Κυριακή 26 Ιουνίου 2011

"Νύχτες θερμές δυσοίωνου Ιούνη" του Ν. Γ. Ξυδάκη / "Μόνο μην χάσουμε τη χαρά μας" της Μαρίας Κατσουνάκη ("Καθημερινή", 26/6/2011)


Νύχτες θερμές δυσοίωνου Ιούνη

Tου Nικου Γ. Ξυδακη

Βαρύ καλοκαίρι, υγρό, με απρόσμενα γυρίσματα του καιρού. Κι η νύχτα διαρκεί περισσότερο, ξαφνικά αρχίζουν να ψάλλουν το εωθινό τα πουλιά του λόφου, και νιώθεις ότι μέρα πυκνή ξημέρωσε πάλι. Νύχτες μακριές, πηχτές, σε πλατείες και υπαίθρια μπαρ, με θερμές συζητήσεις, αντεγκλήσεις φίλων, ερεθισμένα νεύρα. Στους δρόμους αραιή κυκλοφορία, διστακτικά Ι.Χ., ανά διαστήματα πολυπρόσωπα περίπολα μοτοσικλετιστών αστυνομίας. Κι όταν συνεδριάζει κρίσιμα η Βουλή, χιλιάδες άνδρες ασφαλίζουν γύρω τριγύρω τους οίκους της δημοκρατίας, προστατεύουν τους αιρετούς από αγανακτισμένους πολίτες. Δυσοίωνη εικόνα, θλιβερή, στην πολιτική αργκό αποκαλείται «έλλειμμα πολιτικής νομιμοποίησης».
Θα το λέγαμε και δυσαρμονία μεταξύ λαού και κυβερνώσας τάξης. Aσύμπτωτοι βίοι, παράλληλες πραγματικότητες, άνω και κάτω κόσμος. Οπως και να το ονομάσεις, το πραγματικό παραμένει έτσι: η Ελλάδα χωρίζεται σε όσους θα σωθούν, με απώλειες έστω, και σε όσους θα βουλιάζουν. Τη διαίρεση, υλική και ψυχική, τη νιώθεις πια, την αισθάνεσαι, δεν χρειάζεται να τη συλλογιστείς. Είναι απότοκο της δυσχέρειας κι είναι απότοκο της ανισότητας και της αδικίας: οι πληττόμενοι ελευθεροεπαγγελματίες στραβοκοιτάνε τους συνταξιούχους των ΔΕΚΟ, ακόμη και τους ψαλιδισμένους δημοσίους υπαλλήλους, ενδόμυχα φθονούν τους γιατρούς της παρέας ή τους δικαστές, τους μεν γιατί τους υποψιάζονται για μαύρα και φακελάκια, τους δε γιατί δεν θα τους κουνήσει κανένας. Η αυξανόμενη δυσχέρεια του βίου φέρνει μεμψιμοιρία, ματαίωση, φθόνο, μοχθηρία. Η ευημερία, πραγματική ή επίπλαστη, όσο μοιραζόταν παντού κι άφηνε τα ψίχουλά της εδώ κι εκεί, σκέπαζε τις αντινομίες, κοίμιζε τη σκέψη και τα αισθήματα. Τώρα που αποσύρεται ατάκτως, αφήνει ακάλυπτο το ερεθισμένο νεύρο της μνησικακίας, πικρό το στόμα.
Ακούς διηγήσεις δυσχέρειας, στο όριο της αδυναμίας, από επαγγελματίες και εμπόρους· ακούς διπλανούς που χάσαν τη δουλειά τους, που έχουν παιδιά 25 και 30 χρόνων χωρίς καμιά προοπτική εργασίας· γνωστούς που βάζουν πωλητήριο ανάγκης σ’ ένα κληρονομημένο σπίτι και αγοραστή δεν βρίσκουν. Σφίγγεσαι. Κι ύστερα μαζεύεσαι προς τα έσω, βάζεις ασπίδα το χοντρό πετσί, να μη σ’ αγγίξει το κακό του άλλου. Ετσι διαρκώς, μια παλινδρόμηση μέσα-έξω, αυτή η παλινδρόμηση παράγει θλίψη, ψιλή ψιλή, διαπεραστική.
Αγωνιάς για τα παιδιά, τους νέους, κι ύστερα ζηλεύεις τα νιάτα, την αντοχή τους στον χρόνο. Τριγυρνάς σε άλλες γειτονιές, σε άλλους κόσμους, με ανθρώπους ανέγγιχτους, περνούν διαμέσου της δυσχέρειας, «και όσοι έχουν, δεν είναι φτωχοί, καταλαβαίνετε, πιέζονται, είναι άσχημα για όλους», λέει μια συμπαθέστατη κυρία με ξενική προφορά, ανησυχούμε από κοινού για τα παιδιά που ξενιτεύονται στο Amherst College, με ροζέ σαμπάνια στο χέρι, η αττική νυχτιά είναι θερμή και υγρή, στα πόδια μας απλώνεται η πόλη σαγηνευτική, δυσοίωνη. Παράλληλες πόλεις, ασύμπτωτες, αντιθετικές.
Σε κήπους αθηναϊκούς, πυρωμένες πλατείες, τραπεζάκια καφεστιατορίων, σπιτικές αυλές, φιλόξενα λίβινγκ ρουμ, Ελληνόπουλα σαστισμένα, ανήσυχα, προσπαθούν να μετρήσουν τη δυσκολία και να οχυρωθούν απέναντί της. Οι παρέες ανασυντίθενται περιοδικά, με πείσμα, σε ζουρ φιξ που πυκνώνουν, για να κουβεντιάσουν από κοινού και να ψαύσουν το ολισθηρό παρόν. Αθροίζουν συμφωνίες, πληροφορίες, κουτσομπολιά, φήμες, σκορπάνε καταδίκες, ρισκάρουν βραχύβιες προβλέψεις, επικοινωνούν ενδιαμέσως με μέιλ, φέισμπουκ και τουίτερ. Διαρκώς επικοινωνούν και διαρκώς πηγαινοέρχονται γύρω από τις ίδιες δοξασίες, φωτοτακτισμός γύρω από το φωτεινό μετέωρο της πτώχευσης, αυτό ορίζει τον βηματισμό, τη διάθεση, τον βίο.
Σκεφτόμαστε το πλήθος τέσσερις εβδομάδες στους δρόμους, με σκαμπανεβάσματα, με μούντζες, καρναβάλι που κουράζεται, ελπίδες που λιγοστεύουν, ματαίωση που φουντώνει. Εριξαν μια κυβέρνηση για λίγες ώρες, αμέσως σχηματίστηκε άλλη να εφαρμόσει τα ίδια. Ούτε ένα ψίχουλο δεν κέρδισε το πλήθος. Θα αφήσουν τις πλατείες ηττημένοι; Πού θα παροχετευθεί όλος τούτος ο θυμός, αν αποδειχθεί ατελέσφορη και τούτη η τελετουργία; Θα στραφεί προς τα μέσα, παλίνδρομα, θα φαρμακώνει το μέσα, θα γίνει τοξική ματαίωση, απόγνωση, μίσος τυφλό. Κουφό κράτος, τυφλή διοίκηση, ανυπεράσπιστη κοινωνία, με φωνή που δεν εισακούεται.
Eίτε να φέρεσαι καλά στους ανθρώπους είτε να τους συντρίβεις, αν τους αφήσεις με ελαφρές πληγές θα σηκωθούν σε εκδίκηση - αναλαμπή από τον Ηγεμόνα του Μακιαβέλι. Το κράτος θα συντρίψει τον λαό του; Διαβάζει Μακιαβέλι τη νύχτα ο δικός μας; Αν ναι, θα διάβασε κι αυτό: Ο ηγεμών θα πρέπει να εμπνέει φόβο, έτσι ώστε αν δεν κερδίσει την αγάπη, να αποφύγει το μίσος.
Στις παρυφές της πλατείας τα μπαρ ξενυχτούν και τζιράρουν, οκτώ ευρώ το ποτό.

..................................................................................


Μόνο να μη χάσουμε τη χαρά μας

Tης Mαριας Kατσουνακη

Για το μόνο που ανησυχούσε ήταν να «μη μας πάρουν τη χαρά μας. Δεν πειράζει, και με λίγα θα ζήσουμε. Αλλά τη χαρά μας…». Ελεγε και ξανάλεγε σαν να μονολογούσε. Καθόταν στη διπλανή θέση του αεροπλάνου, και στη διάρκεια του τρίωρου ταξιδιού, αφηγήθηκε τη ζωή της με έναν τρόπο συναρπαστικά απλό και αφοπλιστικά ειλικρινή.
Νοσηλεύτρια, μια 25ετία τώρα, σε πολύ δύσκολη και απαιτητική μονάδα δημόσιου ιδρύματος, αγαπάει τη δουλειά της, φροντίζει με έγνοια τους ασθενείς, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι χρόνια πάσχοντες. Από φτωχή οικογένεια, πήγε μεγάλη σχολείο, αφού είχε ήδη αποκτήσει τρία παιδιά. Καθάριζε σπίτια για να ζήσει, ύστερα αποφάσισε να παρακολουθήσει τη σχολή για νοσηλεύτριες. Ο πατέρας της δεν την άφηνε να σπουδάσει. Εμαθε από πολύ μικρή, στα δώδεκα, να πλέκει, να κεντάει. Καταπιάνεται διαρκώς με κάτι ώστε να ενισχύει τα οικονομικά του σπιτιού, να κάνει το καλύτερο για την οικογένειά της. Κατάφερε να στείλει και τη μία κόρη για μεταπτυχιακά στο εξωτερικό (ταξίδευε για να την επισκεφτεί). Η άλλη έκανε οικογένεια, ο γιος «ψάχνεται» ακόμη.
Είναι κοντά στα 50, ντυμένη με φόρμα και αθλητικά, είναι όμορφη με έναν τρόπο ανεπιτήδευτο και αυτάρκη. Ανθρωπος ανήσυχος, ακούραστος, φιλομαθής, φιλοπερίεργος. Οταν έρχεται η κουβέντα στην οικονομική κρίση, η αγωνία της εντοπίζεται σε ένα μόνο πράγμα: στην απώλεια της χαράς. Με αιφνιδιάζει. Το ίδιο ακριβώς περιγράφει ο Μπέργκμαν στην αυτοβιογραφία του, της λέω. Και μόλις επιχειρώ, διστακτικά, να εξηγήσω ποιος είναι ο Μπέργκμαν, με αποστομώνει: «Εχω δει ταινίες του με τη Λιβ Ούλμαν», μου απαντά.
Το περιστατικό που καταγράφει ο μέγας Σουηδός στη «Μαγική κάμερα» έχει ως εξής: «Ο Μπαχ μόλις είχε γυρίσει από ένα ταξίδι, η γυναίκα του και δύο από τα παιδιά του είχαν πεθάνει κατά την απουσία του. Στο ημερολόγιό του έγραψε: Καλέ μου Θεέ, μόνο να μη χάσω τη χαρά μου. Η φράση αυτή μ’ έχει σώσει από κρίσεις και συμφορές και λειτουργούσε το ίδιο πιστά όπως η καρδιά μου: καμιά φορά υπερβολική και δυσκολόχρηστη, αλλά ποτέ εχθρική η καταστροφική».
«Ναι, έτσι είναι», συγκατανεύει η άγνωστη συνταξιδιώτισσα. Και θυμάται τα γλέντια που έζησε στο σπίτι και στη γειτονιά της. «Ξύπναγα το πρωί με μουσικές και εικόνες από μεγάλα, στρωμένα ακόμη από το βράδυ, τραπέζια». Βγάζει από την τσάντα της έναν φορητό υπολογιστή και μου δείχνει οικογενειακές φωτογραφίες. Είναι και γιαγιά.
Η γυναίκα που κάθεται δίπλα μου δεν έχει την πολυτέλεια των καταθλίψεων ή της μεμψιμοιρίας. Η ζωή την τραβάει από το μανίκι, μαζί με τις υποχρεώσεις και την επιθυμία να είναι παραγωγική, χρήσιμη, να ανανεώνει τις γνώσεις, να τροφοδοτεί με καινούργιες ιδέες τον εαυτό της και τους γύρω της. Είναι ικανή, αλλά ακονίζει και τις ικανότητές της, δεν εφησυχάζει, η δουλειά δεν τη φοβίζει, ψάχνει διαρκώς και αναζητεί καινούργια πεδία. «Ξέρεις, σκέφτομαι να ασχοληθώ και με την αγιογραφία. Πάντα μου άρεσε», λέει.
Την παρακολουθώ, μάλλον σιωπηλή, με ελάχιστες παρεμβάσεις. Μοιάζει με ηρωίδα μυθιστορήματος, ο λόγος της έχει οικονομία, αμεσότητα και ακρίβεια, ζυγίζει τα γεγονότα, δεν τα μεγεθύνει, δεν τα δραματοποιεί, ακόμη και εκείνα (όπως οι αιφνίδιοι θάνατοι) που καθορίζουν τον ανθρώπινο βίο.
Δεν ήταν αγανακτισμένη, με την οικονομική κρίση. Αυστηρή ναι, θυμωμένη ναι. Αυτό που θα μπορούσε να τη διαλύσει, όμως, είναι η απραξία. Η καθήλωση. Είναι εκπαιδευμένη να βρίσκει λύσεις, να αναπληρώνει τις απώλειες, να μην κάμπτεται από την αποτυχία.
Η γυναίκα αυτή, γήινη και μεθοδική, συγκεντρώνει τη δυναμική μιας Ελλάδας με αντοχές και προοπτική. Επινοητικότητα και ασκημένο ένστικτο επιβίωσης. Στο δαιδαλώδες αεροδρόμιο του προορισμού μας, χωρίς να μιλάει καμία ξένη γλώσσα, έβρισκε πιο γρήγορα απ’ όλους τη σωστή κατεύθυνση και τις εξόδους. Συγκεντρωνόταν στον στόχο της και προχωρούσε με βήμα σταθερό και αποφασισμένο. Την παρατηρούσα. Τη θαύμαζα και την καμάρωνα. Δεν άφηνε καμία αμφιβολία ότι εκείνο που δεν θα επιτρέψει από κανέναν να της στερήσει, είναι μόνο ένα πράγμα: τη χαρά της.

Δεν υπάρχουν σχόλια: