Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2020

"ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΑΠΡΟΣΩΠΗ..." από τον ποιητή, συγγραφέα και φίλο στο fb Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 6.11.2020)

 ..............................................................



ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΩ ΣΕ ΜΙΑ ΠΟΛΗ ΑΠΡΟΣΩΠΗ...


από τον ποιητή, συγγραφέα και φίλο στο fb Πάνο Σταθόγιαννη (facebook, 6.11.2020)

Θέλω να ζήσω σε μια πόλη απρόσωπη, συχνα να την μπερδεύουν με άλλες πόλεις. Είναι, ασφαλώς, μακριά από τη θάλασσα, αν δουν ποτέ κουπί οι γηγενείς, γι' αλέτρι το περνάνε. Στ' αστεία, βέβαια, όλα αυτά - ξέρουν καλά τι είναι, αλλά επιμένουν να τηρούνται τα προσχήματα. Όπως επίσης προσχηματικές είναι και οι πάχνες που κρατάνε ως τον Μάιο, το πώς ρημάζει η φωλιά των πελαργών στο καμπαναριό, ο τρόπος που μασάνε τα φωνήεντα. Κι όταν ακούγονται τις νύχτες χλιμιντρίσματα στο ρέμα - "Απ' την τουρκοκρατία ξέμειναν", πετάγεται ένας δασκαλάκος με γυαλιά. Σαν έρχεται κι εμένα η σειρά μου, βγαίνω με τις γαλότσες υπνοβάτης μες στα χιόνια, ταίζω τ' άλογα που περιμένουν τους αντάρτες.
Όποιος τη δει από μακριά, κάτι τετράγωνο διακρίνει πάνω της, κάτι ασαφές και τελεσίδικο, του παίρνει χρόνο να τη βρει στον χάρτη. Είναι όπως η κρυψώνα με τα τιμαλφή - μπροστά στα μάτια σου, μα δεν τη βλέπεις, δεν πάει ο νους σου. Εκτός αυτού, μετατοπίζεται. Άλλοτε έχει "ζήτα" στ' όνομά της, άλλοτε ένα "λάμδα" παρεισφρύει στα προικοσύμφωνα και, ξαφνικά, να κι ένα οροπέδιο νεοπαγές, να το παλιό νταμάρι.
Σε πόλη τέτοια έχει καταφύγει η πατρίδα και φυγοδικεί. Ό,τι απέμεινε έστω απ' την εσάρπα της, ό,τι απέμεινε απ' τα λίγα χορτάρια στην κόμη της. Κανείς δεν ξέρει ότι κρύβεται εδώ, ούτε η ίδια καν το υποψιάζεται. Οι ντόπιοι μόνο το ψυχανεμίζονται εν αγνοία τους, μόνο στον τρίτο ύπνο τους το μεταδίδουν σαν νανούρισμα στα νήπιά τους. Την άλλη μέρα το ξεχνούν, μιλούν για απώλεια ενσήμων, ζώδια, αναπτυξιακά κονδύλια. Κάποτε έκαιγαν χιλιάρικα για υπερβόρειες, τώρα ανδραγαθούν στα προπατζίδικα, τάχα μου όλοι με έμφραγμα, τάχα μου στωικοί με το στανιό.
Τραβάνε κλήρο κάθε τόσο, στέλνουνε κάποιους απ' τα πιο τζιμάνια στην πρωτεύουσα, λαβαίνουν "καλημέρες" απ' το messenger. Εκείνοι επιστρέφουν με αλυσίδες στους τροχούς κάθε Χριστούγεννα, θυμούνται αμέσως το παλιό περπάτημά τους, πάνε ξανά λες κι όλο λούμπες δρασκελίζουν. Νωρίς, μεγαλοβδόμαδα, κάνουν τηλεφωνήματα, σφάγια παραγγέλνουν, νταμιτζάνες. Μα, για να μην ξεχνιόμαστε, πηδούν κρυφά, στα όρθια, ο ένας του άλλου τη γυναίκα - παλιά τους γκόμενα, έχει μια σάρκα που όλα τα θυμάται, ακόμα και την έκτρωση στη ζούλα, είκοσι τόσα χρόνια πριν. Αχ, είναι από τότε και αυτός ο παφλασμός που ακούγεται - σκισμένη ακόμα η οθόνη του θερινού κινηματογράφου.
Ελάχιστοι οι ξένοι που την επισκέπτονται, εμού εξαιρουμένου. Άλλους τους φέρνει και τους παίρνει πίσω ο άνεμος, κάτι πλειστηριασμοί των τραπεζών στο τσάκα-τσάκα, η πουλημένα εσοδειά στις διπλανές πολίχνες. Γι' αυτό κι έλαχιστα ξενοδοχεία κι όλα ασύμφορα, οι σκονισμενες τζαμαρίες τους πάντα με αμπέχονο σε καθρεφτίζουν. Μούσκεμα όμως όλα ένα γύρω κάθε σούρουπο. Μπλε φαρμακείου αντανακλάται στα πλακόστρωτα. Πίσω από το ηρώον διαστέλλονται δύο κυπαρίσσια. Κι αυτό το κόκκινο που πέρασε φουριόζο, σχεδόν με μπάτσισε στο πρόσωπο, θα πρέπει να 'ναι από το σάλι που θα σου χαρίσω, να με θυμάσαι.
Μα, τι ωραία ξεροκέφαλοι είναι όσοι ξέμειναν εδώ, τι ωραία μένουνε αξύριστοι τρεις μέρες! Με καλοδέχονται, ωστόσο, οι κουλτουριάρηδες. Λέμε να εκδώσουμε μαζί ένα περιοδικό μόνο με ποίηση. Μέτριο πάντα , να μη δίνει στόχο. Επικροτεί κι ο αντιδήμαρχος - μαθητριούλα έρχεται και κάθεται στα γόνατά του, ψοφάει για Τσέχωφ. Και μιας που ευλαβούμαι και τους νοικοκύρηδες, θα φιλοτιμηθούν κι αυτοί στο τέλος, μαντήλι θα μου δώσουν να κρατήσω στον χορό τους. Αλαμπρατσέτα ύστερα όλοι μαζί στο οδόφραγμα, πιάνω κι εγώ τον βουλευτή από τα πέτα, γκρίνια ομόφωνη το βράδυ στα κανάλια.
Αργά τις νύχτες - ασφαλώς μονάχος μου, μια γάτα ίσως νυσταλέα, τίποτα μόνιμο. Μετράω πόση από τη σάρκα μου έφαγα σήμερα και πόση πρέπει γι' αύριο να ζυμώσω. ”Α", λέω από μέσα μου, "σε τέτοια μέρη βρίσκει παραγώνι η πατρίδα μου, σε τέτοια μέρη απαγκιάζει και καθεύδει". Πάντα στρωμένο κι ένα δεύτερο κρεβάτι, γλυκά που ροχαλίζει η ξυλόσομπα, κάπου παράχωσα το κόκκιννο το σάλι...
Θέλω να ζήσω σε μια πόλη απρόσωπη. Ήρθε ο καιρός να υπηρετήσω τα προσχήματα - πού πάει εκείνος με το ξύλινο αλέτρι;

Δεν υπάρχουν σχόλια: