Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

"Εκκαθάριση" ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Μαργαρίτας Παπαμίχου (facebook, 25.4.2024)

 ...............................................................


                 Μαργαρίτα Παπαμίχου


Εκκαθάριση


Πιάνω το ποίημα
το γυρνώ απ' την ανάποδη
πέφτουν οι νύχτες καθαρογραμμένες
μένει μόνο μια μουντζούρα
που έκανε στη βιασύνη της η ελπίδα

Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Τρία μικρά ποιήματα από το "ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ" (2014) του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 24.4.2021)

..............................................................

 




                          Χάρης Μελιτάς


ΕΙΣΟΔΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΥ

Δεν με γελάτε.
Διαβάζω τα βιβλία
από το τέλος.


ΟCCASION

Πωλείται μέλλον
εντός αδιεξόδου.
Επιπλωμένο.


ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ

Εξορισμένος
σε μια θάλασσα νεκρή
εισπνέω μνήμες



Από το "ΑΡΩΜΑ ΣΚΟΥΡΙΑΣ" (2014) του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά...

Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Brahms: 3 Intermezzi, Op. 117: No. 1 in A Flat Major. Andante moderato (WPD) - Fabian Müller (youtube, 17.5.2023)

 ...............................................................



Brahms: 3 Intermezzi, Op. 117: No. 1 in A Flat Major. Andante moderato (WPD) -  Fabian Müller

(youtube, 17.5.2023)


"Κοτσύφι" &"Κοτσύφι 2" δύο μικρά ποιήματα του Μιχάλη Γκανά (από "Τα μικρά" του) μαζί “Blackbird In The Snow” έργο του Leo de Freyne

 ..............................................................


ΚΟΤΣΥΦΙ

Καλότυχο που
δεν βλέπει πόσο μαύρο
το περιβάλλει



ΚΟΤΣΥΦΙ 2

Βρέξει χιονίσει
φοράει το μαύρο του.
Κανένα πένθος


Μιχάλης Γκανάς, "Τα μικρά", Leo de Freyne “Blackbird In The Snow”




"Έτσι δεν είναι;" έγραψε ο Μανώλης Πιμπλής ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.04.24)

 ..............................................................



Έτσι δεν είναι;















έγραψε ο Μανώλης Πιμπλής ("Εφημερίδα των Συντακτών", 22.04.24)



Λόγος ύπαρξης, αιτία ανάδειξης και συνταγή επιτυχίας της Ακροδεξιάς είναι ο εγωισμός. Που έχει δίδυμο αδελφό τον φόβο. Τα δύο αδελφάκια έχουν ενιαίο λόγο και συνδυασμένη δύναμη. Θα μπορούσαν να είναι και σιαμαία. Ο εγωισμός τρέφεται από τα πάντα γύρω μας: τη διαφήμιση του ατομικού πλουτισμού, την καλλιέργεια της αδιαφορίας για τον πλησίον. Σκέφτεται ότι πρέπει να εξασφαλίσει ατομικά την επιβίωση και την καλοπέρασή του, ακόμη και σε βάρος άλλων. Γιατί, συμπληρώνει ο φόβος, υπάρχει μεγάλη αβεβαιότητα. Η οικονομία διεθνώς, ιδίως όμως στα μέρη μας, κρέμεται από μια κλωστή.


Ο εγωισμός συνεργάζεται μόνο με άλλους πανομοιότυπους εγωισμούς, δημιουργώντας έναν συλλογικό εγωισμό περιορισμένου κύκλου που έχει ως μόνη αποστολή τον αποκλεισμό των υπολοίπων. Κανείς από αυτούς τους επιμέρους και συλλογικούς εγωισμούς δεν θέλει να μπει στη θέση κάποιου άλλου. Προτιμά να τον αγνοεί παντελώς. Ο Ρώσος δεν θέλει να μπει στη θέση του Ουκρανού, ο Αμερικανός δεν θέλει να μπει στη θέση του Ρώσου, ο Ισραηλινός του Παλαιστίνιου, ο λευκός του Τσιγγάνου, ο πλούσιος του φτωχού, ο αυτόχθων του μετανάστη κ.ο.κ. Και όμως, όλοι θα είχαν κάτι ενδιαφέρον να πουν αν ο απέναντι ήθελε να τους ακούσει. Ακόμα καλύτερα, αν ήθελε να θυμάται ότι υπάρχουν.

Το «πρέπει να κοιτάξουμε πρώτα τους εαυτούς μας» του εγωισμού συνοδεύεται από το «οι ξένοι θα αλλοιώσουν τον πολιτισμό μας» του φόβου. Αλλά «σας έχω νέα», που θα έλεγε και ο κ. Κασσελάκης (αν και λίγο διαφορετικά από του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης): όσοι φοβούνται ότι ο ελληνικός πολιτισμός και η παράδοση θα αλλοιωθούν από την είσοδο ξένων, έχουν ξεχάσει τα βασικά: ο ελληνικός πολιτισμός και η παράδοση ισοπεδώθηκαν ήδη από τον σύγχρονο τρόπο ζωής και είναι ενταφιασμένοι στους τάφους των πατεράδων και των παππούδων μας. Η ντοπιολαλιά και ο πολιτισμός της Μυκόνου, όπως και της Ιμπιθα, έχουν αντικατασταθεί από έναν πολιτισμό που δεν είναι ούτε ελληνικός ούτε ισπανικός, είναι απλώς «ξενοδοχειακός». Η τηλεόραση αρχικά, τα κοινωνικά δίκτυα και ο τουρισμός πιο πρόσφατα, μαζί με τον ατομικισμό, έχουν στραγγίξει σχεδόν κάθε ρανίδα των παλιών πηγών και είναι αργά για δάκρυα. Σε κανένα χωριό της επικράτειας δεν διατηρείται ούτε ο παλιός λόγος, ούτε το παλιό ήθος, όποιο πρόσημο κι αν του έβαζες. Είμαστε ήδη αλλού.

Οσο για τη διαρκή οικονομική αβεβαιότητα, τους κινδύνους από τα υπέρογκα χρέη, τη λιτότητα που δεν φεύγει από τη ζωή μας, την ακρίβεια που ξαναμπαίνει… Το έτος 2000, που όλα έμοιαζαν πιο στέρεα, υπήρχαν στον κόσμο 470 δισεκατομμυριούχοι. Στην Ελλάδα κανένας, σύμφωνα με τις λίστες που δημοσιεύουν τα ξένα οικονομικά περιοδικά. Σήμερα υπάρχουν στον κόσμο 2.781 δισεκατομμυριούχοι. Και δέκα από αυτούς είναι Ελληνες. Αρα ουδείς λόγος ανησυχίας υφίσταται. Ο πλούτος αυξανόταν όλο αυτό το διάστημα με γεωμετρική πρόοδο και τώρα απλώς περιμένουμε τη διάχυσή του. Οπως και τα οφέλη που θα προκύψουν. Ετσι δεν είναι;

Δευτέρα 22 Απριλίου 2024

Tatiana Nikolayeva plays Bach Twelve Little Preludes / rec. 1991 (youtube, 23.9.2015)

 ...............................................................


Tatiana Nikolayeva plays Bach Twelve Little Preludes

01. No.01 C major BWV 924

02. No.02 C major BWV 939

03. No.03 C minor BWV 999

04. No.04 D major BWV 925

05. No.05 D minor BWV 926

06. No.06 D minor BWV 940

07. No.07 E minor BWV 941

08. No.08 F major BWV 927

09. No.09 F major BWV 928

10. No.10 G minor BWV 929

11. No.11 G minor BWV 930

12. No.12 A minor BWV 942


rec. 1991

(youtube, 23.9.2015)



"Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ" ποίημα του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 22.4.2024)

 ...............................................................


Λευτεριά για λίγο πάψε
να χτυπάς με το σπαθί
τώρα σίμωσε και κλάψε
εις του Μπάιρον το κορμί.

Διονύσιος Σολωμός



Η ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΜΠΑΪΡΟΝ


Λένε για μένα
στων αιώνων τη σκηνή
πως όσα πρόσφερα
μονομαχούσαν στην αρένα με τα πάθη
σκαρφαλωμένος σ' ένα ποίημα θαμπό
μ' ακούς Βιγιόν; μ' ακούς Ρεμπό;
μετράω λάθη.

Γι' αυτό πονάω...


Λένε για μένα
του Θησέα το πανί
πως μαυροφόρεσα
περιπλανώμενο βαμπίρ απ' άκρη σ' άκρη
πως ξενυχτούσα στα χαρέμια του Αλή
με καλλονές από γυαλί
και μαύρο δάκρυ.

Γι' αυτό γελάω...


Λένε για μένα
με παράφωνη φωνή
πως από σύμπτωση
αποβιβάστηκα στην άστεγη πατρίδα
ίσα να σύρω των ηρώων τον χορό
χωρίς ψωμί, χωρίς νερό
χωρίς ελπίδα.


Γι' αυτό διψάω...




Λένε για μένα
λες και χρώσταγα ποινή
πως βαριαρρώστησα
παλιές κρεπάλες και πιοτά μ' έχουν ξεγράψει
μα ο Σολωμός τη λευτεριά παρακαλεί
ν' αφήσει λίγο το σπαθί
και να με κλάψει.


Γι' αυτό κερνάω!

Χάρης Μελιτάς




                      Λόρδος Μπάιρον (22.1.1878 - 19.4.1824)

"Κι από χειμώνα, Αύγουστο…" έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 21.4.2024)

 ..............................................................



Κι από χειμώνα, Αύγουστο…













έγραψε ο Παντελής Μπουκάλας ("Καθημερινή", 21.4.2024)


Στην ευλογημένη χώρα μας, που πορεύεται από εκσυγχρονισμό σε εκσυγχρονισμό, αλλά αποκλειστικά στο πεδίο της δημαγωγικής ρητορικής των ηγεμόνων της, όσων την κρατούν καθηλωμένη στον αρχαϊσμό της οικογενειοκρατίας, της ημετεροκρατίας, της ψευδεπίγραφης λογοδοσίας και της επιτηρούμενης δημοκρατίας, χρειάζονται και οι παροιμίες τον εκσυγχρονισμό τους. Οχι όλες, πάντως αρκετές απ’ όσες συναρτούν το νόημά τους με τον καιρό· με τις εναλλαγές, τους οιωνούς, τα παιχνιδίσματά του.

Ο παροιμιακός λόγος, που όντως ανακεφαλαιώνει πολύχρονη εμπειρία με ευθυβολία και άκρα οικονομία, γεννήθηκε όταν οι εποχές ήταν τέσσερις. Και πια δεν είναι, ή τέλος πάντων τα μεταξύ τους όρια κατάντησαν δυσδιάκριτα. Με αποτέλεσμα να εκκρεμούν αναντίστοιχες με τον πραγματικό καιρό οι περί καιρού παροιμίες, καθώς και όσες γιορτές μάς παραδόθηκαν για να πανηγυρίζουμε τη μετάβαση, το πέρασμα. Πώς να νιώσεις, λ.χ., τον ερχομό της άνοιξης στον Μάρτη της, όταν όλο και περισσότερα δεντρικά τρελαίνονται, απορρυθμίζονται και παίρνουν τα χούγια της αμυγδαλιάς; Δεν περιμένουν την ώρα τους αλλά ανθίζουν και αυτά Γενάρη μήνα;


Για τα χελιδόνια, τους περίφημους εαρινούς αγγελιοφόρους, τούτο μόνο: Τα παιδιά θα συνεχίζουν να τα ζωγραφίζουν στα τετράδιά τους, ξεπατικωτούρα όμως από κάποιο βιβλίο, χωρίς να τα έχουν δει ποτέ και να ‘χουν ακούσει το κελάηδημά τους· όπως δεν έχουν δει, στην πραγματική τους ζωή, ουράνιο τόξο ή πλούσια έναστρο ουρανό. Τα αποδημητικά πουλιά δεν αντιμετωπίζουν μόνο την έλλειψη χώματος στα τεράστια αττικά συγκροτήματα ή την καταστροφή της φωλιάς τους «κατόπιν εντολής» κοινοταρχών και δημάρχων, που τους πιάνει ξαφνικός πόνος για την καθαριότητα. Εχουν να πολεμήσουν και την εξαφάνιση των μεσοσταθμών που τα ανακούφιζαν στο δύσκολο ταξίδι τους. Λίμνες και ποτάμια ξεραίνονται ή «αξιοποιούνται» το ένα μετά το άλλο. Τα φτερωτά δεν έχουν πού να ξαποστάσουν, στους εναπομείναντες παραδοσιακούς σταθμούς τα περιμένουν ανελέητοι κυνηγοί, όπως τα έρμα τα αμπελοπούλια στην Κύπρο, και η μετανάστευσή τους ανταγωνίζεται σε ποσοστό θανάσιμης απώλειας τη μετανάστευση των ανθρώπων. Ούτε αυτούς τούς κλαίμε ούτε κι εκείνα.

Ποια παροιμία χρειάζεται αναθεώρηση και προσαρμογή; «Από Αύγουστο χειμώνα κι από Μάρτη καλοκαίρι», αυτή. Η Ελλάδα, η Ευρώπη, ο πλανήτης όλος, καταρρίπτουν κάθε λίγο και λιγάκι τα ρεκόρ άκαιρης υψηλής θερμοκρασίας. Κατά το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών, που πιστοποιεί με αριθμούς ό,τι νιώθουμε ασφυκτιώντας, ο φετινός χειμώνας ήταν ο θερμότερος στα χρονικά της χώρας, η δε δεκαετία 2011-2020 η θερμότερη από τα μέσα του 19ου αιώνα. Επιπλέον, όπως έγραψε προ ημερών στη Lifo ο διευθυντής ερευνών του Αστεροσκοπείου Κώστας Λαγουβάρδος, «πέρυσι βιώσαμε τον μακροβιότερο καύσωνα στη χώρα μας, με αποτέλεσμα πολλοί να βρίσκονται σε θερμικό στρες όλο το 24ωρο, αφού η θερμοκρασία δεν έπεσε κάτω από 30 °C. Και αυτό είναι άκρως επιβαρυντικό για την υγεία».

Δεν πρόκειται φυσικά για μία επιπλέον «ελληνική ιδιαιτερότητα». Το κακό είναι παγκόσμιο. Επίσης παγκόσμια η αδιαφορία, που εξαλλάσσεται σε κυνισμό στις χώρες που, όπως η Ελλάδα, ζουν μονοκαλλιεργώντας τουρισμό. Το κυρίαρχο δόγμα; «Τι δηλαδή, θα χολοσκάσουμε που πληθαίνουν οι μέρες με καλοκαιρία και θα ‘ρχονται περισσότεροι τουρίστες; Βλάκες είμαστε;».


Πώς να νιώσεις τον ερχομό της άνοιξης, όταν όλο και περισσότερα δεντρικά τρελαίνονται, απορρυθμίζονται και παίρνουν τα χούγια της αμυγδαλιάς;

Για το τι συμβαίνει γενικά στον πλανήτη, μία μόνο πτυχή του τεράστιου προβλήματος περιγράφτηκε στην «Κ» (31.3.2024), βάσει των στοιχείων της Αμερικανικής Ατμοσφαιρικής και Ωκεανογραφικής Υπηρεσίας: «Από τις 13.3.2023, η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας του νερού παγκοσμίως καταρρίπτει καθημερινά ρεκόρ. Στις 10.3.2024, η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας της θάλασσας παγκοσμίως ήταν 21,2 °C, στην υψηλότερη τιμή τουλάχιστον από το 1979 οπότε ξεκίνησαν οι δορυφορικές μετρήσεις. Το Παρατηρητήριο Copernicus σημειώνει ότι η μέση θερμοκρασία της επιφάνειας του νερού τον Φεβρουάριο αυξήθηκε στους 21,06 °C. Επίπεδο υψηλότερο από το προηγούμενο μηνιαίο ρεκόρ (20,98 °C), που σημειώθηκε τον Αύγουστο του 2023». Ο Φλεβάρης σαν Αύγουστος.
Παροιμίες

Στο λαμπρό –και δυστυχώς ανολοκλήρωτο– έργο του για τις παροιμίες του ελληνικού λαού, στο λήμμα «Αύγουστος», ο Ν. Γ. Πολίτης καταγράφει συν τοις άλλοις έναν κοινό λόγο απ’ το Ζαγόρι, μια από τις πολλές περιοχές του τόπου, νησιωτικές και ορεινές, που τις αλλοιώνει και τις εξαντλεί ο τουρισμός, άλλες ραγδαία και άλλες αργόρρυθμα, νομότυπα ή και με κραυγαλέες τις παρανομίες «ισχυρών προσώπων», προστατευόμενων από την ιδιοτελέστατη πολιτεία: «Απ’ Αυγούστου κάπα, κι από Μαρτιού πουκάμισο». Ερμηνεύει ο συγγραφέας: «Επειδή πρωίμως ενίοτε αρχίζει το ψύχος ήδη από του Αυγούστου και ο καύσων από του Μαρτίου […] πρέπει εγκαίρως να φροντίζη έκαστος περί μεταβολής της ενδυμασίας […] και να έχη ετοίμην την χειμερινήν κάπαν κατ’ Αύγουστον, και το υποκάμισον κατά Μάρτιον». Τον ίδιο περίπου χρόνο όριζαν και οι αρχαίοι «προς μεταβολήν της ενδυμασίας», συνεχίζει ο Πολίτης, και παραπέμπει στους «Ορνιθες» του Αριστοφάνη, για να συμπεράνει ότι «ο τασσόμενος [από τους αρχαίους] προς προμήθειαν του ελαφρού και λεπτού ληδίου [ρούχου] χρόνος συμπίπτει προς τον εν τη ημετέρα παροιμία, διότι η χελιδών έρχεται κατά τας αρχάς Μαρτίου». Μεταφράζω τα λόγια του δικαίως καυχώμενου φτερωτού Χορού:

«Πότε η σπορά; Οταν περνάει κρώζοντας προς τη Λιβύη ο γερανός, / που λέει στον θαλασσινό να δέσει το καράβι του, να ξαποστάσει, / και στον περιπλανώμενο Oρέστη να υφάνει πανωφόρι, / μην τουρτουρίζει κι άλλους ξεγυμνώνει. […] Kαι τα χελιδονάκια, πως πρέπει να πουλήσουνε / τα μάλλινα τούς ορμηνεύουν, και ρούχα ν’ αγοράσουν ελαφριά».

Αύριο, 22 Απριλίου, είναι η Ημέρα της Γης. Τέτοια μέρα, το 1970, 20 εκατομμύρια Αμερικανοί διαδήλωσαν υπέρ της προστασίας του περιβάλλοντος, με νωπή τη μαύρη μνήμη της μεγαλύτερης πετρελαιοκηλίδας που είχε ρυπάνει μέχρι τότε τις ΗΠΑ, στο κανάλι της Σάντα Μπάρμπαρα. Πάνω από μισόν αιώνα μετά, στην Ημέρα της Γης έχει προστεθεί η Παγκόσμια Ημέρα Περιβάλλοντος (κάθε 5η Ιουνίου), που πρωτογιορτάστηκε από τον ΟΗΕ το 1974, με σύνθημα «Μόνο μία Γη», καθώς και η Ωρα της Γης, που καθιερώθηκε από τη WWF το 2007.

Προκοπή όμως δεν βλέπουμε. Ιδιο λοιπόν και τώρα το σύνθημα, «Μόνο μία Γη» ή, αγγλιστί, «There is no Planet B». Μόνο που πλέον στους πειθήνια ραθυμούντες πολιτικούς, στους απομυζητικά «επενδύοντες» βιομηχάνους και στους γήινους εν γένει «απομένουν μόλις δύο χρόνια για να σώσουν τον πλανήτη». Ο Σάιμον Στιλ τα είπε αυτά, ο επικεφαλής του ΟΗΕ για το Κλίμα. Μα ποιος θ’ ακούσει τον ΟΗΕ για το κλίμα, όταν δεν τον ακούνε καν για τα πυρηνικά, καν για τον πολύμηνο εξαλειπτικό βομβαρδισμό αμάχων;

Κυριακή 21 Απριλίου 2024

Lucie Horsch Thomas Dunford Marin Marais Couplets des Folies (youtube, 22.9.2023)

 ...............................................................



Lucie Horsch Thomas Dunford Marin Marais Couplets des Folies

(youtube, 22.9.2023)

"Κάτσε να τις φας" γράφει ο Παύλος Μεθενίτης ("Εφημερίδα των Συντακτών" - "ΝΗΣΙΔΕΣ" 21.04.24)

...............................................................

 


Κάτσε να τις φας





γράφει ο Παύλος Μεθενίτης ("Εφημερίδα των Συντακτών" - "ΝΗΣΙΔΕΣ" 21.04.24)







«Τους ζητάω να με πάνε στο σπίτι μου. Γυρνάει και μου λέει η γυναίκα: “Θα κάνεις μήνυση;”. Της λέω: “όχι” και γυρνάει και μου απαντάει: “Κάτσε να τις φας”... Με αφήνει το περιπολικό εκεί και συνεχίζω να τρώω ξύλο στη μέση του δρόμου». Αυτά δήλωσε πρόσφατα στο Mega μια 28χρονη κοπέλα που είχε επανειλημμένα απευθυνθεί στην Αστυνομία για προστασία από τον βίαιο σύντροφό της.


Μέσα σ’ αυτήν την ιδιωματική έκφραση, σ’ αυτό το «κάτσε να τις φας» εμπεριέχεται όλη η αρρωστημένη νοοτροπία της πατριαρχίας, όπως διαπνέει οριζόντια την κοινωνία, βρίσκοντας την απόλυτη έκφρασή της στο στόμα ενός οργάνου της εννόμου τάξεως, που εξ ορισμού καλείται να προστατεύσει τον απειλούμενο πολίτη, το οποίο όργανο επιπλέον είναι και γυναίκα!

Δηλαδή, είναι να τραβάς τα μαλλιά σου: μια γυναίκα με στολή, που θα περίμενε κανείς πως θα διέθετε πέντε γραμμάρια παραπάνω ευαισθησία από τους άρρενες συναδέλφους της επειδή κι αυτή υφίσταται έμφυλες διακρίσεις, γράφει να μην πω πού την άθλια κατάσταση της ομόφυλής της και της συνιστά να βγάλει τον σκασμό και να υποταχθεί στη βία του άντρακλα δίπλα της, που, ως άντρας, θα πει κι έναν λόγο και θα δώσει και μια φάπα παραπάνω. Η αστυνομικός τής λέει να κάτσει και να φάει ήσυχα ήσυχα τις σφαλιάρες της, όπως τις έτρωγαν εδώ και τόσους αιώνες και τόσες χιλιετίες οι γυναίκες για να μη διασαλευτεί η τάξη της οικογένειας, άρα και της κοινωνίας, από τη βία που ασκούν οι άντρες επί των γυναικών.

Και γιατί το κάνουν; Επειδή μπορούν, επειδή πάντα έτσι ήταν, και αυτό είναι ένα γεγονός αυταπόδεικτο, που όλοι οι άντρες και όλες οι γυναίκες -δυστυχώς- που έχουν κάποια εξουσία στο πατριαρχικό σύστημα, φρόντιζαν και φροντίζουν να διδάξουν στις κακοποιημένες και κακοποιούμενες γυναίκες. Εκτός από τους άντρες, πόσες μανάδες, πόσες προϊσταμένες και διδασκάλισσες, πόσες μεγάλες αδελφές και φιλενάδες, πόσες θείες και γιαγιάδες δεν έδωσαν την ίδια επαίσχυντη συμβουλή στα κορίτσια ή τις νέες γυναίκες που πήγαιναν στο σχολείο, στη δουλειά, στο μπακάλικο ή στην εκκλησία με μαυρισμένο μάτι, κακοκρυμμένο από μαύρα γυαλιά; Πόσες φορές οι γείτονες δεν δυνάμωσαν το ραδιόφωνο ή την τηλεόραση ενοχλημένοι από τις τσιρίδες της γυναίκας του διπλανού σπιτιού, καθώς τις έτρωγε από τον άντρα της;...

Να κάτσει και να τις φάει... Το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας λέει πως το ρήμα «τρώω», στην υπ’ αριθ. 27 σημασία του (έχει συνολικά 45, από τα πιο μεγάλα λήμματα, με τρεις ολόκληρες σελίδες) έχει την έννοια «γίνομαι στόχος επιθετικής ενέργειας, φραστικής ή σωματικής. Παράδειγμα: (έφαγα) κράξιμο, βρίσιμο, κατσάδα, μπουνιά, κλοτσιά, σφαλιάρα κ.λπ. Η φράση «τρώω ξύλο» σημαίνει «με δέρνει κάποιος», ενώ η έκφραση «θα τις φας» ορίζεται ως απειλή (θα φας ξύλο), κι όταν λέμε «τρώω της χρονιάς μου» ή «το ξύλο της χρονιάς μου», εννοούμε πως «με δέρνουν αλύπητα»...


Η αρχική σημασία του αρχαίου ρήματος «τρώ(γ)ω» είναι «μασώ, ροκανίζω με τα δόντια» και προέρχεται από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ter, (τρίβω, τρυπώ). Πάντως οι εννοιολογικές πτυχές του «τρώω» με... φονικό περιεχόμενο είναι αναπάντεχα πολλές στην ελληνική γλώσσα: τρώω λάχανο λέμε π.χ., δηλαδή «φονεύω», ενώ το θύμα «το έφαγε το μαύρο χώμα» ή «το σκοτάδι».

Ισως σαν τιμωρία επειδή δεν κάθισε να τις φάει.

"Έτσι απλά" ποίημα της ποιήτριας Αμαλίας Τσακνιά (1932 - 1984) από το ποιητικό ανθολόγιο των εκδόσεων "Στιγμή"

...............................................................






            Αμαλία Τσακνιά (1932 - 1984)





"Ξεκινώντας την εβδομάδα σε έναν καινούργιο κόσμο" γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών" - "ΝΗΣΙΔΕΣ", 21.04.24)

 ..............................................................



Ξεκινώντας την εβδομάδα σε έναν καινούργιο κόσμο








γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης  ("Εφημερίδα των Συντακτών" - "ΝΗΣΙΔΕΣ",  21.04.24)



Εδώ ο κόσμος κρέμεται από μια κλωστή και συ με ρωτάς ποιος από τους δυο μας θα πάει τον σκύλο βόλτα (θα τον πάω εγώ). Εχεις παρατηρήσει πως όταν γίνεται κάποιο χτύπημα σε μια χώρα με ανθρώπους σκούρου χρώματος το μαθαίνουμε μάλλον κατά τύχη (αν διαβάζουμε εφημερίδες), ενώ αν γίνεται κάτι αντίστοιχο σε μια χώρα με ανθρώπους λευκού δέρματος όλα διακόπτονται, έκτακτα δελτία μάς ενημερώνουν, συναγερμοί ηχούν, ένας φόβος κοινοποιείται παγκοσμιοποιημένος; Η Ιστορία μας έχει δέρμα, η πραγματικότητα βέβαια έχει αχρωματοψία.


■ Εδώ ο κόσμος καίγεται και συ με ρωτάς ποιος θα πάρει τον μικρό από το σχολείο (μπορείς να τον πάρεις εσύ; Εγώ δεν προλαβαίνω). Εχεις παρατηρήσει πόσο συχνά ακούγεται από τους αναλυτές η φράση «τρίτος παγκόσμιος πόλεμος» και πως κάποιες φορές εκεί στο βάθος της φράσης σε κάποιες περιπτώσεις διακρίνεις κάτι σαν κρυφό ενθουσιασμό; Οχι χαρά ή κατάφαση, αλλά μάλλον μια φυσική αντίδραση. Σαν να είναι η Ιστορία που εισβάλλει στο σώμα τους και τους ενημερώνει πως επιστρέφει. Τόσοι πολλοί μιλούν για αυτόν τον επερχόμενο τρίτο αλλά κανείς δεν κάνει λόγο για τον άλλο πόλεμο, τον δεύτερο ψυχρό πόλεμο που βιώνουμε εδώ και καιρό. Την καθημερινή επαλήθευση ενός επιβεβλημένου φόβου που μας τραβάει νοητά μέχρι το τέλος. Ακόμα και αν οι απόψεις μας μας κρατούν σε απόσταση από κάθε πόλο.

■ Ναι πιστεύω πως είναι νωρίς να βγάλουμε τα χαλιά, ας περιμένουμε δύο βδομάδες ακόμα. Ξέρεις τι; Είναι Δευτέρα τώρα που γράφω το άρθρο αυτό και δεν έχω ιδέα τι θα γίνει μέχρι το Σάββατο που θα βγει η εφημερίδα. Μήπως να γράψω για κάτι άλλο; Για τη συναυλία του Nick Cave ας πούμε; Δεν ξέρω, δεν μου πάει το χέρι. Μπα, ας συνεχίσουμε.

Δύο πράγματα ξέρω: πρώτον, δεν είμαι αναλυτής των διεθνών εξελίξεων. Δεύτερον, αν πάω σούπερ μάρκετ θα πάω στο κοντινό. Και κάτι ακόμη: όταν βομβαρδίζεις το προξενείο μιας χώρας (όχι εσύ αγάπη μου, για το Ισραήλ μιλάω) και μάλιστα χωρίς καν μια πρόφαση, ένα κομμάτι του εδάφους μια χώρας δηλαδή, και μάλιστα ένα πολύ συγκεκριμένο κομμάτι στο οποίο τη δεδομένη στιγμή τυχαίνει να βρίσκονται σε αυτό κορυφαίοι αξιωματούχοι σημαίνει πως προσπαθείς να προκαλέσεις κάτι. Μια αντίδραση ας πούμε. Μια αντίδραση τέτοια που θα αλλάξει την ατζέντα. Από τη γενοκτονία που τόσο συστηματικά εκτελείς σε έναν φόβο που θα προσπαθήσεις να κάνεις κοινό μέσα από τη γενίκευσή του. Και όσο περισσότερο καταφέρεις να γενικεύσεις, τόσο πιο εύκολο θα είναι να συνεχίσεις τη γενοκτονία σου. Δεν θα μιλάμε για το Ιράν εναντίον του Ισραήλ, αλλά για το Ιράν εναντίον του δυτικού κόσμου, του μουσουλμανικού κόσμου εναντίον των δυτικών κοινωνιών, του πολιτισμού μας εναντίον του πολιτισμού τους. Ποιος είναι ο πολιτισμός μας; Ξέρεις, ελευθερία του λόγου κτλ. Εκτός αν θες να μιλήσεις υπέρ της Παλαιστίνης ας πούμε στη Γερμανία. Ναι. Είναι κάποιες φορές που για να υπερασπιστείς την ελευθερία του λόγου πρέπει να την καταργήσεις. Είναι μέρος του πολιτισμού μας. Διάβασε και λίγη Ιστορία.

Και ο κόσμος θα συνεχίσει. Τόσο ο δικός μας, όσο και ο κόσμος πέρα από εμάς. Με τις θλιβερές ηγεσίες μας και την υποκρισία τους, με το άδικο να κλέβει τις ζυγαριές και με την ακροδεξιά στο Ισραήλ και στην Ευρώπη να ρυθμίζει όλο και περισσότερο τις εξελίξεις. Με την αίσθηση αυτή που μας κατακλύζει κάποιες φορές πως είναι πολύ λίγα αυτά που μπορούμε να κάνουμε. Αλλά αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχουν σημασία. Θα συνεχίσουμε να ζούμε. Με τις καθημερινές υποχρεώσεις να μας αποσπούν. Χωρίς όμως να ξεχνούμε αυτά που μπορούμε να κάνουμε, αυτά τα λίγα έστω. Οπως να υπενθυμίζουμε πως αυτή τη στιγμή στη Γάζα συντελείται μια γενοκτονία και πως κανένας πολιτικός ή στρατιωτικός ελιγμός δεν πρόκειται να αποσπάσει την προσοχή μας από αυτή. Γιατί το βάρος του εγκλήματος, το βάρος της αδικίας βαραίνει της πλάτες μας ακόμα και στην πιο καθημερινή δραστηριότητα. Δεν είμαστε μικροί. Προς το παρόν είμαστε απλά μόνοι. Πολλοί μόνοι σε μικρή απόσταση ο ένας από τον άλλο. Μέχρι να συναντηθούμε.

Σάββατο 20 Απριλίου 2024

"Καντάτα" (1960) ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη (20.4.1922 - 30. 10.1988)

 .............................................................




Τάσος Λειβαδίτης (20.4.1922 - 30. 10.1988)


Καντάτα (1960)

Σχέδια που εγκαταλείπουμε, αποφάσεις που φοβηθήκαμε να πάρουμε
προσδοκίες των άλλων από μας που τις τροφοδοτήσαμε
κι ας ξέραμε τι επικίνδυνο ήταν.
Δικές μας απαιτήσεις απ' τους άλλους,
ενώ μαντεύαμε κι εκείνων τη μικρότητα, και τη δική μας
υστεροβουλία.
Άνθρωποι που συναντήσαμε μια νύχτα, μα που το βλέμμα τους
όρισε πια για πάντα τη ζωή μας.
Λόγια που τα προμελετήσαμε, μα που όταν ήρθε η ώρα
δώσαν τη θέση τους σε μια δειλή σιωπή - έρχονται όλα κάποτε,
μαζεμένα, μέσα σε μια στιγμή, εκεί που ανεβαίνεις ανύποπτος μια σκάλα ή απλώνεις το χέρι στο σκοτάδι ψάχνοντας για το φως,
μονάχος σ' ένα μισοσκότεινο δωμάτιο ή μέσα στο πλήθος και τα
φώτα –
πού να πας τότε; πού θα κρυφτείς; Τί την έκανες
την ανεπανάληπτη ζωή σου;




| Καντάτα (1960) | Ποιήματα, τ. 1 | εκδόσεις Μετρονόμος |

Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

"Η ντροπή των θυμάτων ή Κανόνες και διορθώσεις" Κείμενο: Old Boy για την ταινία "Τα μαθήματα της Μπλάγκα" του Στέφαν Κομαντάρεφ (https://elculture.gr, 18.4.2024)

............................................................ 




Η ντροπή των θυμάτων
















Κείμενο: 
Old Boy (https://elculture.gr, 18.4.2024)


H Mπλάγκα είναι εβδομήντα χρονών, συνταξιούχος φιλόλογος, ζει στην πόλη Σούμεν της Βουλγαρίας, ο άντρας της έχει μόλις πεθάνει. Το σώμα του έχει καεί, η Μπλάγκα έχει τις στάχτες του σε ένα βαζάκι στο σαλόνι, αλλά τώρα κάνει τις απαραίτητες ενέργειες για να εξασφαλίσει τάφο, τάφο που θα είναι κοινός και για τους δύο. Εκείνης για όταν έρθει η ώρα της, εκείνου τις στάχτες όμως θέλει οπωσδήποτε να τις έχει θάψει πριν περάσουν τα σαράντα του, γιατί μέχρι τα σαράντα η ψυχή κάνει βόλτες κάπου εδώ γύρω όπως πιστεύει.

Εκείνη πιστεύει, εκείνος δεν πίστευε ποτέ, ήταν άθεος, αν είχε κάποιον για Θεό ήταν ο Στάλιν, ζητά από τον εργολάβο να χαράξει στο μνήμα ένα κόκκινο αστέρι δίπλα απ’ το δικό του όνομα, στο δικό της όμως να βάλει κανονικά σταυρό. Ο εργολάβος της λέει ότι κόκκινο αστέρι και άλλα κομμουνιστικά σύμβολα απαγορεύεται από τον νόμο να βάλει, μπορεί όμως αν κινηθεί στα όρια του νόμου να βάλει ένα μαύρο αστέρι. Το οποίο όμως θα κοστίσει λίγο παραπάνω. Αλλά σε κάθε περίπτωση είναι ιδανική τοποθεσία για τάφο εδώ, φυσάει κι ένα ωραίο αεράκι, είναι τυχερή που τον βρήκε, της εξηγεί.

Για να μπορέσει να τον εξασφαλίσει τον τάφο, η Μπλάγκα έχει πουλήσει ένα μικρό εξοχικό και τώρα όλες της οι οικονομίες, οι οικονομίες μιας ζωής, προορίζονται για τον συγκεκριμένο σκοπό, για την τελευταία κατοικία. Ο γιος της έχει πάει στις ΗΠΑ να βρει την τύχη του κάνοντας τον οδηγό, μια νέα γυναίκα από τη Μέση Ανατολή, μεγαλωμένη στους πολέμους, έχει έρθει στη Βουλγαρία να βρει τη δική της. Η γυναίκα κάνει με την Μπλάγκα ιδιαίτερα, γιατί προσπαθεί να πάρει την υπηκοότητα, να γίνει Βουλγάρα, να μπορεί να ταξιδεύει στο εξωτερικό νόμιμα, να φέρει εδώ τη μαμά της. Κι εδώ πόλεμος της λέει η Μπλάγκα γίνεται, μην νομίζεις, απλά άλλου είδους. Ωστόσο η γυναίκα νομίζει και καλώς νομίζει, γιατί αυτό ακριβώς είναι το νόημα της διαφοράς μεταξύ μεταφοράς και κυριολεξίας, η μεταφορά είναι πάντα μεταφορά, στους κυριολεκτικούς πολέμους πέφτουν κυριολεκτικές βόμβες και κάθε φορά που πέφτουν κινδυνεύεις κυριολεκτικά να πεθάνεις.



Μιλώντας για σχήματα λόγου, λέξεις, γραμματικές και συντακτικά, η Μπλάγκα αρέσκεται να διορθώνει διαρκώς όχι μόνο τη μαθήτριά της αλλά τους πάντες, όταν κάνουν λάθη στη σωστή χρήση της βουλγαρικής γλώσσας. Είναι δεύτερη φύση της η συνεχής διόρθωση και όπως φαίνεται τα λάθη στην καθομιλουμένη είναι συχνά. Κι αυτό είναι ίσως κάτι που την ίδια στιγμή που της δημιουργεί ενόχληση (μα πώς γίνεται να μην ξέρουν να μιλάνε σωστά;), της δίνει και μια αίσθηση ανωτερότητας αν όχι κι εξουσίας (εγώ που ξέρω να μιλάω σωστά, εγώ που ξέρω τους κανόνες με τους οποίους συντάσσεται η γλώσσα μας, σας επαναφέρω στην τάξη).

Η Μπλάγκα έκανε πάντα στη ζωή της το σωστό, βασικά υπάκουε πάντα στους κανόνες, ήταν πάντα με τη μεριά του νόμου και των κανόνων: τους γνώριζε, τους υπάκουε, τους δίδασκε, περίμενε να συμμορφωθούν και οι υπόλοιποι σε αυτούς. Έχοντας σύζυγο αστυνομικό και ούσα εκείνη καθηγήτρια, πρέπει να κοιτούσε πάντα όλους αφ’ υψηλού, από το ύψος των νομοταγών νοικοκύρηδων πολιτών, από το ύψος των κανόνων.

Θα της συμβεί κάτι φουλ τραυματικό που θα τη συνταράξει και θα την αλλάξει, αλλά αξίζει να δούμε πρώτα τι είδους άνθρωπο άλλαξε. Τι είδους άνθρωπος ήταν πριν; Τι είδους άνθρωπος ήταν ως τότε; Γιατί ο γιος της της θυμώνει όχι μόνο για ένα δικό της μεγάλο λάθος, όχι μόνο για τις προτεραιοποιήσεις της (ήτοι, τον νεκρό πατέρα του που δεν θα του έκανε καμία διαφορά αν ήταν σε τεφροδόχο, έναντι του ίδιου και των εξόδων που έχει και της βοήθειας που θα μπορούσε να του δώσει με τις οικονομίες της), αλλά και για κάτι βαθύτερο; Ήταν πάντα -όπως της καταλογίζει- η «διανοούμενη»; Είναι δικό του το κόμπλεξ κατωτερότητας ή του το έχει μεταδώσει εκείνη, έχοντας εισπράξει διαχρονικά αποδοκιμασία, απογοήτευση και αποξένωση που δεν τα πήγε καλά στα γράμματα;

Κι όταν η Μπλάγκα πετυχαίνει στην πορεία έναν παλιό μαθητή της, στην ανάγκη του οποίου μάλιστα τώρα θα βρεθεί, δεν είναι μόνο ότι δεν τον θυμάται (ενώ δεν είναι δα και τόσα πολλά χρόνια που έχουν περάσει), δεν είναι μόνο ότι όπως της υπενθυμίζει ο ίδιος δεν τον θεωρούσε καλό μαθητή, είναι κι ότι του είχε πει πως δεν θα καταφέρει τίποτα στη ζωή του. Φράσεις που μένουν, φράσεις που ακόμα κι αν υποτεθεί ότι λέγονται σε ένα πνεύμα προειδοποίησης, παρακίνησης και νουθεσίας, φράσεις που ακόμα κι αν υποτεθεί ότι μπορεί όντως και να λειτούργησαν ως κινητήρια δύναμη διάψευσής τους, δεν παύουν να είναι αφόρητα σκληρές.


Κι όταν η Μπλάγκα πέφτει θύμα τηλεφωνικής απάτης, όταν, σύμφωνοι, την παγιδεύουν οι επιτήδειοι, αλλά, εξίσου σύμφωνοι, φέρεται και η ίδια βλακωδώς, προσπαθείς να καταλάβεις ποιο είναι το μεγαλύτερο κακό που τη βρήκε: ότι έχασε μεμιάς τις οικονομίες μιας ζωής ή ότι ταυτόχρονα νιώθει και τεράστια ντροπή, νιώθει ένοχη και η ίδια, δεν μπορεί να συγχωρήσει στον εαυτό της το πώς παγιδεύτηκε; Κι εδώ έχουμε ίσως ένα έξτρα έννομο αγαθό που πλήττεται στις περιπτώσεις της απάτης. Αν σε κλέψουν, αν σε ληστέψουν, την περιουσία σου την έχουν αφαιρέσει ενεργητικά άλλοι. Στην απάτη, παραπλανιέσαι, πείθεσαι και την ενέργεια την κάνεις ο ίδιος, με αποτέλεσμα ότι μετά δεν έχεις να υποστείς μόνο τις πρακτικές της συνέπειες, αλλά έχεις να τα βάλεις και με τον εαυτό σου που πιάστηκε θύμα.




Και δίπλα στην εντελώς εκτός νόμου απάτη, δίπλα στο ποινικό δίκαιο, έρχεται και ο νόμος, ο νόμος της αγοράς όπως της λέει και της ξαναλέει ο απατεωνίσκος, το ημιλαμόγιο, ο υπεύθυνος που της είχε υποσχεθεί τον τάφο. Τον τάφο θα τον πάρει όποιος του δώσει πιο γρήγορα τα λεφτά, της εξηγεί. Πολύ πρόσφατα είδαμε στο ρουμάνικο «Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου» ξανά έναν τάφο να γίνεται μήλο της έριδος, ο συνδυασμός καπιταλισμός σε πρώην κράτη του υπαρκτού σοσιαλισμού και Βαλκάνια δίνει μια χροιά φαρ ουέστ στο τελευταίο κομμάτι γης που μπορείς να έχεις. Κι αν προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί για την Μπλάγκα ο τάφος και το μνήμα είναι τόσο σημαντικά, είναι ίσως επειδή για εκείνην αποτελεί μια τελική καταξίωση, ένα ήμασταν, εδώ με τον άντρα μου, ζήσαμε εδώ και τα κάναμε όλα σωστά, δικαιούμαστε μνήματα, δικαιούμαστε μια θέση κάτω από τη γη που ζήσαμε, δικαιούμαστε να φαίνονται τα ονόματά μας, δικαιούμαστε κάτι περισσότερο απ΄ το να είμαστε στάχτες σε ένα κουτί.

Ο δρόμος της Μπλάγκα μετά την εις βάρος της απάτη θα είναι μη αναμενόμενος. Μολονότι η ταινία του Στέφαν Κομαντάρεφ μοιάζει να πατάει με σιγουριά πάνω στο σενάριό της, μολονότι πρόκειται για ένα κατά τα άλλα δουλεμένο σενάριο, μολονότι η εξέλιξη της ηρωίδας του είναι εκτός από μη αναμενόμενη και ιδιαίτερα γόνιμη, δημιουργώντας διάφορες και αντικρουόμενες σκέψεις και συναισθήματα στον θεατή, που παρακολουθεί αντιδράσεις που τον ξενίζουν, γνώμη μου είναι ότι ταυτόχρονα όλα αυτά μπορούν και γίνονται ακριβώς επειδή το σενάριο «κλέβει», δημιουργώντας μια αλυσίδα αν όχι μη αληθοφανών, πάντως όχι ιδιαίτερα πιθανών και τραβηγμένων από τα μαλλιά εξελίξεων.

Και αυτές οι ευκολίες αφαιρούν κάτι από τη στιβαρότητα των «Μαθημάτων της Μπλάγκα», χωρίς ωστόσο να θεωρώ ότι φτάνουν μέχρι το σημείο να καθιστούν λιγότερο αληθινή την ίδια την κεντρική ηρωίδα. Δεν θα μάθουμε ποτέ πώς θα συμπεριφερόταν αν δεν είχαν συμβεί όλες οι συγκεκριμένες τραβηγμένες εξελίξεις, πάντως έστω κι έτσι, έστω και με την καταλυτική βοήθειά τους, σχηματίζεται μπροστά στα μάτια του θεατή ένα ασυνήθιστο και ξεβολευτικό πορτρέτο, το οποίο υπηρετεί και αναδεικνύει με το παραπάνω η Έλι Σκόρτσεφα, σε μια ερμηνεία που εκπέμπει μεγάλη εσωτερική δύναμη, με το βλέμμα της και τη συνολική ανέκφραστη εκφραστικότητα του προσώπου της.

Στην κορυφή του Σούμεν είναι χτισμένο το μεγαλύτερο μνημείο των Βαλκανίων, ένα μνημείο για τα 1.300 χρόνια της Βουλγαρίας. Χτίστηκε το 1981 και στα δικά μου τουλάχιστον μάτια μοιάζει εκτός από το μεγαλύτερο και το ασχημότερο – και όχι μόνο των Βαλκανίων. Δίπλα σε ένα κτίριο αισθητικής ενός άλλου καθεστώτος που έφυγε, η Μπλάγκα που πρόλαβε να ζήσει τη μισή ζωή της στο ένα καθεστώς με τους δικούς του νόμους και την υπόλοιπη μισή στο άλλο με τους νόμους της αγοράς, ξέρει ότι τα 35 χρόνια του ενός ή του άλλου καθεστώτος είναι τίποτα μπροστά στα 1.300 χρόνια της Βουλγαρίας, που κι αυτή βέβαια ως κράτος-έθνος αριθμεί πάρα πολύ λιγότερα. Ξέρει ότι θα υπάρχει πάντα και σε κάθε καθεστώς η πλευρά των ανθρώπων που ζουν σύμφωνα με τους κανόνες κι εκείνη που ζει παρακάμπτοντας ή παραβιάζοντάς τους. Ξέρει πως όταν βλέπεις τους κανόνες να μην σου παρέχουν την ασφάλεια που σου παρείχαν ως τώρα, πρέπει να αποφασίσεις τι ήταν αυτό που σε είχε κερδίσει εξαρχής επάνω τους: το δίκαιο που αντιπροσώπευαν ή η δύναμη που μπορούσαν να επιβάλουν;




"ΑΥΤΟΓΚΟΛ" ποίημα από τον ποιητή και φίλο στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 19.4.2024)

 .............................................................



                     
Χάρης Μελιτάς


ΑΥΤΟΓΚΟΛ


Τι κι αν κερδίζω
μονίμως εκτός έδρας;
Μέσα μου χάνω...

Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

"Η μόδα της αφηγηματικότητας" - Κριτική θεάτρου από την Ματίνα Καλτάκη (https://www.iefimerida.gr, 10.4.2024)

............................................................... 



Η μόδα της αφηγηματικότητας














Κριτική θεάτρου από την Ματίνα Καλτάκη (https://www.iefimerida.gr, 10.4.2024)


Την Κυριακή των Βαϊων, τέλη του μηνός, κλείνει κατά το έθος η χειμερινή θεατρική σεζόν 2023-4. Mε αφορμή τις παραστάσεις «Ο άνδρας μου», «Rayman ούρλιαξε», «The life and death of Jessica Brown», «Καταποντισμός» και «Generation Lost» μπορεί να πει κανείς ότι ένα από τα χαρακτηριστικά της φετινής σεζόν ήταν η αφηγηματικότητα - παραστάσεις στις οποίες δεν υπάρχει δράση, ως δράση θεωρείται η ίδια η πράξη της αφήγησης, συνήθως σε άμεση απεύθυνση προς τους θεατές.


Στο φαινόμενο συμβάλλουν ο μεγάλος αριθμός μονολόγων (δηλαδή παραστάσεις που ανεβαίνουν εύκολα λόγω ελαχίστου κόστους) αλλά και η συγγραφική και σκηνοθετική τάση, ή και μόδα, που προτιμά τον μονόλογο από τον διάλογο, την αφηγηματική γραφή και τις διασκευές λογοτεχνικών έργων (που ερμηνεύονται αφηγηματικά επί σκηνής) από ένα «συμβατικό» θεατρικό έργο. Με ατυχή αποτελέσματα τις περισσότερες φορές.




Παρακολουθώντας την παράσταση της Μαρίας Μαγκανάρη «Ο άντρας μου», μεταφορά στην σκηνή επτά διηγημάτων από τα εν συνόλω έντεκα που περιλαμβάνει το ομότιτλο βιβλίο της Ρούμενα Μπουζάροφσκα (εκδ. Gutenberg, 2022), δεν μπόρεσα να μην προβληματιστώ για την επιλογή της. Η Μαρία Σκουλά, η Αμαλία Καβάλη και η ίδια η σκηνοθέτης έμαθαν απέξω τις ιστορίες και τις αφηγήθηκαν στο κοινό με ελάχιστα σκηνικά μέσα.

Ο εξομολογητικός χαρακτήρας των διηγημάτων ευνόησε τη ερμηνεία τους. Ωστόσο οι περισσότερες ιστορίες ανακαλούσαν ήθη της Ελλάδας του ’60, επουδενί του 2024. Επιπλέον το να επιλέγονται από σκηνοθέτες/ομάδες κείμενα που συνδέονται με την επικαιρότητα (το «γυναικείο ζήτημα» και την πατριαρχία, τα ΛΟΑΤΚΙ θέματα κ.ο.κ.) δίνει την εντύπωση της εύκολης λύσης. Μόνο ως εναλλακτική για θεατές που δεν διαβάζουν βιβλία δικαιολογώ την πρόταση της Μαρίας Μαγγανάρη, χωρίς κανένα άλλο σκηνικό ενδιαφέρον πλην των ερμηνειών της Μαρίας Σκουλά και της Αμαλίας Καβάλη.



Αφηγηματικότητα και αδιέξοδα της σύγχρονης σκηνικής τέχνης

Η καταφυγή σε λογοτεχνικά κείμενα και η μεταφορά τους στη σκηνή εντείνεται τα τελευταία χρόνια. Ως βασική αιτία του φαινομένου αναφέρεται η έλλειψη σημαντικών καινούργιων θεατρικών έργων (σε συνάρτηση με τον μεγάλο αριθμό παλιών και νεότερων σπουδαίων λογοτεχνικών έργων που προσφέρονται για σκηνική μεταφορά). Ένας δεύτερος λόγος είναι η, ερεθιστική για τους σκηνοθέτες, ελευθερία με την οποία μπορεί να αποδοθεί στην σκηνή ένα αφηγηματικό κείμενο. Αλλά πλέον το ζητούμενο των καλλιτεχνών του θεάτρου δεν είναι να ξαναγραφεί το λογοτεχνικό έργο με όρους δραματικούς. Η ίδια η «αφηγηματικότητα» είναι που προσελκύει το ενδιαφέρον τους. Αυτό, πρακτικά και σχηματικά, σημαίνει ότι δεν ενδιαφέρει ως βασικό χαρακτηριστικό της θεατρικής γραφής η διαλογική μορφή, ο λόγος ως διακριτός τρόπος έκφρασης καθενός από τους δραματικούς χαρακτήρες και μοχλός που προωθεί την πλοκή και την πράξη του δράματος σε μία χρονική διαδοχή.

Η τάση της αφηγηματικότητας στο θέατρο θα μπορούσε να συνδεθεί και με την ανάγκη επιστροφής στα βασικά της δραματικής τέχνης σε μια εποχή που έχουν δοκιμαστεί τα πάντα και η σκηνική τέχνη έχει φτάσει στα όρια του μη παραστάσιμου. Ως εξισορροπητική αντίδραση, το να εξετάσει ένας σκηνοθέτης πώς λειτουργεί η πρωτογενής απεύθυνση του ποιητή/ερμηνευτή προς ένα σύνολο ανθρώπων (παλαιότερη μορφή της οποίας είναι ο ραψωδός/αοιδός των επών) έχει σαφές ενδιαφέρον.


Επιπλέον η αφηγηματικότητα, συνδεδεμένη με την ενέργεια που προκύπτει από την «αμεσότητα» της επικοινωνίας σκηνής-πλατείας, προκαλεί ευχαρίστηση στο κοινό. Οι θεατές ως «συμπαίκτες» κολακεύονται και ανταποκρίνονται θετικά. Οπότε, το να πάρεις ένα καλό, γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, λογοτεχνικό έργο και να αναθέσεις την «δραματική» αφήγησή του σ’ έναν ή περισσότερους ηθοποιούς είναι μία εύκολη λύση.


Μία τάση, βέβαια, είναι περίπλοκο ζήτημα. Γιατί μπορεί να λειτουργήσει και αντίστροφα. Δηλαδή να προκαλέσει την συγγραφή θεατρικών έργων που είναι γραμμένα με όρους λογοτεχνικούς - αλλιώς, «αναγνωστικούς». Αυτό είναι, νομίζω, το στοιχείο που χαρακτηρίζει το καινούργιο έργο του Γιάννη Μαυριτσάκη «Rayman ούρλιαξε» (εκδ. Σοκόλη).

Παρακολουθώντας την πρώτη παράσταση του έργου στο θέατρο Σφενδόνη σε σκηνοθεσία Περικλή Μουστάκη, το πρώτο κείμενο που μου θύμισε είναι το μονολογικό διήγημα του Φραντς Κάφκα «Αναφορά σε μια Ακαδημία» (1917). Όσο προχωρούσε η κοπιώδης ερμηνεία του Χάρη Φραγκούλη στον ρόλο του Rayman, τόσο περισσότερο ο λόγος ανακαλούσε Μπερνάρ-Μαρί Κολτές (1948-1989), μυθιστορήματα του Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989) αλλά και του, βαθιά επηρεασμένου από τον Μπέρνχαρντ, πλέον νομπελίστα, Γιον Φόσσε (ειδικά το πεζό του «Το άλλο όνομα»/Επταλογία Ι-ΙΙ», εκδ. Gutenberg, 2022).


Το έργο είναι δομημένο σε εκτενείς μονολόγους με κεντρικό πρόσωπο τον φυσικό επιστήμονα Rayman που ετοιμάζει την ομιλία του κατά την παραλαβή της ανώτατης διάκρισης από την Ακαδημία Επιστημών. Nιώθοντας αποκομμένος από την ακαδημαϊκή κοινότητα και με χιλιάδες, ηθικές και υπαρξιακές, αμφιβολίες για την συμβολή του στην γνώση της αληθινής φύσης του κόσμου, ο Rayman σχεδόν παραληρεί.

Περίπου στη μέση του έργου, η μονολογική μορφή αλλάζει καθώς προστίθενται διάλογοι δύο ακόμη προσώπων, του Οδηγού και της Συνοδηγού (πρόσωπο που ταυτίζεται με τον Rayman). Στην πραγματικότητα δεν επικοινωνούν, ο καθένας τους μεταφέρει την αυτό-απομόνωσή του στην δική του εκδοχή για την τυχαία συνάντησή τους και την εξέλιξή της.

Με μια διαφορετική σκηνοθετική προσέγγιση, που να επέτρεπε στο κοινό να αντιμετωπίσει τις δύο παράλληλες πραγματικότητες (από την μία τον Rayman μόνο του, από την άλλη τα ωσεί διαλογικά μέρη Οδηγού-Συνοδηγού), το έργο θα είχε ενδιαφέρον. Ατυχώς ο Περικλής Μουστάκης καθοδήγησε τον Φραγκούλη σε μια κατακερματισμένη ερμηνεία του λόγου, που εμπόδιζε την πρόσληψη/κατανόηση της πυκνής σκέψης του κεντρικού προσώπου και δεν κατέστησε σαφή τη σχέση των δύο άλλων προσώπων (Κώστας Νικούλι και Φραγκίσκη Μουστάκη) ως «παράλληλη πραγματικότητα». Ο ρόλος της υψιφώνου Λητώς Μεσσήνη μένει ξεκρέμαστος. Αλλά το πλέον σημαντικό, τα νοήματα και η ομορφιά του λόγου του Μαυριτσάκη δεν μπορούν να φτάσουν ακόμα και στους πιο διαβασμένους και εκπαιδευμένους στα δύσκολα θεατές.

Το «Rayman ούρλιαξε» διατηρεί στο ακέραιο, βέβαια, την αναγνωστική του αξία, περιμένοντας την επόμενη σκηνοθετική προσέγγιση που θα αναδείξει την σκηνική δυναμική του.


Αφηγηματικότητα και λίστες, αυτοαναφορικότητα και ευκολίες

Ένας από τους ιδρυτικούς ρόλους του Εθνικού Θεάτρου είναι η ενθάρρυνση και η παρουσίαση της ελληνικής θεατρικής γραφής στην διαχρονία της. Η νυν διεύθυνση δεν έδειξε ενδιαφέρον για παλαιότερα σημαντικά ελληνικά έργα αλλά υποστήριξε την νέα θεατρική γραφή, αν κρίνουμε από τις παραστάσεις «The life and death of Jessica Brown» του Τζέο Πακίτσα και της Σοφίας Πριόβολου, «Καταποντισμός» του Βασίλη Βηλαρά στην Πειραματική Σκηνή και «Generation Lost» του Γρηγόρη Λιακόπουλου στην Νέα Σκηνή.



«The life and death of Jessica Brown»

Για το πρώτο, το «The life and death of Jessica Brown», το μόνο που μπορεί να σχολιάσει κάποιος ότι έργα τόσο χαμηλών κριτηρίων ως προς την ποιότητα του λόγου (ούτε μία ενδιαφέρουσα πρόταση!), χωρίς θέμα, χωρίς δραματουργικό ενδιαφέρον, θα έπρεπε να αποκλείονται από το ρεπερτόριο του Εθνικού.

Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το «Generation Lost», που υποτίθεται μιλάει για την γενιά των ανθρώπων που γεννήθηκαν την δεκαετία του 1980. Ο συγγραφέας του, Γρηγόρης Λιακόπουλος, κατέφυγε στην εύκολη λύση της λίστας. Μ’ άλλα λόγια οι ηθοποιοί «ερμηνεύουν» μία εκτενή «αφιέρωση» σε υπαρκτά και μη πρόσωπα, που ανήκουν στην γενιά των millennials, τα οποία κάτι έκαναν, κάνουν, σκέφτονται. Από το άθροισμα των δεκάδων ονομάτων και των εκούσιων ή ακούσιων επιλογών τους θα μπορούσαν να βγουν κάποια συμπεράσματα για τα χαρακτηριστικά των millennials. Ωστόσο το «δείγμα» είναι τόσο ετερόκλητο που δεν καταλήγει σε κάποιο συμπέρασμα, πολιτικό ή άλλο.

Ο Ουμπέρτο Έκο στο βιβλίο του «Η ομορφιά της λίστας» (εκδ. Καστανιώτη, 2010) γράφει ότι οι λίστες έχουν «αναφορική λειτουργία», ότι εντάσσονται «σ’ εκείνη την ιδιότητα της σκέψης που είναι η συσσώρευση» και ότι μπορεί να υπάρξει λίστα ακόμη και για ετερόκλητα πράγματα εφόσον ο αυτουργός της λίστας βρίσκει μία «κατηγορία» υποκειμενικής τάξης, ένα «θέμα» που να τα ενοποιεί.

Οι λίστες αποτελούν από μόνες τους μία φόρμα «γιατί προσδίδουν ενότητα σ’ ένα σύνολο αντικειμένων τα οποία όσο κι αν διαφέρουν μεταξύ τους, υπακούουν στην πίεση της κατηγορίας τους, δηλαδή συγγενεύουν επειδή υπάρχουν στον ίδιο χώρο ή επειδή αποτελούν τον σκοπό ενός συγκεκριμένου σχεδίου» σχολιάζει ο Έκο, διακρίνοντας τις λίστες σε πρακτικές και «ποιητικές».


Εννοείται πως ένα σκηνικό κείμενο που βασίζεται στη φόρμα της λίστας θα έπρεπε να εκπληρώνει τον προσδιορισμό της «ποιητικής» εκδοχής. Το «Generation Lost» ούτε ως λεκτική ούτε ως σκηνική αφήγηση παρουσιάζει κάποιο ενδιαφέρον. Το δε κλείσιμο της παράστασης με το επεισόδιο «Οικογένεια Μπρίτνεϊ Σπίαρς» αποτελεί μνημείο ανοησίας που ούτε τους millennials αγγίζει ούτε και καμία άλλη κατηγορία κοινού – η σημειολογία της ποπ σταρ, που έπεσε θύμα εκμετάλλευσης από την ίδια της την οικογένεια, ως «σύμβολο» μιας υποτίθεται χαμένης γενιάς Ελλήνων, είναι τουλάχιστον αστεία.

Σαφώς μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η «λίστα» των επιστολών που εστάλησαν από αναγνώστες του γκέι περιοδικού «Αμφί» (1978-1990) και επιλέγησαν από τον Βασίλη Βηλαρά ως σκηνικό κείμενο της παράστασης «Καταποντισμός». Κι αυτό γιατί μέσα από τα γράμματα των αναγνωστών αποτυπώνονται τα ήθη της εποχής και το δράμα των καταπιεσμένων - ενώ το «ειδικό» θέμα προσελκύει γκέι θεατές όποτε η επαφή περφόρμερ-θεατών είναι μάλλον εύκολη.

Ωστόσο οι πιο ψύχραιμοι θεατές μάλλον θα προβληματιστούν για το κατά πόσο είναι θεμιτό το γκέι ζήτημα να το οικειοποιούνται καταχρηστικά τρανς ή non-binary περφόρμερ (καθώς οι τρεις από τους τέσσερις ερμηνευτές εμφανίζονται ως drag-queens). O καταπιεσμένος επαρχιώτης ομοφυλόφιλος της δεκαετίας του ’80 επουδενί ταυτίζεται με τους τρανς σεξεργάτες ή τους καλλιτέχνες των drag-queen show. Επιπλέον έλειψε κάθε αναφορά στις θετικές εξελίξεις που έχουν συμβεί τα τελευταία τριάντα χρόνια, με κορυφαία τον νόμο που ψηφίστηκε πρόσφατα για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών.

Oπωσδήποτε τόσο ο «Καταποντισμός» όσο και το «Generation lost» δεν αντιμετώπισαν το βασικό πρόβλημα: τις λίστες ως δραματουργική φόρμα. Η επαναληπτικότητα και η καταναγκασμένη συμπερίληψη ετερογενών υλικών/θεμάτων, εξαντλεί το ενδιαφέρον του κοινού πολύ γρήγορα. Και τότε προκύπτει η μεγάλη απορία: αυτά είναι τα έργα που προτείνει στο κοινό το Εθνικό Θέατρο ως «σύγχρονη ελληνική δραματουργία»;