣ : Στέλιος Καυκαρίδης
ΧΟΡΟΣ ΠΕΡΣΩΝ ΓΕΡΟΝΤΩΝ :
Σπ. Καλογήρου, Νίκος Χαραλάμπους (κορυφαίοι), Κ. Αριστόπουλος, Νεκτ. Βουτέρης, Γ. Διαλεγμένος, Ν. Κούρος, Μ. Κουγιουμτζής, Γ. Μόρτζος, Τ. Περλέγκας, Κ. Στυλιάρης, Χρ. Τσάγκας, Α. Αντύπας, Αντ. Αντωνίου, Ν. Μπουσδούκος, Γ. Δεγαΐτης, Αντ. Κατσαρίδης, Η. Λογοθέτης, Π. Πολυκάρπου, Αντ. Θεοδωρακόπουλος.
...............................................................
Μανόλης Αναγνωστάκης (10.3.1925-23.6.2005)
(Τώρα πια μιλάμε
χωρίς αυταπάτες, χωρίς ηθικολογικές προκαταλήψεις, χωρίς καμιά επιταγή άνωθεν
ευθύνης – για μια σκέτη αξιοπρέπεια. Στην οριζοντίωση της εποχής μας να
κρατήσουμε όρθιες ισχνές καλαμιές. Είναι ο πιο αχάριστος και συγχρόνως γελοίος –
για τους άλλους – αγώνας, γιατί είναι δύσκολο να φανταστείς τον Δον Κιχώτη
ψύχραιμο, υπολογιστικό, χωρίς αισθηματολογίες, να γνωρίζει ότι οι ανεμόμυλοι
είναι πραγματικοί και μολαταύτα να τους πολεμά. Μιλάμε χωρίς ιδιοτέλεια, χωρίς
μίσος, χωρίς καν μαχητικότητα. Επαρχιακοί θεατρίνοι μπροστά σε μιαν άδεια
αίθουσα χωρίς χειροκροτήματα.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος: ο πειρασμός της έπαρσης,
της περιφρόνησης των πρώην φίλων, των επιδεικτικών χειρονομιών αηδίας.
Η μάχη να δίνεται μ ε τ ά
την αηδία και την επίγνωση της ματαιότητας – μη συναντηθείς σε καμιά
παρακαμπτήριο μαζί τους).
Μπήκανε στα γραφεία
του Κόμματος, σπάσανε τις ντουλάπες και τα συρτάρια, σκίσανε τις φωτογραφίες,
αναποδογύρισαν τα έπιπλα, βρίζοντας και βλαστημώντας.
Σε δύο κάρα στοιβάξαν ως απάνω τα χαρτιά και
τα βιβλία και τα πήρανε.
Όπως οι ρόδες τραντάζονταν από τις λακκούβες
στην οδό Κατούνη, γλιστρούσαν εδώ κι εκεί από το ξεχειλισμένο φορτίο, στο δρόμο
το λασπωμένο, λογιστικά τετράδια και κομματικές ταυτότητες.
Στη γωνία του Πρακτορείου Μπέρου αντάμωσα
την Ουρανία που έσφιγγε το μαντίλι στο στόμα της κι έκλαιγε με λυγμούς.
Μανόλης Αναγνωστάκης
(10.3.1925-23.6.2005)
Από
«Το Περιθώριο ’68 – ‘69» (εκδ.
στιγμή, 1985, σελ. 38-39)
...............................................................
Κώστας Κουτσουρέλης
(γ. 1967)
...............................................................
Χάρης Μελιτάς (γ. Πειραιάς)
..............................................................
..............................................................
"Σήμερα κλείνω τα τριάντα έξι μου
χρόνια"
Μεσολόγγι,22
Ιανουαρίου 1824
Αφού των άλλων η καρδιά έχει πετρώσει,
τώρα θα
πρέπει αλύγιστος κι εγώ να κρατηθώ –
Τι κι αν κανείς δεν βρίσκεται πόθο για εμέ να
νιώσει,
εγώ
αγαπώ!
Τ’ άνθη οι καρποί του έρωτα έχουνε λείψει,
κιτρινισμένος πια ο βίος μου φυλλορροεί –
Η εξουθένωση, ο μαρασμός, η τύψη,
με
κατοικεί!
Η πυρκαγιά, που όλο το στήθος μου έχει κάψει,
Λάβα
ηφαίστειου σ’ ενός νησιού την ερημιά!
Πυρσός δεν βρέθηκε απ’ τη φλόγα της ν’ ανάψει –
νεκρού
πυρά.
Οι φόβοι μου, οι ζήλιες μου και οι ελπίδες,
το
μέγιστο μερίδιο στου πόνου τον ζυγό,
Μονάχος μου του έρωτα τις αλυσίδες
να
κουβαλώ.
Αλλ’ όχι έτσι
– κι όχι εδώ – τώρα δεν πρέπει
από τις
μαύρες σκέψεις μου να σκοτεινιάζει ο νους
Εδώ που η δόξα για Νεκρούς τη δάφνη δρέπει
και
ζωντανούς.
Το ξίφος, το στρατόπεδο και το κοντάρι,
η δόξα
κι η Ελλάδα ολόγυρά μου! Εμπρός
Σαν τον Σπαρτιάτη, ελεύθερος, που σε σκουτάρι
είδε το
φως!
Ξύπνα – (όχι, Ελλάδα, εσύ έχεις ξυπνήσει!)
ξύπνα,
καρδιά! Στοχάσου πρώτα από ποια γενιά
κάποτε ανάβλυσε του αίματός σου η βρύση
κι
όρμα μετά!
Πνίξε τις λάγνες σου, τις αναγεννημένες
φτηνές
ορέξεις, κοίτα μ’ αισθήσεις παγερές
τις καλλονές αυτές τις συνοφρυωμένες
ή λαμπερές.
Γιατί να ζεις, αν για τη νιότη σου λυπάσαι;
Του
τιμημένου αφανισμού εδώ ‘ναι η γη.
Τρέχα στη μάχη ευθύς την ύστερή σου χάσε
αναπνοή.
Ψάξ’ τον χαμό που λίγοι ψάχνουνε, κι ακόμα
ζήτα
έναν τάφο ιδανικό, πολεμιστής –
Κι ύστερα διάλεξε μια θέση εκεί στο χώμα
να
σωριαστείς.
George Gordon Byron (22.1.1788, Λονδίνο - 19.4.1824,
Μεσολόγγι)
(Από
τη συλλογή ποιημάτων «Του
έρωτα και της αγάπης – ποιήματα από τη
Σαπφώ μέχρι τον Ρεμπώ»
μτφ.
Στρατής Πασχάλης, εκδ. Μεταίχμιο, 2019)