Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

"ΤΟ ΔΑΣΟΣ" ποίημα του Μιλτιάδη Μαλακάση (1869 - 1943)


..............................................................










Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869 - 1943)












 

ΤΟ ΔΑΣΟΣ


Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου ναν το περάσεις,
τώρα ναν το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ.


Μιαν αυγινή, το κούρσεψαν
ανίδρωτοι λοτόμοι,
κι εκεί είναι τώρα δρόμοι
διαβάτη αποσπερνέ.


Το τρίσβαθο αναστέναγμα
που άγγιζε την καρδιά σου,
κι έσπαε τα γόνατά σου
δε θαν το ακούσεις πλια,


το πήρανε στα διάπλατα
περίτρομα φτερά τους,
και τόκαμαν λαλιά τους
τα νύχτια τα πουλιά.


Και κάτι που βραχνόκραζε
με μιαν φωνή ανθρώπου,
στο ημέρωμα του τόπου
βουβάθηκε κι αυτό·


κι έπεσε το αιματόβρεχτο
τ’ ολόγυμνο μαχαίρι
πόβλεπες σ’ ένα χέρι
να σειέται αστραφτερό.


Το σιγαλό τραγούδισμα
που σ' έσερνε, διαβάτη,
σε μαγικό παλάτι,
δίχως ελπίδα αυγής,


το πήρανε - για κοίταξε -
στερνήν ανατριχίλα
τα πεθαμένα φύλλα
που απόμειναν στη γης.


Κι η άρπα με τον ήχο της
που σε γλυκομεθούσε
μα κρύφια σου χτυπούσε
θανάτου μουσική,


χάθηκε με την άγγιχτη
που την κρατούσε, κόρη,
στα πέλαγα, στα όρη,
να μην ξανακουστεί.


Το δάσος που λαχτάριζες
ώσπου να το περάσεις,
τώρα να το ξεχάσεις
διαβάτη αποσπερνέ,


γεννήκαν νεκροκρέβατα
τα άγρια δεντρά του τώρα
και θα το βρεις στη χώρα
διαβάτη αποσπερνέ.



Μιλτιάδης Μαλακάσης


Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

"Από φωτιά!" έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.07.2018)

..............................................................
 

Από φωτιά!


 
EUROKINISSI/ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΣ
 
 
έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης
("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.07.2018)
⌦ Δεν ήταν θάλασσα, ποτάμι, νερό· φωτιά ήταν: ό,τι πιο άγριο! Στο νερό συχνά μπορεί και να σωθείς, ώς την τελευταία στιγμή πιστεύεις πως μπορεί να σωθείς· απ’ τη φωτιά, όταν φτάσει μπροστά, το ξέρεις, δεν γλιτώνεις. Κι είναι ο αγριότερος θάνατος, έτσι όπως τον βλέπεις να ’ρχεται, και μάλιστα όπως μαχαίρι από χέρι αγαπημένο: από το δέντρο που ώς τώρα ήταν απόλαυση, χαρά ατόφια, ζωή. Ακόμα μεγαλύτερος λοιπόν ο τρόμος, η απόγνωση, κι ο θάνατος μαρτυρικός.
Δηλαδή έχει ο θάνατος, το απόλυτο τέλος, το απόλυτο κακό, διαβαθμίσεις κι αποχρώσεις; Ε ναι· δεν είναι ίδιος ο γαλήνιος θάνατος με τον βίαιο, πρώτα πρώτα. Aλλο να μπεις π.χ. στη θάλασσα και να μη βγεις (μακάριε Σάββα Χαρατσίδη! μακαρία Ρένα Χατζηδάκη!)· πολύ περισσότερο να κοιμηθείς και να μην ξανανοίξεις το πρωί τα μάτια σου· κι άλλο να καρφωθείς σε μια κολόνα, ή να δεις χέρι οπλισμένο καταπάνω σου· και πάλι άλλο να ’ναι ο θάνατος ακαριαίος και άλλο αργός και βασανιστικός· ή να σβήνεις αργά και βασανιστικά από αρρώστια –οπότε μπορεί να είναι και λυτρωτικός ο θάνατος, για σένα αλλά, από μιαν άποψη, και για τους δικούς σου: γιατί για τους δικούς, σ’ όλες τις άλλες περιπτώσεις, ο θάνατος αγαπημένου, ιδίως παιδιού, αυτός δεν έχει διαβαθμίσεις κι αποχρώσεις, είναι μονάχα συμφορά.
ΚΑΙ ΝΑ ΤΟΣ ΤΩΡΑ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, ο αγριότερος, που είπα, από φωτιά, αγριότερος και για τους νεκρούς και για τους δικούς τους –αλλά και για τους πλέον μακρινούς, όταν συμβαίνει σε δημόσια σφαίρα, σε δημόσια θέα, και σε μεγάλη κλίμακα εντέλει.
Ημέρα Δευτέρα ήθελα να γράψω, νωρίτερα κι απ’ το νωρίς που γράφεται ένα σαββατιάτικο κομμάτι, είχα ετοιμάσει ένα κοκτέιλ από διάφορα, κάποια ευτράπελα μάλιστα, πριν απ’ τις αυγουστιάτικες διακοπές, μα τι να γράψω, ώρες καταστροφής και θανάτου: από τη μέρα εκείνη ζούσα μπροστά στην τηλεόραση, με το μυαλό ανίκανο όχι να επεξεργαστεί αλλά να παρακολουθήσει απλώς τη ζοφερή αλληλουχία εικόνων και ειδήσεων. Απ’ τις οποίες μία μου σφηνώθηκε εξαρχής, και με στοιχειώνει εντέλει ώς τώρα, βράδυ Τετάρτης, που πρέπει ανυπερθέτως κάτι να γράψω: οι 26 που κάηκαν όρθιοι, ζωντανοί, σ’ ένα οικόπεδο, ελάχιστα μέτρα από τη θάλασσα, οικογένειες οικογένειες ή παρέες παρέες αγκαλιασμένες.
Η πρώτη εκδοχή που ακούστηκε ήταν πως θα ’φυγαν από γιορτή, έτσι πολλοί μαζί όπως ήταν, και τους πρόλαβε η φωτιά. Δεν ξανακούστηκε η εικασία αυτή. Είτε έτσι είτε αλλιώς, σε τίποτα δεν αλλάζει η τραγικότητα του βίαιου θανάτου 26 ανθρώπων, που απ’ τους καπνούς δεν θα βρήκαν το άνοιγμα στο συρματόπλεγμα γύρω απ’ το σπίτι (που προφανώς έκλεινε την πρόσβαση στη θάλασσα), για να περάσουν από κει σ’ ένα σχεδόν κρυφό μονοπατάκι που κατέβαινε στο νερό –κι άλλες, διάφορες λεπτομέρειες που μάθαμε, εκτός απ’ την ταυτότητα των αγκαλιασμένων νεκρών.
ΕΤΣΙ, ΚΟΙΤΑΖΩ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΩ άρον άρον το κομμάτι αυτό και να το διώξω αποπάνω μου, πριν μας προλάβουν κι άλλα νέα, καθώς ημέρα Τρίτη, χτες, είδα ξαφνικά να γεμίζει η οθόνη της τηλεόρασης από πρόσωπο αγαπημένο, παλιά φίλη –στους αγνοούμενους τώρα.
Δεν θέλω να κάνω άλλες σκέψεις, μόνο να σταθώ στους 26 μου, συμπλέγματα του Ροντέν τους φαντάστηκα απ’ την αρχή, μορφές του Τζιακομέττι, ή του δικού μας, του Γιώργου Λάππα, που δέθηκαν αξεδιάλυτα μες στο μυαλό μου μ’ ένα δημοτικό τραγούδι, αναίτια και άσχετα εκ πρώτης όψεως, που όμως λίγο λίγο δένει: ποτάμι εκεί, φωτιά εδώ· αλλά κι εδώ είχαμε νερό εντέλει, θάλασσα αγριεμένη όπου αρκετοί, φαίνεται, πνιγήκαν. Eπειτα, στο τραγούδι, αδέρφια ήταν τα πνιγμένα στο ποτάμι, εδώ δεν ξέρουμε σχέσεις οικογενειακές ή άλλες, και ούτε έχει, εννοείται, σημασία: «Τους είδαμε αγκαλιασμένους, έξι μαζί, πέντε, τρεις –μπορεί και να ’ταν άγνωστοι μεταξύ τους» συμπλήρωσε το σπαραχτικότερο ένας διασώστης.
Το τραγούδι είναι η «Ρούσα παπαδιά», όπου το ποτάμι ήταν θολό, θολό κατεβασμένο, αγριεμένο δηλαδή, κι έσερνε λιθάρια ριζιμιά, δέντρα ξεριζωμένα· κι έσερνε μαζί και μια γλυκομηλιά τα μήλα φορτωμένη· κι ανάμεσα στους κλώνους της, δυο αδέρφια αγκαλιασμένα: Γιά ιδέστε τα κακόμοιρα, γιά ιδέστε τα καημένα, αν δε φιλιώνταν ζωντανά, φιλιώντ’ απεθαμένα! καταλήγει το τραγούδι.
Κλείνω εδώ, και μακάρι να μην ξανάκουγα ειδήσεις. Ή ν’ άκουγα μονάχα ότι βρέθηκαν οι αγνοούμενοι· όλοι· ή οι περισσότεροι· έστω οι μισοί, ντρέπομαι που το λέω· κι αν λιγότεροι ακόμα, ελάχιστοι, τι να ντραπώ πια, κάνα δυο, μόνο μία: Χρύσα, Χρύσα Σπηλιώτη, γύρνα και ξαναδώσε μας –τα πάντα· αφού τα πάντα τα ’χες και τα σκορπούσες σ’ όλους, παντού, και δεν λέω τώρα για το ταλέντο, το υποκριτικό και το συγγραφικό, λέω για τη λάμψη, για το πιο λαμπερό πρόσωπο, τα πιο λαμπερά γαλάζια και πάντα γελαστά μάτια· μια λάμψη ολόκληρη, σκέτο φως, χρυσάφι!

Από το βιβλίο του Κώστα Βρεττάκου "Προστιθέμενη αξία" (εκδ. "ΠΟΛΙΣ", 2018)

.............................................................




Από το βιβλίο του Κώστα Βρεττάκου "Προστιθέμενη αξία" (εκδ. "ΠΟΛΙΣ", 2018)





Αντιγράφω από τις πρώτες σελίδες. "Αντί προοιμίου":

"... Ζώντας σήμερα σε περιοχή απόλυτα ερημική, χωρίς τεχνητούς θορύβους και βάρβαρα ακούσματα πολιτισμού, σιγά σιγά αποδέομαι τον ρυθμό της και τη λογική της, αποβάλλω την έννοια του πρέπει και υιοθετώ την ανάλαφρη διάθεση του παλιού παιδικού παιχνιδιού που επιτρέπει ατιμώρητα όλες τις εκδοχές: "Ό,τι λέω, να γίνεται".

"Ας υποθέσουμε λοιπόν! Τι άλλο μας έμεινε έξω από υποθέσεις σε τούτο τον κατάλογο των στενεμένων προθεσμιών", έγραφα κάποτε, καθισμένος σ' ένα παγκάκι της Piazza dei Re di Roma το 1962, ως περαστικός υπήκοος της Αιώνιας Πόλης. Ας υποθέσουμε πως κάποιος από μας, τους ηλικιωμένους τώρα, εννοώ, πολυτεχνίτης όπως εγώ για παράδειγμα, σύμφωνα με τους κανόνες της αγοράς, πιάνει τζακποτ μακρόχρονης επιβίωσης και αγγίζει το λεγόμενο προσδόκιμο, συμπληρώνοντας ογδόντα χρόνια ζωής.
   Σε μια έκρηξη ενθουσιασμού για το βιολογικό του κατόρθωμα, πιστεύοντας, όπωςω όλοι οι καθυστερημένοι μαραθωνοδρόμοι, πως οι θεατές είναι στημένοι στην κερκίδα για να τους χειροκροτήσουν, αποφασίζει περιφρονώντας τις συνήθεις πρακτικές του λαϊκού μας πολιτισμού, να αποφύγει τις περιττές συνάξεις με τις γνωστές αναπόφευκτες κοινοτοπίες που τις συνοδεύουν. Χωρίς "happy birthday to you", κι άλλες παρηγορητικές εκφράσεις, αποφασίζει να γιορτάσει το γεγονός αθόρυβα, με τρόπο κατά την άποψή του πρωτότυπο και ανορθόδοξο. Να προσφέρει, δηλαδή. στους λιγοστούς, παλαιούς κυρίως φίλους που του απομένουν, μια εκλογή από ξεχασμένους νεανικούς του στίχους, εξήντα χρόνια μετά την πρώτη δειλή και περιορισμένη δημοσιοποίησή τους.
   Θα γλιστράω αθόρυβα από το πρώτο στο τρίτο ενικό πρόσωπο των ρημάτων, και στο πρώτο πληθυντικό σπανιότερα, θέλοντας να διασώσω, έστω και ελάχιστα, τις λεπτές αποχρώσεις ευθύνης που κρύβει ο λόγος, όταν αναφέρομαι σε δικές μου συμπεριφορές ή διφορούμενες επιλογές. Διαλέγω την απόσταση ειλικρίνειας που μπορώ ή θέλω να διατηρήσω από τα γεγονότα.
   
   "Ανεξάρτητα από την αρτιότητα ή τη λογοτεχνική αξία των νεανικών σου ποιημάτων, ενδιαφέρον παρουσιάζει το σκεπτικό της απόφασής σου να τα ανασύρεις από την αφάνεια μετά από μισό αιώνα", μου δήλωσε ο φίλος μου. "Είναι πρωτοβουλία εκπρόθεσμη, για την οποία χρωστάς κάποιες εξηγήσεις. Τι σε σπρώχνει να το κάνεις; Η καθυστερημένη φιλοδοξία ή η περιέργεια; Ή και τα δυο μαζί; Τα ποιήματα αυτά νομίζω πως χρειάζεται να συνοδευτούν από έναν πρόλογο ή από ένα επίμετρο. Εκδοτικά, η ερμηνεία της εμμονής του ηλικιωμένου συγγραφέα είναι συχνά πιο χρήσιμη από την εκπρόθεσμη καταγραφή της. Αυτή είναι η προστιθέμενη αξία της χειρονομίας", συμπλήρωσε χαμογελώντας. " Ο άνθρωπος όταν δεν κατεβάζει χυμούς στραγγίζει τον εαυτό του".
   Η παρατήρησή του με στρίμωξε στα σκοινιά. Τη βρήκα τελικά σχεδόν απαξιωτική και παρέμεινα αμήχανος για λίγο. Του απάντησα, διστακτικά, πως δεν ήθελα να αποδείξω κάτι συγκεκριμένο με τη χειρονομία μου. Δεν διεκδικούσα όψιμα την ιδιότητα του επαγγελματία συγγραφέα - παρά το γεγονός ότι είχα πρόσφατα προσθέσει απρόσμενα, με σχετική επιτυχία, δύο αριθμούς ISBN στη λίστα των εκδόσεων - ούτε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκείνη του ποιητή. Απλώς ενδιαφερόμουν για την έκδοση μιας μικρής συλλογής ποιημάτων, εκτός εμπορίου, προκειμένου να γιορτάσω, όπως νόμιζα, με τους φίλους μου, την κατάκτηση του προσδόκιμου, σε έναν τόνο διαφορετικό από εκείνον τον περιπαικτικό, με τον οποίο με είχαν συνηθίσει. Να τους γνωρίσω τη σκοτεινή περίοδο της νεότητάς μου. Κάτι σαν το "φτου ξελευτερία" που λέγαμε παιδιά.
   Εκείνος διασκέδασε με την εμμονή μου, αλλά φάνηκε ανένδοτος στην άποψή του. "Δεν υπάρχουν εκτός εμπορίου αναγνώστες", μου είπε. "Ακόμη και οι ιεροί τόποι είναι δημόσια όρη".
   Πάντως, πήρε την πρωτοβουλία να ενθαρρύνει την  ιδέα μιας τέτοιας έκδοσης, και μάλιστα πρότεινε προσωρινό τίτλο, αφού τα ποιήματα για εκείνον ήταν αδιάβαστα κι αβάφτιστα. Τα ονόμασε αυθαίρετα "Διφορούμενα ερωτικά". Εγώ ήμουν εντελώς απροετοίμαστος για να δώσω κάποιον τίτλο στις αβέβαιες προθέσεις μου..." 

..................................................

"Οι αμύητοι στον προνάρθηκα"*

Η ποίηση δεν προσφέρεται
σε επιπόλαιες συγκινήσεις.
Σκέψεις καταγράφει, πικρές
κι αδιέξοδες συχνά.
Θνήσκοντα αισθήματα.
Αναλαμπές αισιοδοξίας
ή διαπιστώσεις ήττας, 
για ολίγους δυστυχώς μυημένους.
Για απέλπιδες συνήθως.
Σε ώρες ακατάλληλες,
μεσονυκτίου και βάλε. 


......................................................

Το γράμμα σου μια ξεχασμένη πέτρα,
στο βυθό της θάλασσας.
Είναι περίεργο πώς ανατρέπει
τους νόμους της φυσικής δημιουργώντας
διάφανους κυματισμούς
και πολύχρωμες φωνητικές ανταύγειες
μια πέτρα σκεπασμένη με άμμο.** 


Σημείωση: το ποίημα "Οι αμύητοι στον προνάρθηκα" είνσι αδημοσίευτο, ενώ το με τους δύο αστερίσκους δημοσιεύθηκε στην "Επιθεώρηση Τέχνης" το 1962, τ. 91
...........................................................



Σκόρπια χειρόγραφα, δίχως αρίθμηση
γράμματα αταχυδρόμητα
γεμάτα διαγραψές,
με αποδέκτες ξεχασμένους σήμερα
καταχωνιασμένα
μισόν αιώνα σε φακέλους πέτρινους,
άντεξαν σ' όλες τις μετακομίσεις,
γλίτωσαν από τις προγραφές της σκέψης.
Τις έρευνες, τα μπλόκα και την πυρά της μνήμης.
Δεν στάθηκαν ικανές να κλονίσουν καμιά πίστη,
να ανατρέψουν, έστω και προσωρινά, 
καμιάν ισορροπία.

(από τα "Ανάριθμα Β'", εκδ. Διογένης, Αθήνα, 1979)

Ξαναγυρίζω στα βιογραφικά μου στοιχεία κάθε φορά που αλλάζω κρυψώνα. Είναι συνήθειά μου να ανακατεύω συνεχώς το σακούλι με τα λίγα υπάρχοντά μου, Αλεξάνδρου Σούτσου και Δημοκρίτου γωνία. Ισόγειος χώρος χωρίς βιτρίνα στο δρόμο με τεράστιο χαμηλοτάβανο υπόγειο. Ακαθόριστης χρήσης. Ξενοίκιαστος από χρόνια. Μεγαλοεργολάβος ο ιδιοκτήτης. Δύσπιστος με τους υποψήφιους ενοικιαστές. Προτιμούσε πελάτες σίγουρους. Το ζαχαροπλαστείο "Desire'" αριστερά από την είσοδο της πολυκατοικίας. Αιγυπτιώτης Αλεξανδρινός ο  ιδρυτής, έγινε θεσμός στην περιοχή από το 1962. Μετράει γενιές. Δεξιά, δίφατσο πουκαμισάδικο γωνία με τη Δημοκρίτου. Από τα γνωστά της πρωτεύουσας. Μαγαζί για εκλεκτούς Αθηναίους που κάνουν τα πουκάμισα επί παραγγελία.
   Το τρίτο μαγαζί, πάνω στη Δημοκρίτου ατύχησε. Το πήρε κάποιος σκηνοθέτης να το κάνει θέατρο τσέπης. "Κυκλικό θέατρο" το ονόμασε ο Λεωνίδας Τριβιζάς και χώραγε δεν χώραγε στριμωγμένα 80 άτομα. Ο ζωγράφος Γιάννης Τσαρούχης προσφέρθηκε να κάνει τα σκηνικά. Εποχή που έβραζε τότε.
 Διάλεξε το επαναστατικό έργο του Ιρλανδού συγγραφέα Μπρένταν Μπίαν και ανέθεσε στον γνωστό ποιητή Βασίλη Ρώτα και τη συντροφό του Βούλα Δαμιανάκου να το μεταφράσουν μαζί με δεκαπέντε ιντερμέδια ποιήματα. Βρήκε τον τρόπο ο σκηνοθέτης να φτάσουν οι στίχοι στα χέρια του Μίκη Θεοδωράκη που βρισκόταν τότε στο Παρίσι, κι εκείνος ενθουσιάστηκε από την τρυφεράδα τους. Τα μελοποίησε αμέσως και βρήκε ένα νέο κορίτσι να τα τραγουδήσει. "Σκοτώσαν οι εχθροί μας το γελαστό παιδί", ένα απ' αυτά με τη βαθιά αισθαντική φωνή της Ντόρας Γιαννακοπούλου. Μετά από λίγο το τραγουδούσε όλη η Αθήνα.
   Κάνω το γύρο της ιστορίας βιαστικά. Ήμουν κι εγώ εκεί. Το "Κυκλικό θέατρο" δεν κράτησε πολύ. Έκλεισε  με διαταγή της πολεοδομίας γιατί δεν διέθετε έξοδο κινδύνου.
   Για αποθήκη το νοικιάσαμε σε τιμή ευκαιρίας. Όταν τα βρήκαμε με τον ιδιοκτήτη και αποκαταστάθηκε το κομμένο για λόγους οικονομίας ηλεκτρικό, φωτίσαμε το χώρο και βρήκαμε υπολείμματα σκηνικών. Η Αλεξάνδρου Σούτσου 14 έγινε πάλι μαγαζί χωρίς βιτρίνα. Χρήσιμο σε περίεργους κινηματοφραφιστές. Προσθέσαμε μια μπρούτζινη πινακίδα στην πόρτα: "Hallysos films".
   Κάναμε διαφημίσεις για τα σινεμά της περιφέρειας. Τις μεγάλες εμπορικές φίρμες με τις πολλές έγχρωμες κόπιες τις εκμεταλλεύονταν τα ισχυρά διαφημιστικά γραφεία. Εμείς φτάναμε μέχρι Νέο Κόσμο και Ηλιούπολη. Και όχι για πολύ. Η εταιρία, με σήμα κατατεθέν την αλυσίδα, δεν επιβεβαίωσε την έμπνευση των ιδρυτών της. Σύντομα διαλύθηκε. Οι συνέταιροι σκόρπισαν. Προλάβαμε να παραχωρήσουμε στα μουλωχτά την εγκατάσταση σε άλλους φίλους διαφημιστές που ανέλαβαν τα έξοδα συντήρησης. Παρατήσαμε όλο τον εξοπλισμό με αντάλλαγμα ένα μικρό σκοτεινό γραφείο.
   Εκεί επί ένα χρόνο θα περνούσα τους μήνες της αργίας που ακολούθησε, αναζητώντας το προσεχές βιοποριστικό μου επάγγελμα...

...................................................................................


Η προσωρινότητα αποτέλεσε πάντοτε την κύρια εσωτερική μου επιλογή. Γι' αυτό φρόντιζα να ακυρώνω σιωπηρά όλες τις επιτυχίες που είχα κατά καιρούς. Πάντοτε ευκαιριακές, ετερόκλητες, ανεπάντεχες, και κυρίως καθυστερημένες. Δεν αποτέλεσαν ποτέ τίτλους αρχής, αλλά κρεσέντο μουσικής για φινάλε εξόδου. Πάντοτε περαστικός. Μου αρέσει η έκφραση και δεν διστάζω να την επαναλαμβάνω.

Ζω μέσα στο όνειρο ενός τρελού,
στο περιθώριο ενός εφιάλτη
που με βρίσκει πάντα στο ίδιο σημείο,
δίχως ποτέ να μου φανερώνει την αρχή ή
να μου προδικάζει το τέλος του

Κ. Βρεττάκος, ό.π.
.......................................................................

"ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ" ποίημα της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου (facebook, 28/7/2018)


..............................................................


 ΉΤΑΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ
 


ποίημα της Ευτυχίας- Αλεξάνδρας Λουκίδου
 

Φωτογραφία της Ευτυχία Αλεξάνδρα Λουκίδου.



ΗΤΑΝ ΕΝΑ ΜΙΚΡΟ ΚΑΡΑΒΙ

Πέρα από κάθε υπολογισμό και φαντασία
κατώτεροι των περιστάσεων φανήκατε.
Κι ας είχατε στα χέρια σας
ραβδάκι δυόσμου, τεχνητές αναπνοές
και κάνα δυο ζαχαρωτά.

Πλησιάσατε σαν λυτρωτές
κι αφού κερδίσατε
τη δύσπιστη καρδιά μας
αποσυρθήκατε σε μια γωνιά
και ρίξατε σφυρίζοντας τον κλήρο

«…να δούμε
ποιος, ποιος, ποιος θα φαγωθεί
να δούμε
ποιος, ποιος, ποιος θα τα φυλάει…»

Ποιος;
Μα, φυσικά, εγώ
κι όχι μόνο τα νώτα μου
αλλά τα ρούχα, τα γραφτά
τα μυστικά μου
και ό,τι άλλο θα μπορεί να φυλαχτεί.

Άσε που από ’δω κι εμπρός
θα ανοίγω - ακόμη και στο τρένο - τα παράθυρα
και τότε
όλες οι ανατριχιαστικές λεπτομέρειες
θα γίνονται αμέσως παρελθόν
θα μεγαλώνουν μονομιάς οι νύχτες που έσφαλα
και το ξημέρωμα θα ναυαγεί
σαν πυροβολισμός που ματαιώθηκε

ενώ εγώ
θα ανεβαίνω ατάραχη
μια σκάλα από αναβολές
προτιμώντας για τρόπαιο
μια λέξη άγνωστη τελείως σ’ εσάς
από έναν κήπο με νάνους
και βαρετά θαύματα.

ΕΥΤΥΧΙΑ - ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΛΟΥΚΙΔΟΥ
Το Επιδόρπιο, Κέδρος 2012

Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

«Μπαμπά, πιάσαμε φωτιά!» - Η ιστορία πίσω απ' τη συγκλονιστική φωτογραφία που τράβηξε ένας 14χρονος στο Μάτι NEWSROOM (www.lifo.gr 9 ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ (14.00, 28/8/2018)


...............................................................




«Μπαμπά, πιάσαμε φωτιά!» - Η ιστορία πίσω απ' τη συγκλονιστική φωτογραφία που τράβηξε ένας 14χρονος στο Μάτι



«Μπαμπά, πιάσαμε φωτιά!» - Η ιστορία πίσω απ' τη συγκλονιστική φωτογραφία που τράβηξε ένας 14χρονος στο Μάτι NEWSROOM 9 ΩΡΕΣ ΠΡΙΝ Πηγή: www.lifo.gr




Η συγκλονιστική φωτογραφία από το Μάτι την ώρα της πυρκαγιάς, που έχει κάνει τον γύρο του κόσμου μέσα από τα social media, έχει πίσω της μια ακόμα πιο συγκλονιστική ιστορία.


 

Μια ιστορία θάρρους και γρήγορων αντανακλαστικών ενός 14χρονου αγοριού, του μικρού Βασίλη που έσωσε την οικογένεια του και βοήθησε να σωθούν κι άλλοι.

Μακάρι να είχε και η Πολιτεία τα ίδια γρήγορα αντανακλαστικά. Όντας στενή οικογενειακή τους φίλη και νονά της αδελφής του, σας αφηγούμαι την ιστορία όπως την άκουσα, με την ελπίδα ότι θα την ακούσουν και τα αυτιά των αρμοδίων.

«Έπαιζα στο σπίτι των γειτόνων μου και παιδικών μου φίλων όταν είδαμε μακριά στο βουνό (στο Νέο Βουτσά) τον καπνό. Καταλάβαμε πως είχε αρπάξει κάπου φωτιά κι εγώ είπα: 'Δεν θα καταφέρει να μας φτάσει'. Πόσο λάθος έκανα. Σε λιγότερο από 10 λεπτά μας είχε φτάσει.

Έγινε μπλακ-ουτ και μαζί κόπηκε και το νερό. Η γιαγιά των γειτόνων μας ζήτησε να πάμε κοντά της να είμαστε όλοι μαζί. Πήρα τηλέφωνο τον πατέρα μου (στη δουλειά του) αλλά δεν είχε σήμα.

Αμέσως μετά, με κάλεσε πίσω και του είπα: 'Μπαμπά, έχει φωτιά'. Εκείνος μου απάντησε: 'Δεν φαντάζομαι να μου κάνεις πλάκα;' 'Όχι μπαμπά' πρόλαβα μόνο να πω' και πάλι έπεσε το σήμα.

Έτρεξα σπίτι παρακινώντας τους γείτονες να πάμε όλοι στη θάλασσα.

Το δικό μας εξοχικό είναι πάνω στο παραλιακό μονοπάτι.

Μπήκα στο σπίτι, έκλεισα τα παράθυρα και τις πόρτες (ευτυχώς γιατί έτσι τη γλύτωσε το παπαγαλάκι μας ο Λάκι από τους καπνούς) και τότε άκουσα έναν γείτονα να ουρλιάζει 'φωτιά'. Τότε ανατρίχιασα. Ήταν η στιγμή που φοβήθηκα.

Είδα από το παράθυρο τα αγριόχορτα δίπλα στο πορτάκι του κήπου να αρπάζουν φωτιά και κατάλαβα πως έπρεπε να τρέξουμε για τη θάλασσα. Ήταν ή τότε ή ποτέ. Άρπαξα από το χέρι την αδελφή μου την Κάτια και τη γιαγιά μου τη Δήμητρα, που είχαν παγώσει από το φόβο τους και τρέξαμε μαζί στον κήπο.

Κατεβήκαμε την πέτρινη σκάλα, όπως ήμασταν. Τελευταία στιγμή πήρα μαζί μου την τσάντα που είχαμε μέσα κομπιούτερ, κινητά τηλέφωνα, τάμπλετ.

Κάτω στη στενή παραλία μας έπνιγαν οι καπνοί. Δεν μπορούσε ο ένας να δει τον άλλο.

Με πήραν οι φίλοι μου που είχαν βάλει τα καναρίνια τους μέσα σε πορτοφόλια και τα είχαν μαζί τους στη θάλασσα. Κάθονταν δίπλα μου, αλλά δεν τους έβλεπα.

Ξαφνικά το πεύκο που υπήρχε στο φρύδι του βράχου πήρε φωτιά. Τα κλαδιά του ήταν πάνω από τα κεφάλια μας. Κατάλαβα ότι αν δεν το σβήναμε, κι έπεφτε στο νερό θα μας προκαλούσε ασφυξία ο καπνός.

Πήραμε την πρωτοβουλία, με τους φίλους μου και σβήσαμε τις φλόγες. Με ό,τι είχαμε. Σακούλες, μπλούζες. Από τις 7.00 μμ μέχρι τις 10.30 μμ. ήμασταν μέσα στη θάλασσα, πάνω στα βραχάκια, 60 άνθρωποι σε μια παραλία που δεν χωρά ούτε δέκα.

Ήρθε μια ψαρόβαρκα με άνδρες του λιμενικού. Μας είπαν 'πέστε στη θάλασσα να κολυμπήσετε' αλλά δεν μπορούσαν όλοι. Είχαμε ηλικιωμένους, έγκυες.

Ευτυχώς είχαν ένα κανό κι έπαιρναν τον κόσμο από τα βράχια. Βοήθησα κι εγώ τους ηλικιωμένους και τις εγκύους να μπουν μέσα και βούτηξα.

Ήμουν ο μόνος που πήγα στην ψαρόβαρκα κολυμπώντας.

Μας έβγαλαν στο λιμάνι της Ραφήνας. Ήταν εκεί ο πατέρας μου και πέσαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου. Τότε για πρώτη φορά, μίλησε η γιαγιά. Κοίταξε τον μπαμπά (τον γιο της) και του είπε: 'Ο αέρας ήταν δαιμονικός'. Έπειτα μας έσφιξε στην αγκαλιά της, δυνατά για να διώξει τους δαίμονες».

Από την Αλεξία Σβόλου για το LiFO.gr Πηγή: www.lifo.gr