.............................................................
Το Φαινόμενο «Αλέξης Τσίπρας»
γράφει ο Κοσμάς Μαρινάκης*
(http://www.ptyxi.com, 2/8/2015)
Οποιοσδήποτε άλλος είχε κάνει όσα έκανε ο Αλέξης Τσίπρας τους τελευταίους μήνες θα είχε πολιτικά εξαϋλωθεί.
Ο πρωθυπουργός, παρότι απέτυχε οικτρά σε μια διαπραγμάτευση για την
οποία ο ίδιος προεκλογικά είχε ανεβάσει ψηλά τον πήχη, παρότι έκανε
οδυνηρά λάθη στην επιλογή συνεργατών για τις πιο καίριες θέσεις και
παρότι έφερε την οικονομία σε κατάσταση «έκτακτης ανάγκης», κατάφερε να
διατηρήσει ένα σημαντικό μέρος της εκλογικής του δύναμης.
Στο εξωτερικό μέτωπο, μετά κι από το δημοψήφισμα, οι
συνομιλητές του υποχρεώθηκαν να αποδεχτούν τον έλληνα πρωθυπουργό ως
«αναγκαίο κακό», αφήνοντας στην άκρη τα σχέδια πολιτικής του εξόντωσης
που επίμονα εισηγούνταν ο άξονας Σόιμπλε-Ντάισελμπλουμ. Η κ. Μέρκελ
φαίνεται να συνειδητοποιεί πως η παραμονή του κ. Τσίπρα στην
εξουσία ίσως μακροπρόθεσμα να την εξυπηρετεί. Αν το σχέδιο της είναι να
βγάλει την Ελλάδα από την ευρωζώνη, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα της φανεί
ιδιαίτερα χρήσιμος ως άλλοθι. Αν πάλι επιθυμεί η Ελλάδα να
παραμείνει στο κοινό νόμισμα, η μετάλλαξη του κ. Τσίπρα σε τηρητή του
μνημονίου θα αποτελέσει χρήσιμο παράδειγμα για τους επίδοξους μιμητές του στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Και στο ελληνικό διακομματικό μέτωπο, πρέπει όλοι
πια να έχουν καταλάβει την ορμή του πολιτικού ρεύματος του Αλέξη Τσίπρα.
Αυτό είναι ξεκάθαρο κι από την στάση αναμονής που κρατούν οι
διεκδικητές της αρχηγίας του αντίπαλου πολιτικού δέους. Οι «δελφίνοι»
της ΝΔ γνωρίζουν καλά πως αν πρώτα δεν φθαρεί η «πολιτική αύρα» του κ.
Τσίπρα, δεν θα έχουν μεγάλη τύχη σε ενδεχόμενη εκλογική αναμέτρηση
απέναντί του. Πιθανότατα, ξέρουν τι κάνουν.
Είναι γεγονός πως ο κ. Τσίπρας από το 2012 και μετά, αναμετρήθηκε με
αντιπάλους που -στα μάτια του εκλογικού σώματος, τουλάχιστον- δεν είχαν
το αναγκαίο «ανάστημα» να σταθούν απέναντί του. Ο κ. Σαμαράς ήταν
επικεφαλής της ΝΔ αλλά ποτέ δεν θεωρήθηκε καθολικός ηγέτης της. Ο κ.
Βενιζέλος κατάφερε να κυριαρχήσει στο ΠΑΣΟΚ όταν ήδη αυτό βρισκόταν σε
πορεία παρακμής και ο ίδιος βυθιζόταν στο ναδίρ της δημοτικότητάς του.
Οι παρατάξεις της άκρας Δεξιάς και αυτή της άκρας Αριστεράς δείχνουν να
έχουν επιτύχει τη μέγιστη δυνατή επιρροή στο εκλογικό σώμα δεδομένων των
συνθηκών, ενώ το Ποτάμι αντιμετωπίζει σημαντικές δυσκολίες στο να
πείσει το εκλογικό σώμα για την «καθαρότητα» της προαίρεσης του.
Στο εσωκομματικό μέτωπο, τώρα, η εικόνα είναι
εντελώς διαφορετική. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, μέχρι πρότινος
εκτιμούσα –μετά μεγάλης βεβαιότητας, μάλιστα– πως μετά το «φαινόμενο
Τσίπρα» που έδωσε στο κόμμα πάνω από 30% επιπλέον των συνηθισμένων
ποσοστών του, ο ΣΥΡΙΖΑ θα μετατρεπόταν σε μια προσωποπαγή παράταξη, δομημένη γύρω από τον αρχηγό. Αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Αντιθέτως, κάποια από τα στελέχη που ο ίδιος ο κ. Τσίπρας έβαλε
στον πολιτικό χάρτη, φαίνεται πως θεωρούν ότι τα σημερινά ποσοστά του
ΣΥΡΙΖΑ αποτελούν πολιτικό κεφάλαιο που θα μείνει «προικώο» στο κόμμα
ακόμη και μετά από «τυχόν» αποχώρηση του προέδρου. Ως εκ τούτου,
ξεκίνησαν ήδη τις διαδικασίες να διεκδικήσουν αυτή την «κληρονομιά». Δεν
θα μπορούσαν να είναι περισσότερο λάθος στην εκτίμησή τους.
Μετά τις αναταραχές στο εσωτερικό του, έχει αρχίσει πλέον να
ξεκαθαρίζει πως ο ΣΥΡΙΖΑ, ως πολιτική οντότητα, κατέχει σήμερα αυτό που
πάντοτε κατείχε: ένα αμελητέο πολιτικό κεφάλαιο. Η επιτυχία της
παράταξης να οικειοποιηθεί την διάχυτη δυσαρέσκεια των εκατομμυρίων
αδικημένων των προηγούμενων οικονομικών πολιτικών, οφείλεται
ολοκληρωτικά στην περσόνα του κ. Τσίπρα, την πολιτική του στρατηγική και τη ρητορική που ο ίδιος επέλεξε. Και τα τρία αποτελούν «προσωπική κινητή ιδιοκτησία» του κ. Τσίπρα.
Αυτή τη στιγμή, το «brand name» που ονομάζεται «Αλέξης Τσίπρας»
(συγχωρήστε μου την διάλεκτο του μάρκετινγκ) είναι αναμφισβήτητα το
ισχυρότερο στην Ελλάδα. Ο ίδιος δείχνει να το γνωρίζει και να προσπαθεί
με κάθε τρόπο να το προφυλάξει. Σε συνέχεια της συμφωνίας που
διαπραγματεύτηκε, όμως, τα πράγματα δεν θα είναι εύκολα γι αυτόν.
Η συμφωνία έχει κάνει τον κ. Τσίπρα να αναρωτιέται αν ο ΣΥΡΙΖΑ
διαθέτει την απαραίτητη ιδεολογική «ελαστικότητα» να στεγάσει την
αναγκαστική πολιτική του μετάλλαξη. Στην βέβαιη μετακόμισή του προς το
κέντρο του πολιτικού τόξου ο ίδιος βρίσκεται σε μια περίοδο αναζήτησης
πολιτικού μέλλοντος ανάμεσα σε δύο δρόμους: Ο πρώτος είναι να ιδρύσει μια νέα, αμιγώς κεντρώα παράταξη μεταφέροντας εκεί το πολιτικό του κεφάλαιο, ενώ ο δεύτερος να εκκαθαρίσει το ΣΥΡΙΖΑ από τις αντίπαλες φράξιες. Και τα δύο ενέχουν σημαντικούς κινδύνους.
Η δημιουργία ενός νέου κόμματος θα του δώσει την
ευκαιρία να ξεγνοιάσει από τις εσωτερικές διαμάχες αλλά θα τον αφήσει
εκτεθειμένο εξ αριστερών. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ βρει αρχηγό από την αριστερή
πλατφόρμα, ο κ. Τσίπρας λίγο έχει να φοβηθεί. Αν όμως το παλιό κόμμα
πάει προς το μέρος μια άλλης χαρισματικής προσωπικότητας -του κ.
Βαρουφάκη, ας πούμε- τότε θα υπάρξει πρόβλημα.
Ούτε η εκκαθάριση του ΣΥΡΙΖΑ από τους εσωκομματικούς
αντιπάλους του πρωθυπουργού θα είναι εύκολη υπόθεση. Ο κ. Τσίπρας δεν
διαθέτει άνετες πλειοψηφίες στα κομματικά όργανα και μια εσωκομματική
μάχη πιθανότατα θα του προξενήσει σημαντικές φθορές. Αυτός είναι και ο
κύριος λόγος που προς το παρόν προσπαθεί να κρατήσει τις πολιτικές του
ενέργειες εναντίον των διαφωνούντων στο ελάχιστο επίπεδο.
Όπως και να ‘χει, πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι η δεδομένη
πολιτική του μετακίνηση προς το χώρο του κέντρου θα του αποφέρει
περισσότερους ψηφοφόρους από αυτούς που θα χάσει από τα αριστερά του.
Πως, όμως, ερμηνεύεται το «φαινόμενο Τσίπρα»;
Ο κ. Τσίπρας, έχτισε το πολιτικό του προφίλ πάνω στην εύστοχη
παρατήρηση πως ο λαός δεν συγχώρησε ποτέ τον κ. Σαμαρά που δεν
διαπραγματεύτηκε σκληρά με την τρόικα. Με το που πήρε την εξουσία, ο κ.
Τσίπρας κατέστησε σε όλους σαφές πως ο ίδιος είναι ο «αντιπρόσωπος του ελληνικού λαού στην τρόικα», και όχι ο «αντιπρόσωπος της τρόικας στον ελληνικό λαό», όπως ο προκάτοχός του. Διαπραγματευτικά αυτό δεν έκανε καμία διαφορά, σημειολογικά όμως άλλαξε άρδην το σκηνικό -όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη.
Με αυτή την κίνηση, ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ έχει πετύχει κάτι που
κανείς άλλος πολιτικός αρχηγός στην Ελλάδα δεν κατάφερε την τελευταία
δεκαετία: να εμπνεύσει πίστη για την αγνότητα των προθέσεων του στους ψηφοφόρους του.
Αν κάποιος το σκεφτεί χωρίς προκατάληψη, αυτό ακριβώς ήταν που ήθελαν
να δουν τα εκατομμύρια των δυσαρεστημένων από τις οικονομικές πολιτικές
των προηγούμενων κυβερνήσεων. Από τα σχεδόν δυόμισι εκατομμύρια των
ψηφοφόρων του κ. Τσίπρα, κανείς δεν τον ψήφισε επειδή ήξερε αυτόν ή την
οικογένειά του, επειδή εμπιστευόταν το κόμμα του, επειδή έπρεπε, ή
επειδή φοβόταν. Όλοι τους έκαναν ένα «άλμα πίστης» προς το μέρος του, πάνω από τους φόβους που προσπάθησαν να καλλιεργήσουν οι αντίπαλοί του.
Δεν πρέπει, λοιπόν, να αποτελεί μυστήριο για κανέναν το γιατί ο
πρωθυπουργός συνέχισε μια απέλπιδα διαπραγμάτευση τεράστιου κοινωνικού
κόστους, όταν ο ίδιος ήταν από νωρίς σε θέση να εκτιμήσει ότι είχε
μηδαμινές ελπίδες να κερδίσει οτιδήποτε με τις «αλχημείες» του κ.
Βαρουφάκη. Σε αυτή τη διαδικασία το πρώτο μέλημα του ήταν να δείξει σε
όλους πως σεβάστηκε το «άλμα πίστης» του κοινού του – πως «τουλάχιστον,
προσπάθησε» – πως αυτός δεν έγινε «Αντώνης Σαμαράς». Κρίνοντας από τις
πρόσφατες δημοσκοπήσεις μοιάζει να το πέτυχε.
Όσο για το δυσβάστακτο κόστος αυτής της επιλογής για την ελληνική κοινωνία… μη γελιέστε. Όταν μιλάμε για πολιτική –ανεξαρτήτως τόπου και χρόνου– τα κόστη της κοινωνίας μικρή σημασία έχουν μπροστά στα οφέλη των πολιτικών.
Ο Κοσμάς Μαρινάκης είναι επίκουρος καθηγητής οικονομικής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Μόσχας (Higher School of Economics).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου