...............................................................
Song written by Leroy Kirkland / Sonny Terry
...............................................................
..............................................................
..............................................................
...............................................................
Michel Godard, E-Bass und Serpent
Markus Becker, Piano
Annette Hils, Dulzian
Johannes Vogt, Theorbe
Peter A. Bauer, Percussion
Katharina Bäuml, Schalmei
Konzert im Rahmen der Reihe Renaissancemusik an Elbe und Weser
...............................................................
Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899–1986)
·
«Ένας
αναγνώστης» από «Το Εγκώμιο της Σκιάς»
του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (1899–1986) (μτφ. Δημήτρης Καλοκύρης, εκδ. Ύψιλον / βιβλία, 1999)
ΑΛΛΟΙ,
ας
καυχηθούν για τις σελίδες που έχουν γράψει·
εγώ, είμαι περήφανος
για κείνες που έχω διαβάσει.
Μπορεί να μην υπήρξα
φιλόλογος
ή να μην έχω
ερευνήσει τις πτώσεις, τις εγκλίσεις τις δύσκολες μετα-
φωνίες των γραμμάτων,
το δέλτα που μετατρέπεται σε ταυ
την ισοδυναμία του χι με το κάππα,
αλλά χρόνο με το
χρόνο, μ’ έχει κυριέψει
ένα πάθος για τη
γλώσσα.
Τις νύχτες μου
γεμίζει ο Βιργίλιος·
έχοντας μάθει κάποτε
και έχοντας ξεχάσει τα λατινικά
μένει κάποιο όφελος,
γιατί η λησμονιά
είναι μια από τις πλευρές
της μνήμης, το αχανές κελάρι της,
η άλλη όψη, η
μυστική, του νομίσματος.
Και καθώς έσβηναν από
τα μάτια μου
οι πρόσκαιρες
αγαπημένες μορφές,
τα πρόσωπα, οι
σελίδες,
αφοσιώθηκα στη μελέτη
της δύσκαμπτης γλώσσας
που χρησιμοποιούσανε οι
προγονοί μου τραγουδώντας
για σπαθιά και
μοναξιές,
και τώρα, ύστερα από
εφτά αιώνες,
από την Έσχατη Θούλη*,
φτάνει ως εμένα η
φωνή σου, Σνόρι Στούρλουσον**.
Ο νέος, ανοίγοντας το
βιβλίο, σπουδάζει έναν συγκεκριμένο κλάδο
ζητώντας να
αποκομίσει μια επακριβή γνώση·
στην ηλικία τη δική
μου, κάθε τέτοιο τόλμημα είναι μια περιπέτεια
που αγγίζει τα όρια της
απόγνωσης.
Δε θα μπορέσω ποτέ ν’
αποκρυπτογραφήσω τις πανάρχαιες
γλώσσες του Βορρά,
κι ούτε να βυθίσω τα
άπληστα χέρια μου στο χρυσάφι του Σίγκουρντ***·
το έργο που
αναλαμβάνω είναι ανεξάντλητο
και θα με συντροφέψει
ως το τέλος,
πάντα το ίδιο
αινιγματικό καθώς το σύμπαν
ή και καθώς εγώ, ο
αρχάριος.
..............................................................
...............................................................
..............................................................
ισμήνη γεώργιος λιόση
...............................................................
..............................................................
Βύρων Λεοντάρης (1932 - 2014)
Η σιωπή που αποφασίζει...
Όχι μόνο τ' αθώα παράπονα,...............................................................
Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 -2005)
...............................................................
...............................................................
Tori Amos "Icicle" (1994)
Icicle icicle
Where are you going
Where are you going
Icicle icicle
Where are you going
I have a hiding place
When spring marches in
Will you keep watch for me
I hear them calling
Gonna lay down
Gonna lay down
Greeting the monster in our Easter dresses
Father says bow your head like the good book says
Well I think the good book is missing some pages
Gonna lay down
Gonna lay down
And when my hand touches myself
I can finally rest my head
And when they say take of his body
I think I'll take from mine instead
Getting off
Getting off
While they're all downstairs
Singing prayers
Sing away
He's in my pumpkin P.J.'s
Lay your book on my chest
Feel the word
Feel the word
Feel the word
Feel the word
Feel the word
Feel it
I could have
I should have
I could have flown you know
I could have
I should have
I didn't so
Icicle icicle
Where are you going
I have a hiding place
When spring marches in
Will you keep watch for me
I hear them calling
Gonna lay down
Gonna lay down
Lay down
I'm gonna lay down
...............................................................
·
«Μία
απ’ όλα – με ή χωρίς;» άρθρο της Νόρας Ράλλη (από «Τα Εκτός Ύλης» και τις «Νησίδες»
της «Εφημερίδας των Συντακτών», 22.4.2022)
ΤΟ
ΣΥΝΑΝΤΑΜΕ καθημερινά και παντού. Το βλέπουμε, το κατοικούμε,
το φοράμε, το τρώμε, το ακούμε. Αντίστοιχα (και ανάλογα με τις άμυνες του
καθενός) μας βλέπει, μας κατοικεί, μας φοράει, μας γεύεται. Όσο για το «μας ακούει»,
γι’ αυτό διατηρώ πλείστες επιφυλάξεις. Ο λόγος για το «μοντέρνο» και το «μετα-μοντέρνο»,
για το στιλ και το περιεχόμενο. Για το «με» ή «χωρίς» στο «σουβλάκι» ή τη
σαλάτα μας…
Να
‘ταν μόνο ένα, καλά θα ‘ταν. Έλα, όμως, που δεν
είναι. Αρκετές φορές έχω βρεθεί σε κάτι μικρά, άγνωστα χωριουδάκια μέσα στο
υπέροχο ελληνικό τοπίο (όσο έχουμε ακόμα αφήσει σε ησυχία δηλαδή) και δεν
πιστεύω στα ωραία και μεγάλα, μεγάλα μάτια μου: ένα σπίτι παραδοσιακό, δίπλα
του ένα πολύχρωμο με κίονες, παραδίπλα ένα με κεραμικά και γυαλί, πιο πέρα
απλώς χαλάσματα, παραδίπλα τσίγκοι και μπετά… Να ‘ταν μόνο μία, καλά θα ‘ταν –
έλα όμως που δεν! Πόσες φορές έχουμε οι περισσότεροι βρεθεί σε γεύμα που μέσα
στο ίδιο πιάτο είναι και αλμυρό και γλυκό και ένα τσακ από πικρό και ένα
παρατσάκ από ξινό (και πάντα όλα τίγκα στο αλάτι). Το τρως, ίσως και να το
καταπιείς, ίσως και να ντραπείς να αξιολογήσεις τη «fusion» κουζίνα, μπορεί και να σ’
αρέσει. Το θέμα είναι, αν σε ρωτήσουν τι έφαγες, τι θα πεις; Το ίδιο και με το
ντύσιμο. Να πω για το σινεμά; Για τη λογοτεχνία; Την αρχιτεκτονική; Ή μήπως να
πιάσω το θέατρο;
Όλα
τα παραπάνω τα συνδέει μια λεξούλα:
μετα-μοντερνισμός. Η τάση αυτή ξεκίνησε ως κάτι το πραγματικά ριζοσπαστικό.
Θέλοντας ν’ αγνοήσει το σινεμά του δημιουργού για παράδειγμα (αν μιλάμε για
κινηματογράφο) και το δικαίωμα των μεγάλων auteur (όπως στη nouvelle vague) να κάνουν τα δικά τους, έβγαλε
στο προσκήνιο νέους καλλιτέχνες που ήθελαν να κριτικάρουν τις υφιστάμενες έως
τότε καταστάσεις και νόρμες και να περιγράψουν ένα νέο status quo, μετουσιώνοντας τη θεωρία τους για
τις επικείμενες αλλαγές της μετανεωτερικότητας σε δημιουργία όλων των ειδών.
Όπου χώραγαν όλοι. Ως ρεύμα ξεκίνησε ήδη γύρω στο 1920 κυρίως μέσα από τη
μουσική, για να φτάσει στην πλήρη δόμησή του (ως αποδόμηση όλων) μετά τον Β’
Παγκόσμιο Πόλεμο. Η αυστηρή ιεραρχία και η οργανωμένη δομή έδωσαν τη θέση τους στην
αντίφαση, την ασάφεια, την ποικιλομορφία και τη διασυνδετικότητα. Συγγραφείς
και καλλιτέχνες ήθελαν ν’ αναπνεύσουν, εμφανώς απογοητευμένοι από την
αποκρουστικότητα του πολέμου. Λογικό… και αναγκαίο!
Σήμερα
όμως; Σήμερα ο Μπένι Χιλ που έκανε καριέρα επί Θάτσερ μάς
πασάρεται ως «σοβαρή καλλιτεχνική δράση». Η Λανθιμίτιδα από τη μια και η
Σεφερλιάδα από την άλλη κυριαρχούν (ειδικά αν μιλάμε για την Ελλάδα) και
μάλιστα σε όλες ανεξαιρέτως τις μορφές τέχνης, αλλά και στη μόδα και στην τροφή.
Παντού (με ελάχιστες εξαιρέσεις) επικρατεί το στιλ έναντι του περιεχομένου: τα
βάζω όλα μαζί, αχταρμά και αυτό. Τι θέλει να πει ο «ποιητής» κανείς δεν ξέρει.
Δύσκολο πράγμα η αφήγηση. Ακόμα δυσκολότερη η πραγματική πρωτοπορία. Ή έστω ένα
έργο που, ακόμα κι αν δεν το καταλαβαίνεις, μπορείς να το νιώσεις.
Πλείστα
τα
παραδείγματα σε όλες τις μορφές τέχνης μα και στην καθημερινή διαβίωση. Το πρόταγμα είναι μόνο ένα: Να είμαι. Να
ακούγομαι. Να φαίνομαι. Τι είμαι, τι λέω, τι δείχνω λίγη σημασία έχει. Μάλλον
καμία. Με ένα ολόκληρο σύστημα (οικονομικό από τη μια και μανατζαρέικο/επικοινωνιακό
από την άλλη) να με στηρίζει, γιατί θα πρέπει να δώσω λογαριασμό στον κάθε
θεατή, χρήστη, πολίτη; Πετάω στη «σαλατιέρα» (που συνήθως δεν έχει καν πάτο –
έτσι για την… πρωτοπορία!) όλα τα υλικά, όλα όμως, ρίχνω και μπόλικο «αλάτι»,
να μην καταλαβαίνεις γεύση και το προβάλλω «ως προϊόν της εποχής».
Ποιας
εποχής; Ούτε και με νοιάζει. Το θέμα είναι ότι το σύστημα
θα είναι εκεί να με προβάλει. Και η όποια διαφορετική άποψη, έστω και ως
ερώτηση(ούτε καν ως κριτική) απλά δεν θα ακουστεί. Γιατί όταν απλώνω το «στιλ»,
δεν υπάρχει χώρος για το «περιεχόμενο».
Και
άντε ψάξε εσύ μετά (με τον χρόνο που δεν έχεις, την αισθητική που δεν πρόλαβες
να αναπτύξεις, τις άμυνες που… ποιες άμυνες;… και τις γνώσεις που δεν ξέρεις
πού να τις ψάξεις) να βρεις το νόημα. Ούτε καν!
...............................................................
·
Από
τον πρόλογο του Αλέξανδρου Ίσαρη (1941-2022) για «Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι» του
Βίλχελμ Μίλερ (1794-1827) και τη μελοποίηση του Φράντς Σούμπερτ (1797-1828)
(εκδ. Άγρωστις, 1989)
"...Ήμουν ένας από τους τυχερούς αυτής της άσχημης πόλης που μπόρεσαν να παρακολουθήσουν το ρεσιτάλ της μεγάλης μεσοφώνου Κρίστα Λούντβιχ στο Ηρώδειο, στις 18 Σεπτεμβρίου 1988. Τη συνόδευε στο πιάνο ο Τσαρλς Σπένσερ. Στους έξι μήνες που μεσολάβησαν από τότε, αλλά και στα χρόνια που προηγήθηκαν, άκουσα πολλές από τις 45 εκτελέσεις του κύκλου που κυκλοφορούν στην αγορά: με τον Χανς Χότερ, τον Πέτερ Στράιερ, τον Ντίτριχ Φίσερ Ντισκάου, τον Άντερ Ντερμότα και άλλους. Όμως καμιά απ' αυτές δε μου μετέδωσε τη συγκίνηση εκείνης της βραδιάς, εκείνης της ερμηνείας, που με οδήγησε στην απόφαση να μεταφράσω τα 24 ποιήματα της συλλογής.
Τα ποιήματα αυτά μας φαίνονται σήμερα υπερβολικά απλοϊκά και απίστευτα αθώα. Καθώς μάλιστα είναι αδύνατη η μεταφορά του ρυθμού, της ομοιοκαταληξίας, των παρηχήσεων και της μουσικότητας που τα χαρακτηρίζουν, αυτό που απομένει μοιάζει αρχικά πολύ φτωχό. Ο Βίλχελμ Μύλλερ δεν υπήρξε άλλωστε ποτέ μεγάλος ποιητής. Δεν ήταν του αναστήματος του Σίλερ, του Γκαίτε ή του Χέντερλιν. Ήταν πολύ κατώτερος και από τον Χάινε, που τον θαύμαζε τόσο πολύ στα νιάτα του. Όμως είναι πολύ χαρακτηριστικός για την εποχή που έζησε, μια εποχή που συγκρινόμενη με τη δική μας είναι τόσο ανυποψίαστη και παιδική, που μας φαίνεται πάρα πολύ μακρινή. Κι όμως, έχουν περάσει μόνο 170 χρόνια από τότε! Παρ' όλ' αυτά, τα ποιήματα του "Ταξιδιού" μεταδίδουν μια γνήσια συγκίνηση, είναι πλούσια σε εικόνες και αισθήματα. Η περιπλάνηση του μοναχικού ανθρώπου μέσα στην σιωπηλή παγωνιά, την αδιάφορη φύση αποκτά καθαρά συμβολικό χαρακτήρα. Οι τυχόν αδυναμίες τους αίρονται από τη μουσική του Σούμπερτ. Θα μείνουν στην αιωνιότητα, επειδή ο μεγαλοφυής συνθέτης τους τα έντυσε με μια μουσική μοναδική και με τον τρόπο αυτό τα απογείωσε, προσδίδοντάς τους μια άλλη διάσταση.
Όλοι εμείς, οι λίγοι έστω, που νιώθουμε ταπεινωμένοι και ανήμποροι καθώς βιώνουμε μιαν άνευ προηγουμένου συρρίκνωση και παρακμή του ελληνικού πολιτισμού, αισθανόμαστε την ανάγκη να καταφεύγουμε σε παλιά κλασικά ή ρομαντικά κείμενα, σε αιώνιες μουσικές συνθέσεις, σε κάποια σταθερά τοπία, που με το φως τους μειώνουν το βάρος που κουβαλούμε, καθώς πραγματοποιούμε ένα νέο χειμωνιάτικο ταξίδι σε μια θερμή χώρα γεμάτη πάγους, δυσοσμίες και απορρίμματα.
Βλέπω να ανέρχεται μια νέα βαρβαρότητα, πολύ χειρότερη από κείνες του παρελθόντος. Ο καθένας κάνει ό,τι μπορεί. Εγώ έζησα έξι μήνες με συντροφιά έναν παθιασμένο φιλέλληνα (τι ειρωνεία!) κι έναν δυστυχισμένο, πλην ιδιοφυή, Αυστριακό κι εκείνοι ανταποκρίθηκαν στην αφοσίωσή μου. Ελπίζω να μεταδώσω έστω και ένα μέρος από τη συγκίνηση που ένιωσα ασχολούμενος με τα τραγούδια αυτά. Προς το παρόν ψάχνω για κάποιο καινούριο αποκούμπι.
Αλέξανδρος Ίσαρης
Αθήνα, Απρίλιος 1989
Επιλογή από τους στίχους
Καληνύχτα
Σ’ αυτό τον κόσμο
ήρθα ξένος,
Και ξένος θα τον
αφήσω πάλι.
Ο Μάης ήταν καλό μαζί
μου· μου χάρισε
Ανθοδέσμες. Η κόρη
μίλαγε γι’ αγάπη,
Η μάνα της περσότερο
για παντρειά –
Τώρα η πλάση είναι
θλιμμένη
Κι ο δρόμος γέμισε με
χιόνια.
Δεν μπορώ ν’
αποφασίσω
Πότε στους δρόμους θα
ξεχυθώ:
Μονάχος πρέπει να
διασχίσω
Αυτή τη σκοτεινιά.
Συντροφιά θα μου
χαρίζει
Μια του φεγγαριού
σκιά
Και πάνω στα πάλλευκα
λιβάδια
Θα ψάχνω για
πατημασιές απ’ άγρια ζώα.
Γιατί να χασομερώ εδώ
πέρα
Μέχρι να με διώξουν;
Ας γαβγίζουν τα
παλιόσκυλα
Μπροστά στου αφέντη
τους το σπίτι!
Της αγάπης τής αρέσει
να τριγυρνάει·
Έτσι είναι απ’ το Θεό
φτιαγμένη –
Μια στον έναν πάει,
μια στον άλλον –
Γλυκιά μου αγάπη,
καληνύχτα.
Δε θέλω στον ύπνο σου
να σ’ ενοχλήσω,
Θα ήταν κρίμα την
ησυχία σου να ταράξω,
Δεν πρέπει ν’
ακούσεις τα βήματά μου –
Όσο πιο σιγά μπορώ
την πόρτα κλείνω!
Φεύγοντας γράφω πάνω
της λέξη καληνύχτα,
Μονάχα για να δεις
πως σε σκεφτόμουν.
Παγωμένα
δάκρυα
Παγωμένες σταγόνες
πέφτουν
Από τα μάγουλά μου
Μα δεν κατάλαβα
στιγμή
Πως μ’ είχανε πάρει
τα κλάματα.
Ω, δάκρυα, δάκρυα
δικά μου
Είστε τόσο αδύναμα,
Που κρουσταλλιέζετε
στη στιγμή
Σαν αυγινές
δροσοσταλίδες.
Αναβλύζετε καυτά
Από του στήθους την
πηγή,
Λες και βαλθήκατε να
λιώσετε
Όλους τους πάγους του
χειμώνα.
Πάγωμα
Μάταια ψάχνω μες στο
χιόνι
Τις πατημασιές της να
ξαναβρώ
Εδώ που τόσο συχνά
περιπλανιόμασταν
Οι δυο μας στα
λιβάδια.
Το χώμα θέλω να
φιλήσω,
Με τα καυτά δάκρυα
Χιόνια και πάγους να
τρυπήσω
Μέχρι να δω τη γη.
Πού να βρω άραγε ένα
λουλουδάκι;
Πού πράσινο χορτάρι;
Νεκρά είν’ όλα τ’
άνθη
Και το χόρτο ξεράθηκε
κι αυτό.
Δίχως ούτ’ ένα
ενθύμιο λοιπόν
Θα φύγω από δω;
Αν οι πόνοι μου
λουφάξουν
Ποιος θα μιλά για
κείνη;
Παγωμένη είν’ η
καρδιά μου
Και μέσα της
κρουσταλλιασμένη η μορφή της·
Αν κάποτε λιώσουνε οι
πάγοι,
Θα λιώσει κι εκείνη, θα χαθεί.
Το Ταχυδρομείο
Από το δρόμο
ακούγεται η σάλπιγγα του ταχυδρόμου.
Τι είν’ αυτό που σε
κάνει να σκιρτάς έτσι,
Καρδιά μου;
Ο ταχυδρόμος δεν έχει
γράμματα για σένα:
Γιατί χτυπάς έτσι
αλλόκοτα,
Καρδιά μου;
Νάτος λοιπόν ο
ταχυδρόμος που ‘ρχεται από την πόλη
Όπου κάποτε είχα μι’
αγάπη γλυκιά,
Καρδιά μου!
Θα ‘θελες να πας να
ρωτήσεις
Πώς παν’ τα πράγματα
εκεί πέρα,
Καρδιά μου;
Πλημμύρα
Κάποιο δάκρυ κύλησε
απ’ τα μάτια μου
Κι έπεσε πάνω στο
χιόνι·
Οι παγωμένες οι
νιφάδες ρουφάνε διψασμένα
Τον καυτό του πόνο.
Όταν θ’ αρχίσει να
μεγαλώνει το χορτάρι
Κι ο αέρας θα ‘ναι
χλιαρός,
Τότε οι πάγοι θα
γίνουνε κομμάτια
Και το μαλακό το
χιόνι θα λιώσει κι αυτό.
Χιόνι, εσύ ξέρεις
καθετί που νοσταλγώ:
Πες μου, λοιπόν, κατά
πού πηγαίνεις;
Αν ακολουθήσεις τα
δάκρυά μου,
Σύντομα θα σ’
αγκαλιάσει το ρυάκι.
Μαζί του την πολιτεία
θα διασχίσεις,
Τους εύθυμους δρόμους
της πέρα ως πέρα,
Κι όταν τα δάκρυά μου
θ’ αρχίσουν να καίνε,
Εκεί θα ‘ναι το σπίτι
της αγάπης μου.
Τελευταία
ελπίδα
Στα δέντρα βλέπεις
πού και πού
Κάποιο χρωματιστό
φυλλαράκι·
Στέκομ’ εγώ συχνά
μπροστά του
Και το κοιτώ
συλλογισμένος.
Κοιτάω επίμονα το
φύλλο
Κρεμώντας πάνω του
κάθε μου ελπίδα·
Μα όταν ο άνεμος παίζει
μαζί του,
Ολόκληρος τρέμω απ’
το φόβο.
Αχ, όταν το φύλλο
πέφτει καταγής,
Πέφτει μαζί του κι η
ελπίδα,
Πέφτω κι εγώ πάνω στο
χώμα,
Μουσκεύοντας με
δάκρυα το μνήμα της.
Ψευδαίσθηση
Κάποιο φιλικό φως
χορεύει εμπρός μου,
Κι εγώ ακολουθώ την τεθλασμένη
του τροχιά·
Μ’ αρέσει να πηγαίνω
όπου πάει,
Αν και μαντεύω πως
είν’ εκεί
Για να μπερδεύει τον
οδοιπόρο.
Αχ, όποιος είναι σαν
εμένα δυστυχής
Έχει συχνά την
εντύπωση
Πως μέσα στη νύχτα,
στην παγωνιά, στο φόβο
Βλέπει μπροστά του
φωτεινό ένα ζεστό σπιτάκι
Που κρύβει μέσα του
κάποια γλυκιά ψυχή.
Μονάχα οι
ψευδαισθήσεις είναι το κέρδος το δικό μου!
Ο
Οδοδείκτης
Γιατί άραγε αποφεύγω
τους δρόμους
Που διαλέγουνε οι
άλλοι οδοιπόροι,
Ακολουθώντας
μονοπάτια
Ανάμεσα σε
χιονισμένες βουνοκορφές;
Δεν έκανα τίποτα κακό
Για να φοβάμαι τους
ανθρώπους·
Ποια ανόητη επιθυμία
Με τραβάει στις
ερημιές;
Οι οδοδείκτες που
υπάρχουνε στους δρόμους
Δείχνουν προς τις
πολιτείες,
Κι εγώ τριγυρίζω
ατέλειωτα
Χωρίς γαλήνη,
γυρεύοντας λίγη γαλήνη.
Έναν μόνο οδοδείκτη
βλέπω
Αμετακίνητο εμπρός
μου·
Κι αυτός δείχνει προς
το δρόμο
Απ’ όπου δε γύρισε
κανείς.
Μοναξιά
Όπως ένα σκοτεινό
σύννεφο
Μέσα στους φωτεινούς
αιθέρες ταξιδεύει,
Καθώς του έλατου την
κορυφή
Έν’ απαλό αεράκι την
κουνά,
Έτσι παίρνω κι εγώ
τους δρόμους
Με βήμα κουρασμένο
Μέσα στη χαρωπή ζωή,
Μονάχος, δίχως να με
χαιρετά κανείς.
Αχ, πόσο ήρεμος είναι
ο αέρας!
Πόσο είν’ ο κόσμος
φωτεινός!
Ούτε μες στις άγριες
μπόρες
Ήμουν, όπως τώρα,
δυστυχής.
Θάρρος
Καταπρόσωπο με
χτυπάει το χιόνι
Μα εγώ το ρίχνω
καταγής.
Όταν μιλάει η καρδιά
μέσα στο στήθος μου,
Τραγουδάω εύθυμα και
ζωηρά.
Δεν ακούω τι μου
λέει,
Γίνομαι κουφός·
Στα παράπονά της
αναίσθητος είμαι,
Μονάχα οι ανόητοι
μεμψιμοιρούν.
Ας ξεχυθούμε
χαρούμενοι στον κόσμο
Κόντρα στον άνεμο και
στη βροχή!
Κι αν δεν υπάρχουνε
θεοί στη γη,
Ας γίνουμε θεοί
εμείς.
"Το Χειμωνιάτικο Ταξίδι" συλλογή Lieder του Φράντς Σούμπερτ σε ποίηση Βίλχελμ Μίλερ
Εδώ με την Κρίστα Λούτβιχ (15.10. 1985)
..................................
κι εδώ με τον Ίαν Μπόστριτζ (Διεθνές Φεστιβάλ της Ουτρέχτης - 2016)