Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

«Ο ανακριτής» από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Ο απρόβλεπτος κύριος Τσέχωφ» (μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2015)

 ...............................................................


              

        Άντον Τσέχωφ (1860 -1904)






·       «Ο ανακριτής»

από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Ο απρόβλεπτος κύριος Τσέχωφ» 

(μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2015)

 

Ένα ωραίο ανοιξιάτικο απομεσήμερο, ο γιατρός της περιφέρειας και ο ανακριτής πήγαιναν για αυτοψία. Ο ανακριτής, ένας άντρας τριάντα πέντε περίπου ετών, κοίταζε σκεφτικός το άλογο και έλεγε:

   «Στη φύση υπάρχουν πολλά αινιγματικά και σκοτεινά στοιχεία, αλλά και στην καθημερινή ζωή, γιατρέ, συχνά τυχαίνει να συναντούμε φαινόμενα τα οποία δεν επιδέχονται ερμηνεία. Έτσι λοιπόν, γνωρίζω μερικούς μυστηριώδεις, παράξενους θανάτους τα αίτια των οποίων μόνο πνευματιστές και μυστικιστές θα αναλάβουν να ερμηνεύσουν, ενώ ένας άνθρωπος με καθαρό μυαλό απλώς θα σηκώσει αμήχανος τα χέρια και τίποτα περισσότερο. Για παράδειγμα, γνωρίζω μια πολύ καλλιεργημένη κυρία η οποία προέβλεψε τον θάνατό της και πέθανε χωρίς καμιά προφανή αιτία ακριβώς τη μέρα που η ίδια προσδιόρισε για τον εαυτό της. Είπε ότι θα πεθάνει τότε, και πέθανε».

   «Δεν υπάρχει δράση χωρίς αίτιο» είπε ο γιατρός. «Υπάρχει θάνατος, άρα υπάρχει και το αίτιο. Και όσον αφορά τις προβλέψεις, αυτό δεν είναι και τόσο παράξενο. Και οι κυρίες και οι γυναικούλες μας διαθέτουν όλες το χάρισμα της προφητείας και της προαίσθησης».

   «Έτσι ακριβώς, αλλά η δική μου κυρία, γιατρέ, είναι εντελώς ξεχωριστή. Στην πρόβλεψη και στον θάνατό της δεν υπήρξε τίποτα που να θυμίζει γυναικούλα ή κυρία. Μια νέα γυναίκα, υγιής, έξυπνη, χωρίς καμιά προκατάληψη. Είχε τόσο έξυπνα, φωτεινά, τίμια μάτια. Ένα πρόσωπο ειλικρινές, νοήμον, με ένα ελαφρύ, τυπικά ρώσικο χαμόγελο στο βλέμμα και στα χείλη. Κυριίστικο ή γυναικουλίστικο, αν θέλετε, υπήρξε μονάχα ένα πράγμα πάνω της: η ομορφιά της. Βεργολυγερή, χαριτωμένη σαν αυτή τη σημύδα, με εξαίσια μαλλιά! Για να την καταλάβετε μάλιστα καλύτερα, θα προσθέσω ότι ήταν ένας άνθρωπος γεμάτος με την πιο μεταδοτική ευθυμία, με ανεμελιά, και εκείνη την έξυπνη, την ωραία ελαφρομυαλιά που υπάρχει μόνο στους σκεπτόμενους, καλόκαρδους, εύθυμους ανθρώπους. Μπορεί εδώ να γίνει λόγο για μυστικισμό, πνευματισμό, για το χάρισμα της προαίσθησης ή για κάτι ανάλογο; Όλα αυτά εκείνη τα κορόιδευε».

   Το ελαφρύ αμαξάκι του γιατρού σταμάτησε κοντά σε ένα πηγάδι. Ο ανακριτής και ο γιατρός ήπιαν νερό, τεντώθηκαν για να ξεμουδιάσουν και περίμεναν τον αμαξά να τελειώσει το πότισμα των αλόγων.

   «Κι από τι πέθανε εκείνη η κυρία;» ρώτησε ο γιατρός όταν το αμαξάκι ξαναπήρε τον δρόμο του.

   «Πέθανε κατά παράξενο τρόπο. Μια ωραία μέρα μπαίνει στο δωμάτιό της ο άντρας της και της λέει ότι δεν θα ήταν άσχημο να πουλήσουν, εκεί γύρω στην άνοιξη, την παλιά τους άμαξα και στη θέση τους να αγοράσουν κάτι πιο καινούργιο και πιο ελαφρύ· καλό επίσης θα ήταν να αλλάξουν και τα άλογά τους, και τον Μπομπτσίνσκι (είχε ένα τέτοιο άλογο ο σύζυγος) να τον ζέψουν στη μέση.

   Η γυναίκα του τον άκουσε και του λέει:

   «Κάνε ό,τι καταλαβαίνεις, εμένα τώρα το ίδιο μου κάνει. Το καλοκαίρι εγώ θα βρίσκομαι πια στο νεκροταφείο».

   Ο σύζυγος, φυσικά, σηκώνει τους ώμους και χαμογελά.

   «Δεν αστειεύομαι καθόλου» λέει εκείνη. «Σου ανακοινώνω σοβαρά ότι πολύ σύντομα θα πεθάνω».

   «Πόσο σύντομα δηλαδή;»

   «Αμέσως μόλις γεννήσω. Θα γεννήσω και θα πεθάνω».

   «Ο σύζυγος δεν έδωσε καμιά σημασία σ’ αυτά τα λόγια. Δεν πιστεύει σε κανενός είδους προαισθήματα και, εκτός αυτού, ξέρει θαυμάσια ότι στις γυναίκες με ενδιαφέρουσα αρέσουν τα καπρίτσια και, γενικά, τους αρέσει να επιδίδονται σε ζοφερές σκέψεις. Περνά μια μέρα και η γυναίκα του πάλι του λέει ότι θα πεθάνει αμέσως μετά τη γέννα και καθημερινά στη συνέχεια του το επαναλαμβάνει, κι εκείνος γελά και την αποκαλεί γυναικούλα, μάντισσα, αλλοπαρμένη. Ο επικείμενος θάνατος έγινε idée fixe για τη σύζυγο. Όταν ο άντρας της, δεν την άκουγε, πήγαινε στην κουζίνα και μιλούσε εκεί για τον θάνατό της με την παραμάνα και την μαγείρισσα.

   «Δεν μου μένει πολύς καιρός να ζήσω, παραμάνα. Μόλις γεννήσω, θα πεθάνω. Δεν ήθελα να πεθάνω τόσο νωρίς, αλλά ξέρω ότι αυτή είναι η μοίρα μου».

   »Η παραμάνα και η μαγείρισσα, βέβαια, έκλαιγαν. Όταν ερχόταν στο σπίτι η παπαδιά ή η γυναίκα ενός κτηματία της περιοχής, εκείνη τις έπαιρνε σε μια γωνιά και τους έλεγε τον πόνο της – πάντα το ίδιο βιολί, πάντα να τους μιλά για τον επικείμενο θάνατό της. Μιλούσε σοβαρά, με ένα δυσοίωνο χαμόγελο, και μάλιστα με μια μοχθηρή έκφραση που δεν σήκωνε αντιρρήσεις. Πάντα ακολουθούσε τη μόδα και ήταν κομψή, αλλά ενόψει του επικείμενου θανάτου της παράτησε τα πάντα και άρχισε να κυκλοφορεί ατημέλητη. Δεν διάβαζε πια, δεν γελούσε, δεν ονειρευόταν φωναχτά… Σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πήγε με μια θεία της στο νεκροταφείο και διάλεξε εκεί το μέρος όπου θα γινόταν ο τάφος της και, πέντε μέρες προτού γεννήσει, έκανε τη διαθήκη της. Και λάβετε υπόψη σας πως όλα αυτά γίνονταν ενώ η κατάσταση της υγείας της ήταν θαυμάσια, χωρίς την παραμικρή υποψία για αρρώστια ή κάποιον άλλο κίνδυνο. Ένας τοκετός είναι δύσκολη υπόθεση, μερικές φορές είναι και θανάσιμη, αλλά η γυναίκα για την οποία σας μιλώ έχαιρε άκρας υγείας και δεν είχε απολύτως τίποτα να φοβάται. Στο τέλος ο σύζυγος  απηύδησε με όλη αυτήν την ιστορία. Μια φορά, καθώς έτρωγαν, τη ρώτησε:

   «Άκου εδώ, Νατάσα, πότε θα τελειώσουν όλες αυτές οι βλακείες;»

   «Δεν λέω βλακείες. Σοβαρά μιλάω».

   «Σαχλαμάρες. Σε συμβουλεύω να πάψεις να κάνεις βλακείες, για να μην ντρέπεσαι αργότερα για λογαριασμό σου».  

   »Να όμως που άρχισε ο τοκετός. Ο σύζυγος έφερε από την πόλη την καλύτερη μαμή. Ήταν η πρώτη γέννα για τη σύζυγο, αλλά όλα πήγαν όσο γινόταν καλύτερα. Όταν όλα τελείωσαν, η λεχώνα θέλησε να δει το βρέφος. Το κοίταξε και είπε:

   «Και τώρα μπορώ να πεθάνω».

   » Ξάπλωσε, έκλεισε τα μάτια της και σε μισή ώρα μέσα, παρέδωσε στον Θεό την ψυχή της. Διατηρούσε τις αισθήσεις της μέχρι την τελευταία της στιγμή. Αν μη τι άλλο, όταν αντί για νερό της έδωσαν γάλα, ψιθύρισε ήρεμα: «Γιατί αντί για νερό μου δίνετε γάλα;». Αυτή είναι η ιστορία. Πέθανε όπως ακριβώς το προέβλεψε».

   Ο ανακριτής σώπασε, αναστέναξε και είπε:

   «Εξηγήστε μου, από τι πέθανε; Σας δίνω τον λόγο της τιμής μου ότι δεν πρόκειται για επινόηση αλλά για γεγονός».

   Ο γιατρός κοίταξε σκεφτικός τον ουρανό.

   «Θα πρέπει να γίνει νεκροψία» είπε.

   «Γιατί;»

   «Μα για να μάθουμε την αιτία του θανάτου της. Δεν πέθανε εξαιτίας των προβλέψεών της. Κατά πάσα πιθανότητα δηλητηριάστηκε».

   «Και από πού συμπεραίνετε ότι δηλητηριάστηκε;»

   «Δεν το συμπεραίνω, το υποθέτω. Περνούσε καλά με τον άντρα της;»

   «Χμ… όχι και τόσο. Οι διαφωνίες άρχισαν λίγο μετά τον γάμο τους. Υπήρξε μια συσσώρευση δυσάρεστων γεγονότων. Κάποτε η μακαρίτισσα έπιασε τον άνδρα της με μιαν άλλη γυναίκα. Ωστόσο, σύντομα τον συγχώρεσε»

   «Και τι προηγήθηκε; Η απιστία του συζύγου ή η ιδέα του θανάτου;»

   Ο ανακριτής ατένισε επίμονα τον γιατρό, σαν να ήθελε να μαντέψει γιατί του έκανε μια τέτοια ερώτηση.

   «Παρακαλώ» απάντησε πολλές φορές. «Παρακαλώ, επιτρέψτε μου να θυμηθώ». Ο ανακριτής έβγαλε το καπέλο του και σκούπισε το μέτωπό του. «Ναι, ναι… άρχισε να μιλά για θάνατο πολύ σύντομα ύστερα από εκείνο το γεγονός. Ναι, ναι».

   «Βλέπετε λοιπόν… Κατά πάσα πιθανότητα, τότε ακριβώς αποφάσισε να δηλητηριαστεί, αλλά καθώς μπορεί να μην ήθελε να σκοτώσει μαζί της και το παιδί, ανέβαλε την αυτοκτονία της μέχρι να γεννηθεί».

   «Είναι απίθανο, απίθανο… Αυτό είναι αδύνατο. Αφού τότε τον συγχώρεσε».

   «Τον συγχώρεσε σύντομα, άρα κάτι άσχημο είχε στο μυαλό της. Οι νέες γυναίκες αργούν να συγχωρέσουν».

   Ο ανακριτής χαμογέλασε βεβιασμένα και, για να κρύψει την ανησυχία του που γινόταν ιδιαίτερα αισθητή, άρχισε να καπνίζει ένα τσιγάρο.

   «Είναι απίθανο, απίθανο…» συνέχισε. «Δεν μου πέρασε από το μυαλό μια τέτοια πιθανότητα… Εκτός αυτού άλλωστε… δεν ήταν και τόσο ένοχος όσο έδειχνε… Την απάτησε κάπως περίεργα, δίχως να το θέλει κι ο ίδιος. Γύρισε ένα βράδυ στο σπίτι και ήταν σ’ ενδιαφέρουσα… και πάνω εκεί, που να την πάρει ο διάολος, συναντά μια κυρία που ήρθε για ένα τριήμερο να τους επισκεφτεί, μια γυναικούλα επιπόλαιη, ηλίθια, άχαρη. Ούτε καν απιστία δεν θα το θεωρούσες. Έτσι το είδε και η ίδια η γυναίκα του και σύντομα τον συγχώρησε. Έπειτα ούτε που το ξανασυζήτησαν…»

   «Οι άνθρωποι δεν πεθαίνουν χωρίς λόγο» είπε ο γιατρός.

   «Και βέβαια έτσι είναι, αλλά… εγώ δεν μπορώ να δεχτώ ότι εκείνη δηλητηριάστηκε. Τι παράξενο όμως, ποτέ μέχρι σήμερα δεν σκέφτηκα την πιθανότητα ενός τέτοιου θανάτου! Ούτε κανείς άλλος το σκέφτηκε! Όλοι απόρησαν που εκπληρώθηκε η προφητεία της, δεν υπήρξε όμως ούτε η ελάχιστη σκέψη ενός τέτοιου θανάτου… Μα δεν γίνεται να δηλητηριάστηκε! Όχι!»

   Ο ανακριτής βυθίστηκε σε περισυλλογή. Η σκέψη της γυναίκας που πέθανε τόσο παράξενα δεν τον άφηνε ούτε κατά τη διάρκεια της νεκροψίας. Καταγράφοντας τα όσα του υπαγόρευε ο γιατρός, κουνούσε μελαγχολικά τα φρύδια του και έτριβε το μέτωπό του.

   «Μα είναι δυνατόν να υπάρχουν τέτοια δηλητήρια που να σκοτώνουν μέσα σε ένα τέταρτο της ώρας, σιγά σιγά, δίχως κανένα πόνο;» ρώτησε τον γιατρό ενώ εκείνος άνοιγε το κρανίο.

   «Ναι, υπάρχουν. Η μορφίνη, για παράδειγμα».

   «Χμ… Παράξενο… Θυμάμαι ωστόσο ότι εκείνη είχε πάνω της κάτι παρόμοιο… Μα δεν γίνεται!»

   Στον δρόμο της επιστροφής, ο ανακριτής φαινόταν εξαντλημένος, δάγκωνε νευρικά το μουστάκι του και μιλούσε με το ζόρι.

   «Ας προχωρήσουμε λίγο με τα πόδια» παρακάλεσε τον γιατρό. «Βαρέθηκα να κάθομαι».

   Αφού είχαν κάνει καμιά εκατοστή βήματα, ο ανακριτής τόσο πολύ κατέπεσε, όπως φάνηκε στον γιατρό, ήταν σαν να είχε σκαρφαλώσει σε ένα ψηλό βουνό. Σταμάτησε και, κοιτώντας τον γιατρό με ένα παράξενο βλέμμα λες και ήταν μεθυσμένος, είπε:

   «Θεέ μου, αν η υπόθεσή σας είναι σωστή, τότε αυτό είναι… σκληρό, απάνθρωπο! Εκείνη δηλητηριάστηκε ώστε να τιμωρήσει μ’ αυτόν τον τρόπο κάποιον άλλον! Μα τόσο μεγάλη ήταν η αμαρτία του άντρα της; Αχ, Θεέ μου! Κι εσείς γιατί μου προσφέρατε αυτήν την καταραμένη ιδέα, γιατρέ;»

   Κυριευμένος από απόγνωση, ο ανακριτής άρπαξε το κεφάλι του και συνέχισε:

   «Σας μιλούσα για την γυναίκα μου, για τον εαυτό μου. Ω, Θεέ μου! Εντάξει, φταίω, την πρόσβαλα, αλλά ευκολότερο είναι να πεθάνεις παρά να συγχωρήσεις; Αυτή ακριβώς είναι η λογική των γυναικών, η άγρια ανελέητη λογική. Ω, κι όσο ζούσε, και τότε σκληρή ήταν! Τώρα τα θυμάμαι! Τώρα τα βλέπω όλα καθαρά!».

   Ο ανακριτής μιλούσε και πότε σήκωνε τους ώμους του, πότε άρπαζε το κεφάλι του. Πότε καθόταν στην άμαξα και πότε πήγαινε με τα πόδια. Αυτή η νέα ιδέα που του ανακοίνωσε ο γιατρός φαίνεται πως τον άφησε εμβρόντητο, τον δηλητηρίασε. Τα είχε χαμένα, ήταν ψυχικά και σωματικά συντετριμμένος και, όταν επέστρεψε στην πόλη, χαιρέτησε το γιατρό, αρνούμενος να πάει να φάει μαζί του, έστω κι αν από την προηγούμενη του είχε υποσχεθεί ότι θα γευμάτιζαν παρέα.

                                         Εφημερίδα της Πετρούπολης, 1887

Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

"ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ: Ο ήρωας ποιητής και η ηθοποιός ποιήτρια" από τη φίλη στο fb Jane Vlachou (facebook, 28.11.2020)

 ..............................................................


ΛΟΡΕΝΤΖΟΣ ΜΑΒΙΛΗΣ ΚΑΙ ΜΥΡΤΙΩΤΙΣΣΑ: Ο ήρωας ποιητής και η ηθοποιός ποιήτρια





Στις 28 Νοεμβρίου του 1912 σκοτώθηκε ο σημαντικότερος Έλληνας σονετογράφος Λορέντζος Μαβίλης: «…..ἐμαράθηκαν τὰ φύλλα καὶ χειμῶνας πλακώνει• σε θωράω κατάματα μὲ τρόμου ἀνατριχίλα.Και  σέναν' ἀλαφιάζεται το πρᾶο
ἄρρωστο ἀνάβλεμμά σου, σᾶ να ἐρῶτα•θα χαροῦμε ἄλλην ἄνοιξη σαν πρῶτα; » 
Ο Λορέντζος Μαβίλης (1860-1912) με τα έξοχα σονέτα ενέπνευσε παράφορο έρωτα στην Μυρτιώτισσα, έρωτα αμοιβαίο που διακόπηκε με τον ηρωικό θάνατο του στη πρώτη γραμμή του πολέμου. Εκείνος ήταν 52 χρόνων και η Μυρτιώτισσα μόλις 27. Καθοριστική για την ποιητική έκφραση της Μυρτιώτισσας στάθηκε η γνωριμία και ο έρωτάς της με τον ποιητή. Μετά τον δραματικό θάνατό του η Μυρτιώτισσα στράφηκε στην ποίηση για να εκφράσει τον πόνο της: Το ποίημά της «Τι άλλο καλέ μου» (1925) είναι αφιερωμένο στη μνήμη του:

Τί άλλο, καλέ μου, ζητάς από μένα
και στέκεις θλιμμένος μπροστά στη μορφή μου,
αφου κι η καρδιά μου, αφού κι η ψυχή μου,
-κι ας είσαι νεκρός- πλημμυρούν από Σένα;
Τα θεία τραγούδια σου ένα προς ένα
τα ζει κάθε νύχτα η ψάλτρα φωνή μου,
γενήκαν αυτά μοναχή προσευχή μου,
αγνή προσευχή, γεννημένη από Σένα!
Γιατί με κοιτάζεις με μάτια θλιμμένα;
Λαμπάδα σου ανάβω την ίδια ψυχή μου
και μέρα τη μέρα σκορπά κι η ζωή μου
για Σένα, τα ρόδα της τα χλωμιασμένα.

Μπορεί η Μυρτιώτισσα να μην ανήκει στη χορεία των μεγάλων ποιητών, αγαπήθηκε όμως πολύ από το ευρύ κοινό. Κατά τον Καραντώνη, με την ποίησή της αναδεικνύεται «σαν μια από τις κορυφαίες και τις πιο αντιπροσωπευτικές Ελληνίδες ποιήτριες».

Έγραψε: «...Θεέ μου! δος μου δύναμη
λίγο να ζήσω ακόμη,
να ιδώ ξανά την άνοιξη
και τ' άγιο καλοκαίρι...»

Κι έφυγε καλοκαίρι, στις 5 Αυγούστου του 1968.





Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

"ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ" ανέκδοτο ποίημα του Δημήτρη Ελευθεράκη (1978 - 2020)

 ..............................................................






Δημήτρης Ελευθεράκης (1978 -2020)







ΠΡΕΣΒΥΩΠΙΑ


Μετά τα σαράντα όλα είναι ίδια:

ένας σκύλος έρχεται να χορέψει γύρω απ’ τα πόδια σου στην άμμο

όπως κι εχθές – όλα είναι όμοια με τα περσινά, αλλοιωμένα μόνο

απ’ την  όψη των ματιών σου που βλέπουν λιγότερα

κι εσύ δεν έχεις γίνει σοφότερος, λευτερωμένος από φόβο

στωικός, υπομονετικός ή μειλίχιος.

Στην περσινή φωτογραφία δυσκολεύεσαι να διακρίνεις

εάν αυτά που βλέπεις είναι μανταρίνια ή μικρά πορτοκάλια,

και στο χαρτί τα γράμματα που διαβάζεις είναι υγρά:

αδύνατο να καταλάβεις.

Με μια κίνηση μπορείς να τα χαλάσεις όλα

από αμηχανία ή πείσμα.

Έχεις μια εμμονή να σκέπτεσαι το ίδιο μοτίβο,

το κόκκινο χώμα και τα παραγινωμένο αχλάδι

το στήθος της γοργόνας στο ψηφιδωτό και το χρυσό τσαμπί

το γλίστρημα του ήλιου στις θαλασσινές σπηλιές.

Κι όταν στο τέλος γράφεις για να μην ξεχάσεις και να μη 

σε ξεχάσουν

κρατάς τη σελίδα σε απόσταση για να μπορέσεις να δεις, 

και διαβάζεις:

 

Υπάρχουν άπειρα μέρη του κόσμου όπου δεν πρόκειται να πεθάνω

κι υπάρχουν όλα τα μέρη του κόσμου

όπου δεν πρόκειται ν’ αναστηθώ.


ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΑΚΗΣ (1978 – 2020) 

(«Άσπρα μήλα», ανέκδοτη συλλογή, «ΠΑΤΑΚΗΣ» – 2021)

Πέμπτη 26 Νοεμβρίου 2020

"ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗΣ" ποίημα του ποιητή, συγγραφέα και φίλου στο Κώστα Κουτσουρέλη (facebook,

 ..............................................................








Κώστας Κουτσουρέλης (γ.1967 )






ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗΣ


Μια κατά λάθος παρεξήγηση
—κι ας φαίνεται εδώ
ότι το κατά λάθος αυτό περιττεύει—
περιέχει πάντα πολλά

Περιέχει
το ατυχές συμβάν φυσικά
αλλά εξίσου
και την απόπειρα να πεις συγγνώμη
—και τί λεπίδι που σκίζει βαθιά
τη χρυσή υπεροχή σου—
Ακόμη
και η παραδοχή η γενναία
πως κάπου φάνηκες λειψός
—ακόμα κι αυτή—
μέσα εκεί ενεδρεύει

( Μετά από χρόνια
μοιραία
κοινή θα φαντάζει ιστορία )

Μια παρεξήγηση είναι μια ευκαιρία
για να ξορκίσεις ό,τι δυναστεύει
—φρικτός
εμφύλιος
εαυτός—
τη ρυθμισμένη σου ζωή :
έναν ανώφελο θυμό
ένα πάθος
έναν παράταιρο οίστρο τόσο οικτρό
που σου γυρεύει τώρα εξιλασμό

'Ωστε δεν είναι για να κλαις
για όλα εκείνα που αναγκάστηκες να κάνεις
για την αφέλειά σου
που ναυάγησε
την τόση αμέλειά σου

Πάλι καλά να λες

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2020

"Ψηφιακές μεταδόσεις με όρους τηλεοπτικής παραγωγής" έγραψε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 23.11.2020)

 ...............................................................


Ψηφιακές μεταδόσεις με όρους τηλεοπτικής παραγωγής




έγραψε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 23.11.2020)


Οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις αυτήν την εποχή της κρίσης ψηφιοποιούνται στο διαδίκτυο και μας προσφέρουν νέες εκφράσεις, νέες φόρμες και νέες συγκινήσεις, όμως όλοι πια κατάλαβαν πως το κάθε θέαμα, προκειμένου να χριστεί άξιο μετάδοσης, χρειάζεται άρτιο τεχνικό εξοπλισμό, κάμερες, τηλε-σκηνοθεσία και πιθανόν νέα δραματουργική επεξεργασία. Ισως και να βαδίζουμε στη μετά Netflix θεατρική παραγωγή


Eχουμε ήδη μιλήσει για τους τρόπους αντιμετώπισης της σημερινής απραξίας από τους θεατρικούς παραγωγούς και καλλιτέχνες. Κι αν επανέρχομαι στο ίδιο θέμα, είναι γιατί, όπως είναι επόμενο, οι εξελίξεις στο θέμα είναι ραγδαίες μα και ενδιαφέρουσες.

Η αλήθεια είναι πως όταν με το καλό επανέλθει η ζωή μας στην πρότερη (προπολεμική) κατάσταση, ένα μεγάλο μέρος του σημερινού ψυχικού άχθους θα μετατραπεί σε άπωση για ό,τι συνδέθηκε με την πανδημία – πιθανόν η ίδια η τηλε-επικοινωνία να είναι το πρώτο θύμα αυτής της αίσθησης «απελευθέρωσης». Μοιάζει φυσικό στο διάστημα μετά την άρση των περιορισμών να γνωρίσουμε την έκρηξη ζήτησης εκείνων ακριβώς που στερηθήκαμε, πεθυμήσαμε και επανεκτιμήσαμε εν τη απουσία τους. Το θέατρο θα είναι τότε μια από τις πρώτες εκδηλώσεις που θα πάρουν πίσω το αίμα τους από όλα αυτά τα ανιαρά, τα εξ αποστάσεως υποκατάστατα του ζωντανού στην οθόνη μας.

Μένει να το δούμε… Ωστόσο, και μέχρι τότε, άλλοτε συνειδητά και κάποτε κρυφίως συντελούνται μετατοπίσεις στις πεποιθήσεις μας για Μέσα που μέχρι πρότινος εκτιμούσαμε τόσο λίγο όσο λιγότερο τα γνωρίζαμε. Κάτι τέτοιο καθώς φαίνεται είναι και η μετάδοση της ζωντανής καλλιτεχνικής εκδήλωσης, την οποία μέχρι σήμερα οι περισσότεροι είχαμε στο μυαλό μας σαν τεκμήριο εργασίας περισσότερο παρά σαν μια σοβαρή προέκταση της όλης παραγωγής. Κι όσοι έσπευδαν να ψηφιοποιήσουν τη δουλειά τους, το έκαναν στη λογική ενός ντοσιέ προώθησης της δουλειάς τους, πιθανό δέλεαρ προς μελλοντικούς παραγωγούς και θεατές.


Λίγοι, ελάχιστοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι, είτε μας αρέσει είτε όχι, το θέατρο γνωρίζει μια κρίση που υπολανθάνει στον χώρο και αφορά τον πρωτογενή τομέα συγγραφής, υποκριτικής και σκηνοθεσίας, μα αγγίζει και άλλους, δευτερογενείς τομείς, της πρόσληψης και της θεωρίας νέων μορφών από τους κριτικούς. Κι αυτό όταν η ίδια η εποχή, δίχως να νοιάζεται για τη δική μας μελαγχολία, προχωρεί σε νέες εκφράσεις, νέες φόρμες και νέες συγκινήσεις.

Γι’ αυτό η σημερινή κρίση έχει αρχίσει να κάνει ορατές διαδικασίες που, για να είμαστε ειλικρινείς, αλλιώς δύσκολα θα γίνονταν αντιληπτές. Εχουμε θίξει πως σε αυτή την εξέλιξη ο κεντρικός καταλύτης είναι η ανάγκη, πρωτίστως η ανάγκη της επιβίωσης, όχι της έκφρασης. Η πράξη έδειξε πως έστω και ελλιπώς και με εκατέρωθεν παραχωρήσεις από τις δύο πλευρές παραγωγής και μετάδοσης του θεάματος, ένα σημαντικό μέρος του θεάτρου μπορεί και να συγκρατηθεί και να μεταφερθεί σε ένα κοινό που έτσι κι αλλιώς το θέατρο θα αδυνατούσε να προσεγγίσει διαφορετικά. Μια θεατρική παράσταση χάνει κάτι από την ψυχή της στην ψηφιακή της μετάδοση, το ξέρουμε ήδη. Αυτό που αντιλαμβανόμαστε τώρα όλο και περισσότερο είναι πως από αυτό που απομένει, κερδίζουν περισσότεροι.

Οι προηγούμενες απόπειρες να ανεβούν στο διαδίκτυο καταγεγραμμένες παραστάσεις τον περασμένο Μάρτιο είχε ασφαλώς διαφορετικό χαρακτήρα – ο στόχος ήταν να κρατηθεί ψηλά το ηθικό καλλιτεχνών και κοινού, ίσως και να μείνει ζεστή η βιαίως διακοπείσα συνάντησή τους. Αυτές όμως τις απόπειρες –που με μια δεύτερη σκέψη κατανοήσαμε πως έκαναν πιθανόν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, συχνά επενδυμένες με ανεπαρκή ποιότητα, άθλιο ήχο, και την επιπόλαια σκέψη της δωρεάν διανομής– πολύ γρήγορα οδήγησαν σε δεύτερες, ωριμότερες σκέψεις.

Ολοι κατάλαβαν πια πως το κάθε θέαμα, προκειμένου να χριστεί άξιο μετάδοσης, χρειάζεται πρώτα κατάλληλη επεξεργασία. Θέλει πολλές κάμερες, άρτιο τεχνικό εξοπλισμό, άριστα συστήματα ήχου, απαιτεί τηλε-σκηνοθεσία, πιθανόν και νέα δραματουργική επεξεργασία…. Οταν κάποια στιγμή το αποτέλεσμα θεωρηθεί αν όχι ισάξιο, τουλάχιστον αναλογικά ισότιμο με το ζωντανό πρότυπο, τότε μόνο η μετάδοση στα πέρατα της επικράτειας και της οικουμένης μπορεί να μετατραπεί σε ευκαιρία για όλους.

Με αυτόν τον τρόπο μια μετάδοση θεατρικής παραγωγής μπορεί να συμπτύξει μεμιάς τα έσοδα ενός μήνα παραστάσεων… Και μπορεί ταυτόχρονα να διαλύσει την εικόνα μιας επαρχίας που παραμένει υποχρεωμένη να βλέπει θέατρο στα τέλη της σεζόν, σε παγωμένες αίθουσες και με ξεθυμασμένες ερμηνείες.

Το πρόβλημα βέβαια βρίσκεται για μια ακόμη φορά –πού αλλού;– στο κόστος. Οπως καταλαβαίνετε, τα παραπάνω όλα δηλούν πως πρέπει πια σε μια παραγωγή θεάτρου να εφαρμοστούν όροι περίπου τηλεοπτικής παραγωγής… Αν η ίδια η μαγνητοσκόπηση δεν είναι από μόνη της απλό θέμα, η online αναμετάδοση κάνει τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα και κοστοβόρα. Κι αν προσθέσουμε σε αυτά τις πλατφόρμες που θα διαχειρίζονται το λογιστικό, το αποθετικό μέρος μιας on demand τεχνολογίας, τους τεχνικούς υπαλλήλους και συμβούλους που θα συνοδεύουν το όλο εγχείρημα, το πράγμα φτάνει σε απαιτήσεις που λίγοι οργανισμοί μπορούν σοβαρά να ικανοποιήσουν.

Κι όμως πιθανόν μια αυριανή πρόταση κρύβεται πίσω από ό,τι σήμερα φαντάζει με πρόβλημα. Η κινηματογράφηση μιας παράστασης και η ψηφιακή αναμετάδοση είναι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για αναστοχασμό της θεατρικής τέχνης πάνω στη φόρμα, μα και για παραπέρα συμφιλίωσή της με τα νέα μέσα. Στην ώσμωση μιας νέας έκφρασης, υβριδικής ασφαλώς, που θα στεριωθεί από τη μια στο θέατρο και τη δική του εκ του σύνεγγυς αίσθηση των πραγμάτων, και από την άλλη στο βλέμμα του σκηνοθέτη και στην συγκέντρωση της οθόνης… εκεί είναι που μπορούμε να δούμε προοπτικές και ευκαιρίες.

Το ίδιο το θέατρο δεν πρόκειται να χάσει τίποτα από την εξέλιξη. Το κοινό του, που ανέκαθεν προτιμούσε τη ζωντανή συγκίνηση, θα παραμείνει πάντα εντός της αίθουσας. Αλλά το ίδιο το θέατρο σαν ολότητα θα έχει κερδίσει από το νέο μέσον τη δημοκρατική διασπορά του πέραν και εκτός αυτής.

Αφησα όμως τελευταίο το σημαντικότερο. Πως τίποτα από όλα αυτά δεν πρόκειται να γίνει αυτόματα και σύντομα. Θα ακολουθήσει η γνωστή σε όλους διαδικασία της δοκιμής και του λάθους, της μίμησης και της παραπέρα βελτίωσης, ώσπου κάποτε να φτάσουμε να μιλούμε για κάτι σημαντικό – για έναν μετασχηματισμό παρόμοια με αυτόν τον οποίο ήδη ζούμε σε άλλους χώρους. Δείτε για παράδειγμα τον τρόπο με τον οποίο γεννήθηκε στο Netflix ένα νέο είδος, που δεν είναι ούτε τηλεόραση, ούτε κινηματογράφος, ούτε και θέατρο, που εκτείνεται σε ωριαία, ευάριθμα επεισόδια και αναζητά την οργανική τελείωσή του στους δέκτες μας…

Κι αν κάποτε γεννηθεί η τέχνη αυτή, θα το οφείλει όχι μόνο στους ιδιοφυείς καλλιτέχνες, αλλά και σε όσους ιδιοφυείς παραγωγούς βρέθηκαν πίσω από το εγχείρημα. Με άλλα λόγια χρειάζεται άμεσα επιδότηση της προσπάθειας, κι όσο αφορά τους μικρότερους θιάσους, επιχορήγηση εκείνων που θα ζητήσουν να μεταβούν στο νέο, υβριδικό μοντέλο έκφρασης, είτε με αφορμή την παρούσα συγκυρία, είτε μονιμότερα.

Πρέπει, γι’ αυτό, το υπουργείο να κατανοήσει επειγόντως πως η αληθινή ανάγκη των καλλιτεχνών δεν καλύπτεται με επιδόματα. Ζητούν να αξιοποιήσουν το σήμερα για να εκφράσουν το αύριο. Κι αυτό χρειάζεται σήμερα πόρους που θα επενδυθούν στο σήμερα των παιδιών μας.

Δευτέρα 23 Νοεμβρίου 2020

"ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ" από τον ποιητή, συγγραφέα και φίλο στο fb Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 23.11.2020)

 .............................................................


                         
                     ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ





από τον ποιητή, συγγραφέα και φίλο στο fb Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 23.11.2020)



Άλλος με έχει ως κύκλο στο μυαλό του, άλλος ως μια γραμμή που πάει, όμως εγώ σαν φυσαλίδα τρεμοπαίζω μέσα στο αλφάδι – μια εδώ, μια εκεί, ούτε εδώ, ούτε εκεί. Γι’ αυτό, μονάχα με μεταφορές μιλώ πλέον για μένα, μήπως σας πιάσει λίγο το μελάνι και με ξεχάσετε.
Γνώριζα πού σκιζότανε το χώμα και πήγα αυτοβούλως προς τα εκεί, δεν μ’ έστειλε η μάνα μου να μάσω μανουσάκια. Τον Άδη τον φέρεις μέσα σου όπως τον λυρισμό – του παραδίνεσαι προτού σε αιφνιδιάσει. Σου επιτρέπεται, ασφαλώς, να ισχυριστείς πως είναι αρπαγή, να ολολύξεις, όμως καλύτερα να κρατήσεις την ανάσα σου για λίγο, να τη δεις να αχρηστεύεται από μόνη της σαν κάθε τι το ευτράπελο. 
Ναι, ξέρω, υπάρχει κάτι ατιμωτικό σε αυτό. Είναι λες και από μια μισάνοιχτη πόρτα σε κρυφοκοιτάζει ένας ξεδιάντροπος υπηρέτης. όμως είναι αρκετή μια αυστηρή ματιά μου πάνω απ’ τον ώμο, ένα συριστικό μονοσύλλαβο. Και μπορώ να ντυθώ ή να γδυθώ ανενόχλητη.
Σιγά σιγά οι τρίλιες του αηδονιού θα ακουστούν σαν γαύγισμα. Το πρόσωπο αποσβήνει την αισχρότητά του, όπως το μπλε στο βάθος της χαράδρας, που δεν προλαβαίνει να εννοήσει πότε μαύρισε. Ο ήλιος ξαναγίνεται αυτό που πράγματι είναι – ένα συνώνυμο του ρύπου.
Με κόπο πια ανέρχομαι στις πάνω γειτονιές, παρότι ανθίζουν πικραμυγδαλιές στην Ελευσίνα. Σπεύδει η μητέρα να δέσει έναν Μάρτη στον καρπό του δεξιού μου χεριού. Με καθίζει στα γόνατά της και μου λέει πόσες αγέλες λύκων κατέβηκαν από τα χιόνια και ποιος θα υψώσει κούπα ετούτη τη χρονιά να πει “τούτο εστί το αίμα μου”. 
Μέσα μου βιάζομαι να ξαναβγώ με συμμαθήτριες στον Νύσιον πεδίον, τάχα για λουλουδάκια. Δυο βήματα πριν απ’ το ρήγμα, θα αδειάσω απ’ τα παπούτσια μου την άμμο του καλοκαιριού. Τώρα κατέρχομαι αυτοβούλως. Όπως βασίλισσα το ξύλινο κλιμακοστάσιο, σέρνοντας την παλάμη στην κουπαστή.
Και μην ακούτε τι σας λένε – η μνήμη είναι μεγαλύτερη από τον άνθρωπο. Πάντα του φτάνει. Εδώ, μάλιστα, της επιτρέπεται να καταχραστεί ηπείρους ολόκληρες από τη φαντασία, να επινοήσει παραδοξότητες, να εποικήσει ανύπαρκτα άστεα. 
Το ευτύχημα με τα βαθιά είναι πως πλέον δεν χρειάζεσαι τιμόνι.

Σάββατο 21 Νοεμβρίου 2020

4 ανέκδοτα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού (1918-1987) (www.lifo.gr, 16.11.2018)

 .............................................................




4 ανέκδοτα ποιήματα του Μιχάλη Κατσαρού (1918-1987)










Σαν δεις νέους καιρούς


Σαν δεις νέους καιρούς 
Καινούργια υπονοούμενα 
γέλια ειρωνικά δήθεν τυχαίως πεταγμένα 

φοβάσαι σαν αθώο παιδί 
μπροστά σ' ένα βαθύ ποτάμι.
 
Μετά αφομοιώνεσαι 
κι όλα πια τα συνηθίζεις 
τα λόγια, τους ανθρώπους με τις πράξεις τους 
αυτή τη σκοτωμένη ελευθερία . 
τα νέα συναισθήματα σε κατακλύζουν; 
λες και να μη συνέβηκε ποτέ 
που όλα τούτα 
κάποτε σε φόβιζαν. 
Φαίνεται πως 'τοιμάζεσαι πάλι γιά νέο ταξίδι.   



Τυφλές εποχές


Πρόπερσι -ή τάχα πέρσι,— 
όλες αυτές οι αστραπές 
δεν εννοούσαν κάποτε 
                               να με εγκαταλείψουνε. 
Πράσινες μπλε και αργυρές 
διαγράφανε λεπτές το στήθος μου 
-δεν είχα δει τις ξύλινες πλευρές- 
υπήρχαν μέσα μου προϋποθέσεις αναμφισβήτητες 
ανέβαιναν τυφλές οι εποχές 
- αν έχετε κλειστές τις πόρτες 
                                    ούτε οράματα 
                                    ούτε μαρμαρυγές 
                                    εξακοντίζονται. 
Με πράσινες και μπλε και αργυρές 
τόσες πολύχρωμες ξύλινες αστραπές - 
                                    πώς εμφανίζονται... 
Ίσως αυτές οι άσημες τυφλές στιγμές 
                                   να είναι ψεύτικες ? 
-κι ακόμα- 
εσύ να μην μπορεί να ξεχωρίσεις 
τι είναι αληθινό 
                  ή τι γελοίο

Υπάρχει ακόμα καιρός


Υπάρχει ακόμα καιρός
να μαστιγώσεις την πόλη.

Τι θα μπορέσεις αν είσαι δω
ανάμεσα σε φλύαρα πλήθη.

Δεν είναι η υπόθεσή σου περίφημη
ανήκει στο παρελθόν
σε τείχη που πέσανε όπως φωλιά
κι έμεινες γυμνός από νύχτα


Πες μας λοιπόν ειλικρινά τι ζήτησες
πες μας ειλικρινά ποιος είσαι.

Αυτός δεν ήτανε γκρεμός
ήταν ωραία πτήσις. 


Οι δευτερεύοντες

Πάντως 
ο κεντρικός ήρωας του έργου 
                                   απέθανεν. 
Τώρα το πώς επέμεναν όλοι αυτοί οι δευτερεύοντες 
να συνεχίζουν άσκοπα μέχρι το τέλος 
                                δεν έχει κάποιαν σημασία 

Η πρόθεσίς τους ήτανε καταφανής 
σ' όλες τούς τις κινήσεις 
είχαν αράξει όλοι τους μες στη σκιά του 
χειρονομούσαν ακατάπαυστα 
μίλαγαν δυνατά μ' ωραία λόγια 
φόραγαν φανταχτερά παράσημα 
πήγαιναν- 
έρχονταν- 
ώσπου στο τέλος πια δεν είχαν τι να πούνε 
και βάλθηκαν να τον θρηνούν 
                                σε μαυσωλεία. 

 Έτσι σιγά σιγά. γεννήθηκαν οι τύραννοι. 


Αυτούς που βλέπεις


Στίχοι: Μιχάλης Κατσαρός 
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης 
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης


Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς 
θα τους γνωρίσεις πάλι 
άλλον θα λένε Κωνσταντή κι άλλον Μιχάλη 

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς 
θα τους γνωρίσεις πάλι 
σ'αυτόν τον κόσμο θα γυρνούν 
με περηφάνια πιο μεγάλη 

Αυτούς που βλέπεις πάλι θα τους ξαναΐδείς 
θα τους μισήσεις πάλι 
έναν μονάχα δε θα βρεις 
τον πιο μικρό, τον πιο πικρό, τον πιο αγαπημένο 
τον μοναχό, τον δυνατό και τον αντρειωμένο 

Αυτόν δε θα τον ξανεΐδείς να τονε βασανίσεις 
και την μεγάλη του καρδιά να τηνε σκίσεις 
αυτόν δε θα τον ξαναβρείς τι τον φυλάνε τ'άστρα 
τι τον φυλάει ο ήλιος του, τονε φυλάει το φεγγάρι 

Αυτόν που 'χει τη χάρη τον πιο μικρό 
τον πιο πικρό και τον αγαπημένο 
αυτόν μονάχα εγώ, μονάχα εγώ, εγώ προσμένω


Μικρό επετειακό αφιέρωμα στον ποιητή ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟ (1919 - 21.11.1998)

 .............................................................









Μικρό επετειακό αφιέρωμα στον ποιητή ΜΙΧΑΛΗ ΚΑΤΣΑΡΟ (1919 - 21.11.1998)

Στον επικό «Θίασο» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, υπάρχει μία σκηνή προς το τέλος της ταινίας όπου δύο μέλη του διαλυμένου θιάσου τον επισκέπτονται μετά την αποφυλάκισή του, για να του προτείνουν να ξαναφτιάξουν τον θίασο, «όπως παλιά». Τότε ο ποιητής-πρώην μέλος του θιάσου απαντάει απαγγέλοντας ελαφρά παραλλαγμένους στίχους του Μιχάλη Κατσαρού. Συγκεκριμένα το πρώτο κομμάτι είναι από το Ποίημα "Πως να καταχωρήσω" και "Δωριείς" και το δεύτερο από το "Όταν". Ο τελευταίος στίχος «Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν» είναι από το περίφημο "Υστερόγραφο" που γράφει ο Κατσαρός ως απάντηση στη λογοκρισία που δέχτηκε το ποίημα του Η διαθήκη μου («Αντισταθείτε…») από τη συλλογή Κατά Σαδδουκαίων από τον αριστερό «Δημοκρατικό Λόγο» και ελαφρά παραλλαγμένος, αντικατέστησε το ακροτελεύτιο «Πάλι σας δίνω όραμα» του Όταν. 

Σας αραδιάζω τα εμπόδια: 
η επέμβασις των γεγονότων των ήχων των παρατάξεων 
η επέμβασις των πλοίων από το άγριο πέλαγος 
οι λαϊκοί ρήτορες το στήθος μου οι φωνές, 
οι φάμπρικες, 
ο Οχτώβρης του ‘17, 
το 1936, 
ο Δεκέμβρης του ’44… 

Για τούτο θα παραμείνω με τα κουρέλια μου 
όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση, 
όπως με γέννησες μάνα μου Ισπανία, 
ένας σκοτεινός συνωμότης..... 

.....Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου 
ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς 
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια, 
λόγους ατέλειωτους, ύμνους και κρότους, 
όταν ακούω, να μιλούν για την ελευθερία, 
για νόμους, ευαγγέλια και μια ζωή με τάξη. 
Eγώ πάντα σωπαίνω. 
Μα κάποτε, κάποτε θα ανοίξω το στόμα μου. 
Οι κήποι θα γεμίσουν με καταρράκτες, 
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια, 
οι νέοι έξαλλοι θ’ ακολουθούν με στίχους χωρίς 
ύμνους ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία. 

«Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν»



Παρασκευή 20 Νοεμβρίου 2020

"A Man In His Life" ποίημα του Yehuda Amichai (προχείρως μεταφρασμένο από τη φίλη στο fb Ellie Kakouri (facebook, 19.11.2020)

 ............................................................


A Man In His Life του Yehuda Amichai

[πρόχειρη μετάφραση του ποδαριού...]


από τη φίλη στο fb Ellie Kakouri (facebook, 19.11.2020)

Ένας άντρας χρόνο δεν έχει στη ζωή του
να έχει χρόνο για τα πάντα.
Δεν έχει αρκετές εποχές ώστε να υπάρχει
καιρός για κάθε σκοπό. Ο Εκκλησιαστής
έκανε λάθος σ’ αυτό το θέμα.

Ένας άντρας χρειάζεται να αγαπάει και να μισεί την ίδια στιγμή,
να γελάει και να κλαίει με τα ίδια μάτια,
με τα ίδια χέρια να ρίχνει πέτρες και να τις μαζεύει,
να κάνει έρωτα στον πόλεμο και πόλεμο στον έρωτα.
Και να μισεί και να συγχωρεί και να θυμάται και να ξεχνά,
να τακτοποιεί και να ανακατεύει, να τρώει και να χωνεύει
αυτά που η ιστορία
χρειάζεται χρόνια και χρόνια να καταφέρει.

Ένας άντρας δεν έχει χρόνο.
Όταν χάνει αναζητά, όταν βρίσκει
ξεχνά, όταν ξεχνά αγαπά, όταν αγαπά
αρχίζει να ξεχνά.

Και η ψυχή του είναι σκληραγωγημένη, η ψυχή του
είναι αληθινός επαγγελματίας.
Μόνο το κορμί του παραμένει για πάντα
ένας ερασιτέχνης. Προσπαθεί και αστοχεί,
παθαίνει σύγχυση, τίποτα δεν μαθαίνει,
μεθυσμένο και τυφλό μέσα στις απολαύσεις
και τους πόνους του.

Θα πεθάνει όπως τα σύκα πεθαίνουν το φθινόπωρο,
ζαρωμένος και γεμάτος από τον εαυτό του και γλυκός,
τα φύλλα θα ξεραίνονται στη γη
και τα γυμνά κλαδιά θα δείχνουν το μέρος
όπου υπάρχει χρόνος για τα πάντα.















A Man In His Life by Yehuda Amichai

A man doesn't have time in his life
to have time for everything.
He doesn't have seasons enough to have
a season for every purpose. Ecclesiastes
Was wrong about that.

A man needs to love and to hate at the same moment,
to laugh and cry with the same eyes,
with the same hands to throw stones and to gather them,
to make love in war and war in love.
And to hate and forgive and remember and forget,
to arrange and confuse, to eat and to digest
what history
takes years and years to do.

A man doesn't have time.
When he loses he seeks, when he finds
he forgets, when he forgets he loves, when he loves
he begins to forget.

And his soul is seasoned, his soul
is very professional.
Only his body remains forever
an amateur. It tries and it misses,
gets muddled, doesn't learn a thing,
drunk and blind in its pleasures
and its pains.

He will die as figs die in autumn,
Shriveled and full of himself and sweet,
the leaves growing dry on the ground,
the bare branches pointing to the place
where there's time for everything.

Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

"Kρίση μιας παλιάς τέχνης ή η γέννηση μιας νέας;" γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 16.11.2020)

 ...............................................................



Kρίση μιας παλιάς τέχνης ή η γέννηση μιας νέας;






γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 16.11.2020)


Το θέατρο στη ζωντανή μορφή του δεν πρόκειται να σταματήσει, ούτε να αμφισβητηθεί από κανέναν, όμως στην εποχή της καραντίνας, οι θεάσεις των (δωρεάν κατά κύριο λόγο) ψηφιακών αναπαραγωγών άγγιξαν νούμερα αστρονομικά για τα δεδομένα της πιάτσας.


Καθώς προχωρούν οι εβδομάδες της θεατρικής απραξίας διεθνώς, το θέατρο έχει αρχίσει σταδιακά να συνέρχεται από το πρώτο σοκ και στοχάζεται ξανά τον εαυτό του. Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα το θέατρο είχε αναπαυθεί στις δάφνες μιας καταξιωμένης δραστηριότητας που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο χαίρεται τον εαυτό της να καθρεφτίζεται στα νερά της πολιτείας της. Κανείς αν δεν κάνω λάθος τους τελευταίες αιώνες δεν έθεσε σε αμφισβήτηση την αξία, τη σημασία ή την παρουσία του θεάτρου στον βίο της πόλης.

Παλιότερα -δηλαδή, μόλις σαν… χθες- το θέατρο έμοιαζε να γνωρίζει τη θέση του στο στερέωμα των άλλων τεχνών. Κι ας έχανε κατά καιρούς το κοινό του από τον κινηματογράφο, κι ας συναντούσε αμείλικτους ανταγωνιστές, πρώτα το ραδιόφωνο, μετά την τηλεόραση, τελευταία το διαδίκτυο, κι ας αμφισβητούνταν η πρωτοκαθεδρία του στις τάσεις και στα ρεύματα της πρωτοπορίας.

Το θέατρο έβρισκε σταθερά τον τρόπο να επανακάμπτει και να επανασυστήνεται. Μετατοπιζόμενο κυρίως προς περιοχές όπου οι άλλες -οι δημοφιλέστατες και με λαϊκά ερείσματα- όμορες τέχνες δεν είχαν τόσο μεγάλη ισχύ. Κυρίως, μετά το ‘60, εκεί όπου μπορούσε να αναπτυχθεί η ζέση της ζωντανής επαφής, της αυθεντικής και προσωπικής μαρτυρίας, εκεί όπου η δόξα της οθόνης και η ψηφιακή διαμεσολάβηση του συναισθήματος δεν φτάνουν παρά μόνο σαν μακρινοί αντίλαλοι.


Αναρωτιέται κανείς αν η επένδυση αυτή του θεάτρου στην καταστατική αρχή της ζωντανής σχέσης κοινού και ηθοποιού/συγγραφέα/θεάματος έχει αρχίσει πια να ξεθωριάζει. Τόσο ώστε να αναλογίζεται κανείς μήπως η πανδημία όχι μόνο δεν εκληφθεί σαν «περαστική κρίση», αλλά, αντίθετα, αν μελλοντικά αξιολογηθεί σαν ο καταλύτης εκείνος που επέδρασε στην εξέλιξη μιας παλιάς τέχνης ή στην παραπέρα δημιουργία μιας άλλης, νέας. Μήπως ό,τι ζούμε είναι στην πραγματικότητα το συμβάν που θα προκαλέσει τον πρόωρο τοκετό του κυήματος του νέου αιώνα, που η εποχή μας κυοφορούσε για καιρό;

Για να μην παρεξηγηθώ ή τέλος πάντων για να μην παρερμηνευθούν ως απλοϊκές οι παραπάνω σκέψεις, κανείς δεν διατείνεται πως η πανδημία θα φέρει το τέλος μιας τέχνης αρχαίας και αναγκαίας ή πως μπορεί με κάποιο τρόπο να αμφισβητηθεί λόγω μιας πανδημίας η αξία του ζωντανού θεάτρου (κυρίως όταν ακριβώς λόγω της κοινωνικής αποστασιοποίησης που επιβάλλει, αυτή η κατάσταση υπενθυμίζει στον καθένα μας την ανάγκη της επαφής).

Σε εκείνο στο οποίο οι σκέψεις αυτές στοχεύουν είναι να κατευθύνουν την κρίση μας απέναντι σε κάτι που αληθινά ήταν ήδη γνωστό, αν και σπάνια διατυπωμένο μεταξύ των παροικούντων την Ιερουσαλήμ. Οτι το θέατρο γνώριζε ήδη μια βαθιά κρίση, κρίση που κρυβόταν πίσω από τον θόρυβο αμέτρητων σκηνικών παραγωγών και τον αχό απανταχού επί Γης φεστιβάλ… Πως το σύγχρονο θέατρο στηρίζεται ακόμα σε μια «πρωτοπορία» που φτάνει να μετράει ίσως και τον έναν αιώνα… Πως ολοένα και πιο δύσκολα βρίσκουμε στη διεθνή σκηνή συγγραφείς ικανούς να αφήσουν πίσω τους κάτι παραπάνω από μια-δυο καλές εντυπώσεις. Και πως, τέλος, αναζητείται ακόμα το κέντρο που θα δώσει νόημα στην κίνηση, την αγωνία και το άγχος των νέων καλλιτεχνών να αποκτήσουν ταυτότητα και ειρμό στο σημερινό σάστισμα.

Ως αποτέλεσμα έρχεται ίσως το πιο ανησυχητικό από όλα. Ολοένα και συχνότερα διαπιστώνουμε ότι οι μόνοι που υπερασπίζονται το θέατρο είναι οι ίδιοι οι εργάτες του - εκείνοι υμνούν τη σημασία και διατρανώνουν το κύρος του, λες και προσπαθούν να πείσουν τους άλλους για κάτι αυτονόητο. Κυρίως να πείσουν τους πολιτικούς, που κατά πώς φαίνεται σφυρίζουν αδιάφορα από τη θέση της εξουσίας.

Ας ελπίσουμε λοιπόν πως το θέατρο στη ζωντανή μορφή του δεν πρόκειται να σταματήσει, ούτε να αμφισβητηθεί από κανέναν. Μπορεί όμως να γεννηθεί από την όλη δοκιμασία μια «νέα» μορφή υβριδικής μετάλλαξης, μια εξέλιξη της θεατρικής που δεν θα απαιτεί πια την πλήρωση της «ζωντανής σχέσης», αλλά θα πατάει σε κάτι άλλο, που θα θυμίζει ή θα μιμείται αυτή τη σχέση.

Υπάρχουν καλοί λόγοι να υποθέτουμε πως θα δούμε σύντομα μια τέτοια εξέλιξη. Πρώτα, λόγοι ουσιαστικοί - κάποτε πρέπει το θέατρο να συνειδητοποιήσει ότι τα ψηφιακά μέσα επαναξιολογούν ριζικά την ανθρώπινη επικοινωνία. Οφείλει κάποτε να ξαναπάρει τη δοκιμασμένη οδό που ζητά από το θέατρο, αντί να προσκαλεί τους θεατές του στον χώρο του, να πηγαίνει το ίδιο εκεί όπου οι πολίτες συναθροίζονται.

Μα ας μη γελιόμαστε. Μιλάμε πάντα για το θέατρο, για τέχνη καλλιτεχνών μα και επιχειρηματιών. Να το διατυπώσω όσο πιο απλά γίνεται: Αν ο κόσμος του θεάτρου μυριστεί πως με τη διαδικτυακή προβολή μια παράσταση μπορεί να ανοιχτεί πέρα από τα στενά όρια της αίθουσας και πως αυτό μεταφράζεται σε ταμειακούς όρους, να μην έχουμε καμιά αμφιβολία: ολοένα και συχνότερα θα βλέπουμε ανάλογες απόπειρες. Κι εδώ, όπως συνέβη άλλοτε στον κινηματογράφο, θα είναι το ταμείο που ανοίγει δρόμο και η τέχνη που ακολουθεί.

Αυτό το μαρτυρούν τα στοιχεία. Στην αρχή της καραντίνας, την περασμένη άνοιξη, πολλοί ήταν οι καλλιτέχνες που έσπευσαν να ανεβάσουν στο διαδίκτυο τις ψηφιοποιημένες παραστάσεις τους, είτε για να διατηρήσουν ψηλά το φρόνιμα του κόσμου είτε για να διατηρήσουν το όνομά τους σε μια εποχή φυσικής απουσίας. Οπως και να ‘χει, είτε έτσι είτε αλλιώς, το αποτέλεσμα υπήρξε αποκάλυψη για όλους. Οι θεάσεις των (δωρεάν κατά κύριο λόγο) ψηφιακών αναπαραγωγών άγγιξαν νούμερα αστρονομικά για τα δεδομένα της πιάτσας, θεάσεις που αυτόματα έκαναν αρκετούς να λησμονήσουν τις αρχικές αμφιβολίες και να κάνουν δεύτερες σκέψεις. Και ας μην είμαστε κυνικοί, δεν είναι μόνο το πιθανό οικονομικό όφελος... Ξαφνικά το θέατρο συνειδητοποίησε πως μπορούσε να ανοιχτεί σε ένα πλήθος που μέχρι σήμερα μόνο ο κινηματογράφος μετρούσε. Καλή λοιπόν η «ζωντανή σχέση» και σεβαστά τα επιχειρήματα «περί αδυναμίας μεταφοράς του αληθινού» στην οθόνη ενός υπολογιστή. Αλλά, μήπως να το ξανασκεφτούμε, ρε παιδιά;…

Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ασφαλώς η παραπάνω ερώτηση. Πίσω από την ανάγκη της επιβίωσης, πίσω από τη δημιουργική διάθεση των καλλιτεχνών και πίσω από μια καθαρά επιχειρηματική ιδέα, ζει ο ίδιος κόσμος του θεάτρου που θέλει και οφείλει να προχωρήσει. Το πώς θα γίνει αυτό θα το δούμε στο αμέσως επόμενο διάστημα. Προς το παρόν οι σχετικές κινήσεις διεθνώς είναι αρκετές. Και αυτές συγκεκριμένα θα ήθελα να περιγράψω στο αμέσως επόμενο σημείωμά μου, σε αυτήν εδώ τη στήλη.