...............................................................
Τι πέθανε μαζί με τον Άκη Τζοχατζόπουλο
Ο Άκης δεν ήταν απλώς ένας πολιτικός με ένα βαρύ σκάνδαλο στην πλάτη. Υπήρξε, για μια τριακονταετία περίπου, το άτυπο Νο 2 του κόμματος που κυβέρνησε το μεγαλύτερος μέρος της Μεταπολίτευσης.
γράφει ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος (www.lifo.gr, 31.8.2021)
Ο πρόσφατος θάνατος του Άκη Τζοχατζόπουλου, όπως συμβαίνει ενίοτε με τους θανάτους αμφιλεγόμενων πολιτικών προσώπων, έφερε στην επιφάνεια ζώσες μνήμες που όμως είχαμε προτιμήσει να απωθήσουμε ως πολιτικό σύστημα και κοινωνία.
Η συχνά άγαρμπη προσπάθεια πολλών να αποσυνδέσουν τον σημερινό τους εαυτό από τα έργα και τις ημέρες του προσώπου αυτού και άρα από μια ολόκληρη εποχή στην οποία εκείνος και το ήθος του κυριαρχούσαν πολιτικά δείχνουν τον πανικό που διακατέχει τη συλλογική μας μνήμη απέναντι σε όσα τη βαραίνουν, πλήττοντας τις εξιδανικεύσεις της, παλιές και όψιμες.
Διότι, πράγματι, αν και πέθανε μόνος, με το άγος της φυλακής να τον βαραίνει στα στερνά και πολιτικά ανέστιος, ο Άκης δεν ήταν απλώς ένας πολιτικός με ένα βαρύ σκάνδαλο στην πλάτη. Υπήρξε, για μια τριακονταετία περίπου, το άτυπο Νο 2 του κόμματος που κυβέρνησε το μεγαλύτερος μέρος της Μεταπολίτευσης: μέλος όλων των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, πάντα με τα πιο σημαντικά χαρτοφυλάκια, και κυρίως ένα από το πλέον έμπιστα πρόσωπα του προέδρου του, που, παρότι γνώριζε τις τεράστιες αδυναμίες του, εξακολουθούσε μέχρι την τελευταία μέρα να τον έχει κοντά του.
Κατά την πάγια έκφραση ‒μόνο που εδώ έχει και πλήρη ισχύ‒, ο Άκης ήταν τυπικό προϊόν της πολιτικής του εποχής και κυρίως της πασοκικής κουλτούρας που ενσταλάχθηκε και σταδιακά κατίσχυσε σε σημείο τέτοιο, που οι Άκηδες της εποχής (που έκαναν λαμπρή καριέρα σε όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα) να γίνουν ο κυρίαρχος πολιτικός ανθρωπότυπος, ο οποίος, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, είχε πάψει τότε και να μας εντυπωσιάζει ή να μας ενοχλεί, παρά την πασιφανή ανεπάρκειά του γι’ αυτήν τη δουλειά.
Ο Άκης ήταν πλασμένος για να απαρτίζει τον εσωτερικό κύκλο μιας πατριαρχικής ηγεσίας: πιστός, υπάκουος και μάλλον με μικρό ενδιαφέρον για το δημόσιο συμφέρον, επιτρέποντας στον εαυτό του σοβαρές εκπτώσεις όσο το υπηρετούσε.
Επρόκειτο, πρώτ’ από όλα, για μια κουλτούρα εξουσίας που ερχόταν από παλιά και είναι χαρακτηριστική κομματικών συστημάτων και κοινωνικών δομών χαμηλής θεσμοποποίησης και έντονου πατερναλισμού. Ήταν αυτό που στον δημόσιο λόγο περιγραφόταν ως περίοδος των «χαρισματικών ηγετών», δηλαδή στην ουσία ολόκληρος ο ελληνικός εικοστός αιώνας, που όταν καλούμαστε, ακόμη και τώρα, να τον περιοδολογίσουμε και να τον ονοματίσουμε, του δίνουμε τίτλους όπως «βενιζελική» (ή «αντιβενιζελική»), «καραμανλική» και «παπανδρεϊκή» περίοδος.
Και παρότι, φυσικά, η Γ’ Ελληνική Δημοκρατία χαρακτηρίστηκε από τη γέννηση και την κυριαρχία των μαζικών πολιτικών κομμάτων ‒για πρώτη φορά στην πολιτική μας ιστορία‒, η εσωκομματική δημοκρατία δεν υπήρξε ποτέ (μέχρι πρόσφατα, τουλάχιστον) το δυνατό τους σημείο. Ο ιδρυτής και αρχηγός τους ήταν αδύνατο να αμφισβητηθεί στο παραμικρό και η εσωκομματική εξουσία του θύμιζε πατριαρχικό θρόνο: ήταν ισόβια και το πρόσωπό του ιερό και απαραβίαστο.
Ως εκ τούτου, πλάι σε μια τέτοια εξουσιαστική δομή μεσαιωνικού τύπου ήταν δύσκολο να χωρέσουν αυτόφωτες πολιτικές προσωπικότητες με ανεξαρτησία γνώμης και βεληνεκές που να μη φοβίζει τον αρχηγό και πρωθυπουργό.
Έτσι, στη μεν ΝΔ η καραμανλική παρουσία ήταν προφανώς καταλυτική, αλλά εξαιτίας της υπερκομματικής της εμβέλειας (και της μετέπειτα μετακίνησής της στη Προεδρία της Δημοκρατίας) δινόταν χώρος ύπαρξης και στις παλιότερες πολιτικές βαρονίες που έρχονταν από παλιά, στο δε ΠΑΣΟΚ η παντοκρατορία του Ανδρέα Παπανδρέου επέτρεπε χώρο μόνο σε όσους «γνώριζε μέχρι τότε μόνο ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους», δηλαδή πολιτικά πρόσωπα που όφειλαν κυριολεκτικά τα πάντα στον αρχηγό και που δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να τον ξεβολέψουν από τον αυτοθαυμασμό του. Η απόλυτη εξουσία του, άλλωστε, επιβεβαιωνόταν και με τις συχνές «αναδομήσεις» των κυβερνήσεών του, που οι βετεράνοι υποδέχονταν με την περίφημη φράση «άντε πάλι, ο αρχηγός παίζει ανασχηματισμό».
Είναι παλαιόθεν γνωστό ότι μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον αυλικών μακροημερεύει καλύτερα όχι μόνο ο πιο πιστός, όχι μόνο ο πιο κόλακας, όχι μόνο εκείνος με τη λιγότερο επεξεργασμένη πολιτική ευφυΐα, αλλά πρώτος απ’ όλους αυτός που ενδιαφέρεται λιγότερο για την ουσία της πολιτικής, που είναι να υπηρετείς το δημόσιο συμφέρον, πέρα από πρόσωπα, τοτέμ και επί της γης ημίθεους.
Ο Άκης (αν και όχι μόνο) ήταν πραγματικά ιδανικός για τον ρόλο αυτό, πλασμένος για να απαρτίζει τον εσωτερικό κύκλο μιας τέτοιας πατριαρχικής ηγεσίας: πιστός, υπάκουος και μάλλον με μικρό ενδιαφέρον για το δημόσιο συμφέρον, επιτρέποντας στον εαυτό του σοβαρές εκπτώσεις όσο το υπηρετούσε.
Διότι η πασοκική αυτή κουλτούρα, που άλωσε σταδιακά και τη ΝΔ και έγινε η κυρίαρχη κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, ήταν φορέας και μιας άλλης στρέβλωσης: της εκδημοκρατισμένης διαφθοράς.
Στις περισσότερες δυτικές δημοκρατίες η πολιτική διαφθορά περιορίζεται στις ηγετικές ελίτ, εντοπίζεται δηλαδή σε υψηλό κυρίως επίπεδο, χωρίς πάντως να είναι οπωσδήποτε υλική (παίρνει κι άλλες μορφές) και σίγουρα όχι εκτεταμένη. Το κοινωνικό συμβόλαιο ωστόσο, που άτυπα συμφωνήθηκε ανάμεσα σε κυβερνώντες και πολίτες στη μεταπολιτευτική Ελλάδα μετά από χρόνια κοινωνικής καταπίεσης για τα χαμηλά στρώματα, όριζε τη διαφθορά ως δημοκρατικό δικαίωμα.
Ο καθείς από τη θέση του και τις δυνατότητές του είχε το (αν)ηθικό δικαίωμα να «διαφθαρεί» όσο μπορούσε: οι πιο κάτω λιγότερο, οι πιο πάνω περισσότερο, ενώ συχνά η διαφθορά αυτή μπορεί να λάμβανε και επίσημη ή ημιεπίσημη νομιμοποίηση, όπως έκανε η περιβόητη αποστροφή του Ανδρέα όταν συνέβαιναν υπερβολές, «είπαμε να κάνει ένα δωράκι στον εαυτό του, αλλά όχι κι έτσι».
Η διαφθορά έγινε έτσι κρίσιμο συμπληρωματικό κομμάτι του μηχανισμού της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας για δημόσιους λειτουργούς, ελεύθερους επαγγελματίες, επιχειρηματίες – και τούτο ίσχυε και για το πολιτικό προσωπικό, το οποίο, μετά την ανανέωση που επέφερε η κυριαρχία του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, δεν προερχόταν αναγκαστικά από κάποιο πολιτικό τζάκι. Γεγονός που σήμαινε ότι για τον εκάστοτε υποψήφιο δεν αρκούσε να συγκεντρώνει μόνο ένα σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο για την πολιτική του επιβίωση αλλά και ένα οικονομικό. Και το πρώτο γινόταν όλο και περισσότερο συνάρτηση του δεύτερου.
Θα αναρωτηθεί, βέβαια, κανείς, δικαίως: και τότε, αν η τσοχατζοπούλεια κουλτούρα ήταν η κυρίαρχη, γιατί ο ίδιος δεν κατάφερε να γίνει ο διάδοχος του «μεγάλου πατριάρχη» κατά την εσωκομματική εκλογή του 1996; Και ακόμη χειρότερα, γιατί κατάφερε να εκλεγεί πρόεδρος το αντίπαλο δέος του, ένας πολιτικός όπως ο Κ. Σημίτης, σχετικά περιθωριοποιημένος τόσα χρόνια στο ΠΑΣΟΚ, που προσωποποιούσε μια εκσυγχρονιστική εκδοχή, ριζικά διαφορετική;
Πιστεύω ότι ο Άκης και οι φιλοδοξίες του σκόνταψαν πάνω σε μια μακραίωνη ιστορικοπολιτική σταθερά του ελληνικού κράτους που θέλει το πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία να αναζητούν επειγόντως κινήσεις αυτοδιόρθωσης όταν η πορεία μας δείχνει να ξεφεύγει από τα εκσυγχρονιστικά και φιλοευρωπαϊκά ειωθότα. Κι έτσι να αναζητά αιφνιδίως πρόσωπα που να μπορούν να κάνουν τη δύσκολη δουλειά, έστω την τελευταία στιγμή, έστω κι αν γνωρίζουν ότι θα χρειαστεί να τους γίνουν και δυσάρεστοι. Το έχει κάνει πάμπολλες φορές στο παρελθόν και είναι αλήθεια ότι πολιτικοί όπως ο Βενιζέλος ή ο Καραμανλής εισήλθαν στην εποχή τους ξαφνικά στο προσκήνιο ως outsiders, σε μια στιγμή που κυοφορούνταν μεγάλοι μετασχηματισμοί, μετά από μεγάλες αναταράξεις.
Όλα αυτά δεν αποτελούν τίποτε λιγότερο από το πολύ πρόσφατο παρελθόν μας και αν σήμερα αποστρέφουμε το βλέμμα μας είναι διότι, για όσους τολμούν να το παραδεχτούν, αυτή είναι η τωρινή μας μεγάλη μάχη: να τα υπερβούμε και, μετά από μια δεκαετία αλλεπάλληλων κρίσεων, να προχωρήσουμε σε ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο εξουσίας και κοινωνίας που ούτε να στηρίζεται σε «χαρισματικούς» ούτε και να υποτάσσει το δημόσιο συμφέρον στο πλήθος των ιδιωτικών.
Τα πρώτα βήματα φαίνεται ότι ήδη γίνονται, αλλά ενώ οι Άκηδες μπορεί να φεύγουν από τη ζωή και το προσκήνιο, το πιο δύσκολο ερώτημα είναι αν θα καταφέρουμε να ξεριζώσουμε και την κουλτούρα τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου