Tου Παντελη Μπουκαλα
Ας ξαναπιάσουμε την αλφαβήτα. Και, για να μη βουλιάξουμε στον φόβο και στη σύγχυση, ας ξαναπιαστούμε από τη ρήση του Αντρέ Μαλρό, πως «μια ανθρώπινη ζωή δεν αξίζει τίποτα, αλλά και τίποτα δεν αξίζει όσο μια ανθρώπινη ζωή». Σίγουρα η φράση αυτή ανήκει πια σ’ εκείνες που χρησιμοποιούνται συχνότατα. Ωστόσο, η πολλή της χρήση δεν της στέρησε το πολύτιμο νόημά της, έτσι όπως συμπυκνώνει την ανθρωπιστική θεώρηση των πραγμάτων, στα θεμέλια της οποίας βρίσκουμε το πρωταγόρειο «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπος». Και προσφεύγουμε στη ρήση αυτή για να μην πέσουμε στον δελεαστικότατο πειρασμό της σχετικοποίησης, και μάλιστα της σχετικοποίησης όχι πια της αξίας της ζωής, αλλά του βάρους του ίδιου του θανάτου. Γιατί συμβαίνει και αυτό: Ταξινομούμε τα θύματα της ποικιλόμορφης βίας σε «δικά μας», σε «μη δικά μας» και σε «όχι και τόσο δικά μας» και ρυθμίζουμε αναλόγως τα αισθήματά μας. Πνίγουμε δηλαδή με τον βρόχο της ιδεολογίας ή της ιδεοληψίας τη συμπόνια που τόσο φυσικά γεννιέται στο άκουσμα ενός φονικού ή ενός βαρύτατου τραυματισμού οποιουδήποτε ανθρώπου ή περνάμε τα αυθόρμητα αισθήματά μας από την κρησάρα των πεποιθήσεών μας, των σχέσεών μας, των πολιτικών μας προτιμήσεων ή των φυλετικών μας εμμονών. Μπορεί, ας πούμε, να λέμε πως είμαστε αυθεντικοί κληρονόμοι και πείσμονες υπερασπιστές των ιδεών του αρχαίου ανθρωπισμού, έτσι όπως τις εισήγαγαν και τις υποστήριξαν φιλόσοφοι και ποιητές, μπορεί επιπλέον να δηλώνουμε και χριστιανοί και να ξοδευόμαστε σε μάχες σφοδρές για τη αναγραφή της πίστης μας στην ταυτότητά μας, αλλά αυτό δεν μας εμποδίζει πάντοτε να ζυγίζουμε ό, τι νιώθουμε με τα άδικα ζύγια της προκατάληψης. Οι δύο νεκροί και οι δύο βαρύτατα τραυματίες των τελευταίων ημερών (ο μαχαιρωμένος πατέρας της οδού Ηπείρου, ο επίσης μαχαιρωμένος μετανάστης από το Μπαγκλαντές, το θύμα της αστυνομικής βίας στην Πανεπιστημίου και το θύμα των σκοτεινών κουκουλοφόρων στη λαϊκή της Καλλιδρομίου) είχαν «το τερατώδες κοινό γνώρισμα του ανθρώπου, / το εφήμερο της παράλογης ζωής του», για να θυμηθούμε τον Νίκο Εγγονόπουλο και ένα αντιρατσιστικό ποίημά του. Αλλά όσο παράλογη κι αν είναι η ζωή μας, όσο δυσκολεμένη ή και φτωχή, είναι η ζωή μας, ένα δώρο άπαξ. Ο παράλογα άκαιρος τερματισμός της ζωής των δύο συνανθρώπων μας και η έκθεση της ζωής των άλλων δύο στον ακρότατο κίνδυνο, υπήρξαν αποτέλεσμα της άσκησης μιας βίας που, κάτω από τις διαφορετικές μορφές και τα προσχήματά της, έχει κοινό πυρήνα την αντιμετώπιση της ανθρώπινης υπόστασης ως γυμνής, τιποτένιας, αναλώσιμης. Γνώρισμα των πολέμων, ο μηδενισμός της αξίας της ζωής εισβάλλει τώρα και στην επικράτεια της ειρήνης. Αν αυτή τη στάση μπορούμε να τη χαρακτηρίσουμε φασιστική ή όχι, είναι δευτερεύον. Εκείνα που ενοχλούν είναι τα πράγματα, όχι τα ονόματα.
..............................................................................
Τα μνημεία της κρίσης
Tου Παντελη Μπουκαλα
Στον κυριακάτικο τελικό του Κυπέλλου μπάσκετ, που έγινε μπροστά σε ελάχιστους οπαδούς, ώστε να αποφευχθούν οι υπέρμετρες σπονδές στο αρχαίο πνεύμα, το κατά ποιητική φήμη αθάνατο, κάποια στιγμή ο Γιάννης Μπουρούσης του Ολυμπιακού κάρφωσε αγριεμένος την μπάλα στο καλάθι. Από τη δύναμή του, το στεφάνι έφυγε λίγο από τη θέση του, έγειρε. Το παιχνίδι διακόπηκε για κάνα δεκάλεπτο ώσπου να αποφασιστεί τι θα γίνει, κι ακούστηκε τότε ένας από τους εκφωνητές να λέει πάνω κάτω τα εξής: «Τι να περιμένεις από ένα γήπεδο που χρησιμοποιείται μία φορά το χρόνο. Ολα φθείρονται αν δεν γίνεται συντήρηση». Θα κούνησαν μελαγχολικά το κεφάλι τους, σίγουρα, όσοι τον άκουσαν, κι ας την ήξεραν ήδη την αχρήστευση τόσων δαπανηρότατων εγκαταστάσεων, πολλές από τις οποίες δεν χρειαζόταν καν να είναι μόνιμες. Να βρίσκονταν άραγε ανάμεσα στους μελαγχολήσαντες αυτούς και κάποιοι από τους κυβερνητικώς υπεύθυνους, πράσινους, γαλάζιους κι ύστερα πάλι πράσινους, που πριν από τους Ολυμπιακούς είχαν δεσμευτεί ότι θα υπάρξει χρηστή και αποδοτική διαχείριση της «ολυμπιακής κληρονομιάς» και μετά τους αγώνες παρουσίαζαν ο ένας κατόπιν του άλλου ωραία σχέδια «εκμετάλλευσης των ολυμπιακών ακινήτων»; Οπωσδήποτε θα παρακολουθούσαν τον τελικό. Το έχουν αποδείξει άλλωστε πως είναι παθιασμένοι λάτρεις του αθλητισμού. Γι’ αυτό και κατασκεύασαν γήπεδα και στάδια τεράστια, ακόμα και για αθλήματα που μόνο από την τηλεόραση τα ξέρουμε. Και τα άφησαν έρμα κι ορφανά, να καταντούν ερείπια, μνημεία της τωρινής κρίσης, μνημεία μιας σπατάλης που ακόμα την πληρώνουμε, και κάποια στιγμή, απαξιωμένα, να εκχωρηθούν, τάχα «αναγκαστικά», σε όσους τα ορέγονται. Οχι. Το κόστος των Ολυμπιακών δεν έχει μετρηθεί ακόμα επακριβώς και μάλλον δεν πρόκειται να το μάθουμε ποτέ («εξεταστική» άλλωστε για το ζήτημα αυτό δεν προβλέπεται). Είναι βλέπετε κι αυτό το μπέρδεμα με τη δραχμή και το ευρώ που δυσκολεύει τους λογαριασμούς, αφού αρχίσαμε να σκορπάμε λεφτά σε δραχμές κι ύστερα περάσαμε στο κραταιό ευρώ, οπότε πoλλαπλασιάσαμε επί τριάμισι την όρεξή μας για χουβαρντοσύνες. Κι όμως. Ακόμα ακούς πολιτικούς, πράσινους και γαλάζιους, να μιλούν όλο νοσταλγία για την «ολυμπιακή αίγλη». Ποια αίγλη; Tων σημερινών ερειπιώνων που γέμισαν πέντε ή δέκα φορές το 2004 και έκτοτε περιμένουν κάποιο ετήσιο κομματικό ή συνδικαλιστικό συνέδριο ή κάποιον αθλητικό τελικό άνευ φιλάθλων για να «ξεχρεώσουν»; ΄Η μήπως την αίγλη των «καθαρών αγώνων», η καθαρότητα των οποίων πιστοποιήθηκε λίγες ημέρες πριν με την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου για τα «θύματα της ανθελληνικής συνωμοσίας», όπως μαζικά λέγαμε τότε, τον Κώστα Κεντέρη, την Κατερίνα Θάνου και τον προπονητή τους, τον Χρήστο Τζέκο; Αλλά δεν αποκλείεται ακόμα και οι δικαστές να ήταν μέλη του ανθελληνικού δικτύου. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου