Τρίτη 30 Απριλίου 2019

"Τριάντα χρόνια πριν, τριάντα χρόνια μετά" Του ΑΚΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗ ("Εφημερίδα των Συντακτών" - Ανοιχτό βιβλίο, 26.4.2019)

.............................................................






Άκης Παπαντώνης
(γ.1978)







 

"Τριάντα χρόνια πριν, τριάντα χρόνια μετά"

Του ΑΚΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗ

("Εφημερίδα των Συντακτών" - Ανοιχτό βιβλίο, 26.4.2019)


«Πόσα χρόνια είχες να έρθεις;» ρώτησε η γυναίκα με το χέρι αντήλιο.

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα, λες και μετρούσε από μέσα του ένα ένα τα χρόνια: «Τριάντα χρόνια. Ακριβώς τριάντα».

Πρόφερε τον αριθμό χαμογελαστός, μα η φωνή του είχε το βάρος πολύχρονης λύπης.

«Το σπίτι ήταν κάπου εκεί, μετά τη γωνία», συνέχισε, βοήθησε το ένα πόδι του να διπλώσει επάνω στο άλλο και ίσιωσε τα μαύρα γυαλιά του.

Η γυναίκα κοιτούσε μια εκείνον, μια τον ορίζοντα. Μιλούσαν αγγλικά, οι προφορές τους όμως μαρτυρούσαν πως δεν ήταν κανενός η μητρική γλώσσα· δεν ήταν η γλώσσα στην οποία σκέφτονται ή στην οποία παραμιλούν στον ύπνο τους. Ο ήλιος ήταν ψηλά, δυνατός – τέλη Απρίλη και το πάρκο γεμάτο γονείς με κοντομάνικα και μικρά παιδιά πασαλειμμένα αντηλιακό.

«Χαίρομαι πολύ που είσαι εδώ», είπε η γυναίκα χωρίς να τραβήξει στιγμή το βλέμμα της από τον ορίζοντα.

Ο άντρας γέλασε, κοιτώντας κι εκείνος ευθεία μπροστά: «Μου έλειψε. Και η πόλη και εμείς. Τίποτα δεν άλλαξε».

Η γυναίκα τού έπιασε στιγμιαία το χέρι.

Ο άντρας συνέχισε: «Τότε έφερνα συχνά τους μικρούς εδώ. Ή ίσως στο άλλο πάρκο, το μικρότερο… δεν θυμάμαι».

«Δεν πειράζει», είπε η γυναίκα, μα εκείνος συνέχισε: «Και είχα και τότε αυτή την αίσθηση πως εδώ κάτι σε καλεί να είσαι πού και πού ράθυμος».

Η γυναίκα συγκατένευσε κι ανακάθισε στο παγκάκι με δυσκολία.

«Ποτέ μου όμως δεν το θεώρησα δεδομένο αυτό. Αυτό το δικαίωμα στη ραθυμία· το να κάθεσαι στον ήλιο και απλώς να κοιτάζεις τον ορίζοντα και τα μικρά να παίζουν στα πόδια σου», είπε ο άντρας.

«Κοίτα αυτόν τον πατέρα», είπε η γυναίκα λες κι ήθελε να αλλάξει γρήγορα κουβέντα, «πόσο βίαια σπρώχνει την κούνια».

«Κι εγώ έτσι δεν έκανα; Ετσι έκανα, να λέμε αλήθεια», είπε χαμογελαστά ο άντρας.

«Είναι επικίνδυνο, θα έπρεπε να του κάνω παρατήρηση. Κοίτα πώς τραντάζεται ο λαιμός της μικρής», επέμεινε η γυναίκα και η φόρμα της στραφτάλιζε στο έντονο φως.

«Οι άντρες –γονιδιακά, θα έλεγε κανείς, ε;– έλκονται από τον κίνδυνο», είπε ο άντρας χαμογελώντας ακόμα.

«Είναι επικίνδυνο. Ολα έχουν τον χρόνο και τον χώρο τους», απάντησε η γυναίκα με ύφος που διαρκώς σκοτείνιαζε.

«Ολα έχουν τον χρόνο και τον χώρο τους, Ντίνα», είπε εκείνος πιο σοβαρά τώρα και αναζήτησε το χέρι της.

Την άγγιξε και το ύφος της γλύκανε, μα εκείνη απέσυρε το χέρι της προσεκτικά, λες κι ήταν γυάλινο και κινδύνευε με το παραμικρό να γίνει θρύψαλα.

«Δες, τώρα σπρώχνει την κούνια η μητέρα. Ας κάνουμε το πείραμα», την προέτρεψε ο άντρας.

Γύρισαν λίγο κι οι δυο τους προς τη μεριά που ήταν οι κούνιες, και στα σώματά τους, κάτω από τις φαρδιές φόρμες, διαγραφόταν σαφώς το πώς τα είχε οργώσει ο χρόνος που μεσολάβησε από την τελευταία τους συνάντηση.

«Σπρώχνει, αλλά κοιτάζει μόνο το τηλέφωνό της», επισήμανε ο άντρας, μα η γυναίκα δεν αποκρίθηκε.

Εμειναν εκεί σιωπηλοί για ώρα: εκείνος πίσω από τα σκούρα γυαλιά του και με το δεξί χέρι μόνιμα χαμηλά στην πλάτη της· εκείνη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα μάτια μισόκλειστα, έτσι που να μην μπορεί να πει κανείς αν ονειρευόταν ή αν την ενοχλούσε το φως. Μπροστά τους παρήλαυναν παιδιά με μεγάλα παιχνίδια στα χέρια, γονείς που έσερναν μικρά ποδήλατα ή πατίνια, σκυλιά με τη γλώσσα να κρέμεται έξω από το στόμα.

«Θα άλλαζες κάτι σε αυτά τα τριάντα χρόνια;» ρώτησε τελικά η γυναίκα γυρνώντας με κόπο προς το μέρος του.

Εκείνος ανασηκώθηκε και αναστέναξε θεατρικά: «Εκανα πολλά λάθη, όχι μόνο αυτά τα τριάντα χρόνια, Ντίνα. Εχω όμως υπάρξει τυχερός, δεν νομίζεις κι εσύ; Τυχερός γιατί τα όποια λάθη τα έκανα με όλη μου την καρδιά».

Στο πρόσωπο της γυναίκας στριμώχτηκαν εκείνη τη στιγμή οι εκφράσεις της έκπληξης, της χαράς, της αβεβαιότητας για το αν θα έπρεπε να φωνάξει από ευτυχία ή από εκνευρισμό.

«Και συχνά με κακή κρίση», πρόσθεσε τελικά, κι ο άντρας ξέσπασε σε τέτοια γέλια που τον έπιασε βήχας.

Η γυναίκα τον χτύπησε στην πλάτη με την ανησυχία νεαρής μητέρας κι εκείνος της έκανε νόημα πως είναι όλα ΟΚ.

«Φυσικά με κακή κρίση, Ντίνα», της είπε με το πλατύτερο χαμόγελό του και πλησίασε λες κι ήθελε να τη φιλήσει.

«Ξέρεις τι έχει επηρεάσει την κρίση σου τώρα, Καρλ;» ρώτησε αυστηρά η γυναίκα. «Η ιδέα του ψητού αρνιού που μας περιμένει στο σπίτι».

«Κι εκείνων των πολύχρωμων αβγών που έβαφες το Πάσχα», συμπλήρωσε ο άντρας. «Θα κάνουμε αυτό που τα τσουγκρίζουμε;» τη ρώτησε αρπάζοντάς της το χέρι.

Κι εκείνη, χωρίς να αντισταθεί, απάντησε: «Τριάντα χρόνια πέρασαν, Καρλ, θα κάνουμε όσα επιτρέπει η κακή κρίση και των δυο μας. Πάμε». Και καθώς ο άντρας τη βοηθούσε να σηκωθεί, εκείνη έκανε βιαστικά τον σταυρό της.

Τελευταίο βιβλίο του Α. Παπαντώνη είναι το μυθιστόρημα «Ρηχό νερό, σκιές» (Κίχλη, 2019)


Η Ανάσταση της Χριστίνας Του ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗ ("Εφημερίδα των Συντακτών-"Ανοιχτό βιβλίο", 26.4.2019)

..............................................................

 





Βασίλης Γκουρογιάννης
(γ.1951)






"Η Ανάσταση της Χριστίνας"

Του ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗ
("Εφημερίδα των Συντακτών-"Ανοιχτό βιβλίο",  26.4.2019)

Ηταν ο τρίτος χρόνος διαμονής στον οίκο ευγηρίας «Ο Σωτήρ», αλλά θα ήταν η πρώτη φορά που θα περνούσε την ημέρα του Πάσχα εκεί μέσα, παρέα με τους βαριά κατάκοιτους και όσους δεν έχουν κανέναν στον κόσμο να τους πάρει έστω αυτή τη μέρα της μεγάλης γιορτής στο σπίτι και να τους επιστρέψει τη δεύτερη ή τρίτη μέρα του Πάσχα.

Από πολλές και διάφορες αιτίες αρκετοί ηλικιωμένοι περνούσαν αυτή την ημέρα εκεί μέσα κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, χωρίς να τον βλέπουν· ή, μάλλον, κάτι πολύ βαρύτερο (αλλά ψυχολογικά συγχωρητέο) χωρίς να θέλουν να βλέπουν ο ένας τον άλλον γιατί ήταν σα να κοιτιόνταν οι ίδιοι σε καθρέφτη και έβλεπαν τον εαυτό τους.

Ηταν χρόνια χήρος και την απουσία της γυναίκας του την είχε καταπιεί στο υποσυνείδητό του, σαν να είχε πάει αυτή ένα μεγάλο ταξίδι στην Αυστραλία με καράβι εκείνου του παλιού καιρού να δει την άλλη κόρη και ξέμεινε εκεί λόγω θαλασσινής ναυτίας ή και να μην ήθελε να γυρίσει για να μην έχει τη γρίνια του, όπως του έλεγε όταν ήταν εν ζωή. Κάποτε όμως θα γυρίσει, θα καταλάβει ότι η γρίνια είναι πολύ καλύτερη από τη μοναξιά. Αυτός όμως πίστευε για τον εαυτό του ότι δεν ήταν γρινιάρης, ήταν ένας διαβασμένος άνθρωπος, κάπως τελειομανής, δεν άντεχε τα λάθη στα προφανή ζητήματα· και αυτό πάντα δημιουργεί τριβές με τους γύρω.

Αλλά και εκεί μέσα, στον Οίκο, δεν τον θεωρούσαν καθόλου εύκολο γέρο. Μάλιστα όταν η κόρη του τού το ξέκοψε ότι φέτος λόγω ανωτέρας βίας πρέπει να κάνει υπομονή μια-δυο μέρες, όπως και οι άλλοι, τότε η ιδιοτροπία του έφτασε στο κατακόρυφο, έγινε άρνηση κακότροπου παιδιού που δεν καλοπιάνεται ούτε με γλυκόλογα ούτε με παιχνίδια αν του χαλάσουν το χατήρι. Αυτόν μόνο η Βαλεντίνα μπορεί κάπως να τον κάνει κουμάντο, να τον ξυρίσει, να τον πλύνει, να τον ντύσει και να τον βγάλει μαζί με όλους τους άλλους στη μεγάλη σάλα όπου θα έρχονταν το μεσημέρι της Λαμπρής το Φιλανθρωπικό Σωματείο Γυναικών «Η Ελπίς».

Ομως, ούτε το υπερόπλο Βαλεντίνα από την Αυλώνα μπόρεσε να κάνει κάτι, παρότι τον κολάκευε ότι θα έρθουν και τα κορίτσια από δίπλα (εννοούσε τις γριές από τους διπλανούς θαλάμους) και θα τους κάψει την καρδιά έτσι που θα τον φτιάξει όμορφον και θα τον στολίσει! Ο γέρος δήλωσε ασθένεια, επικαλέστηκε πόνο μέσης και έτσι κανείς δεν μπορούσε να τον κουνήσει με το ζόρι.

Τέλος πάντων, ήρθε και η Ανάσταση, όπως έρχεται σε τέτοιους χώρους. Ηρθε και το μεσημέρι της Λαμπρής, δεν θέλησε να φάει μαγειρίτσα, είδε τους άλλους του θαλάμου να μετακινούνται προς τη σάλα –άλλοι με μαγκούρες, άλλοι με καροτσάκια σέρνοντας μαζί και τους ορούς, έμοιαζαν με ιστιοφόρα–, μετά ακούστηκαν εκρήξεις από γέλια, πειράγματα και ευχές καθώς κατέφθασε το Σωματείο και γινόταν μεγάλος σαματάς.

Ακούγονταν ήχοι από χάρτινες συσκευασίες δώρων που σκίζονταν με γεροντική βραδύτητα και οι γριές πιο εκδηλωτικές και φιλάρεσκες έδεναν τα κασκόλ στον λαιμό και φορούσαν τα σκουφιά και ρωτούσε η μια την άλλη πώς δείχνει.

Δεν στενοχωριόταν καθόλου που δεν ήταν μαζί τους· αντιθέτως, το απολάμβανε με κάποιον υπεροπτικό κυνισμό, ωσότου είδε μια κυρία –που κάτι του θύμιζε– να κοιτάζει από περιέργεια στην είσοδο του θαλάμου, να παρατηρεί, να φεύγει και να ξαναγυρίζει κατευθείαν προς αυτόν. Δεν φορούσε τα γυαλιά του και δεν ξεχώριζε καθαρά, αλλά μέσα στην ασάφεια της μυωπίας είδε ότι η γυναίκα που κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και ανατάραξε με τους γλουτούς της τον σομιέ ήταν μια καλοβαλμένη κυρία, με γλυκό πρόσωπο, έφερνε κάπως προς τη δική του γυναίκα όπως τη θυμόταν, εκεί γύρω στην ηλικία των τριάντα-σαράντα. Του γελούσε, του ευχόταν.

Δεν θέλησε να φορέσει τα γυαλιά της βαριάς μυωπίας, προτιμούσε το φλουτάρισμα της όρασης, που του έδινε την αίσθηση ενός θρησκευτικού οράματος με αχλύ αγιοσύνης. Η γυναίκα ακούμπησε σ' ένα κούφωμα της κουβέρτας δυο κόκκινα αυγά, κάτι του έλεγε και δεν την άκουγε, δεν είχε φορεμένα και τα ακουστικά της ελαφριάς βαρηκοΐας, ήταν και η φασαρία από τη σάλα.

Μετά εκείνη σηκώθηκε από το κρεβάτι, τον πλησίασε προς το κεφάλι, έσκυψε από πάνω του για να του τακτοποιήσει το μαξιλάρι και να τον ανασηκώσει λιγάκι, με τη ζόρικη κίνηση που έκανε της άνοιξε αρκετά το μπούστο του πουκαμίσου της και φάνηκε το μαύρο σουτιέν και η κοιλιά μέχρι τον αφαλό.

Ξεράθηκε ο λάρυγγάς του με αυτό το απρόοπτο δώρο της αίσθησης, μετά εκείνη του έχωσε στη χούφτα το ένα αυγό και το στερέωσε στα δάχτυλά του, που είχαν αδυνατισμένη αρπακτική ικανότητα. Μετά τσούγκρισαν τα αυγά, εκείνη έλεγε «Χριστός ανέστη», αυτός ήταν χαμένος σε παραισθήσεις, δεν κατάλαβε τίνος αυγό έσπασε, την τραβούσε με το αριστερό χέρι πιο κοντά του, φαίνονταν ότι κάτι θέλει να της πει και το τραύλιζε, εκείνη πλησίασε το κεφάλι της στο δικό του φέρνοντας το αυτί στο στόμα του για να τον ακούσει, τον σκέπασαν τα αρωματισμένα μαλλιά της στο πρόσωπο, της σάλιωσε τον λοβό του αυτιού. Αν κάποιος έμπαινε εκείνη τη στιγμή, σίγουρα θα υποπτευόταν αυτήν την όμορφη, αξιοπρεπή γυναίκα για διαστροφή γεροντολαγνείας.

Η γυναίκα επέμενε να ακούσει τι ακριβώς θέλει να της πει ο υπέργηρος. Μετά σήκωσε το κεφάλι με ικανοποίηση, τον κοίταξε τρυφερά στα μάτια μειδιώντας «Χριστίνα, βρε, την έλεγαν τη γυναίκα σου. Εεε!». Εκείνος κούνησε το κεφάλι επιβεβαιωτικά και κάτι ψέλλισε, όμως το γκρίζο πρόσωπό του είχε φωτιστεί από ευτυχία σαν το σκονισμένο αμπαζούρ. Εκείνη τον χάιδεψε στο μέτωπο και έφυγε προφέροντας και πάλι τον πασχαλιάτικο χαιρετισμό «Χριστός ανέστη, παππού» κι εκείνος, ο άθεος, μουρμούρισε «Αληθώς ο Κύριος».



Τελευταίο βιβλίο του Β. Γκουρογιάννη είναι το μυθιστόρημα «Αναψηλάφηση» (Μεταίχμιο, 2019)

"Το Πάσχα των Πιστών" ποίημα του Νίκου Καρούσου (Νέες Δοκιμές, 1954)

..............................................................





Νίκος Καρούζος (1926-1990)





 

Κύριε λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής.
Άστρα και χώμα σε βαστάζουν….
Μεριάζουν άφωνα τα σκότη και διαβαίνεις,
ανέγγιχτη τον κόσμον αγγίζει μουσική
και της καρδιάς τα πέταλα ροδίζουν,
άνθος όμορφο ζεσταίνεται στον ήλιο.
Λευκάνθηκαν οι άνθρωποι στο αίμα του αρνίου.
Θεέ μου ανέρχεσαι λυπημένος,
αν και για όραση εξακολουθείς να έχεις τη συγχώρηση.
Ω θλίψη των ματιών του Κυρίου μου,
της αιωνιότητας ο κάματος,
έχω πολύ συνεργήσει για να υπάρχεις,
είναι πολύ σ᾽ εμένα το μερίδιο της ανομίας.
Ανοίγει ένα τριαντάφυλλο, πάω και το ρωτώ:
Πού έκρυψαν τον ήλιο;
Πλησιάζω τη θάλασσα και της λέω:
Είσαι βαθειά και με τα μυστικά μεγάλη σου η σχέση.
Λυτρώνεται ο άνθρωπος;
Απαντά το λουλούδι: «Θα χαθούμε»
κι η θάλασσα με αχ αναταράζεται.


(Το Πάσχα των Πιστών, Νέες Δοκιμές, 1954)

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

"Εσπερινός της αγάπης" ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη (1955-2011)

.............................................................

 

 

 

 Γιάννης Βαρβέρης

(1955 - 2011)

 

 

 

 

 

Εσπερινός της αγάπης


Η πόλη με οβελίες αλλού γιορτάζει.
Σταθμός Πελοποννήσου
κι απομεσήμερο του Πάσχα σε παγκάκι
μόνον εσύ κι εγώ καθόμαστε, μητέρα.
Είμαστε γέροι πια κι οι δυο
κι εγώ αφού γράφω ποιήματα
πιο γέρος.
Αλλά πού πήγανε τόσοι δικοί μας;
Μέσα σε μια βδομάδα
δεν απόμεινε κανείς.
Ήταν Μεγάλη βέβαια
γεμάτη πάθη, προδοσίες, σταυρώσεις-
θέλουν πολύ για να υποκύψουν οι κοινοί θνητοί;
Έτσι ακριβώς, από τα Βάγια μέχρι σήμερα
θα ‘πρεπε κάπως να ‘χαμε κι εμείς χωρέσει.
Όμως το Πάσχα τέλειωσε, μητέρα.
Κι εμείς τι θ’ απογίνουμε
σ’ ένα παγκάκι
αθάνατοι
καθώς νυχτώνει;


Γιάννης Βαρβέρης, από την ποιητική συλλογή «Ο άνθρωπος μόνος» (εκδ. Κέδρος)

«Η Μεγάλη Ανάσταση» διήγημα του Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852) από τα «Ρωσικά Πασχαλινά Διηγήματα» (μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδ. Επίκεντρο, 2017)

..............................................................









 Νικολάι Γκόγκολ (1809 - 1852)







 


·       «Η Μεγάλη Ανάσταση»

διήγημα του Νικολάι Γκόγκολ (1809-1852) από τα «Ρωσικά Πασχαλινά Διηγήματα» (μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδ. Επίκεντρο, 2017)


Ο Ρώσος συμμετέχει με τρόπο ιδιαίτερο στη γιορτή της Μεγάλης Ανάστασης. Αυτό το βιώνει πολύ πιο έντονα, όταν τυχαίνει να βρίσκεται σε ξένο τόπο. Βλέποντας πως παντού στις άλλες χώρες η ημέρα αυτή σχεδόν δε διαφέρει σε τίποτα από τις άλλες ημέρες, ότι όλοι ασχολούνται με τις καθημερινές τους ασχολίες, ότι η καθημερινότητα συνεχίζεται, ότι παντού υπάρχει εκείνη η έκφραση της καθημερινής ζωής στα πρόσωπα, νιώθει μια θλίψη και άθελά του το μυαλό του πηγαίνει στη Ρωσία. Νομίζει πως εκεί η ημέρα αυτή γιορτάζεται καλύτερα και πως ο ίδιος ο άνθρωπος είναι πιο χαρούμενος και καλύτερος, απ’ ό,τι τις άλλες ημέρες και πως η ζωή είναι κάπως διαφορετική και πως είναι μεγάλη γιορτή και όχι μια καθημερινή ημέρα. Ξαφνικά φαντάζεται εκείνα τα γιορτινά μεσάνυχτα, εκείνος ο χτύπος των καμπαναριών που ακούγεται παντού, ο οποίος σα να ενώνει ολάκερη τη γη σε ένα βουητό, στην αναφώνηση «Χριστός Ανέστη!», που την ημέρα εκείνη υποκαθιστά όλους τους άλλους χαιρετισμούς, εκείνο το φιλί, το οποίο δίνουμε μόνο εμείς και είναι σχεδόν έτοιμος να φωνάξει: «Μόνο στη Ρωσία γιορτάζεται αυτή η μέρα κατά πως της αρμόζει!». Εννοείται πως όλα αυτά είναι μια φαντασίωση· εξαφανίζεται ευθύς μόλις βρεθεί όντως στη Ρωσία ή αμέσως μόλις θυμηθεί ότι πρόκειται για μια ημέρα κάποιας μισοκοιμισμένης φασαρίας και διαφόρων φροντίδων, ανόητων επισκέψεων, προσχεδιασμένων και διαφόρων φροντίδων, ανόητων επισκέψεων, προσχεδιασμένων απουσιών, στη θέση χαρούμενων συναντήσεων – παρόλο που οι συναντήσεις αυτές, είναι προϊόν των πλέον ιδιοτελών υπολογισμών· ότι η έπαρση μας καταλαμβάνει την ημέρα εκείνη περισσότερο από τις άλλες ημέρες και ότι μιλούνε όχι για την ανάσταση του Χριστού, αλλά για το ποιος θα πάρει ποιο μετάλλιο· ότι ακόμη και ο ίδιος ο λαός, για τον οποίο λέμε ότι χαίρεται περισσότερο απ’ όλους, ήδη μεθυσμένος κυλιέται στους δρόμους, πριν καν το τέλος της Θείας λειτουργίας και πριν ακόμη προλάβει η αυγή να φωτίσει τη γη. Αναστενάζει ο φτωχός Ρώσος μόλις τα θυμηθεί και τα δει όλα αυτά, μόλις αντικρίσει αυτή την καρικατούρα και το χλευασμό της γιορτής, μόλις καταλάβει πως μόνο γιορτή δεν είναι.
   Μόνο για τους τύπους κάποιος αξιωματούχος θα φιλήσει στο μάγουλο έναν ανάπηρο, θέλοντας να δείξει στους υφισταμένους του πως πρέπει να αγαπάμε τον πλησίον μας, ίσως και κάποιος οπισθοδρομικός πατριώτης, για να εκνευρίσει τη νεολαία, η οποία βρίζει όλα τα παλιά ρωσικά μας έθιμα, ισχυριζόμενος πως δεν έχουμε τίποτα θα φωνάξει: «Έχουμε τα πάντα: και οικογενειακή ζωή και οικογενειακή αρετή και τα έθιμα τηρούνται με ευλάβεια· και το χρέος μας εκπληρώνουμε όπως πουθενά αλλού στην Ευρώπη·  και ο λαός μας εκπλήσσει τους πάντες».
   Όχι, η ουσία δεν είναι ούτε τα παράσημα, ούτε οι πατριωτικές κραυγές, ούτε και το φιλί προς τον συγκεκριμένο ανάπηρο, αλλά το να μπορέσουμε εκείνη ειδικά την ημέρα να αντιμετωπίσουμε τον άνθρωπο ως τον μεγαλύτερο θησαυρό, να τον αγκαλιάσουμε και να τον σφίξουμε σα να ήταν αληθινός μας αδελφός, να χαρούμε πολύ που τον είδαμε σα να ήταν ο καλύτερός μας φίλος, με τον οποίο είχαμε να συναντηθούμε πολλά χρόνια και ο οποίος αναπάντεχα ήρθε να μας επισκεφτεί. Πολύ πιο δυνατά! Πολύ περισσότερο! Γιατί τα δεσμά που μας δένουν με αυτόν είναι πολύ πιο ισχυρά από τα δεσμά αίματος του γένους μας και επειδή εμείς έχουμε ως κοινή αναφορά τον θαυμάσιο επουράνιο πατέρα μας, που είναι πολύ πιο οικείος από τον γήινο πατέρα μας και ότι εκείνη την ημέρα βρισκόμαστε στην πραγματική μας οικογένεια, στο αληθινό μας σπίτι. Η ημέρα αυτή είναι εκείνη η άγια ημέρα, στην  οποία γιορτάζει η αγία και επουράνια αδελφότητα της ανθρωπότητας συνολικά, χωρίς να αποκλείεται κανένας άνθρωπος.
   Με πόση ευτυχία θα εντασσόταν η μέρα αυτή στον δέκατο ένατο αιώνα, όταν οι σκέψεις για την ευτυχία της ανθρωπότητας είναι πια οι αγαπημένες σκέψεις όλων, όταν το αγκάλιασμα της ανθρωπότητας, όλων των ανθρώπων σαν να ‘ταν αδέλφια, έγινε το αγαπημένο όνειρο του νεαρού ανθρώπου, όταν πολλοί το μόνο που κάνουν είναι να ονειρεύονται πως θα μεταμορφώσουν όλη την ανθρωπότητα, να εξυψώσουν την εσωτερική αξία του ανθρώπου, όταν σχεδόν οι μισοί παραδέχτηκαν επίσημα ότι μόνο ο χριστιανισμός είναι σε θέση να το κάνει αυτό, όταν άρχισαν να ισχυρίζονται ότι θα φέρουμε πιο κοντά στο νόμο του Χριστού τόσο στην οικογενειακή όσο και στην κοινωνική καθημερινότητα, όταν άρχισαν μάλιστα πολλοί να λένε πως πρέπει όλα να γίνουν κοινά – και τα σπίτια και τα χωράφια, όταν οι άθλοι της εγκαρδιότητας και της βοήθειας προς τους δυστυχισμένους έγιναν αντικείμενο συζήτησης των σαλονιών της μόδας, όταν, τέλος, έχουν πληθύνει πολύ κάθε είδους φιλανθρωπικά ιδρύματα, πτωχοκομεία και άσυλα. Θα νόμιζε κανείς πως ο δέκατος ένατος αιώνας θα πρέπει χαρμόσυνα να γιορτάζει την ημέρα αυτή, η οποία είναι τόσο οικεία όλων στα μεγαλόθυμα και φιλάνθρωπα κινήματά του! Μα, σε αυτή την ημέρα, σα να είναι λυδία λίθος, βλέπεις πόσο χλωμές είναι όλες οι χριστιανικές του επιδιώξεις και πως όλα αυτά δεν είναι παρά μόνο όνειρα και σκέψεις και τίποτα παραπάνω. Όντως, αν θα πρέπει να αγκαλιάσει την ημέρα αυτή τον αδελφό του ως αδελφό, δεν το κάνει. Είναι έτοιμος να αγκαλιάσει όλη την ανθρωπότητα ως αδελφό, αλλά τον αδελφό του δεν τον αγκαλιάζει. Έτσι, μακριά από αυτή την ανθρωπότητα, την οποία θέλει να αγκαλιάζει, υπάρχει ένας ταπεινωμένος άνθρωπος, τον οποίο ο Χριστός προστάζει να αγκαλιάζεις, μα δεν το κάνεις. Μακριά από αυτή την ανθρωπότητα, υπάρχει ένας, ο οποίος δεν συμφωνεί σε κάτι με κάποια από τις μηδαμινές ανθρώπινες σκέψεις και γι’ αυτό δεν τον αγκαλιάζει. Μακριά από αυτή την ανθρωπότητα είναι ένας άνθρωπος που υποφέρει πολύ από τα βαριά έλκη των ψυχικών του ανεπαρκειών, ο οποίος χρειάζεται πολύ περισσότερο από τους άλλους τη συμπόνια, μα αυτός τον σπρώχνει και δεν τον αγκαλιάζει. Η αγκαλιά αυτή είναι μόνο για εκείνους, οι οποίοι δεν τον έχουν ταπεινώσει, με τους οποίους δε θα έχει την παραμικρή ευκαιρία να έρθει σε επαφή, τους οποίους δεν γνώρισε ποτέ και είδε ποτέ με τα ίδια του τα μάτια. Να πώς θα αγκαλιάσει ολάκερη την ανθρωπότητα, ο άνθρωπος αυτού του αιώνα και κατά ένα  μέρος είναι εκείνος ο οποίος σκέφτεται  πως είναι ο μόνος που αγαπάει πραγματικά τον άνθρωπο, ο μόνος αληθινός χριστιανός! Χριστιανός! Πέταξαν στο δρόμο τον Χριστό, στα πτωχοκομεία και στα νοσοκομεία, αντί να τον καλέσουν σπίτι τους, κάτω από τη δική τους σκέπη, αλλά παρ’ όλ’ αυτά θεωρούν πως είναι χριστιανοί!
   Όχι, δε θα γιορτάσει ο σημερινός αιώνας την αγία γιορτή έτσι όπως πρέπει να γιορτάζεται. Υπάρχει ένα τρομερό εμπόδιο, υπάρχει μια ανυπέρβλητη δυσκολία και το όνομα αυτής είναι: έπαρση. Ήταν γνωστή και στους προηγούμενους αιώνες, αλλά εκείνη ήταν μια έπαρση πιο πολύ παιδική, έπαρση για τη φυσική μας ρώμη, για τα πλούτη μας, έπαρση για το γένος και το αξίωμα, αλλά δεν είχε φτάσει σε εκείνο το τρομακτικό επίπεδο πνευματικής ανάπτυξης, στο οποίο έχει φτάσει σήμερα. Τώρα εμφανίζεται πλέον σε δύο μορφές. Η πρώτη της μορφή είναι η έπαρση της  αγνότητας.
   Χαρούμενη επειδή ζει πολύ καλύτερα από τους προγόνους της, η ανθρωπότητα αυτού του αιώνα ερωτεύτηκε την αγνότητα και την ομορφιά της. Κανείς δεν ντρέπεται να υπερηφανευτεί δημοσίως για την πνευματική του ομορφιά και να θεωρήσει τον εαυτό του καλύτερο από όλους τους άλλους. Αρκεί μόνο να ρίξουμε  μια ματιά για να δούμε πώς παρουσιάζει τον εαυτό του ως ευγενικό ιππότη σήμερα ο καθένας, πόσο απότομα και ανελέητα  κρίνει τον άλλον. Αρκεί μόνο να ακούσουμε όλες εκείνες τις δικαιολογίες, με τις οποίες δικαιώνει τον εαυτό του επειδή δεν αγκάλιασε τον πλησίον του την ημέρα της Ανάστασης. Χωρίς αιδώ και χωρίς να στενοχωρηθεί καθόλου λέει: «Δεν μπορώ να αγκαλιάσω αυτόν τον άνθρωπο: είναι άθλιος, κακόψυχος, έχει κηλιδώσει τον εαυτό του με απρεπή πράξη· δεν θα αφήσω τον άνθρωπο αυτόν να πλησιάσει ούτε καν την εξώπορτά μου· δεν θέλω να αναπνέω τον ίδιον αέρα με αυτόν· θα κάνω ολόκληρο κύκλο για να τον αποφύγω και να μη συναντηθώ μαζί του. Δεν μπορώ να ζω με άθλιους και άξιους περιφρόνησης ανθρώπους – μα πώς θα μπορούσα να αγκαλιάσω έναν τέτοιο άνθρωπο ως αδελφό;» Φευ! Λησμόνησε ο φτωχός άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα, ότι αυτή την ημέρα δεν υπάρχουν ούτε άθλιοι ούτε αξιοπεριφρόνητοι άνθρωποι, αλλά όλοι οι άνθρωποι είναι αδελφοί μέλη της ίδιας οικογένειας και το όνομα του κάθε ανθρώπου είναι «αδελφός» και όχι κάποιο άλλο όνομα. Όλα τα έχει ξεχάσει αμέσως: ξέχασε, μάλλον, ότι επίτηδες τον περιβάλλουν αξιοκαταφρόνητοι και άθλιοι άνθρωποι, για να τους δει, για να δει μέσα του και να αναζητήσει εντός του εκείνο που έκανε να τρομάξει βλέποντας τους άλλους. Έχει λησμονήσει ότι και ο ίδιος μπορεί σε κάθε του βήμα, δίχως να το καταλάβει, να κάνει μια άθλια πράξη, έστω και με άλλη μορφή, με τη μορφή που δε θα προκαλέσει τη δημόσια κατακραυγή, αλλά η οποία, ωστόσο, σύμφωνα με την παροιμία είναι το ίδιο φαγητό σε άλλο πιάτο. Τα ξέχασε όλα. Ξέχασε, επίσης, ότι ίσως για αυτό έχουν εμφανιστεί τόσοι πολλοί άθλιοι και αξιοκαταφρόνητοι άνθρωποι, επειδή τόσο αυστηρά και απάνθρωπα τους έχουν αποδιώξει οι καλύτεροι των ανθρώπων και κατ’ αυτόν τον τρόπο τους υποχρέωσαν να γίνουν ακόμη πιο σκληροί. Θαρρείς κι έτσι θα ήταν πιο εύκολο να υπομείνουν την περιφρόνηση! Ένας Θεός ξέρει, μπορεί κάποιος να μην είχε γεννηθεί ανέντιμος, μπορεί η φτωχή του ψυχή αδύναμη να παλεύει με τους πειρασμούς, να παρακάλεσε και να προσευχήθηκε για να βρει βοήθεια και να ήταν έτοιμη να φιλήσει τα χέρια και τα πόδια εκείνου που ωθούμενος από την ψυχική ευαισθησία, την συγκράτησε στο χείλος της αβύσσου. Μπορεί, μια σταγόνα αγάπης προς αυτόν να ήταν αρκετή ώστε να επιστρέψει στον ίσιο δρόμο. Θαρρείς και ήταν δύσκολο ο δρόμος της αγάπης να φτάσει στην καρδιά του! Θαρρείς και είχε νεκρωθεί μέσα του η φύση, ότι κανένα αίσθημα δεν μπορούσε να εκφραστεί, όταν ο ληστής ευγνωμονούσε για την αγάπη, όταν το θηρίο θυμάται το χέρι που το χάιδεψε! Όλα αυτά τα έχει λησμονήσει ο άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα και αποδιώχνει τον αδελφό του και ως πλούσιος αποδιώχνει τον γεμάτο έλκη φτωχό από τε μεγαλοπρεπές του σπίτι. Δεν έχει καμιά δουλειά με τις συμφορές του άλλου· δε θέλει να βλέπει τα έλκη και τις πληγές του άλλου. Δε θέλει καν να ακούσει την εξομολόγησή του, φοβούμενος να μην μολυνθεί με τη βρωμερή αναπνοή που βγαίνει από τα χείλη του δυστυχισμένου, η επηρμένη ευωδιά της αγνότητάς του. Μπορεί άραγε, ένας τέτοιος άνθρωπος να γιορτάσει τη γιορτή της ουράνιας αγάπης;
   Υπάρχει και ένα άλλο είδος έπαρσης, πολύ πιο δυνατής από την πρώτη, η έπαρση του νου. Ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε εμφανιστεί σε τέτοιο βαθμό, όπως στον δέκατο ένατο αιώνα. Γίνεται αισθητή στον ίδιο με τον  φόβο του καθενός να μην θεωρηθεί ανόητος. Όλα τα υπομένει ο άνθρωπος του αιώνα: υπομένει να τον αποκαλούν άσωτο και απατεώνα· μπορείς να τον αποκαλέσεις όπως θέλεις, θα το υπομείνει, το μόνο που δεν αντέχει είναι να τον αποκαλέσεις ανόητο. Επιτρέπει να τον χλευάσουν για όλα, το μόνο που δεν επιτρέπει να χλευάσουν είναι η διάνοιά του. Η διάνοιά του είναι ιερή γι’ αυτόν. Εξαιτίας του παραμικρού αστεϊσμού σε βάρος της διάνοιάς του είναι έτοιμος την ίδια κιόλας στιγμή να πάρει αποστάσεις από τον αδελφό του και να τον τιμωρήσει, πυροβολώντας τον ανάμεσα στα μάτια, χωρίς να συγκινηθεί καθόλου. Δεν πιστεύει τίποτα και κανέναν· το μόνο που εμπιστεύεται είναι η διάνοιά του. Ό,τι δεν βλέπει η διάνοιά του, δεν υπάρχει. Έχει ξεχάσει μάλιστα ότι η διάνοια προπορεύεται, όταν κινούνται προς τα εμπρός όλες οι ηθικές δυνάμεις του ανθρώπου και μένει ακίνητη ή οπισθοχωρεί όταν δεν εξυψώνονται οι ηθικές δυνάμεις. Έχει ξεχάσει ότι κανένας άνθρωπος δε διαθέτει όλες τις πλευρές της διάνοιας· ότι ένας άνθρωπος βλέπει μόνο εκείνη την πλευρά των πραγμάτων, την οποία δεν μπορεί να δει και, άρα, να γνωρίζει τι δεν μπορεί να γνωρίζει. Δεν πιστεύει σ’ αυτό και όλα όσα δεν βλέπει ο ίδιος, είναι γι’ αυτόν ψέμα. Και η σκιά της χριστιανικής ειρήνευσης δεν μπορεί να αγγίξει τη διάνοιά του εξαιτίας της έπαρσης. Αμφιβάλλει για όλα: για τα αισθήματα του ανθρώπου που γνωρίζει αρκετά χρόνια, για την αλήθεια, για τον Θεό αμφιβάλλει, αλλά δεν αμφιβάλλει ποτέ για τη διάνοιά του. Έχουν ήδη ξεκινήσει καυγάδες και βρισιές όχι εξαιτίας κάποιων ουσιαστικών δικαιωμάτων, όχι από προσωπικά μίση, - όχι δεν είναι πάθη ερωτικά, αλλά πάθη της διάνοιας αφού όπου εμφανίστηκαν, πολεμούν πλέον οι άνθρωποι εξαιτίας των διαφορετικών αντιλήψεων, εξαιτίας των αντιθέσεων στο νοητό κόσμο. Έχουν ήδη σχηματιστεί ολόκληρα κόμματα, τα οποία μισούν το ένα το άλλο, τα οποία δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους αλλά που ήδη μισούνται. Είναι εκπληκτικό: την στιγμή που είχαν αρχίσει να σκέφτονται οι άνθρωποι ότι με την παιδεία θα εξοβελίσουν την κακία από τον κόσμο, η κακία από άλλον δρόμο, από άλλη πλευρά μπαίνει στον κόσμο – μέσω της διάνοιας και με τα φτερά των εφημερίδων, ως παμφάγα ακρίδα επιτίθεται παντού στις καρδιές των ανθρώπων. Δεν γίνεται πλέον αισθητή ούτε καν η ύπαρξη της διάνοιας.  Ακόμη και οι έξυπνοι άνθρωποι αρχίζουν να λένε ψέματα σε αντίθεση με τις προσωπικές τους πεποιθήσεις, γιατί απλώς δεν θέλουν να υποχωρήσουν μπροστά στο αντίπαλο κόμμα, μόνο και μόνο γιατί η έπαρσή τους δεν τους επιτρέπει να ομολογήσουν μπροστά σε όλους το λάθος τους – ήδη η κακία έχει πάρει τη θέση της διάνοιας. Μπορεί, άραγε, ο άνθρωπος ενός τέτοιου αιώνα να αγαπήσει και να νιώσει τη χριστιανική αγάπη προς τον άνθρωπο; Θα γεμίσει, άραγε, από εκείνη τη φωτεινή απλοϊκότητα και αγγελική παιδικότητα, η οποία συγκεντρώνει όλους τους ανθρώπους σε μια οικογένεια; Θα μπορέσει, άραγε, να αισθανθεί την ευωδιά της ουράνιας αδελφότητάς μας; Θα μπορέσει να γιορτάσει αυτή την ημέρα; Εξαφανίστηκε πια και εκείνη η επιφανειακή καλοκάγαθη έκφραση των προηγούμενων απλοϊκών αιώνων, η οποία υποκρινόταν πως ο άνθρωπος έρχεται κοντά στον πλησίον του. Η επηρμένη διάνοια του δέκατου ένατου αιώνα την εξαφάνισε. Ο διάβολος εμφανίστηκε χωρίς μάσκα στον κόσμο. Το πνεύμα της έπαρσης έπαψε πλέον να εμφανίζεται με διάφορες μορφές και να τρομοκρατεί τους δεισιδαίμονες ανθρώπους, εμφανίστηκε με το πραγματικό του πρόσωπο. Αισθανόμενος ότι αναγνωρίζουν την κυριαρχία του, έπαψε να κρατάει ακόμη και τα προσχήματα με τους ανθρώπους. Με παράτολμη αναίδεια λοιδορεί κατάμουτρα εκείνους που τον αναγνωρίζουν· επιβάλλει ανόητους νόμους στον κόσμο, νόμους άγνωστους μέχρι σήμερα και ο κόσμος το βλέπει αυτό και δεν τολμάει να παρακούσει. Τι σημαίνει αυτή η μόδα, η μηδαμινή, η ανόητη, την οποία αρχικά ο άνθρωπος την αποδέχτηκε ως κάτι ασήμαντο, ως μια αθώα υπόθεση και η οποία σήμερα, σαν οικοδέσποινα άρχισε να κάνει κουμάντο στα σπίτια μας, διώχνοντας όλα όσα είναι σημαντικά και καλύτερα στον άνθρωπο; Κανείς δεν φοβάται να παραβιάσει πολλές φορές την ημέρα τους βασικούς και ιερούς νόμους του Χριστού και ταυτόχρονα φοβάται να μην εκπληρώσει την παραμικρή διαταγή, τρέμοντας ενώπιόν της, σαν δειλό μικρό παιδί. Τι σημαίνει ότι ακόμη κι εκείνοι, οι οποίοι την λοιδορούν, χορεύουν σαν μικροί χορευτές στη μουσική που παίζει; Τι σημαίνουν όλες αυτές οι αναρίθμητες επιτηδεύσεις, οι οποίες είναι πλέον πολύ πιο ισχυρές από κάθε βαθιά πεποίθηση; Τι σημαίνουν όλες αυτές οι παράξενες εξουσίες, οι οποίες σχηματίζονται παράλληλα στις νόμιμες και οι οποίες έχουν πλάγιες, παράλληλες επιρροές; Τι σημαίνει το γεγονός ότι ήδη κυβερνούν τον κόσμο οι μοδίστρες, οι ράφτες και οι τεχνίτες κάθε είδους, ενώ οι ευσεβείς παραμερίστηκαν; Άνθρωποι σκοτεινοί, άγνωστοι σε όλους, χωρίς να έχουν ιδέες και καλοκάγαθες πεποιθήσεις, κυριαρχούν στις απόψεις και τις σκέψεις έξυπνων ανθρώπων και η εφημερίδα (οι εφημερίδες), η οποία (που) θεωρείται (θεωρούνται) ψευδολόγος (ψευδολόγες) από όλους, γίνεται (γίνονται) αδιόρατος νομοθέτης που δε σέβεται τον άνθρωπο. Τι σημαίνουν όλοι αυτοί οι άνομοι νόμοι, τους οποίους προφανώς ενώπιον όλων, σχεδιάζει η προερχόμενη από τον κάτω κόσμο μιαρή δύναμη και ο κόσμος το βλέπει αυτό και σα μαγεμένος, δεν τολμάει να κουνηθεί; Τι είναι αυτός ο παράξενος χλευασμός της ανθρωπότητας! Και για ποιο λόγο με αυτή την εξέλιξη των πραγμάτων να διατηρήσουμε κι άλλο τα επιφανειακά ιερά έθιμα της εκκλησίας, ο ουράνιος ιδιοκτήτης της οποίας δεν έχει καμιά εξουσία σε εμάς; Μήπως είναι μια νέα ειρωνεία του σκοτεινού πνεύματος; Σε τι μας χρειάζεται αυτή η γιορτή που έχασε το νόημά της; Γιατί έρχεται και πάλι και ολοένα πιο βαθιά ενώνει σε μια οικογένεια τους αποξενωμένους ανθρώπους και αφού τους κοιτάξει θλιμμένα όλους, φεύγει σαν άγνωστη και ξένη; Είναι όντως ξένη και άγνωστη; Γιατί όμως υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι νομίζουν πως φωτίζονται εκείνη την ημέρα και γιορτάζουν την παιδικότητά τους, εκείνη την παιδικότητα, από την οποία το ουράνιο φιλί, ως φιλί της αιώνιας άνοιξης, πλημμυρίζει την ψυχή, εκείνη τη θαυμάσια παιδικότητα, την οποία  έχασε ο επηρμένος σημερινός άνθρωπος; Γιατί δεν έχει ξεχάσει ακόμη ο άνθρωπος για πάντα αυτή την παιδικότητα, και, θαρρείς την βλέπει σε κάποιο μακρινό όνειρο, εξακολουθεί να συγκινεί την ψυχή του; Γιατί υπάρχουν όλα αυτά και για ποιο λόγο; Είναι άγνωστο το γιατί; Είναι αόρατο το γιατί; Γιατί, τουλάχιστον για ορισμένους, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη νιώσει αυτή την ανοιξιάτικη ευωδιά τούτης της γιορτής, νιώθουν ξαφνικά μια τέτοια θλίψη, σαν τη θλίψη του αγγέλου επί τοις ουρανοίς. Και, πλημμυρίζοντας την καρδιά τους με την κραυγή, θα έπεφταν στα πόδια των αδελφών τους, ικετεύοντας τουλάχιστον την ημέρα αυτή μόνο να την περάσουν όχι σύμφωνα με τα έθιμα του δέκατου ένατου αιώνα, αλλά με τα έθιμα του α ι ώ ν ι ο υ  α ι ώ ν α , μόνο αυτή τη μέρα να αγκαλιάσουν και να περιβάλλουν τον άνθρωπο, όπως ο ένοχος αγκαλιάζει τον γενναιόδωρο φίλο του που του έχει συγχωρέσει τα πάντα, έστω και μόνο γιατί αύριο θα τον απομακρύνει από κοντά του και θα του πει ότι του είναι  άγνωστος και ξένος. Τουλάχιστον να του ευχηθεί, τουλάχιστον να επιβάλει δια της βίας στον εαυτό του να το κάνει αυτό, να πιαστεί από αυτή την ημέρα, όπως εκείνος που πνίγεται πιάνεται από τη σανίδα σωτηρίας! Ο Θεός, ίσως, εξαιτίας αυτής της επιθυμίας, να ρίξει από τους ουρανούς μια σκάλα και μας τείνει το χέρι που θα μας βοηθήσει να την ανέβουμε.
   Ο άνθρωπος, όμως, του δέκατου ένατου αιώνα δεν θέλει να περάσει ούτε μια μέρα έτσι! Και η γη φλέγεται από μια ακατανόητη θλίψη· η ζωή γίνεται ολοένα και πιο απάνθρωπη· όλα διαλύονται και χάνονται, μεγαλώνει μόνο μπροστά στα μάτια όλων ένας τρόπος ζωής μιας γιγάντιας θλίψης, γνωρίζοντας καθημερινά απίστευτους ρυθμούς ανάπτυξης. Όλα έχουν πεθάνει, παντού υπάρχουν του Θεού τα μνήματα! Άδεια και τρομερή είναι η ζωή στον κόσμο τούτο!
   Γιατί μόνο ο Ρώσος νομίζει ακόμη πως η γιορτή αυτή γιορτάζεται κατά πώς πρέπει να γιορτάζεται μόνο στην πατρίδα του; Μήπως είναι ένα όνειρο; Γιατί όμως αυτό το όνειρο δεν το βλέπει κάποιος άλλος, εκτός από τον Ρώσο; Τι σημαίνει, όντως ότι η ίδια η γιορτή χάθηκε, ενώ οι ορατές της ενδείξεις είναι εμφανείς στην πατρίδα μας: ακούγονται τα λόγια «Χριστός Ανέστη!» - και το φιλί και κάθε φορά το ίδιο θριαμβευτικά έρχονται τα άγια μεσάνυχτα και ο χτύπος των καμπαναριών ακούγεται σε όλη τη γη όπως συμβαίνει σε μας: Πού περιφέρονται τόσο εμφανώς τα φαντάσματα, τα οποία όχι τυχαία εκεί εμφανίζονται; Όπου ξυπνούν, εκεί αφυπνίζονται. Δεν μπορούν να πεθάνουν τα έθιμα εκείνα, τα οποία είναι αιώνια.
   Πεθαίνει το γράμμα τους, όχι όμως το πνεύμα τους. Νεκρώνονται προσωρινά, πεθαίνουν στα κενά και ξεμυαλισμένα πλήθη, ανασταίνονται όμως με νέα δύναμη στους εκλεκτούς, ώστε στη συνέχεια το δυνατό τους φως να ξεχυθεί σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν θα πεθάνει από τα πατρογονικά μας ούτε ένα σπυρί, οτιδήποτε είναι σε αυτά γνήσια ρωσικό και ευλογημένο από τον ίδιο τον Χριστό. Θα μεταφερθεί με τις χορδές των ποιητών, θα διαδοθεί με τα ευσεβή χείλη των αγίων, θα λάμψει στο μισοσκόταδο και η γιορτή της Αγίας Αναστάσεως θα γιορταστεί κατά πώς πρέπει πριν απ’ όλα σ’ εμάς και μετά στους υπόλοιπους λαούς! Σε τι στηριζόμενοι, σε ποια δεδομένα, τα οποία υπάρχουν στις καρδιές μας, μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο; Είμαστε καλύτεροι από τους άλλους λαούς; Ο τρόπος της ζωής μας είναι πιο κοντά στον Χριστό απ’ ό,τι ο δικός τους; Δεν είμαστε καλύτεροι από κανέναν, η ζωή μας δεν είναι καλύτερα οργανωμένη από των άλλων. «Είμαστε χειρότεροι από όλους τους άλλους» - να τι πρέπει να λέμε πάντα στους εαυτούς μας. Υπάρχει όμως κάτι στη φύση μας που το προοιωνίζει αυτό. Αυτή η ανοργανωσιά μας είναι που το προοιωνίζει. Είμαστε ένα λιωμένο μέταλλο, το οποίο δεν έχει πάρει ακόμη την οριστική του φόρμα· εμείς μπορούμε ακόμη να απομακρύνουμε, να αποδιώξουμε όλα τα άσχημα, να συμμαζευτούμε, πράγμα που είναι αδύνατο να κάνουν οι άλλοι λαοί, οι οποίοι έχουν ήδη οριστικά διαμορφωμένη φόρμα. Εκείνο που υπάρχει ως βασικό χαρακτηριστικό της φύσης μας, την οποία έχουμε ξεχάσει, είναι πολύ κοντά στο νόμο του Χριστού, πράγμα που αποδεικνύει πως ο Χριστός ήρθε χωρίς ξίφος σ’ εμάς και η προετοιμασμένη γη των καρδιών μας δέχτηκε το λόγο Του. Δηλαδή η αρχή της αδελφότητας του Χριστού είναι βασικό χαρακτηριστικό της σλαβικής μας φύσης και η αδελφοποίηση των ανθρώπων μας είναι πολύ πιο οικεία ακόμη και από τη συγγένεια. Γιατί δεν υπάρχει σ’ εμάς εκείνο το ανειρήνευτο μίσος της μίας τάξης εναντίον της άλλης και εκείνων των μοχθηρών κομμάτων, τα οποία υπάρχουν στην Ευρώπη και τα οποία βάζουν εμπόδια ανυπέρβλητα για την ένωση των ανθρώπων και της αδελφικής μεταξύ τους αγάπης, δηλαδή, επιτέλους, εμείς έχουμε το θάρρος, χωρίς να συγγενεύουμε με κανέναν, ακόμη κι αν εμφανιστεί κάποια περίσταση, (πράγμα κατηγορηματικά αδύνατο για οποιονδήποτε άλλον λαό), να αποβάλλουμε όλα τα ελαττώματά μας, τα οποία ντροπιάζουν την ύψιστη φύση του ανθρώπου, χωρίς να λυπηθούμε τον εαυτό μας, όπως το 1812, χωρίς να λυπηθούμε τις περιουσίες μας, κάψαμε τα σπίτια μας και το βιος μας, τόσο πολύ θέλουμε να αποβάλουμε ό,τι μας ντροπιάζει και να κηλιδώνει, ούτε μια ψυχή να μην υστερεί από την άλλη, και σε τέτοιες στιγμές όλες οι διαμάχες, τα μίση, οι έχθρες – όλα ξεχνιούνται, ο αδελφός σφίγγει στο στήθος του τον αδελφό και ολάκερη η Ρωσία γίνεται ένας άνθρωπος. Να σε τι θεμελιώνεται, μπορούμε να πούμε, το γεγονός ότι η γιορτή της Αναστάσεως του Χριστού γιορτάζεται σε εμάς πριν από τους άλλους. Και αυτό μου το λέει κατηγορηματικά η ψυχή μου και δεν είναι κάτι που σκέφτηκε το μυαλό μου. Τέτοιες σκέψεις δεν μπορούν να είναι αποτέλεσμα διανοητικής διεργασίας. Με την υπόδειξη του Θεού γεννιούνται ταυτόχρονα στις καρδιές πολλών ανθρώπων, οι οποίοι δεν είχαν ξαναδεί ο ένας τον άλλον, οι οποίοι ζουν ο καθένας και σε μια άλλη άκρη του κόσμου και την ίδια στιγμή, σα να εκφέρονται από τα ίδια χείλη. Γνωρίζω με σιγουριά ότι δεν υπάρχει άνθρωπος στη Ρωσία, (παρόλο που δεν ξέρω αν όντως πιστεύει βαθιά σε αυτό) που να μην λέει: «Σ’ εμάς πριν από τον υπόλοιπο κόσμο γιορτάζεται η Αγία του Χριστού Ανάσταση!»