Τρίτη 31 Αυγούστου 2021

"Τι πέθανε μαζί με τον Άκη Τζοχατζόπουλο" γράφει ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος (www.lifo.gr, 31.8.2021)

 ...............................................................



Τι πέθανε μαζί με τον Άκη Τζοχατζόπουλο




Ο Άκης δεν ήταν απλώς ένας πολιτικός με ένα βαρύ σκάνδαλο στην πλάτη. Υπήρξε, για μια τριακονταετία περίπου, το άτυπο Νο 2 του κόμματος που κυβέρνησε το μεγαλύτερος μέρος της Μεταπολίτευσης.


γράφει ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος  (www.lifo.gr, 31.8.2021)



Ο πρόσφατος θάνατος του Άκη Τζοχατζόπουλου, όπως συμβαίνει ενίοτε με τους θανάτους αμφιλεγόμενων πολιτικών προσώπων, έφερε στην επιφάνεια ζώσες μνήμες που όμως είχαμε προτιμήσει να απωθήσουμε ως πολιτικό σύστημα και κοινωνία.

Η συχνά άγαρμπη προσπάθεια πολλών να αποσυνδέσουν τον σημερινό τους εαυτό από τα έργα και τις ημέρες του προσώπου αυτού και άρα από μια ολόκληρη εποχή στην οποία εκείνος και το ήθος του κυριαρχούσαν πολιτικά δείχνουν τον πανικό που διακατέχει τη συλλογική μας μνήμη απέναντι σε όσα τη βαραίνουν, πλήττοντας τις εξιδανικεύσεις της, παλιές και όψιμες.

Διότι, πράγματι, αν και πέθανε μόνος, με το άγος της φυλακής να τον βαραίνει στα στερνά και πολιτικά ανέστιος, ο Άκης δεν ήταν απλώς ένας πολιτικός με ένα βαρύ σκάνδαλο στην πλάτη. Υπήρξε, για μια τριακονταετία περίπου, το άτυπο Νο 2 του κόμματος που κυβέρνησε το μεγαλύτερος μέρος της Μεταπολίτευσης: μέλος όλων των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, πάντα με τα πιο σημαντικά χαρτοφυλάκια, και κυρίως ένα από το πλέον έμπιστα πρόσωπα του προέδρου του, που, παρότι γνώριζε τις τεράστιες αδυναμίες του, εξακολουθούσε μέχρι την τελευταία μέρα να τον έχει κοντά του.

Κατά την πάγια έκφραση ‒μόνο που εδώ έχει και πλήρη ισχύ‒, ο Άκης ήταν τυπικό προϊόν της πολιτικής του εποχής και κυρίως της πασοκικής κουλτούρας που ενσταλάχθηκε και σταδιακά κατίσχυσε σε σημείο τέτοιο, που οι Άκηδες της εποχής (που έκαναν λαμπρή καριέρα σε όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα) να γίνουν ο κυρίαρχος πολιτικός ανθρωπότυπος, ο οποίος, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είχε πάψει τότε και να μας εντυπωσιάζει ή να μας ενοχλεί, παρά την πασιφανή ανεπάρκειά του γι’ αυτήν τη δουλειά.

Ο Άκης ήταν πλασμένος για να απαρτίζει τον εσωτερικό κύκλο μιας πατριαρχικής ηγεσίας: πιστός, υπάκουος και μάλλον με μικρό ενδιαφέρον για το δημόσιο συμφέρον, επιτρέποντας στον εαυτό του σοβαρές εκπτώσεις όσο το υπηρετούσε.


Επρόκειτο, πρώτ’ από όλα, για μια κουλτούρα εξουσίας που ερχόταν από παλιά και είναι χαρακτηριστική κομματικών συστημάτων και κοινωνικών δομών χαμηλής θεσμοποποίησης και έντονου πατερναλισμού. Ήταν αυτό που στον δημόσιο λόγο περιγραφόταν ως περίοδος των «χαρισματικών ηγετών», δηλαδή στην ουσία ολόκληρος ο ελληνικός εικοστός αιώνας, που όταν καλούμαστε, ακόμη και τώρα, να τον περιοδολογίσουμε και να τον ονοματίσουμε, του δίνουμε τίτλους όπως «βενιζελική» (ή «αντιβενιζελική»), «καραμανλική» και «παπανδρεϊκή» περίοδος.


Και παρότι, φυσικά, η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία χαρακτηρίστηκε από τη γέννηση και την κυριαρχία των μαζικών πολιτικών κομμάτων ‒για πρώτη φορά στην πολιτική μας ιστορία‒, η εσωκομματική δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ (μέχρι πρόσφατα, τουλάχιστον) το δυνατό τους σημείο. Ο ιδρυτής και αρχηγός τους ήταν αδύνατο να αμφισβητηθεί στο παραμικρό και η εσωκομματική εξουσία του θύμιζε πατριαρχικό θρόνο: ήταν ισόβια και το πρόσωπό του ιερό και απαραβίαστο.


Ως εκ τούτου, πλάι σε μια τέτοια εξουσιαστική δομή μεσαιωνικού τύπου ήταν δύσκολο να χωρέσουν αυτόφωτες πολιτικές προσωπικότητες με ανεξαρτησία γνώμης και βεληνεκές που να μη φοβίζει τον αρχηγό και πρωθυπουργό.


Έτσι, στη μεν ΝΔ η καραμανλική παρουσία ήταν προφανώς καταλυτική, αλλά εξαιτίας της υπερκομματικής της εμβέλειας (και της μετέπειτα μετακίνησής της στη Προεδρία της Δημοκρατίας) δινόταν χώρος ύπαρξης και στις παλιότερες πολιτικές βαρονίες που έρχονταν από παλιά, στο δε ΠΑΣΟΚ η παντοκρατορία του Ανδρέα Παπανδρέου επέτρεπε χώρο μόνο σε όσους «γνώριζε μέχρι τότε μόνο ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους», δηλαδή πολιτικά πρόσωπα που όφειλαν κυριολεκτικά τα πάντα στον αρχηγό και που δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να τον ξεβολέψουν από τον αυτοθαυμασμό του. Η απόλυτη εξουσία του, άλλωστε, επιβεβαιωνόταν και με τις συχνές «αναδομήσεις» των κυβερνήσεών του, που οι βετεράνοι υποδέχονταν με την περίφημη φράση «άντε πάλι, ο αρχηγός παίζει ανασχηματισμό».


Είναι παλαιόθεν γνωστό ότι μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον αυλικών μακροημερεύει καλύτερα όχι μόνο ο πιο πιστός, όχι μόνο ο πιο κόλακας, όχι μόνο εκείνος με τη λιγότερο επεξεργασμένη πολιτική ευφυΐα, αλλά πρώτος απ’ όλους αυτός που ενδιαφέρεται λιγότερο για την ουσία της πολιτικής, που είναι να υπηρετείς το δημόσιο συμφέρον, πέρα από πρόσωπα, τοτέμ και επί της γης ημίθεους.


Ο Άκης (αν και όχι μόνο) ήταν πραγματικά ιδανικός για τον ρόλο αυτό, πλασμένος για να απαρτίζει τον εσωτερικό κύκλο μιας τέτοιας πατριαρχικής ηγεσίας: πιστός, υπάκουος και μάλλον με μικρό ενδιαφέρον για το δημόσιο συμφέρον, επιτρέποντας στον εαυτό του σοβαρές εκπτώσεις όσο το υπηρετούσε.


Διότι η πασοκική αυτή κουλτούρα, που άλωσε σταδιακά και τη ΝΔ και έγινε η κυρίαρχη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, ήταν φορέας και μιας άλλης στρέβλωσης: της εκδημοκρατισμένης διαφθοράς.


Στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες η πολιτική διαφθορά περιορίζεται στις ηγετικές ελίτ, εντοπίζεται δηλαδή σε υψηλό κυρίως επίπεδο, χωρίς πάντως να είναι οπωσδήποτε υλική (παίρνει κι άλλες μορφές) και σίγουρα όχι εκτεταμένη. Το κοινωνικό συμβόλαιο ωστόσο, που άτυπα συμφωνήθηκε ανάμεσα σε κυβερνώντες και πολίτες στη μεταπολιτευτική Ελλάδα μετά από χρόνια κοινωνικής καταπίεσης για τα χαμηλά στρώματα, όριζε τη διαφθορά ως δημοκρατικό δικαίωμα.


Ο καθείς από τη θέση του και τις δυνατότητές του είχε το (αν)ηθικό δικαίωμα να «διαφθαρεί» όσο μπορούσε: οι πιο κάτω λιγότερο, οι πιο πάνω περισσότερο, ενώ συχνά η διαφθορά αυτή μπορεί να λάμβανε και επίσημη ή ημιεπίσημη νομιμοποίηση, όπως έκανε η περιβόητη αποστροφή του Ανδρέα όταν συνέβαιναν υπερβολές, «είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι κι έτσι».


Η διαφθορά έγινε έτσι κρίσιμο συμπληρωματικό κομμάτι του μηχανισμού της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για δημόσιους λειτουργούς, ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρηματίες – και τούτο ίσχυε και για το πολιτικό προσωπικό, το οποίο, μετά την ανανέωση που επέφερε η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, δεν προερχόταν αναγκαστικά από κάποιο πολιτικό τζάκι. Γεγονός που σήμαινε ότι για τον εκάστοτε υποψήφιο δεν αρκούσε να συγκεντρώνει μόνο ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο για την πολιτική του επιβίωση αλλά και ένα οικονομικό. Και το πρώτο γινόταν όλο και περισσότερο συνάρτηση του δεύτερου.



Θα αναρωτηθεί, βέβαια, κανείς, δικαίως: και τότε, αν η τσοχατζοπούλεια κουλτούρα ήταν η κυρίαρχη, γιατί ο ίδιος δεν κατάφερε να γίνει ο διάδοχος του «μεγάλου πατριάρχη» κατά την εσωκομματική εκλογή του 1996; Και ακόμη χειρότερα, γιατί κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος το αντίπαλο δέος του, ένας πολιτικός όπως ο Κ. Σημίτης, σχετικά περιθωριοποιημένος τόσα χρόνια στο ΠΑΣΟΚ, που προσωποποιούσε μια εκσυγχρονιστική εκδοχή, ριζικά διαφορετική;


Πιστεύω ότι ο Άκης και οι φιλοδοξίες του σκόνταψαν πάνω σε μια μακραίωνη ιστορικοπολιτική σταθερά του ελληνικού κράτους που θέλει το πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία να αναζητούν επειγόντως κινήσεις αυτοδιόρθωσης όταν η πορεία μας δείχνει να ξεφεύγει από τα εκσυγχρονιστικά και φιλοευρωπαϊκά ειωθότα. Κι έτσι να αναζητά αιφνιδίως πρόσωπα που να μπορούν να κάνουν τη δύσκολη δουλειά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω κι αν γνωρίζουν ότι θα χρειαστεί να τους γίνουν και δυσάρεστοι. Το έχει κάνει πάμπολλες φορές στο παρελθόν και είναι αλήθεια ότι πολιτικοί όπως ο Βενιζέλος ή ο Καραμανλής εισήλθαν στην εποχή τους ξαφνικά στο προσκήνιο ως outsiders, σε μια στιγμή που κυοφορούνταν μεγάλοι μετασχηματισμοί, μετά από μεγάλες αναταράξεις.


Όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτε λιγότερο από το πολύ πρόσφατο παρελθόν μας και αν σήμερα αποστρέφουμε το βλέμμα μας είναι διότι, για όσους τολμούν να το παραδεχτούν, αυτή είναι η τωρινή μας μεγάλη μάχη: να τα υπερβούμε και, μετά από μια δεκαετία αλλεπάλληλων κρίσεων, να προχωρήσουμε σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο εξουσίας και κοινωνίας που ούτε να στηρίζεται σε «χαρισματικούς» ούτε και να υποτάσσει το δημόσιο συμφέρον στο πλήθος των ιδιωτικών.

Τα πρώτα βήματα φαίνεται ότι ήδη γίνονται, αλλά ενώ οι Άκηδες μπορεί να φεύγουν από τη ζωή και το προσκήνιο, το πιο δύσκολο ερώτημα είναι αν θα καταφέρουμε να ξεριζώσουμε και την κουλτούρα τους.





"ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ Σ’ΑΝΑΖΗΤΩ" τραγούδι των "Χειμερινών Κολυμβητών" με τον Αργύρη Μπακιρτζή σε δύο διαφορετικές ερμηνείες...

 ...........................................................



ΚΑΘΕ ΠΡΩΙ Σ’ΑΝΑΖΗΤΩ 


Κάθε πρωί σ’αναζητώ, ολημερίς σε ψάχνω
Και κάθε ηλιοβασίλεμα ρωτώ για σένα πάντα
Κι όλες τις νύχτες μου περνώ με αγωνία και πόνο
Κι όμως ποτέ παράπονο δεν βγάζει η καρδιά μου.
Κι όμως ποτέ παράπονο δεν βγάζει η καρδιά μου
Γιατί είν’ ο πόνος μου γλυκός πού’χω για σένα φως μου
Αγάπη μου είν’ αβάσταχτος του χωρισμού ο πόνος
Σαν το κερί σιγά σιγά το πνεύμα μου θα σβήσει μες στη φλόγα
Άλλη καμιά ποτέ μες στη ζωή το πνεύμα μου δε θ’αδράξει
Κι ούτε ποτέ ζητώ να βρω παρηγοριά κι ανάσα σ’αγάπη άλλη!

Έμμετρη απόδοση του Αργύρη Mπακιρτζή, πεζοτράγουδου του Καΐς Εμπν Μουάζ ή Ματζνούν (τρελός), 1ος αι μ.Χ., (Χίλιες και μία νύχτες, μετ. Κ. Τρικογλίδη, τομ. 1, σ'. 246, εκδ. Ηριδανός). Μουσική Αργύρη Μπακιρτζή. Αυτή η διαφορετική εκδοχή του τραγουδιού για πιάνο και λαούτο έγινε από τον Γιώργο Πατεράκη. Το αρχικό τραγούδι περιλαμβάνεται στον δίσκο των Χειμερινών Κολυμβητών "Το Πέρασμά σου". 

Voice: Argiris Bakirtzis 
Piano: George Paterakis 
Lute: Maria Ploumi 
Sound: Yiannis Skandamis 
Live recording @Athenaeum, 2015





Κι εδώ η πρώτη ερμηνεία από τους "Χειμερινούς Κολυμβητές" και τον Αργύρη Μπακιρτζή



Δευτέρα 30 Αυγούστου 2021

"Πανελλαδικές" ποίημα της Γλυκερίας Μπασδέκη... Από τη φίλη στο fb Mary Dimakakou (facebook, 30.8.2021)

 ..............................................................







Γλυκερία Μπασδέκη

(γ.1969)





Πάντα θα μένει μια άσκηση φυσικής άλυτη, λατρεία μου.

Δεν τελειώνει το έργο έτσι εύκολα.

Δεν ξεπληρώνεις σ'αυτό το εξεταστικό με...
"17.000 μόρια μάγκες,
μια χαρά,
με τα τσαρούχια στο Χημικό Ιωαννίνων".

Έχει κι άλλα πλάνα
ο σκηνοθέτης.

Έχει πολλά χιλιόμετρα σελυλόιντ,
έχει μονταζιέρα,
έχει να βρει αίθουσα,
να κόψει εισιτήρια...

Δεν καθάρισες με μια φορά Πανελλαδικές, αγαπημένε υποψήφιε.

Θα δίνεις και θα δίνεις
κι όλο θα εισάγεσαι.

-Θα περάσεις Πανκαταθλιπτικές .
-Θα περάσεις Πανωλεθριακές.
-Θα περάσεις Παναπελπισιακές.

Θα γράφεις σε τετράδια, σε τοίχους, σε παγκάκια, σε φλέβες.

Και θα ξαναεισάγεσαι
και θα ξαναεισάγεσαι.

- Θα περάσεις Παναισθηματικές.
- Θα περάσεις Πανθρυψαλιακές.
- Θα περάσεις Πανπροδοσιακές.

Δεν έχουν τελειωμό αυτές οι εισαγωγικές...
Πάντα θα μένει μια άσκηση φυσικής άλυτη, λατρεία μου.

~Γλυκερία Μπασδέκη~ (Πανελλαδικές)

Κυριακή 29 Αυγούστου 2021

"Ο Άκης Τσοχατζόπουλος αποδιοπομπαίος τράγος" έγραψε ο Στέλιος Κούλογλου (https://tvxs.gr, 28.8.2021)

 ...............................................................


Ο Άκης Τσοχατζόπουλος αποδιοπομπαίος τράγος




έγραψε ο Στέλιος Κούλογλου (https://tvxs.gr, 28.8.2021)


Οι νεκροί δεν δικαιώνονται, υποχρεωτικά. Και ο Άκης Τσοχατζόπουλος ακόμη περισσότερο: καταδικάστηκε για απάτες σε βάρος του δημοσίου, απαξίωσε συνολικά την παράταξη του ΠΑΣΟΚ που τον είχε αναδείξει και απογοήτευσε (η λέξη δεν αποδίδει όλη την έκταση του αμαρτήματος) τους οπαδούς του κόμματος και τους ψηφοφόρους του.

Αλλά ο εκλιπών δεν είναι ένα τυχαίο στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Ιδρυτικό στέλεχος του κόμματος το 1974, συμμετείχε σε όλες τις κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου από τον Οκτώβριο του 1981 ως υπουργός σε 7 διαφορετικά σημαντικά υπουργεία, διετέλεσε γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής, ανέλαβε αναπληρωτής πρωθυπουργός όταν ο Ανδρέας νοσηλευόταν με σοβαρά προβλήματα υγείας στο Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο και εκπροσώπησε με αυτή την ιδιότητα τη χώρα το 1995 στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στη Μαδρίτη.


Υποψήφιος πρωθυπουργός τον Ιανουάριο 1996, μετά την αποχώρηση του Ανδρέα Παπανδρέου, ήρθε πρώτος, με σχετική πλειοψηφία στην πρώτη ψηφοφορία στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Για να ηττηθεί τελικώς από τον Κώστα Σημίτη, από τον οποίο έχασε, πάλι με μικρή διαφορά, και τη μάχη για τη θέση του γραμματέα λίγους μήνες αργότερα, πριν αναλάβει κορυφαίος υπουργός στις κυβερνήσεις Σημίτη την οκταετία μέχρι το 2004.

Με δυο λόγια, ο Τσοχατζόπουλος δεν είχε απλώς την υποστήριξη μιας σημαντικής μερίδας του ΠΑΣΟΚ: ήταν σάρκα εκ της σαρκός του. Αν ο «ωραίος Μπρούμελ», όπως τον αποκαλούσε ο Α. Παπανδρέου συγκρίνοντας τον με ένα ονομαστό στέλεχος της βρετανικής αριστοκρατίας τον 18ο αιώνα, βουτήχτηκε στη διαφθορά που τον οδήγησε στη φυλακή πολλά χρόνια μετά, το 2012, είναι γιατί εκμεταλλεύτηκε την περιρρέουσα ανοχή. «Είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι και 500 εκατομμύρια δραχμές », φέρεται να είπε ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου το 1985 για ένα άλλο στέλεχος σε κρατική θέση. Σε μια αμφιλεγόμενη φράση, που στοιχειώνει έκτοτε το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα.

Το βέβαιο είναι ότι η εξουσία διαφθείρει και από αυτόν τον κανόνα κάθε άλλο παρά ξέφυγε το ΠΑΣΟΚ. Δεν αφορούσε ούτε αφορά όλα τα κορυφαία στελέχη του, που συνυπήρχαν όμως και ορισμένα ανέχθηκαν τις πρακτικές διαφθοράς και όσους είχαν εμπλακεί σε αυτές. Η διαφορά του Τσοχατζόπουλου δεν είναι μόνο ότι τις αποθέωσε, αλλά ανίκανος να διαχειριστεί την αλαζονεία της εξουσίας, άρχισε να επιδεικνύει τον παράνομο πλουτισμό του: πολυτελής γάμος στο Παρίσι, αγορές στη Διονυσίου Αρεοπαγίτου. Βέβαιος ότι είναι στο απυρόβλητο, δεν κατέστρεψε τα στοιχεία που τον ενοχοποιούσαν, ακόμη και όταν ελεγχόταν για την πηγή των χρημάτων του!


Αυτό ήταν το μοιραίο λάθος του «Άκη» και συγχρόνως η τελευταία υπηρεσία που προσέφερε. Όχι στους φτωχούς, «μη προνομιούχους», οπαδούς και ψηφοφόρους του κόμματος του ή στο ίδιο του το κόμμα, το οποίο έριξε στην πλήρη ανυποληψία: ενώ ιδιαίτερα στη δεύτερη τετραετία Σημίτη(2000- 2004) η διαφθορά απογειώθηκε, ο Τσοχατζόπουλος και κάποιοι ακόμη «χρήσιμοι ηλίθιοι», έδωσαν την ευκαιρία στο σύστημα εξουσίας που τους ανεχόταν ή και τους έτρεφε, να στρέψει την προσοχή της κοινής γνώμης μόνο σε αυτούς.

Ο κ. Σημιτης για παράδειγμα, παρότι στη διάρκεια της δικής του πρωθυπουργίας ο Τσοχατζόπουλος διέπραξε ως υπουργός Εθνικής Άμυνας τα αδικήματα για τα οποία καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης 20 ετών χωρίς ελαφρυντικά, δεν έχει πει ούτε μια λέξη αυτοκριτικής ή δεν έχει δώσει εξηγήσεις για τις μίζες, που ο ίδιος μπορεί να μην έπαιρνε, αλλά σίγουρα έβλεπε να περνούν.

Ο Τσοχατζόπουλος έδωσε την ευκαιρία στο σύστημα αυτό που τελικά τον άφησε να σαπίσει στη φυλακή, να επιβιώσει και σε στελέχη του να συμμετέχουν σήμερα στην κυβέρνηση Μητσοτάκη ή να παριστάνουν τους τιμητές της δημόσιας ζωής. Ο Θεός, αν υπάρχει, συγχωρεί τα πάντα. Αλλά δύσκολα θα μπορούσε, εκεί ψηλά, να συγχωρέσει τον Ακη Τσοχατζόπουλο όχι μόνο για τη συμμετοχή στην απαξίωση της πολιτικής. Αλλά και για την ευκαιρία που έδωσε στο σύστημα διαφθοράς να τον χρησιμοποιήσει σαν αποδιοπομπαίο τράγο, ματαιώνοντας την κάθαρση που έχει ανάγκη η χώρα.

Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

"Τα υπογραμμισμένα βιβλία" γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.8.2021)

 ..............................................................


            Τα υπογραμμισμένα βιβλία




γράφει ο Θωμάς Τσαλαπάτης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.8.2021)



Τα βιβλία που αλλάζουν χέρια. Το μεγάλο φετίχ, ανεξάρτητα από εποχές και τεχνολογίες. Βιβλία που μοιράζονται από χέρι σε χέρι, βιβλία μεταχειρισμένα, βιβλία κλεμμένα χωρίς ενοχές και δεύτερες σκέψεις.

Η ανάγνωση είναι η μεγάλη εισπνοή. Στις σωστές περιόδους της είναι η ίδια η ένταση του κόσμου βαλμένη σε τετράγωνο σχήμα. Γιατί αν η συγγραφή είναι μια διαδικασία μοιράσματος σκέψεων, αγωνίας και περιγραφών, τότε και η ίδια η ανάγνωση οφείλει να έχει κάτι από αυτή τη διαδικασία. Το βιβλίο που σου επέβαλε κάποιος φίλος να διαβάσεις βάζοντάς το στην τσάντα σου υποχρεωτικά, το βιβλίο για το οποίο κάποιος άλλος δεν μπορεί να σταματήσει να μιλά, αυτά τα «μπορώ να το πάρω;», «έχεις το…», και «αυτό έφυγε» δίπλα στη βιβλιοθήκη ενός φίλου.


Να διαβάζεις όπως περπατάς. Αλλοτε τρέχοντας, άλλοτε σουλατσάροντας χωρίς λόγo κοιτώντας δεξιά-αριστερά, άλλοτε με μόνο στόχο να φτάσεις στο τέλος της διαδρομής. Η ανάγνωση είναι ένα διαρκές βάδισμα προς την καρδιά του κόσμου. Αλλά πολλές φορές δεν είναι ένα βάδισμα μοναχικό.

Στις σελίδες των δανεισμένων βιβλίων, στις σελίδες των ξαναδιαβασμένων βιβλίων, ενώ συνεχίζεις, βλέπεις υπογραμμίσεις. Γραμμές ενός φίλου υπονοώντας το σημαντικό, αυτό που πρέπει να διαβαστεί εξαρχής. Γραμμές κάποιου αγνώστου που μέσα από αυτές αρχίζεις να μαθαίνεις τον χαρακτήρα του. Γραμμές κάποιας μελέτης για άγνωστο σκοπό που σε κάνει να αναρωτιέσαι για τις παλαιότερες χρήσεις του βιβλίου.

Γιατί κάθε υπογράμμιση υπονοεί μια επιστροφή. Κλέβει κάτι από το παρθένο έδαφος της δικής σου πρώτης διαδρομής και σου δείχνει πως βλέμματα περάσαν από εδώ. Σαν ένα διαμέρισμα που μόλις άρχισες να κατοικείς και βρίσκεις κρυμμένα αντικείμενα από παλιούς ενοικιαστές στις πτυχώσεις και τους τοίχους.

Το βιβλίο έτσι μεγαλώνει. Γίνεται ένας τόπος που ξεπερνά τη δική σου ανάπλαση του δεδομένου κόσμου. Πάντοτε σε συντροφεύει μια άλλη ματιά, βγαλμένη από το παρελθόν. Μια ματιά που ζητά να σε καθοδηγήσει.

Γιατί κάθε υπογράμμιση είναι μια ερμηνεία του βιβλίου. Μια υποχρεωτική εστίαση σε συγκεκριμένα σημεία που ενδεχομένως να προσπερνούσες ή να μην έδινες τόση σημασία. Μια προϋπάρχουσα οριοθέτηση που σου λέει πού να σταθείς και πού να προσπεράσεις τρέχοντας. Φράσεις αποσπασμένες από το σώμα του βιβλίου που κουβαλούν τη σήμανση του σημαντικού, πινακίδες νοήματος στη ροή του λόγου, σημεία συμπύκνωσης με άγνωστες προθέσεις να τα δημιουργούν.

Ετσι ο διάλογός σου με τον συγγραφέα γίνεται συζήτηση. Ενα τρίγωνο πια όπου εσύ, ο υπογραμμιστής και ο συγγραφέας ανταλλάσσετε παρατηρήσεις και απόψεις. Και το βιβλίο μια πολλαπλή επιφάνεια νοήματος διευρυμένη προς άγνωστες κατευθύνσεις συνειρμών και σημασιών. Γιατί αν κάθε ανάγνωση είναι μια εκ νέου συγγραφή ενός κειμένου, μια ανάγνωση ενός υπογραμμισμένου βιβλίου είναι η εκ νέου συγγραφή μιας εκ νέου συγγραφής. Τα ενδεχόμενα ανοίγουν προς μια πολλαπλή συνομιλία που άλλοτε καταλήγει στον θόρυβο και άλλοτε σε μια πολλαπλασιαστική ανταλλαγή.

Παίρνεις ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, ένα βιβλίο που έχεις ξαναδιαβάσει. Και θυμάσαι την τότε απόλαυση, την ιδιόμορφη αυτή ηδονή της γνωριμίας σου με ήρωες και μοτίβα. Αλλά τόσο οι ήρωες όσο και τα μοτίβα έχουν πια σήμερα ξεχαστεί.

Το μόνο που θυμάσαι είναι η αίσθηση της απόλαυσης που τώρα ζητάς να επαναλάβεις. Ξεκινάς την ανάγνωση με την προσδοκία της επανάληψης. Και καθώς προχωράς κάτι σε πετά διαρκώς από την ελεύθερη ροή του δρόμου. Είναι οι υπογραμμίσεις, τα σημάδια, οι σημειώσεις με έναν γραφικό χαρακτήρα που πια δεν μπορείς καν να αποκωδικοποιήσεις.

Ποιος πέρασε λοιπόν τόσο άγαρμπα από αυτή τη διαδρομή; Καταλαβαίνεις πως ήσουν εσύ. Ή μάλλον εσύ σε κάποια άλλη ηλικία. Και τελικά η ανάγνωση του βιβλίου γίνεται μια ανάγνωση της περασμένης ηλικίας, μια ανάγνωση του εαυτού σου όπως διαμορφωνόταν ώστε να καταλήξει σε αυτό που είσαι σήμερα.

Πίσω από τις γραμμές και τα θαυμαστικά δεν βλέπεις τις ιστορίες του συγγραφέα. Αρχίζεις σιγά σιγά να διακρίνεις τις δικές σου προσδοκίες, τα γούστα, τις επιθυμίες. Ολα όσα συνέλεγες ώστε να τα πάρεις μαζί σου μετά την ανάγνωση. Στον έξω κόσμο που τη μετατρέπει σε απόλαυση, γνώση ή εφόδιο ανάλογα με τις εκάστοτε προθέσεις.

Γιατί κάθε υπογράμμιση σε ένα βιβλίο που διαβάζουμε είναι ένα γράμμα στον μελλοντικό εαυτό μας.



"Φάρμακα ή εμβόλια; Το λάθος ερώτημα" γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.8.2021)

 ...............................................................


Φάρμακα ή εμβόλια; Το λάθος ερώτημα





γράφει ο Άρης Χατζηστεφάνου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 28.8.2021)


Στις ΗΠΑ, Ρεπουμπλικανοί κυβερνήτες προωθούν κοκτέιλ μονοκλωνικών αντισωμάτων σε βάρος των εμβολίων ● Και οι αντιεμβολιαστές ψηφοφόροι τους τα δοκιμάζουν άφοβα, πιστεύοντας ότι έτσι χτυπούν τα κέρδη των φαρμακοβιομηχανιών.

Σχεδόν δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, χρειάζεται πραγματικά πολλή προσπάθεια για να μετατρέψεις μια από τις πιο εύπορες περιοχές του πλανήτη σε επίκεντρο μετάδοσης του κορονοϊού. Ο κυβερνήτης, όμως, της Φλόριντας, Ρον Ντεσάντις, τα κατάφερε. Αφού απέρριψε την επιβολή μάσκας, λοκντάουν και εμβολιασμού και απαγόρευσε σε σχολεία, πανεπιστήμια, κρουαζιερόπλοια και δημόσιες υπηρεσίες να ζητούν πιστοποιητικό εμβολιασμού ή αρνητικού τεστ, είδε την πολιτεία του να ξεπερνά τα τρία εκατομμύρια κρούσματα και τους 42.000 νεκρούς. Από τα μέσα του καλοκαιριού ένα στα πέντε κρούσματα στις ΗΠΑ καταγράφεται στη Φλόριντα.

Η άρνηση της πραγματικότητας ενίσχυε πολιτικά τον Ντε Σάντις, που έβλεπε τη δημοτικότητά του να αυξάνεται, καθώς χάιδευε τα αυτιά του σκληρού πυρήνα των Ρεπουμπλικάνων αντιεμβολιαστών. Οταν, όμως, «o κόμπος έφτασε στο χτένι», ο κυβερνήτης άλλαξε γραμμή και έριξε όλο το βάρος του στις θεραπείες με μονοκλωνικά αντισώματα. Σε λίγες εβδομάδες, κατάφερε να μετατραπεί σε ίνδαλμα χιλιάδων αντιεμβολιαστών εντός και εκτός των ΗΠΑ.


Ακόμη, μάλιστα, και η αποκάλυψη ότι ένας από τους σημαντικότερους χορηγούς της προεκλογικής του εκστρατείας, ο Κεν Γκρίφιν, είχε μετοχές 16 εκατομμυρίων δολαρίων στην εταιρεία Regeneron, που προμηθεύει τη Φλόριντα με μονοκλωνικά σκευάσματα, δεν έκαμψε τους απανταχού θαυμαστές του. «Δεν καταλαβαίνω», δήλωνε προ ημερών o Ντέιβιντ Στερνς, διοικητής σε νοσοκομείο της Νότιας Φλόριντας, «γιατί οι άνθρωποι φοβούνται μέχρι θανάτου ένα εμβόλιο με το οποίο δουλεύουμε εδώ και δέκα χρόνια, αλλά τρέχουν να βάλουν στο σώμα τους ένα εξαιρετικά πειραματικό κοκτέιλ φαρμάκων».

Αγνοώντας τις συμβουλές της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας, που υποστηρίζει ότι η θεραπεία με φάρμακα είναι απαραίτητη αλλά συμπληρωματική της πρόληψης με εμβόλια, οι ακραίοι υποστηρικτές των μονοκλωνικών πυροδότησαν μια ομολογουμένως ενδιαφέρουσα συζήτηση για την πολιτική οικονομία των εμβολίων. Βασικό επιχείρημά τους είναι ότι οι φαρμακοβιομηχανίες σαμποτάρουν τα «φτηνά» φάρμακα, γιατί οι πωλήσεις εμβολίων τούς προσφέρουν μεγαλύτερη κερδοφορία.

Μια δόση, όμως, από το σκεύασμα μονοκλωνικών αντισωμάτων REGN-COV της Regeneron κοστίζει 1.200 δολάρια στις ΗΠΑ, περίπου 2.000 δολάρια στη Γερμανία και 800 δολάρια στην Ινδία (χωρίς το κόστος χορήγησης και νοσηλείας). Μια δόση από το αντίστοιχο φάρμακο της ελβετικής φαρμακοβιομηχανίας Roche κυμαίνεται στα 650 δολάρια στην Ινδία και φτάνει μέχρι τα 3.500 δολάρια στις ΗΠΑ. Οταν, μάλιστα, ο ΟΗΕ ενέκρινε το συγκεκριμένο σκεύασμα για ασθενείς με COVID-19 σε κρίσιμη κατάσταση, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (MSF) ζήτησαν από τη Roche να μειώσει άμεσα την τιμή του και να άρει τις πατέντες, επιτρέποντας σε άλλες χώρες να το παρασκευάζουν μαζικά. Η έκκληση, προφανώς, έπεσε στο κενό, όπως συνέβη και με τα αιτήματα για τις πατέντες των εμβολίων. Ακόμη, όμως, και χωρίς τις πατέντες, η ανθρωπιστική οργάνωση Oxfam αναφέρει ότι κάθε δόση εμβολίου της Pfizer θα μπορούσε να παραχθεί με 1,18 δολάρια, ενώ οι MSF υπολογίζουν ότι μια δόση του φαρμάκου της Roche παρασκευάζεται για περίπου 40 δολάρια.

Η κερδοφορία, βέβαια, μιας εταιρείας δεν καθορίζεται μόνο από το κόστος παραγωγής και την τιμή πώλησης αλλά και από τον αριθμό των προϊόντων που χορηγούνται. Οι εταιρείες, λοιπόν, υποστηρίζουν οι αντιεμβολιαστές προτιμούν τον μαζικό εμβολιασμό σε σχέση με την πώληση μερικών εξαιρετικά ακριβών φαρμάκων. Είναι, όμως, έτσι;

Οπως είχαν εξηγήσει πριν από χρόνια οι οικονομολόγοι Μάικλ Κρέμερ, από το πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και Κρίστοφερ Σνάιντερ, από το Πανεπιστήμιο Τζορτζ Ουάσιγκτον, σε βάθος χρόνου η κερδοφορία από τα φάρμακα είναι πάντα πολύ υψηλότερη σε σχέση με τα εμβόλια για δύο βασικούς λόγους: Καταρχήν το φάρμακο χορηγείται σε ανθρώπους που έχουν ήδη ασθενήσει και ως εκ τούτου οι φαρμακοβιομηχανίες μπορούν να επιβάλλουν πολύ υψηλότερες τιμές (ουσιαστικά εκβιάζοντας τον ασθενή για τη ζωή του). Αντίθετα, τα εμβόλια απευθύνονται σε υγιείς ανθρώπους, οι οποίοι δεν αισθάνονται την ίδια πίεση να πληρώσουν υψηλό αντίτιμο.

Ο δεύτερος παράγοντας, σύμφωνα με τους δύο καθηγητές, είναι ότι, ενώ τα φάρμακα απλώς αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα, τα εμβόλια μπορούν να αντιμετωπίσουν την ίδια την ασθένεια, περιορίζοντας τα μελλοντικά κέρδη των φαρμακοβιομηχανιών. Αυτό σημαίνει, επίσης, ότι, αγοράζοντας ένα φάρμακο από μια εταιρεία, το κράτος βοηθά μόνο ένα άτομο, ενώ με ένα εμβόλιο προστατεύει και τους γύρω του, επιτυγχάνοντας ανοσία ή έστω περιορίζοντας τη μετάδοση.

Φυσικά, η τελική ισορροπία ανάμεσα στην κερδοφορία από τα φάρμακα ή τα εμβόλια θα εξαρτηθεί από δεκάδες άλλους παράγοντες, όπως η ταχύτητα μετάδοσης του ιού, ο χρόνος έναρξης του εμβολιαστικού προγράμματος, η βαρύτητα των συμπτωμάτων των νοσούντων κ.ά. Σε όλες τις περιπτώσεις, όμως, ο Κρέμερ και ο Σνάιντερ έδειξαν ότι οι φαρμακοβιομηχανίες κερδίζουν περισσότερο από τα φάρμακα και λιγότερο από τα εμβόλια. Το 2001, όταν οι δύο οικονομολόγοι ξεκίνησαν την έρευνά τους, η παγκόσμια αγορά φαρμάκων υπολογιζόταν στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια, ενώ οι πωλήσεις εμβολίων απέδιδαν 5 δισεκατομμύρια. Είναι βέβαια γεγονός ότι έκτοτε οι πωλήσεις και η κερδοφορία από εμβόλια σημείωσαν τρομακτική αύξηση. Δεν κατάφεραν, όμως, να ανατρέψουν μια βασική αρχή στην πολιτική οικονομία του φαρμάκου: ότι οι εταιρείες προτιμούν να πωλούν φάρμακα για χρόνιες παθήσεις και όχι εμβόλια που αντιμετωπίζουν την ασθένεια.

Η πανδημία του κορονοϊού, που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η «αρπαχτή του αιώνα» για ορισμένες φαρμακοβιομηχανίες, φαίνεται να επισκιάζει αυτή τη διαπίστωση, τροφοδοτώντας μια ανηλεή μάχη ανάμεσα σε ακραίους εμβολιαστές και αντιεμβολιαστές, οι οποίοι δεν συνειδητοποιούν ότι χρειαζόμαστε εμβόλια και φάρμακα -απελευθερωμένα όμως από τις πατέντες, οι οποίες στοιχίζουν εκατομμύρια ζωές.

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2021

"ΜΑΗ ΜΗΝΑ" ανέκδοτο αφήγημα της Γεωργίας Δεληγιαννοπούλου (facebook, 27.8.2021)

...............................................................



"ΜΑΗ ΜΗΝΑ"

ανέκδοτο αφήγημα της Γεωργίας Δεληγιαννοπούλου (facebook, 27.8.2021)








Μια φορά κι ἕναν καιρό ἕνας ἠλικιωμένος κύριος, πολύ μερακλής ζούσε μόνος σ’ ἕνα μεγάλο σπίτι με εὐρύχωρες βεράντες. Δεν ἦταν πολύ καιρό πριν που σ’αὐτές ἀκριβῶς τις βεράντες καθόταν ἀντίκρυ στην ἀγαπημένη του – καὶ πολυμισημένη του, ἀνάλογα – γυναίκα. Η σαραντάχρονη σχέση τους γεμάτη καυγάδες και ἀπειλές χωρισμού. Ἐκείνη πεθαμένη τώρα τόν στοίχειωνε, καθρεφτιζόταν στὸ λοῦστρο τῶν ἐπίπλων ἤ ἀνάσαινε στα λούκια τῆς βαριάς κουρτίνας. Ἐκεῖνος, πρωί βράδυ μέ τήν τηλεόραση ανοικτή, γέμιζε τόν κενό χῶρο του μέ ἤχους ενοχλητικούς, πού ὅμως τόν ἔτρεφαν μέ κάποια παρουσία.
Κρατοῦσε πιστά την καθημερινή ρουτίνα του, τακτοποιοῦσε τα ἔπιπλα (τοῦ άρεσε νά ἀκούει τό στριγκό σούρσιμο τῆς καρέκλας ὅταν τήν ἔβαζε στή θέση της μετά τόν πρωινό καφέ), τίναζε τη σκόνη ἀπό τις κουρτίνες κι ἔβγαινε στις βεράντες ποὺ τις εἶχε γεμίσει με μυρωδικά και γεράνια. Μια μέρα πρόσεξε σε μια γλάστρα ἕναν μίσχο καινούργιο. Τόν άφησε, κατάλαβε ὅτι ἦταν δεντράκι. Καὶ πέρασε ἕνας χρόνος καὶ δεύτερος. Ὁ κύριος ὅλο βάραινε στην ἐρημιά του, μια ἐρημιά που καταλαμβάνει τους ἀνθρώπους τελείως ἀνυπεράσπιστους στα γεράματα, κυρίως ὅταν δεν ἔχουν προλάβει ἢ δεν ἔχουν καταφέρει, να συναντηθοῦν ἐν ζωῆ με αὐτούς που φύγαν ἀμετάκλητα. Στοιχειώνει ἡ ματαιωμένη συνάντηση το μυαλό και γεμίζει το δωμάτιο ἐρωτηματικά που σκουντρουφλᾶν στα τζάμια σαν τις μύγες. Κι ἡ ζωή γυρίζει τον τροχο και τα γεράματα ξεραίνουν τον ἀμφιβληστροειδῆ. Ὁ μίσχος στο μεταξύ μεγάλωνε κι ἔγινε φανερό ὅτι ἐπρόκειτο για νεραντζιά. Ψήλωνε ταχύτατα μέσα στη στενή γλάστρα. Ὁ γέρος κύριος το καμάρωνε. Το θεωροῦσε, τρόπον τινά, παιδί του, μια και δικά του ἄλλα παιδιά δεν εἶχε, μόνο την κόρη τῆς γυναίκας του, που ἐρχόταν πολύ συχνά να τον δεῖ και καθόταν μαζί του στη βεράντα παρακολουθώντας την πρόοδο τοῦ μικροῦ δέντρου και λέγοντας ὅλες ἐκεῖνες τις καθημερινές κοινοτοπίες που ἀνταλλάσσουν οἱ ἄνθρωποι άμήχανοι, ὅταν φοβοῦνται νὰ σκαλίσουν το ἐπίχρισμα τῶν λέξεων. Ἀπ’ την ἀμηχανία αὐτή τους ἔβγαζε πάντα ἡ συζήτηση σχετικά με το εἶδος τοῦ δέντρου: εἶναι λεμονιά, ἢ νεραντζιά; Μήπως εἶναι ἀγριολεμονιά; Ἢ μήπως ἀγριονεραντζιά; Μα πόσο γρήγορα μεγαλώνει! Να δοῦμε πότε θα βγάλει καρπό!
Κάποια μέρα – πέρασε κι ἄλλος χρόνος, πέρασε και παράλλος -ὁ γέρος κύριος πέθανε κι αὐτός με την σειρά του, ὅπως ἦταν προδιαγεγραμμένο και ἀναπόφευκτο, κι ἔμεινε ἡ κοπέλα, ὁ μόνος ἄς ποῦμε οἰκεῖος, να μετράει κοῦτες, να χαρίζει μπιμπελό και να ἀμπαλάρει μνῆμες σε χαρτί περιτυλίγματος.
Κάποια στιγμή ἔφτασε ἡ καταμέτρηση της στα γεράνια, στο μαϊντανό και στα πελαργόνια. Χάρισε ὅλες τς γλάστρες στους ἐνοίκους τοῦ διπλανοῦ διαμερίσματος. Ἀλλά στο μικρό δέντρο κοντοστάθηκε. Τῆς θύμισε το μεράκι με το ὁποῖο ὁ γέρος κύριος φρόντιζε το φυτό κι ἀποφάσισε να το πάρει σπίτι της. Λίγα χρόνια μετά θα καθόταν κι αὐτή στη δική της βεράντα παρατηρώντας το δέντρο. Εἶχε ξεπεράσει τα δύο μέτρα κι εἶχε κάνει ἕναν κορμό σχεδόν εἴκοσι ἑκατοστά διάμετρο. Φαινόταν ὄμορφο, ὑγιές και την προστάτευε ἀπό τον ἐνοχλητικό μεσημεριανό ἥλιο, καθώς ρούφαγε ὅλο το φῶς στα φύλλα του. Ἀλλά ἀπό καρπό τίποτα. Ἕνας ἐραστής τῆς εἶχε πεῖ μια φορά: «Τί το θες αὐτό το δέντρο; Ἄχρηστο εἶναι! Θα ´πρεπε τόσα χρόνια να ἔχει δέσει καρπό. Τί το κρατᾶς;». Δεν μποροῦσε ἐκείνη ὅμως να τοῦ ἐξηγήσει ὅτι στο δέντρο ἔβλεπε ἐκεῖνες τίς παλιές χειρονομίες φροντίδας, ὅτι ἦταν ὁ δεσμός της μέ τό πενιχρό οἰκογειακό της παρελθόν. Αἰσθηματολογίες; Μᾶλλον. Ἀλλά δεν μποροῦσε να το πετάξει... Ἂς ἔμενε ἕνα δέντρο ἄχρηστο, δεν την πείραζε.
Περίεργα τα πεντόβολα τῆς τύχης. Πέρασε κι ἄλλος καιρός καί ἡ κοπέλα, που δεν ἦταν πιὰ κοπέλα, ἀλλά μια πρόωρα γερασμένη συνταξιοῦχος, ἔχοντας μαζί με το δέντρο της καί μιά προίκα ἐρημιᾶς, ἄρχισε να μαραζώνει, ὄχι ἀπό γῆρας, μᾶλλον ἀπό κάποιο καημό ἀδιευκρίνιστο, ἀπό μια δική της ἴσως ματαιωμένη συνάντηση με τη ζωή. Γάμο, παιδιά δέν ἔκανε κι οἱ σχέσεις της, στεγνές, ὅλες ὑπέφεραν ἀπό ξηρασία. Τόσο μποροῦσε, δέν μποροῦσε ἄλλο, μονολογοῦσε ταπεινωμένη, κάποιες νύχτες μέσα σέ δάκρυα πού δέν μποροῦσαν νά ξεφύγουν καί γύριζαν πίσω στον βολβό. Ἄρχισε νά ἀδυνατίζει, ἔγινε μιά σκιά. Καί ξαφνικά ἀσθένησε. Τῆς ἐπιτέθηκε ἡ ἀρρώστια και τη βρῆκε ἀνοχύρωτη, πρόθυμη νὰ παραδοθεῖ, μέ παράπονο. Ὅταν κατάλαβε ὅτι θα πεθάνει, θύμωσε πολύ με ὅλους. Δεν εἶπε τίποτα ὅμως πουθενά. Προτίμησε νὰ βυθιστεῖ στην ἐκδικητική σιωπή της. Ἡ Βουλγάρα νοσοκόμα, που τῆς ἔκλεισε τα μάτια, είδοποίησε φίλους καί τούς λίγους συγγενεῖς καί ὅταν βρέθηκαν μαζί στήν κηδεία τῆς δώσαν τό ἐλεύθερο να ἀδειάσει ἐκείνη τό σπίτι. Πράγματι, το ἄδειασε. Αὐτή πῆρε και το ἄγονο δέντρο, νύχτα, ὅσο εἶχε ἀκόμη τα κλειδιά, με δανεικό φορτηγάκι. Ὄχι ἀπο λύπηση· ἀπό συμπόνια για την ἀνθρώπινη τη μοίρα και τῶν πλασμάτων.
Ἐδῶ θα τελείωνε λογικά ἡ βαρετή αὐτή ἱστορία ἂν τρία χρόνια μετά το στερνοπαίδι τῆς Βουλγάρας δεν παρατηροῦσε Μάη μήνα κάτι περίεργο στο δέντρο που ἴσκιωνε τη βεραντούλα της μέσα στο πράσινο βαρέλι. Στα κλωνάρια τοῦ δέντρου κάτι περίεργοι μικροί σβῶλοι εἶχαν ἀρχίσει νὰ φουσκώνουν. Ὁ μικρός μιμήθηκε το σχῆμα τους: ἔκανε το χέρι του μικρή γροθιά και μετά ἄρχισε να το ἀνοίγει. Ὅλη ἡ οἰκογένεια στὴ σειρά, τα δίδυμα, ὁ πατέρας, ἡ μεγάλη ἀδερφή και ἡ μητέρα, κοιτοῦσαν μια το χεράκι τοῦ μικροῦ, μια το δέντρο. Λεπτό ἄρωμα λεμονιᾶς ἄρχισε νὰ ἀναδύεται στην Πλατεία Ἀμερικῆς.

ΓΔ
ανέκδοτο αφήγημα του 2011

Τετάρτη 25 Αυγούστου 2021

"Το γνωστό σκίτσο του Καρυωτάκη από τον Ν. Καστανακη, ένα ποίημα και μια μετάφρασή του δημοσιευμένα στη Μούσα, Αύγουστος 1923."

 ..............................................................


Το γνωστό σκίτσο του Καρυωτάκη από τον Ν. Καστανάκη, ένα ποίημα και μια μετάφρασή του δημοσιευμένα στη Μούσα, Αύγουστος 1923.







ΒΡΑΔΥ

Τα παιδάκια που παίζουν στ’ ανοιξιάτικο δείλι 
μια ιαχή μακρυσμένη 
Τ’ αεράκι που λόγια με των ρόδων τα χείλη 
ψιθυρίζει και μένει 

Τ’ ανοιχτά παραθύρια που ανασαίνουν την ώρα, 
η αδειανή κάμαρά μου 
Ένα τρένο που θα `ρχεται από μια άγνωστη χώρα, 
τα χαμένα όνειρά μου 

Οι καμπάνες που σβήνουν, και το βράδυ που πέφτει 
ολοένα στην πόλη, 
στων ανθρώπων την όψη, στ’ ουρανού τον καθρέφτη, 
στη ζωή μου τώρα όλη...






TU SOUFFRES TOUS LES MAUX...

(Jean Moreas)


Η μοίρα σου πάντα σκληρή, μα εσύ τη δυστυχία
                    περιφρονείς, αναγελάς,
μέσα στη θύελλα τέρπεσαι, μέσα στην τρικυμία
                    τη λύρα κρούεις, αντιπερνάς.

Ποιητή, οι άνθρωποι θα 'λεγαν πως είναι οι στίχοι σου ένα
                     παιχνίδι μάταιο, παιδικό.
Μην το πιστεύεις. Έχουνε, ο Απόλλωνας, για σένα,
                     κι οι Μούσες, έπαθλο ιερό.

Άφησε να γεννιούνται αυτού, κοίταξε εκεί να σβήνουν
                     οι ενάρετοι και οι πονηροί,
αφού όλα γύρω γίνονται μονάχα για να δίνουν
                     στα ποιήματά σου μια αφορμή! 

"ΤΟ ΞΎΡΙΣΜΑ" γράφει ο ποιητής, συγγραφέας και φίλος στο fb Πάνος Σταθόγιαννης (facebook, 25.8.2021)

 .............................................................




Πάνος Σταθόγιαννης (γ.1959)





ΤΟ ΞΎΡΙΣΜΑ
Κοιτάζω ετούτη τη φωτογραφία, όπου μια όχι και τόσο ηλικιωμένη κυρία ξυρίζει τον εμφανώς μεγαλύτερο και ανήμπορο πλέον να αυτοεξυπηρετηθεί σύζυγό της. Είναι ένα τελετουργικό που επαναλαμβάνεται ανελλιπώς κάθε μέρα εδώ και κάμποσα χρόνια, από τότε που τους βρήκε το κακό. Και την ίδια πάντα ώρα, αν και δεν υπάρχει κανένας προφανής λόγος που να επιτάσσει μια τέτοια συνέπεια - δεν τρέχει και τίποτα αν μείνει μια μέρα αξύριστος. Ο άντρας δεν πρόκειται να βγει από το σπίτι, να πάει, ας πούμε, στο καφενείο με τους άλλους χασομέρηδες συνταξιούχους ή να στηθεί στην ουρά για να πληρώσει τους λογαριασμούς. Πάνε χρόνια πια που δεν μετακινείται.
Όμως εκείνη επιμένει. Ακριβώς στις εννέα καί μισή το πρωί, αφού πρώτα ξεμπερδέψει με το πρωινό που του δίνει με το κουταλάκι, γλυκομιλώντας του. Τετοια ώρα ξυριζόταν κι ο ίδιος από τότε που βγήκε στη σύνταξη (παλαιότερα, με τη δουλειά, σηκωνόταν στις έξι), άλλα και που βγήκε στη σύνταξη, ούτε δυο χρόνια δεν πρόλαβε να τη χαρεί. Η γυναίκα, αφότου επωμίστηκε και αυτή την ευθύνη, επέβαλε κάποιες αλλαγές στο "τυπικόν", το προσάρμοσε στα νέα δεδομένα. Για παράδειγμα, εκείνος, παλιά, πρώτα ασχολούνταν με την περιποίηση του προσώπου του και μετά καθόταν στο τραπέζι να βάλει κάτι στο στόμα του, ενώ τώρα γινόταν το αντίστροφο - πρώτα "μαμ" και μετά ξύρισμα. Έτσι του λέει, "μαμ", τα πρωινά τού μιλάει σαν να είναι μικρό παιδί.
‌Πρέπει να σημειωθεί εδώ ότι δεν έκανε αυτή τη μικροανατροπή μόνο για να αποφύγει τη διπλή δουλειά (μετράει, βέβαια, και αυτό, αλλά έρχεται δεύτερο), μιας που εκείνος θα ξαναλερωνόταν με τα διάφορα χυλώδη που τον ταίζει, ενώ μόλις τον έχει ξυρίσει, του έχει πλύνει και σκουπίσει το πρόσωπο, του έχει δώσει μάλιστα και τα απαραίτητα μικρά μπατσάκια στα μάγουλα, στο χαλαρωμένο προγούλι και γύρω από το λαρύγγι, με τις παλάμες της μουσκεμένες στην αγαπημένη του αντισηπτική κολόνια. Αυτό που πραγματικά δεν αντέχει είναι να διαταράξει οτιδήποτε την αγαλματώδη ομορφιά του περιποιημένου τώρα προσώπου του, που, σαν κάθε ομορφιά, κρύβει μέσα της και την ευγνωμοσύνη κι ας μην τη φανερώνει. Όπως δεν μπορεί να τη φανερώσει και το παγερά σιωπηλό πρόσωπο του άντρα της (πότε δεν θα τον ακούσει να της λέει ένα "ευχαριστώ" για οτιδήποτε), φρεσκοξυρισμένο όμως και όμορφο, το εννοεί το "ευχαριστώ" κι ας μην το λέει.
Πρακτικους λόγους καθαριότητας και υγιεινής προβάλλει και όταν ερωτάται γιατί τηρεί με τόση αυστηρή προσήλωση το έθος του καθημερινού ξυρίσματος. Αν του αφήσει τα γένια να μεγαλώσουν, εξηγεί, σε μια δυο μέρες θα της είναι δύσκολο να τον καθαρίσει καλά, θα κόλλαγαν διάφορα εκεί, θα ξεραίνονται πάνω στις τρίχες.
‌"Τότε γιατί του αφήνεις το μουστάκι", τόλμησε να τη ρωτήσει μια φορά η μεγάλη τους κόρη (παντρεμένη τώρα στη Ναύπακτο, αρκετά μακριά, αν ήταν πιο κοντά όλο και κάτι θα έκανε κι εκείνη, θα έβαζε ένα χεράκι, η Ναύπακτος δεν είναι δίπλα να πεταχτεί όποτε μπορεί, άσε που έχει κι εκείνη διάφορα με τα πεθερικά της), "δεν μαζεύει πράμα, δεν λερώνει το μουστάκι;" Την κοίταζε και δεν μπορούσε να πιστέψει στ' αυτιά της. Να ξυρίσει το μουστάκι του άντρα της, να τον προσβάλλει τόσο βάναυσα, και μάλιστα σ' αυτή την κατάσταση; Δεν είπε τίποτα, τι να απαντήσει σε τέτοια ανοσιότητα; - μερικές φορές αυτό το κορίτσι, από μικρό ακόμα, εμφανίζει ένα πνεύμα αντιλογίας στα μη χρήζοντα σκαλίσματος αυτονόητα, που σου αφαιρεί αυτοστιγμεί κάθε επιχείρημα. Ευτυχώς, κατάλαβε και η κόρη ότι εν προκειμένω είχε υπερβεί τα εσκαμμένα, "βλακείες λέω", μουρμούρισε και πήγε προς την κουζίνα με σκυμμένο κεφάλι.
‌Αποκρύπτει ακόμα από τα παιδιά της (αγόρι το δεύτερο, παντρεμένο σχετικά κοντά, στα Σεπόλια, αλλά ούτε αυτό πολυπερνάει να τους δει - οι άντρες δεν γηροκομουν, γηροκομούνται), ότι τον πατέρα τους δεν τον σκουπίζει με βρεγμένες πετσετούλες, όπως τους λέει, αλλά με μωρομάντηλα, τα οποία μάλιστα κρύβει, όταν τους επισκέπτονται, πίσω από τη μεγάλη συσκευή της τηλεόρασης. Είναι μια σημαντική επιβάρυνση, λαμβανομένου υπόψη του ύψους της σύνταξής τους, όμως θεωρεί ότι μπορεί να επιτρέψει μια τέτοια πολυτέλεια, αντίστοιχη, σε τελική ανάλυση, του καινούργιου περιεχομένου της σχέσης τους.
‌Από τότε που εκείνος καθηλώθηκε οριστικά, εκείνη ξανάρχισε να τον λέει "αγόρι μου", προσθέτοντας σχετικά πρόσφατα στα χαϊδευτικά και το "μωρό μου", μια προσφώνηση που ξεσήκωσε από τα αγαπημένα τους σήριαλ.
‌"Αγόρι μου" τον έλεγε και στην αρχή του γάμου τους, μετά πέρασε στο "Δημητράκη μου", μετά στο σκέτο "Δημήτρη", μιας που με τα χρόνια οι παντρεμένοι αρχίζουν να ντρέπονται ο ένας τον άλλον με έναν εντελώς αλλόκοτο τρόπο. Μα να που τώρα επανήλθε στην αρχική τρυφερή οικειότητα, παρόλο που αυτή δεν ήταν πηγαία, αλλά συνέπεια κατήχησης μιας μακρινής θείας, εκείνης που τους έκανε τα προξενιά, επιμένοντας ότι τα καλά λόγια, ακόμα και ψεύτικα, είναι πιο γερό τσιμέντο για να στερεωθεί ένα σπιτικό από τις κλάψες και τις κόνξες του μεγάλου έρωτα. "Μωρό μου", του λέει και του σκουπίζει με το υγρό μωρομαντηλο τις πανέμορφες ζάρες.
‌Πάντως, ο βαθύτερος λόγος που δεν παραλείπει ούτε μια μέρα να τον ξυρίσει είναι η γνώση ότι τον άντρα της παλιά, ανέκαθεν, τον τσιμπούσαν πολύ τα γένια του, τον ενοχλούσαν πολύ έτσι και τα άφηνε μια-δυο μέρες άκοπα. Δεν το αντέχει ούτε ως σκέψη ότι εκείνος μπορεί κάπου να νιώθει φαγούρα και να μην μπορεί να ανακουφιστεί. Πολύ συχνά, κάθεται με τις ώρες και τον ξύνει σε όλο του το σώμα, απο χαμηλά, από τις φτέρνες ως την κορυφή του κεφαλιού του, ελπίζοντας ότι, οργώνοντάς τον έτσι τρυφερά, θα περάσει και από κάποιο σημείο όπου, εκείνη τη στιγμή, το δέρμα ζητάει επειγόντως νύχια. Για τα γένια όμως ξέρει, κάνει το καθήκον της εκ του ασφαλούς.
‌θυμαται ολοκάθαρα τη χαρακτηριστική του χειρονομία (συνοδευόμενη πάντα από μια έκφραση έντονης δυσφορίας), να τρίβει νευρικά και με όλη του την παλάμη την περιοχή ανάμεσα στο σαγόνι και τον λαιμό. Να στρέφεται προς το μέρος της και να της λέει άλλοτε απολογητικά και άλλοτε ξινά, σαν κάπου να ευθυνόταν και εκείνη για ετούτη την κατάσταση - "με φάγανε αυτά τα γένια, με φάγανε!" Και να σηκώνεται από τη στρυμωγμένη στο μπαλκονάκι τους πλαστική πολυθρόνα (ένα τραπέζι, πλαστικό κι αυτό, παρεμβάλλεται ανάμεσά τους), φορώντας μόνο μια φανελίτσα κι ένα σώβρακο, να περνάει σύρριζα από δίπλα της (εκείνη σε ακριβώς ίδια πολυθρόνα, αλλά πιο κοντά στην πόρτα για τα ενδότερα - όλο και θα χρειαζόταν να πεταχτεί για κάτι μέσα), και να κατευθύνεται προς το μπάνιο, τρίβοντας ολο και πιο εμφατικά τα γένια του, τα οποία, αν και τα είχε κόψει το πρωί, εκείνα ως το βράδυ είχαν ξαναφουντώσει.
‌Αυτο συνέβαινε συνήθως τα καλοκαιρια, κάτι βράδια με καύσωνα, αρχές Ιουλίου με μέσα Αυγούστου, που εκείνος έσταζε ιδρώτα, ξεφυσούσε μόνο, κι ούτε τηλεόραση ήθελε, ούτε τίποτα. Έξω στο μπαλκόνι οι δύο τους, μόνοι τους, αμίλητοι τις περισσότερες φορές, χαζεύοντας χαυνωμένοι τα τσιμέντα με τα φωτισμένα παράθυρα στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Τέτοιες μέρες φύτρωναν με μεγαλύτερη ταχύτητα τα γένια του. Τα έτρεφε ο ιδρώτας του και θέριευαν. Τότε τον έτρωγαν, τότε γύρευαν και δεύτερο ξυράφι. Μόλις γλύκαινε η κρύωνε ο καιρός, η βλαστικότητά τους επανερχόταν στις σταθερές της.
‌Γι' αυτό και ούτε λόγος ότι τα βράδυα με τις μεγάλες λαύρες τον ξυρίζει και δεύτερη φορά, παρότι δεν χρειάζεται - αφότου κατάπεσε, πήγε κι αγόρασε για το χατίρι του αιρκοντίσιον. Παλιότερα, έφτανε και στους δύο ένας ανεμιστήρας (τον οποίον μετακινούσαν ανάλογα από το σαλόνι στην κουζίνα και τις νύχτες στο υπνοδωμάτιό τους), οι βρεγμενες πετσέτες στον αυχένα και η αναμονή μιας ψευτοπνοής αέρα έξω στο μπαλκόνι, με το που σουρούπωνε. "Για να δω αν ίδρωσε πολύ το αγόρι μου, για να δω αν το φαγουρίζουν τα γενάκια του", του λέει και του τρίβει τη χαλαρωμένο γκούσα με τον τρόπο που τον είχε δει να το κάνει και ο ίδιος, τότε με τα ξεκούμπωτα σωβρακα και την ξινίλα στην εκφραση.
Στο παρελθόν, είχε γένια πυκνά και άγρια, άρχιζαν σχεδόν κάτω από τα μάτια του, κάνοντας το χρώμα του προσώπου του πιο μελαχρινό από όσο ήταν στην πραγματικότητα. Σε αυτή την ηλικία, βέβαια, έτσι όπως είχαν πια γκριζάρει, άπλωναν κάτι λερό και ασαφές στην όψη του, κάτι που αν του έδινες μεγάλη σημασία, μπορούσες και να τρομάξεις πολύ, να ανατριχιασεις με απέχθεια. Δεν την ήθελε αυτό την εικόνα. Αυτή η εικόνα δεν είναι ο άντρας της. Γι' αυτό και τη σβήνει προκαταβολικά με σαπουναδες και ξυράφια.
Για να ολοκληρωθεί το νόημα, θα πρέπει να παραδεχτεί ότι αυτές οι τιμές που καθημερινά αποτίει στα γένια του σχετίζονται και με μια βαθύτερη, σχεδόν αρχαία μνήμη της - κάτι νύχτες, στα μουλωχτα, με τα παιδιά μικρά ακόμα να κοιμούνται στο διπλανό δωμάτιο, ανάσες βαριές και λιγόθυμες, δαγκώνοντας το μαξιλάρι για να μη φωνάξει, τα άγρια και κατάμαυρα γενιά του τότε να της γδέρνουν γλυκά το στήθος, γιατί διαρκώς στο στήθος της αυτός τότε, πιο πεινασμένος για βυζί από τα παιδιά που της έκανε.




Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Αποχαιρετισμός στον Charlie Watts... "Almost Hear You Sigh" - The Rolling Stones

 ..............................................................


Αποχαιρετισμός στον Charlie Watts...

Almost Hear You Sigh - The Rolling Stones

I can almost hear you sigh
I can almost hear you cry
On every crowded street
All the places we would meet
What will I do without you
They say that life goes on
I'm feeling sorry for myself
I can't believe you're gone
You acted much too calm
You turned on all the charm
You had a cold look in your eyes
I can feel your tongue on mine
Silky smooth like wine
I'm living with those memories
That's all that's left of you and me
I can almost hear you sigh
Almost hear you cry
When you made sweet love to me
And you turned on all the charm
Acted much too calm
You had a cold look in your eyes
Did it mean nothing
Was it all in vain
Was I just your fool
Or was the pleasure pain
Have you set me free
Or will I wake up
In the morning
And find out it's been a bad dream
Come on, I beg you
I want to be your main man
I can almost hear you sigh
Almost hear you cry
When you make sweet love to me
Almost see your smile
It stretched half a mile
You had a stone cold look in your eyes



ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΟΝΕΓΑΣΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ Λεό Φερρέ (24/08/1916 – 14/07/1993) Από τον φίλο στο fb Athanase Athanassiou (facebook, 24.8.2021)

 ..............................................................


ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΜΟΝΕΓΑΣΚΟΣ ΜΟΥΣΙΚΟΣ(*)

[Πριν από εκατόν πέντε χρόνια γεννιόταν ο Λεό Φερρέ(*). Από αυτά, έζησε τα εβδομήντα εφτά (24/08/1916 – 14/07/1993).

Από τον φίλο στο fb Athanase Athanassiou (facebook, 24.8.2021)
 
------------------------------------------------------------------
["Για να μπορέσεις να δημιουργήσεις στην τέχνη, πρέπει να είσαι τρελός ή να τρελαθείς."]
-------------------------------------------------------------------

Λεό Φερρέ
 
Η ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ

Η καρέκλα του βαν Γκογκ όπου δε θα καθίσεις(1)
Τα παπούτσια του Βικέντιου που δε θα τα φορέσεις(2)
Το αυτί του ανθρώπου αυτού που δε σ’ ακούει πια(3)
Κοράκια που πετούν πάνω απ’ τα σταροχώραφα(4)
Τίποτε δε με σταματά σαν βλέπω την παραφροσύνη
Της κάνω τα θελήματα και κοιμόμαστε στην ίδια κλίνη.(5)
Στο δάσος κάποιο δέντρο ανήσυχο δακρύζει(6)
Από τι ξύλο είχε φτιαχτεί του Βίνσεντ το στασίδι;(1)
Τα πρόβατα στους δρόμους κρυμμένα με κασκόλ(7)
Οι εργάτες που δουλεύουνε σε έργα γκραν γκινιόλ( 8 )
Τίποτε δε με σταματά σαν βλέπω την παραφροσύνη
Της κάνω τα θελήματα και κοιμόμαστε στην ίδια κλίνη.(5)
To κορίτσι πάει στην κόλαση που λέγεται σχολείο(9)
Το φύλο του, ο φόβος του, το χάπι κι η αρετή του
Όταν το πιάνει ο ίλιγγος και ολόσωμο το διαπερνάει
Κάτω απ’ το διπλό και κρύο βλέμμα ενός παλιού καθρέφτη(10)
Τότε είναι που χάνεται η τρέλα από μπροστά μου(5)
Και μένω μοναχός μου με μάτια ενός τρελού.(11)(12)

(*) https://www.rassias.gr/1087FERRE.html
=================================


Πίνακες ζωγραφικής που παρουσιάζονται στο βίντεο :

- Βίνσεντ Βαν Γκογκ
 
(1) Η καρέκλα του Βίνσεντ με την πίπα του (1888)
(2) Ένα ζευγάρι παπούτσια (1886)
(3) Αυτοπροσωπογραφία με δεμένο αυτί και πίπα (1889)
(4) Σιτοχώραφο με κοράκια (1890)
(5) Η κρεβατοκάμαρα του Βίνσεντ στην Αρλ (1888)
(6) Ένα κορίτσι στο δάσος (1882)

- Έντβαρτ Μουνκ
(7) Βραδιά στην οδό Karl Johan (1892)
- Στέφανο Ζαμπιέρι
( 8 ) Σκιές της παραγωγής
- Βίνσεντ Βαν Γκογκ
(9) Θλίψη (1882)
- Έγκον Σίλε
(10) Ο Θάνατος και η Κόρη
- Βίνσεντ Βαν Γκογκ
(11) Αυτοπροσωπογραφία (1889)
- Papa Duke (Robert Eringer)
(12) Πορτρέτο του Λεό Φερρέ





"Αυγουστιάτικη πανσέληνος" γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 24.8.2021)

 ............................................................


          Αυγουστιάτικη πανσέληνος




γράφει η Άννα Δαμιανίδη ("Εφημερίδα των Συντακτών", 24.8.2021)


To φεγγάρι απαθέστατο ανέτειλε, όλη τη νύχτα δεν άφησε ύπνο να ξεγελάσει την ανάγκη για ρουτίνα. Πολλοί έμειναν ξύπνιοι, κάτι τους κάνει η έλξη της σελήνης, δεν έχει ακόμα μελετηθεί. Οι νέοι κάθονται όλη νύχτα περιμένοντας το μεγάλο σινιάλο, ρουφάνε ασημένια λάμψη, πιστεύουν χωρίς να ερευνούν στη μαγική επίδραση της πανσελήνου, αλλά πάντα κάτι άλλο τους συμβαίνει από αυτό που περιμένουν. Δεν ρουφιέται αυτό το φως, δεν ξεδιψά, ξημερώνεσαι στεγνός και κουρασμένος.

Εδώ θα είμαι να σε βασανίσω, μου είπε το φεγγάρι καταυγάζοντας το σκοτάδι. Κάποτε περπατούσες στα νησιά. Τώρα τραβάς τα ξώφυλλα; Γέρασες και μαζί σου γέρασε ο πλανήτης. Ζεσταίνεται η γη από την ανθρώπινη μανία να ζεστάνει τη γωνιά της. Ούτε ο Αύγουστος δεν ηρεμεί. Το μελτέμι ανάβει φωτιές αντί να δροσίζει. Δεν θα βρείτε άλλον πλανήτη σαν αυτόν, όσα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας κι αν γραφτούν. Κι όση πανίδα και χλωρίδα κι αν καταστρέψετε ως ανθρωπότης, εγώ θα ανατέλλω απαθές και κάποιο άλλο είδος μπορεί να ακμάζει στο μέλλον, χωρίς γραφή, χωρίς τέχνη. Θα είναι κρίμα, εννοείται. Ισως δεν θα μπορούν να με βλέπουν, να γράφουν ποιήματα.


Αντε κοιμήσου. Δεν βοηθάει να σκέφτεσαι τη συμφορά του Αφγανιστάν, των γυναικών τα βάσανα. Εχει ωραίο καινούργιο τείχος η Ελλάδα, δημοσιεύτηκαν εξαιρετικές φωτογραφίες την επόμενη μέρα των φωτογραφιών από το αεροδρόμιο της Καμπούλ. Μη φοβάστε, δεν περνούν εδώ της γης οι κολασμένοι. Είμαστε ασφαλείς. Κανένας πολιτικός δεν θα εκφράσει συμπόνια για φυγάδες, αφού όλοι ξέρουν πόσο κοστίζει στη δημοτικότητά τους. Την όποιαν έχουν, όσοι ακόμα έχουν. Γιατί πρέπει να μετριέται η δημοτικότητα των πολιτικών αλήθεια; Γιατί πρέπει να τους αγαπάμε; Γιατί να μη μετριέται η δουλειά που κάνουν με μεγαλύτερη ακρίβεια; Ας μην κάνουν δηλώσεις ευσπλαχνίας, ας αφήσουν νόμους παλιούς περί ασύλου να λειτουργήσουν σιωπηλά. Ιδεολογίες και θρησκείες σώπασαν μπροστά στον φόβο και στην ικεσία των ξένων.


Εχουμε τώρα δικούς μας απελπισμένους ανθρώπους, καλλιεργητές εκτάσεων που κάηκαν. Και η Αθήνα ακόμα πιο άσχημη και πιο μαύρη με τα δάση γύρω της καμένα, ετοιμάζεται να υποδεχτεί πλημμύρες. Δεν κουμαντέρνεται η κατάσταση, δεν γίνεται να γεμίσουν τα παρατημένα διαμερίσματα με άστεγους, οι άδειες ώρες με εθελοντισμό, η πλήξη με συλλογικό καθάρισμα δασών. Δεν ξέρουμε τρόπους. Αντε κοιμήσου.

Στην παραλία βάζουν μουσική και ουρλιάζουν ώς το ξημέρωμα, λατρευτές του Διονύσου. Το σινιάλο δεν δόθηκε, ο δρόμος του φεγγαριού μένει απάτητος. Θα ξαναπροσπαθήσουν.

Για την ταινία «Κραυγές και ψίθυροι» (1972) του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (1918 - 2007) έγραψε o Βασίλης Μάλτας (https://tetartopress.gr, 20.8.2021)

 ...............................................................







«Κραυγές και ψίθυροι» (Viskningar och rop / Cries and whispers)
Σκηνοθεσία: Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
Πρωταγωνιστούν: Ίνγκριντ Τούλιν, Λιβ Ούλμαν, Χάριετ Άντερσον, Κάρι Σίλβαν.
Σουηδία, 1972.

έγραψε o Βασίλης Μάλτας (https://tetartopress.gr, 20.8.2021)



«Τώρα είσαι πιο όμορφη. Δες, όμως, στον καθρέφτη πόσο έχεις αλλάξει: τα μάτια σου παίζουν γρήγορα, ρίχνουν λοξές ματιές. Κάποτε κοιτούσες μπροστά, κατάματα, απροκάλυπτα. Τα χείλη σου έχουν πάρει μια έκφραση δυσαρέσκειας και πείνας. Κάποτε ήταν μαλακά. Οι αυστηρές γραμμές κάτω από τα μάτια δείχνουν την ανία σου». Όσο η Μαρίγια ακούει τον Ντάβιντ, τον παλιό εξωσυζυγικό εραστή της, να ερμηνεύει τις αλλαγές του προσώπου της στο πέρασμα του χρόνου, το ενδιαφέρον της για κάθε επισήμανσή του διαρκεί μόλις μια στιγμή πριν εκπέσει στην αληθινή αδιαφορία. Με την ακρίβεια ενός εντομολόγου παρατηρούμε μια καινούρια ρυτίδα, πόσο μας ενδιαφέρει, όμως, τι έχει αλλάξει στην έκφρασή μας; Μια θλίψη στα μάτια (από πότε, άραγε;), ένα μηχανικό πια χαμόγελο, αποτυπώματα απ’ αυτά που ζήσαμε ή φοβηθήκαμε να ζήσουμε- άραγε, ψυχανεμιζόμαστε τις κρυμμένες αλήθειες που ζητάνε, θαρρείς, τη συμφιλίωσή τους με την πραγματικότητά μας;

Η Μαρίγια είναι η μικρότερη από τις τρεις αδελφές, μεγαλωμένη με το ρόλο του όμορφου παιδιού της οικογένειας, έχοντας απολαύσει το μεγαλύτερο μερτικό στην αγάπη της μητέρας εξαιτίας της φυσικής ομοιότητάς τους, ερωτευμένη πια με την εικόνα της. Στην Κάριν, τη μεγαλύτερη αδελφή, είχε δοθεί ο ρόλος του δυνατού παιδιού που δεν πρέπει να ‘χει ανάγκη τους άλλους, αντιδρώντας πια με αποστροφή στο άγγιγμά τους. Ζουν συνειδητά εγκλωβισμένες στους γάμους τους, με συζύγους αδιάφορους για τα συναισθήματά τους- όλοι έχουν χωρέσει την ύπαρξή τους μέσα στους ενήλικους ρόλους τους (του συζύγου, του γονιού, του αξιοπρεπούς μέλους της κοινωνίας) ώστε να αντέχουν να μην ζουν αληθινά. Και, τέλος, η Άγκνες, το δύσθυμο παιδί που σωματοποίησε τη μητρική ψυχρότητα προς το πρόσωπό της και τις ανομολόγητες οικογενειακές αλήθειες, νοσώντας πια από καρκίνο (της μήτρας, όπως υπονοείται).

Η Άγκνες είναι ντυμένη στα λευκά, σύμβολο τής παρθενικότητάς της και τής ανοιχτής παιδικής πληγής που δεν μεταμορφώθηκε σε ενήλικο κυνισμό, χωρίς θεραπεία από την επιστήμη και χωρίς ανακούφιση από τη θρησκεία. «Ο Θεός, στην απέραντη Σοφία Του, σε καλεί στο σπίτι Του. Στη ζωή σου, σε θεώρησε άξια να σηκώσεις έναν μακρύ και μαρτυρικό αγώνα. Τον υπέφερες καρτερικά, με τη βέβαιη γνώση ότι οι αμαρτίες σου θα συγχωρεθούν μέσω του θανάτου» λέει ο ντυμένος στα μαύρα ιερέας. Ο άνθρωπος εκπαιδεύεται στην επιδίωξη της ανταμοιβής για μια αιώνια μεταθανάτια ζωή ώστε να αντέχει το σύντομο πέρασμά του σ’ αυτήν την επίγεια κόλαση της απουσίας αγάπης. Αντέχει με την πεποίθηση ότι είναι αμαρτωλός, εξιδανικεύοντας τη χαραγμένη μέσα του ενοχή ότι δεν άξιζε την αγάπη των γονιών του, τότε που ήταν εξαρτημένος για την επιβίωσή του από εκείνους που δεν κατανοούσαν τις ανάγκες και τα συναισθήματά του.


Κι όμως, ο ιερέας δακρύζει λέγοντας αυτά τα λόγια, θαρρείς ότι δεν υποφέρει μονάχα για τη μοίρα της πιστής Άγκνες αλλά, ταυτόχρονα, για τη βεβαιότητα της ανικανότητάς του να ζει ηθικά χωρίς τη βοήθεια του Θεού. Μπορεί να μας φέρει συγκίνηση η εικόνα τού ταπεινού μας εαυτού. Κάτω απ’ αυτήν την πεποίθηση της ελλειμματικότητας και την ιδεολογία της ταπεινότητας, καρποί της ασυνείδητης παιδικής ενοχής, υφέρπει ο ναρκισσισμός που εκδηλώνεται με την ανάγκη για εξουσία πάνω σε όσους λογίζονται ως κατώτεροι. Εδώ, όλοι ασκούν αυτήν την εξουσία πάνω στην Άννα, υπηρέτρια και, παράλληλα, μητρικό υποκατάστατο για τις δύο αδελφές, που έχει αναλάβει αποκλειστικά τη φροντίδα της άρρωστης, κατευνάζοντάς την πάνω στο γυμνωμένο στήθος της, θαρρείς μόνιμα γεμάτο γάλα μετά το θάνατο της μικρής της κόρης.



Αυτό το τόσο βαρύ φορτίο από μια παιδική ηλικία χωρίς μητρική αγάπη (στην ταινία, ο πατέρας είναι ολοκληρωτικά απών) που συνεπάγεται τα ενήλικα βάσανα, το φόβο της απελευθέρωσης από τις «φυλακές της παιδικής μας ηλικίας», αυτό το, κατά τον Μπέργκμαν, ανίατο κακό στις κοινωνίες μας, εξιστορείται σε ένα μεγάλο σπίτι με κόκκινους τοίχους, σαν ένα θεατρικό σκηνικό όπου παίζεται το πιο ζοφερό δράμα στην πιο μεγάλη του ένταση- κόκκινο σαν το αίμα που τρέχει από την πληγή του συζύγου της Μαρίγια στην απόπειρα αυτοκτονίας του, σαν το αίμα που τρέχει από τη μήτρα της Κάριν μετά τον ηδονικό αυτοτραυματισμό της, καθώς ο απόλυτος αυτοέλεγχος εκτονώνεται μέσα από κρυφές επιθυμίες για ακραίες πράξεις, ανασαίνοντας έστω για λίγο όταν τις πραγματοποιεί, σαν την κρυφή, χρόνια απώλεια αίματος από τον οργανισμό ενός αναιμικού ανθρώπου, περισσότερο ευάλωτου από μια χρόνια ψυχική περιχαράκωση.

Ο Μπέργκμαν κατανοεί χωρίς να παρέχει ελαφρυντικά, καθώς οι υγιείς αναπαράγουν τυφλά την κληρονομημένη δυστυχία. Η Κάριν και η Μαρίγια δεν φιλιώνουν ούτε μπροστά στον επικείμενο θάνατο της αδελφής τους, δεν προστρέχουν στην απελπισμένη έκκληση της νεκρής Άγκνες να της πιάσουν τα χέρια καθώς κρυώνει όλο και περισσότερο, έχοντας αρχίσει να σαπίζει στο μεσοδιάστημα ανάμεσα στο θάνατο και την εγκατάλειψη του σώματος από την ψυχή (μια συγκλονιστική σκηνή, κινηματογραφημένη ρεαλιστικά, που μας μεταδίδει τη λαχτάρα της να ξαλαφρώσει από τις οδυνηρές επίγειες αναμνήσεις πριν περάσει στην ανυπαρξία). Ούτε θα αντιδράσουν ουσιαστικά στην αποτίμηση της προσφοράς της Άννας σε ένα αυστηρά επαγγελματικό επίπεδο από τούς συζύγους τους, που επικαλούνται απρόσωπα τη σχετική νομοθεσία: κατ’ αυτούς, η αγάπη της υπηρέτριας εντασσόταν στην υποχρέωση τής καλύτερης διεκπεραίωσης των καθηκόντων της. Το μόνο που μπορεί να φέρει κοντά αυτές τις γυναίκες, είναι η επιστροφή στο σώμα τους, όταν μέσα από τον ερωτισμό εκφράζουν την απωθημένη τρυφερότητά τους, την κοινή ανάμνηση της αγάπης για τη μητέρα, εμποτισμένης από τη φυσική ερωτική διάθεση του παιδιού προς το γονιό, και, ταυτόχρονα, τη φύση της μητρότητας (αντίθετα, οι σύζυγοί τους φαίνεται ότι φοβούνται όχι μόνο τον ερωτισμό αλλά, πρώτα απ’ όλα, τη σωματική οικειότητα). Είναι στη θέρμη της σωματικής επαφής, που οι κραυγές μαλακώνουν σε ψιθύρους.

Η κάμερα μένει ακίνητη μπροστά στα πρόσωπα για μεγάλα διαστήματα, συλλαμβάνοντας κάθε αλλαγή της έκφρασης, σε κάθε ανάκληση μιας οδυνηρής ανάμνησης, σε κάθε ξύπνημα ενός φόβου που εξακολουθεί να παγώνει. Παρακολουθούμε με όλη τη συνειδητότητά μας, τις σπαρακτικά εσωτερικές ερμηνείες των ηθοποιών, τα μάτια τους σαν ορθάνοιχτα παράθυρα της ψυχής, σε ολόκληρη τη διάρκεια κάθε φευγαλέας σύσπασης των χαρακτηριστικών τους και κάθε ακαριαίου σκοτεινιάσματος του βλέμματος. Στο κινηματογραφικό σύμπαν του Μπέργκμαν, ανατέμνεται ο ανθρώπινος ψυχισμός τόσο βαθιά που ερχόμαστε αντιμέτωποι με τα μυστικά μας από τον ίδιο μας τον εαυτό και βιώνουμε την πικρή ενδοσκόπηση των χαρακτήρων, τη διστακτική ψηλάφιση ή τη φοβισμένη αποφυγή της. Κι αν εδώ έχουμε ορισμένες φορές την αίσθηση ότι δεν αναπτύσσει την πλοκή και τους χαρακτήρες του μέχρι το βάθος άλλων ταινιών του ή μιας επιτήδευσης στη χρωματική του παλέτα, ωστόσο το καθρέφτισμά μας μέσα στους χαρακτήρες του μας ταράζει βαθιά, κάνοντας αξέχαστη κι αυτήν την ταινία του.