Τρίτη 30 Απριλίου 2019

"Τριάντα χρόνια πριν, τριάντα χρόνια μετά" Του ΑΚΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗ ("Εφημερίδα των Συντακτών" - Ανοιχτό βιβλίο, 26.4.2019)

.............................................................






Άκης Παπαντώνης
(γ.1978)







 

"Τριάντα χρόνια πριν, τριάντα χρόνια μετά"

Του ΑΚΗ ΠΑΠΑΝΤΩΝΗ

("Εφημερίδα των Συντακτών" - Ανοιχτό βιβλίο, 26.4.2019)


«Πόσα χρόνια είχες να έρθεις;» ρώτησε η γυναίκα με το χέρι αντήλιο.

Εκείνος πήρε μια βαθιά ανάσα, λες και μετρούσε από μέσα του ένα ένα τα χρόνια: «Τριάντα χρόνια. Ακριβώς τριάντα».

Πρόφερε τον αριθμό χαμογελαστός, μα η φωνή του είχε το βάρος πολύχρονης λύπης.

«Το σπίτι ήταν κάπου εκεί, μετά τη γωνία», συνέχισε, βοήθησε το ένα πόδι του να διπλώσει επάνω στο άλλο και ίσιωσε τα μαύρα γυαλιά του.

Η γυναίκα κοιτούσε μια εκείνον, μια τον ορίζοντα. Μιλούσαν αγγλικά, οι προφορές τους όμως μαρτυρούσαν πως δεν ήταν κανενός η μητρική γλώσσα· δεν ήταν η γλώσσα στην οποία σκέφτονται ή στην οποία παραμιλούν στον ύπνο τους. Ο ήλιος ήταν ψηλά, δυνατός – τέλη Απρίλη και το πάρκο γεμάτο γονείς με κοντομάνικα και μικρά παιδιά πασαλειμμένα αντηλιακό.

«Χαίρομαι πολύ που είσαι εδώ», είπε η γυναίκα χωρίς να τραβήξει στιγμή το βλέμμα της από τον ορίζοντα.

Ο άντρας γέλασε, κοιτώντας κι εκείνος ευθεία μπροστά: «Μου έλειψε. Και η πόλη και εμείς. Τίποτα δεν άλλαξε».

Η γυναίκα τού έπιασε στιγμιαία το χέρι.

Ο άντρας συνέχισε: «Τότε έφερνα συχνά τους μικρούς εδώ. Ή ίσως στο άλλο πάρκο, το μικρότερο… δεν θυμάμαι».

«Δεν πειράζει», είπε η γυναίκα, μα εκείνος συνέχισε: «Και είχα και τότε αυτή την αίσθηση πως εδώ κάτι σε καλεί να είσαι πού και πού ράθυμος».

Η γυναίκα συγκατένευσε κι ανακάθισε στο παγκάκι με δυσκολία.

«Ποτέ μου όμως δεν το θεώρησα δεδομένο αυτό. Αυτό το δικαίωμα στη ραθυμία· το να κάθεσαι στον ήλιο και απλώς να κοιτάζεις τον ορίζοντα και τα μικρά να παίζουν στα πόδια σου», είπε ο άντρας.

«Κοίτα αυτόν τον πατέρα», είπε η γυναίκα λες κι ήθελε να αλλάξει γρήγορα κουβέντα, «πόσο βίαια σπρώχνει την κούνια».

«Κι εγώ έτσι δεν έκανα; Ετσι έκανα, να λέμε αλήθεια», είπε χαμογελαστά ο άντρας.

«Είναι επικίνδυνο, θα έπρεπε να του κάνω παρατήρηση. Κοίτα πώς τραντάζεται ο λαιμός της μικρής», επέμεινε η γυναίκα και η φόρμα της στραφτάλιζε στο έντονο φως.

«Οι άντρες –γονιδιακά, θα έλεγε κανείς, ε;– έλκονται από τον κίνδυνο», είπε ο άντρας χαμογελώντας ακόμα.

«Είναι επικίνδυνο. Ολα έχουν τον χρόνο και τον χώρο τους», απάντησε η γυναίκα με ύφος που διαρκώς σκοτείνιαζε.

«Ολα έχουν τον χρόνο και τον χώρο τους, Ντίνα», είπε εκείνος πιο σοβαρά τώρα και αναζήτησε το χέρι της.

Την άγγιξε και το ύφος της γλύκανε, μα εκείνη απέσυρε το χέρι της προσεκτικά, λες κι ήταν γυάλινο και κινδύνευε με το παραμικρό να γίνει θρύψαλα.

«Δες, τώρα σπρώχνει την κούνια η μητέρα. Ας κάνουμε το πείραμα», την προέτρεψε ο άντρας.

Γύρισαν λίγο κι οι δυο τους προς τη μεριά που ήταν οι κούνιες, και στα σώματά τους, κάτω από τις φαρδιές φόρμες, διαγραφόταν σαφώς το πώς τα είχε οργώσει ο χρόνος που μεσολάβησε από την τελευταία τους συνάντηση.

«Σπρώχνει, αλλά κοιτάζει μόνο το τηλέφωνό της», επισήμανε ο άντρας, μα η γυναίκα δεν αποκρίθηκε.

Εμειναν εκεί σιωπηλοί για ώρα: εκείνος πίσω από τα σκούρα γυαλιά του και με το δεξί χέρι μόνιμα χαμηλά στην πλάτη της· εκείνη με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος και τα μάτια μισόκλειστα, έτσι που να μην μπορεί να πει κανείς αν ονειρευόταν ή αν την ενοχλούσε το φως. Μπροστά τους παρήλαυναν παιδιά με μεγάλα παιχνίδια στα χέρια, γονείς που έσερναν μικρά ποδήλατα ή πατίνια, σκυλιά με τη γλώσσα να κρέμεται έξω από το στόμα.

«Θα άλλαζες κάτι σε αυτά τα τριάντα χρόνια;» ρώτησε τελικά η γυναίκα γυρνώντας με κόπο προς το μέρος του.

Εκείνος ανασηκώθηκε και αναστέναξε θεατρικά: «Εκανα πολλά λάθη, όχι μόνο αυτά τα τριάντα χρόνια, Ντίνα. Εχω όμως υπάρξει τυχερός, δεν νομίζεις κι εσύ; Τυχερός γιατί τα όποια λάθη τα έκανα με όλη μου την καρδιά».

Στο πρόσωπο της γυναίκας στριμώχτηκαν εκείνη τη στιγμή οι εκφράσεις της έκπληξης, της χαράς, της αβεβαιότητας για το αν θα έπρεπε να φωνάξει από ευτυχία ή από εκνευρισμό.

«Και συχνά με κακή κρίση», πρόσθεσε τελικά, κι ο άντρας ξέσπασε σε τέτοια γέλια που τον έπιασε βήχας.

Η γυναίκα τον χτύπησε στην πλάτη με την ανησυχία νεαρής μητέρας κι εκείνος της έκανε νόημα πως είναι όλα ΟΚ.

«Φυσικά με κακή κρίση, Ντίνα», της είπε με το πλατύτερο χαμόγελό του και πλησίασε λες κι ήθελε να τη φιλήσει.

«Ξέρεις τι έχει επηρεάσει την κρίση σου τώρα, Καρλ;» ρώτησε αυστηρά η γυναίκα. «Η ιδέα του ψητού αρνιού που μας περιμένει στο σπίτι».

«Κι εκείνων των πολύχρωμων αβγών που έβαφες το Πάσχα», συμπλήρωσε ο άντρας. «Θα κάνουμε αυτό που τα τσουγκρίζουμε;» τη ρώτησε αρπάζοντάς της το χέρι.

Κι εκείνη, χωρίς να αντισταθεί, απάντησε: «Τριάντα χρόνια πέρασαν, Καρλ, θα κάνουμε όσα επιτρέπει η κακή κρίση και των δυο μας. Πάμε». Και καθώς ο άντρας τη βοηθούσε να σηκωθεί, εκείνη έκανε βιαστικά τον σταυρό της.

Τελευταίο βιβλίο του Α. Παπαντώνη είναι το μυθιστόρημα «Ρηχό νερό, σκιές» (Κίχλη, 2019)


Δεν υπάρχουν σχόλια: