Πέμπτη 31 Μαΐου 2018

"Πρέβεζα" γράφει ο Χρήστος Κοτσίνης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 31.05.2018)

...........................................................


Πρέβεζα


Η Κύπρος είναι νησί, σαφώς γεωγραφικά οριοθετημένη. Η Μακεδονία, η Ηπειρος, όχι.
Στην Κύπρο ζούσαν Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι και στη βόρεια και στη νότια -παλιότερα στην Κρήτη ζούσαν και Τουρκοκρητικοί –τώρα χωρίστηκαν.
Η νότια Ηπειρος ανήκει διοικητικά στο ελληνικό κράτος, η δε βόρεια στο αλβανικό. Και στις δύο ζουν Αλβανοί, Ελληνες, Αρμάνοι, Ρομά, παλιότερα και Εβραίοι και Τούρκοι.
Θα μπορούσαμε να πούμε πως και στις δυο διοικητικές Ηπείρους ζουν Αλβανοηπειρώτες, Ελληνοηπειρώτες, Βλαχοηπειρώτες και Γυφτοηπειρώτες, απ’ τους οποίους μπορεί κάλλιστα να κατάγομαι. Ελληνες, Αλβανοί, Αρμάνοι και Ρομά ζουν και αλλού, όχι μόνο εδώ.
Η Ηπειρος προαιωνίως είναι ηπειρωτική, όπως και η Κύπρος κυπριακή.
Το ίδιο και η Μακεδονία, πρωτίστως είναι μακεδονική. Το νότιο τμήμα της ανήκει διοικητικά στο ελληνικό κράτος, ενώ το βόρειο ανήκε σε ένα κράτος που δεν υπάρχει πια.
Και στις δυο Μακεδονίες ζουν Αλβανοί, Σλάβοι, Ελληνες, Αρμάνοι, Ρομά, παλιότερα και Εβραίοι, Βούλγαροι και Τούρκοι. Δηλαδή Αλβανομακεδόνες, Σλαβομακεδόνες, Βλαχομακεδόνες, Ελληνομακεδόνες, Γυφτομακεδόνες.
Σε όλες τις περιοχές που προαναφέρθηκαν ζουν άντρες, γυναίκες, παιδιά και γέροι, πλούσιοι και φτωχοί, αριστεροί, δεξιοί και αριστεροδεξιοί κεντρώοι, ποικιλοτρόπως σεξουαλικά προσδιοριζόμενοι -οι ανδρείοι-, άλλοι κρύβονται, άνθρωποι που τους αρέσει να απολαμβάνουν τον καφέ τους σκέτο φρεντάκι και άλλοι πολλά βαρύ και όχι, αισιόδοξοι και απαισιόδοξοι, ροκάδες, μαλλιάδες και παραδοσιακοί, οχαδερφιστές και κοινωνικά δραστήριοι, πατριδοκάπηλοι, εθνικιστές και εθνομηδενιστές, παντού προδότες, ναινέκοι και το αντίστροφο που δεν ξέρω πώς το λένε, αλλά λένε πάντα όχι, άνθρωποι που ομνύουν στον Χριστό ή στον Αλλάχ και καταριούνται όλοι μαζί τη μάνα που τους γέννησε σ’ αυτόν τον τόπο. Είναι Βαλκάνια εδώ και Μεσανατολή, δεν είναι παίξε γέλασε.
Οπως και να την πούμε -εμείς απομείναμε, οι άλλοι την είπαν ήδη- θα είναι σίγουρα μακεδονική και αυτή. Στην καλύτερη περίπτωση Γκόρνα, Νόβα, ή Ιλιντένσκαγια. Και θα ᾽χει μνήμη ιστορική και αυτή και θα θυμάται.
Σε εποχές όμως που τα πάντα είναι κάποιου και τίποτα δεν είναι κοινό, πώς να μοιραστούμε τον τόπο με τους άλλους; Ιδίως όταν οι άλλοι είναι Γυφτοσκοπιανοί και όχι Αριοι όπως εσείς.
 

"Ο Άμλετ χωρίς τον πρίγκιπα" έγραψε ο Θανάσης Βασιλείου ("Eφημερίδα των Συντακτών", 25.05.2018)

............................................................
 

Ο Άμλετ χωρίς τον πρίγκιπα

 

Θα αποφύγω τους παραλληλισμούς του σαιξπηρικού «Αμλετ» με το πανοπτικό κράτος, όπου πίσω από μια απλή κουρτίνα του κάστρου της Ελσινόρης (στη Δανία όπου εκτυλίσσεται το έργο) μπορείς να δεις και να μάθεις τα πάντα. Θα σταθώ στην τρέλα και στο καταστροφικό σπιράλ της∙ στα υπαρξιακά ερωτήματα που ακυρώνουν τις εύκολες απαντήσεις∙ ειδικά, στα σημεία όπου λιώνουν τα όρια προνεοτερικότητας και μετανεοτερικότητας του ευρωπαϊκού και ελληνικού τρόπου.
Διασταλτικά, «ο Αμλετ είμαστε εμείς»∙ κι όπου στενάζει πρίγκιπας, βογκάει ο κόσμος όλος. Ο Άμλετ μαθαίνει ότι βασιλιάς-πατέρας του δολοφονήθηκε από τον αδελφό του, τον Κλαύδιο, ο οποίος μαζί με τον θρόνο παντρεύτηκε και τη σύζυγο του δολοφονημένου και μητέρα του πρίγκιπα, τη βασίλισσα Γερτρούδη.
Ο Αμλετ, ζητάει εκδίκηση, όπως έχει υποσχεθεί στο φάντασμα του πατέρα του, αλλά τρελαίνεται ή παριστάνει τον τρελό… και, τέλος, τα πάντα καταρρέουν. Ως ευρωπαϊκό αρχέτυπο, μετατρέπεται σε πολικό αντίθετο της δράσης. Ως φιγούρα τρέλας, εκφράζει συνάμα τους παρατηρητές της, κομισάριους των Βρυξελλών, που ‒ενώ αντιλαμβάνονται πως δεν έχουν χαθεί τα πάντα‒ παριστάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται ότι το «βασίλειό τους» μπορεί πράγματι να χαθεί.
Τι νόημα είχε άραγε η αναδρομή του Πωλ Βαλερύ –ενός εγνωσμένου Γάλλου φιλοευρωπαϊστή ‒ στην πνευματική Ευρώπη πριν το 1914, όταν έβλεπε τον δικό του «Ευρωπαίο διανοούμενο Αμλετ» στη βεράντα της Ελσινόρης να παρακολουθεί –το 1919 μετά τον Μεγάλο Πόλεμο‒ τα εκατομμύρια φαντάσματα, και να μην ξέρει τι να κάνει με τα τόσα ένδοξα κρανία;
Του Λεονάρντο που ονειρεύτηκε τον ιπτάμενο άνθρωπο και, μετά, του Λάιμπνιτς που ονειρεύτηκε την παγκόσμια ειρήνη και μετά του Καντ, που γέννησε τον Χέγκελ, που γέννησε τον Μαρξ, που γέννησε τον… Μιλούσε για άλλη Ευρώπη. Αλλά, όπως στον τρελαμένο του Σαίξπηρ, η ελληνική αντίδραση εξακολουθεί να είναι μια αμοραλιστική κομματική παρενδυσία πριγκιπικού τύπου –αλλά χωρίς πρίγκιπα, εννοείται‒, που απλά δεν δείχνει κάτι∙ κάποια κατεύθυνση.
Γιατί είναι αδιέξοδες οι προσπάθειες, οι θυσίες; Επειδή οι «απαντήσεις» πάσχουν από υπερβολική αυτοπεποίθηση, δίχως εργαλεία, ιδεολογία, μέσα και σκοπούς. Φταίνε οι συνταξιούχαι ή όχι; Είναι μεγάλος ή μικρός ο δημόσιος τομέας; Να φάνε οι άνεργοι ή να μην φάνε; Να δουλεύουμε ή να μην δουλεύουμε; Και για το καλό της χώρας, τι; «Α, το κόμμα μας. Αυτό έχει δίκαιο, άρα, η σωτηρία της πατρίδας, περνάει από τη σωτηρία του κόμματός μας και, άρα, από τη δική μας σωτηρία».
Οι καμαρίλες «λειτουργούν» σαν μηχανές που, υποχρεωμένες να κάνουν πολλές δουλειές ταυτόχρονα, στέκουν άπραγες, ψάχνουν από ποια ν’ αρχίσουν και, τέλος, τις παρατάνε όλες. Κι ο λαός σε τούτο το δράμα; Ο λαός είναι σαν αόρατο υποκείμενο. Υπάρχει κάπου –αν υπάρχει‒ και δεν ενοχλεί κανέναν τι λέει και τι κάνει, εκτός κι αν ονομάζεται Γιάννης Μπουτάρης.
Ο λαός είναι πεπεισμένος για λάθρες επαναλήψεις του υποδείγματος χρεοκοπίας: μερικοί παίρνουν την εξουσία και την χώνουν στην τσέπη. Και έτσι, πορεύεται, λογαριάζει και επιχαίρει με το «να καεί το μπουρδέλο η Βουλή» και οι ένοχοι, δίχως να πολυνoιάζεται για τρόπους καταδίκης και εξάλειψης της ενοχής.
Πάντα είχε γούστο να καις τον πυροτεχνουργό, αλλά τι γίνεται, μετά, στο πολιτικό πεδίο; Αν η πολιτική λογίζεται φτηνή μεμβράνη, ψευτοβάλσαμο, πέτσα πάνω από το έλκος που το ροκανίζει η σαπίλα του, τότε, μιλάμε για τη φωλιά όπου επωάζεται ανεμπόδιστα το αβγό του φιδιού. Δεν είναι λίγοι ‒κι αν αναπνέει, συζητάει ακόμα η χώρα και σκέφτεται, σ’ αυτούς το οφείλει‒ που επισημαίνουν το έλλειμμα κατανόησης, το χάσμα εκτιμήσεων, προσδοκιών και πραγματικότητας.
Στη χαμένη δεκαετία, δημιουργήθηκε ένα παράλληλο σύμπαν για τον εαυτό του που αυτοπροσδιορίστηκε ως πολιτική ή ως πολιτικές σωτηρίας. Γι’ αυτό το σύμπαν, ο πόνος δέχτηκε διασταλτικές ερμηνείες αλλά καμία ο επιμερισμός των ευθυνών, με δεδομένη τη σωτηρία εκείνων που προσέφεραν την ανικανότητά τους στον πρώτο πλειοδότη.
Όπως φάνηκε, η Κομισιόν, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, ούτε εταίροι ήταν ούτε αλληλέγγυοι. Και η απροβλεπτότητα της ελληνικής πολιτικής υπήρξε τρανή απόδειξη της αδυναμίας της να υπολογίσει το κόστος και τα οφέλη της κρίσης και να προχωρήσει γρήγορα σε αλλαγή του υποδείγματός της.
Εως εδώ, μένει ένα σίγουρο. Αν ο Σαίξπηρ με τον δαιμονισμένο του ήθελε να πει κάτι, στη δική μας ιστορία όχι μόνο δεν φαίνεται τέλος, αλλά ό,τι φαίνεται δεν προοικονομεί happy end. Για μία ακόμα φορά, ισχύει το ξεκλείδωμα του 1919 του Πωλ Βαλερύ για το τι παίχτηκε στον Μεγάλο Πόλεμο και, μετά, στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για το τι παίχτηκε στην ελληνική κρίση και για το τι θα παιχτεί μετά την κρίση.


Πόσα υλικά, πόσοι υπολογισμοί, πόσοι συλημένοι αιώνες, πόσες ετερόκλητες ζωές χρειάστηκαν από κοινού για να γίνει εφικτό και να θρονιαστεί ως υπέρτατη μορφή σοφίας και θρίαμβος της ανθρωπότητας τούτο το καρναβάλι;

Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

"Ο Μόνος και η Μόνη "- Φοίβος Δεληβοριάς & Δήμητρα Σελεμίδου (youtube, 5 Ιουν 2017)

...............................................................

 

Ο Μόνος και η Μόνη - Φοίβος Δεληβοριάς & Δήμητρα Σελεμίδου


(youtube, 5 Ιουν 2017)

Στίχοι: Γιάννης Βασιλόπουλος 
Μουσική: Σπύρος Παρασκευάκος 
 
 
Ένας μόνος και μια μόνη 
Ανεβήκαν στο βαγόνι 
Έναν – έναν προσπεράσαν 
Για να βρούνε τον σωστό 
 
Ένας μόνος και μια μόνη 
Κοιταχτήκαν στο βαγόνι 
Βρήκαν θέση δίπλα δίπλα 
Για τον ίδιο προορισμό 
 
Μα η μόνη είναι χιόνι 
Και τα αισθήματα παγώνει 
Ξέρει πώς να δραπετεύει 
Πριν να πει το σ’ αγαπώ 
 
Μα ο μόνος είναι πιόνι 
Το παιχνίδι τον αγχώνει 
Προτιμάει από το σκάκι 
Να νικάει στο κρυφτό 
 
Και ο μόνος και η μόνη 
Ψάχνουν γι' άλλους στο βαγόνι 
Κι ας ταιριάζανε χαθήκαν
Κατεβήκαν στο σταθμό





[Η έξοδος από τα Μνημόνια και οι «χανσενικοί της ανάπτυξης»] έγραψε ο Γιάννης Σιώτος* ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.05.2018)

 .............................................................

 

Η έξοδος από τα Μνημόνια και οι «χανσενικοί της ανάπτυξης»

 

 
 AP Photo/Petros Giannakouris
Σαν βγούμε από αυτή τη φυλακή των Μνημονίων, τι θα μας περιμένει; Η καθεστηκυία τάξη των πολιτικών επαναλαμβάνει συνεχώς μία λέξη: ανάπτυξη. Εννοια ασαφής και βολική συνάμα, αφού πίσω της μπορούν να κρυφτούν, όμοια με τα σκουπίδια που τα σπρώχνουν κάτω από το χαλάκι, σκληρές, επώδυνες και ανατρεπτικές αλήθειες.
Αυτό το αντιλαμβάνεσαι διαβάζοντας ένα ερμηνευτικό λεξικό, στο οποίο οι ερμηνείες της λέξης «ανάπτυξη» ξεκινούν από την περιγραφή της προόδου και καταλήγουν στην επιθετικότητα των μεταστατικών όγκων. Δεν θα ήταν υπερβολή αν υποστήριζε κανείς ότι η ερμηνεία της λέξης είναι εντελώς διαφορετική για τους πολιτικούς από εκείνη των απλών καθημερινών ανθρώπων που αγωνίζονται καθημερινά για το μεροκάματο, ακόμα και αν αυτό αφορά ένα κομμάτι «βρόμικο ψωμί».
Για τους πολιτικούς, η ανάπτυξη είναι ένα στατιστικό επινόημα, που περιγράφει την αξία της παραγωγής και τη μεταβολή της. Ακόμα όμως και ως επινόημα, είναι ψεύτικο και κίβδηλο, αφού δεν απεικονίζει την πραγματικότητα και ενίοτε τη διαστρεβλώνει. Εμμέσως και οι ίδιοι οι πολιτικοί το παραδέχονται, αφού κατά καιρούς αναθεωρούν, αφαιρούν, προσθέτουν και αλλάζουν το μείγμα, αλλά και τον αλγόριθμο της… ανάπτυξης.
Στη δική μας περίπτωση, η χρήση της λέξης λειτουργεί -και- ως «λογοκριτής», αφού ουσιαστικά αποτρέπει τους μαστιζόμενους από την κρίση Ελληνες να θέτουν ορισμένα καίρια ερωτήματα όπως: «Ποιον αφορά η ανάπτυξη;», «Πώς θα κατανεμηθεί το κέρδος από την ανάπτυξη;», «Τι ποσοστό του μερίσματος αφορά τους εργαζόμενους και πόσο μέρισμα θα εισπράξουν οι ολιγάρχες;».
Πριν από λίγες εβδομάδες, η Oxfram της Γαλλίας έδωσε την απάντηση για λογαριασμό των Γάλλων. Σύμφωνα με μελέτη της για την κατανομή των κερδών από την ανάπτυξη των μεγαλύτερων γαλλικών εταιρειών που συνθέτουν τον χρηματιστηριακό δείκτη CAC40, πάνω από τα δύο τρίτα (67,4%) των κερδών των εταιρειών αυτών από το 2009 μέχρι σήμερα διατέθηκαν στους μετόχους.
Τα υπόλοιπα μοιράστηκαν μεταξύ των εργαζόμενων και των επενδύσεων. Οι μεγάλοι χαμένοι αυτής της άνισης κατανομής είναι οι εργαζόμενοι, καθώς οι αυξήσεις στους μισθούς, αλλά και οι επενδύσεις που θα δημιουργούσαν νέες θέσεις εργασίας περιορίζονται συνεχώς ως ποσοστό των κερδών. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, αν οι εταιρείες του CAC40 είχαν διατηρήσει τα μερίσματα που διένειμαν για τη χρήση του 2016 στο ίδιο επίπεδο των μερισμάτων του 2009, τότε οι εργαζόμενοι των εταιρειών του σε ολόκληρο το κόσμο θα είχαν δει το εισόδημά τους να αυξάνεται κατά 2.000 ευρώ ετησίως.
Για την Ελλάδα, τα πράγματα -ακόμα και μετά την έξοδο από τα Μνημόνια- είναι ακόμα χειρότερα, αφού οι δικαιούχοι του «μερίσματος της ανάπτυξης», τα τελευταία χρόνια, έχουν μειωθεί δραματικά. Σε αυτά τα εννιά χρόνια, εκατομμύρια Ελληνες έχουν αποκλειστεί από την οικονομία και έχουν διαγραφεί από τις λίστες των… δικαιούχων του μερίσματος.
Για τα εκατομμύρια των «αποκλεισμένων» που έχουν εξοστρακιστεί από την ανάπτυξη, κανείς πολιτικός δεν λέει λέξη. Είναι οι «χανσενικοί της ανάπτυξης», που, όμοια με τους αποκλεισμένους της Σπιναλόγκας, έχουν εξοβελιστεί στο οικονομικό περιθώριο χωρίς καμία ελπίδα και χωρίς προοπτική να επανέλθουν.
Μιλάμε για τα εκατομμύρια του «Τειρεσία» που έχουν χαρακτηριστεί ως «κακοπληρωτές» και έχουν αποκλειστεί από κάθε μορφής επίσημη χρηματοδότηση. Μιλάμε για τις εκατοντάδες χιλιάδες που βρίσκονται στις λίστες των οφειλετών του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων και οι οποίοι χωρίς φορολογική και ασφαλιστική ενημερότητα δεν μπορούν να κάνουν καμία επίσημη οικονομική συναλλαγή. Μιλάμε για τα εκατομμύρια με κατασχεμένους τραπεζικούς λογαριασμούς. Μιλάμε για τις εκατοντάδες οφειλέτες των επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών, ρεύματος, νερού… που, όταν ενοποιηθούν οι λίστες, δεν θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε στοιχειώδη κοινωνικά αγαθά όπως το φως, το νερό και…το τηλέφωνο.
Στ' αλήθεια, γιατί κανείς δεν μιλά για αυτούς; Γιατί κανείς δεν λέει ότι εκατομμύρια Ελληνες είτε έχουμε Μνημόνια είτε βγούμε από αυτά έχουν καταδικαστεί σε ισόβιο οικονομικό εξοστρακισμό, αφού δεν θα μπορούν να παίρνουν χρηματοδότηση για να στήσουν μία επιχείρηση, δεν θα τους δίδονται τα πιστοποιητικά για να κάνουν δουλειές, δεν θα τους ανοίγονται τραπεζικοί λογαριασμοί, δεν θα μπορούν να ηλεκτροδοτήσουν τη δουλειά τους, να αποκτήσουν τηλέφωνο, ακόμα και νερό;
Στ' αλήθεια, γιατί κανείς δεν ζητά να δημοσιοποιηθούν οι αριθμοί των ανθρώπων που έχουν περιληφθεί στις λίστες του αποκλεισμού και κανείς δεν αναφέρεται στην -σχεδόν ισόβια- καταδίκη αυτών των ανθρώπων; Γιατί κανείς δεν εξαγγέλλει πολιτικές επανένταξης αυτών των ανθρώπων στην οικονομία;
Προφανώς, επειδή συνειδητοποιούν ότι οποιαδήποτε αναφορά στους «χανσενικούς της ανάπτυξης» θα γίνει αφορμή για να αντιληφθούν οι υπόλοιποι την αλήθεια: Η έξοδος και το μέρισμα που θα διανεμηθεί είναι… για λίγους. Για τους υπόλοιπους, το μόνο που έχουν να κερδίσουν είναι… επίδομα αποκλεισμού.


* δημοσιογράφος συγγραφέας

"Οι στρατηγικές χρήσεις της Ακροδεξιάς" έγραψε ο Κύρκος Δοξιάδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 29.05.2018)

..............................................................

Οι στρατηγικές χρήσεις της Ακροδεξιάς

 

 
ΜΟΤΙΟΝ ΤΕΑΜ/ΤΡΥΨΑΝΗ ΦΑΝΗ 
 
 
έγραψε ο Κύρκος Δοξιάδης *
 
Τόσο η δημόσια τηλεόραση όσο και η κυβέρνηση έχουν δώσει ιδιαίτερη έμφαση στην επίθεση που δέχτηκε ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μπουτάρης, από τραμπούκους της Ακροδεξιάς, πριν από μερικές μέρες. Πολύ σωστά πράττουν, κατά την άποψή μου. Δεν επρόκειτο απλώς για ένα εξαιρετικά δυσάρεστο, αλλά κατά τα άλλα μάλλον δευτερεύουσας σημασίας περιστατικό.
Η σπουδαιότητα του ζητήματος δεν περιορίζεται σε διαστάσεις καθαρά νομικές (διαπράχθηκε σοβαρή εγκληματική ενέργεια) και ανθρωπιστικές (απειλήθηκε έμπρακτα η σωματική ακεραιότητα και η ζωή ενός ανθρώπου). Ακόμη και αν δεν υπήρχαν -σύμφωνα και με τη Δικαιοσύνη- σαφείς ενδείξεις για οργανωμένο σχέδιο, το περιστατικό είναι αποκαλυπτικό ως προς τον γενικότερο ρόλο της Ακροδεξιάς στη σύγχρονη Ελλάδα.
Πρώτα απ’ όλα, έχει κάποια σημασία η επιλογή του στόχου της επίθεσης. Ο Γιάννης Μπουτάρης, από τη μια, ούτε ανήκει στην Αριστερά ούτε έχει την οποιαδήποτε οργανική διασύνδεση με αυτήν -προέρχεται άλλωστε από τον επιχειρηματικό χώρο και ως επιχειρηματίας ήταν αρχικά γνωστός. Από την άλλη, όμως, έχει «σταμπαριστεί» για τις προοδευτικές του απόψεις σε αρκετά κοινωνικά ζητήματα, καθώς και στα «εθνικά θέματα» -ιδίως για την αντι-εθνικιστική του στάση στο Μακεδονικό.
Με αυτές του τις δύο ιδεολογικές ταυτότητες λοιπόν -όχι αριστερός, αλλά προοδευτικός κατά τα άλλα-, είναι ο «ιδανικός» πολιτικός στόχος της Ακροδεξιάς: ξυλοκοπώντας τον, η Ακροδεξιά προβάλλει το «αγνό» ιδεολογικό της πρόσωπο. Προωθεί τη δική της ταυτότητα με τρόπο ώστε να μην μπορεί να κατηγορηθεί ως όργανο κάποιου αστικού κόμματος ή του συστήματος γενικότερα. Δεν αυτο-ορίζεται ούτε κομματικά ούτε ως αντι-Αριστερά, αλλά άκρως επιθετικά εναντίον οιουδήποτε τολμά να αμφισβητεί το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» και τα συναφή ρατσιστικά ιδεολογήματα.
Επιπλέον, όμως, η συγκεκριμένη επίθεση είναι καινοφανής, υπό την έννοια ότι αποτελεί κραυγαλέα ένδειξη της αποθράσυνσης της Ακροδεξιάς στη χώρα μας. Πρόσφατα, οι ενδείξεις αυτού του είδους ήταν πολλές, αλλά περιορίζονταν σε λεκτικές διατυπώσεις ή σε επιθέσεις εις βάρος ιδεολογικοπολιτικά ανίσχυρων κοινωνικών ομάδων (προσφύγων και μεταναστών κυρίως). Μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, πρώτη φορά η Ακροδεξιά προέβη σε τόσο βίαιη επιθετική ενέργεια εναντίον δημόσιου προσώπου και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, με αστυνομία και τηλεοπτικές κάμερες παρούσες.
Παρ’ όλη την «καθαρότητα» των ιδεολογικών της προθέσεων που επιθυμεί να επιδείξει η Ακροδεξιά, η εντυπωσιακή αποθράσυνσή της μας επιτρέπει, επομένως, να διατυπώσουμε κάποιες υποθέσεις για τρεις αλληλένδετους τρόπους με τους οποίους η ενίσχυση της Ακροδεξιάς αποβαίνει χρήσιμη για το ευρύτερο νεοφιλελεύθερο (κυρίως) κοινωνικοπολιτικό καθεστώς, στο πλαίσιο των γενικών στρατηγικών στοχεύσεων του τελευταίου.
  • (α) Η Ακροδεξιά στη θεωρία των δύο άκρων. Η εν λόγω θεωρία είναι, βέβαια, «παλιός μας γνώριμος» στα χρόνια της μνημονιακής Ελλάδας. Με την επίθεση, όμως, στον Γιάννη Μπουτάρη, η θεωρία των δύο άκρων «πήρε τα πάνω της» με τρόπο που αναλογεί στην αποθράσυνση της ίδιας της Ακροδεξιάς. Στις αμέτρητες αντιδράσεις αυτού του τύπου από καθεστωτικούς δημοσιογράφους και πολιτικούς, η επίκληση της συγκεκριμένης θεωρίας δεν αποσκοπεί απλώς στην αμαύρωση της Αριστεράς, αλλά και στη δικαίωση -με λιγότερο ή περισσότερο έμμεσο τρόπο- της Ακροδεξιάς. Υπάρχει μια υπόρρητη παραδοχή ότι ο «κόσμος» δικαιολογημένα αντιδρά με τόση «αγανάκτηση», έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση του Γιάννη Μπουτάρη, επέλεξε λάθος στόχο για να εκδηλώσει την «αγανάκτησή» του.
  • (β) Η Ακροδεξιά ως η μόνη εφικτή «εναλλακτική». Στην προκειμένη περίπτωση, φαίνεται πως ο καθεστωτικός λόγος κάνει μια εξαίρεση ως προς την περίφημη θατσερική ρήση «Δεν υπάρχει εναλλακτική» και αποδέχεται πως υπάρχει μεν μία εναλλακτική στον νεοφιλελευθερισμό, αλλά αυτή δεν είναι άλλη από την Ακροδεξιά. «'Η εμείς (οι νεοφιλελεύθεροι) ή η Ακροδεξιά», μοιάζει διαρκώς να λέει το καθεστώς στους πολίτες.
  • (γ) Τέλος, η Ακροδεξιά ως alter ego. Εχουν ειπωθεί πολλά -και δικαίως- για την τάση που επικρατεί πρόσφατα ακόμη και στην ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας να «φλερτάρει» με ακροδεξιές θέσεις προκειμένου να απευθυνθεί σε αντίστοιχο εκλογικό ακροατήριο που φοβάται ότι θα το κερδίσει η Χρυσή Αυγή ή κάποιος άλλος ακροδεξιός πολιτικός φορέας που πιθανόν να σχηματιστεί. Υπάρχει όμως και ένα βαθύτερο ιδεολογικό επίπεδο στο οποίο εξηγείται η εν λόγω «ερωτοτροπία» και που δεν αφορά μόνο τα άμεσα εκλογικά οφέλη. Ο νεοφιλελευθερισμός, ιδίως στην πιο ακραία ατομοκεντρική και οικονομιστική του εκδοχή, έχει ανάγκη από κάποιο «συμπλήρωμα», που θα απευθύνεται στις επιθυμίες του κόσμου για συγκρότηση συλλογικών ταυτοτήτων με «υψηλά» ιδανικά. Η εύκολη και ακίνδυνη για το καθεστώς λύση είναι προφανώς τα συναφή ιδεολογήματα της θρησκοληψίας, του εθνικισμού και του ρατσισμού.
* καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών
 

"Θα φτύσω στα έργα σας!..." έγραψε ο φίλος στο fb Kostas Svolis (facebook, 29/5/2018)

..........................................................


Θα φτύσω στα έργα σας!...
  


Φωτογραφία του Kostas Svolis.
έγραψε ο φίλος στο fb Kostas Svolis (facebook, 29/5/2018)



Η σύγχρονη τέχνη εμπνέεται πάρα πολλές φορές από το εργατικό κίνημα και τα υπόλοιπα κοινωνικά κινήματα. Όλα αυτά τα χρόνια που εργάζομαι στο ΕΜΣΤ έχω δει πάρα πολλά έργα, διαφορετικών εκφραστικών μέσων (από την ζωγραφική και την φωτογραφία ως την video art και τις εγκαταστάσεις) με αναφορές σε αγώνες και κινήματα, στην κρατική καταστολή και την εργοδοτική τρομοκρατία.
Τι γίνεται όμως, όταν οι χώροι που στεγάζουν την τέχνη έρχονται μπροστά στην αντίφαση το ενώ φιλοξενούν όλα αυτά τα ριζοσπαστικά έργα τέχνης, ταυτόχρονα λειτουργούν σαν εργοδότες που ξεχνούν τις ριζοσπαστικές - κινηματικές αναφορές - περιεχόμενα των έργων τέχνης και συμπεριφέρονται ως αυτό που είναι; δηλαδή ως εργοδότες;
Τι γίνεται όταν οι άνθρωποι της τέχνης – από όποιο μετερίζι και αν ασχολούνται μαζί της - έρχονται αντιμέτωποι με τους ίδιους του αγώνες και τα κινήματα, με τα δικαιώματα που αυτά υπερασπίζονται - όπως αυτό της απεργίας; Δείχνουν την ίδια ευαισθησία και τον ίδιο προβληματισμό με αυτό που τους δημιουργούν τα περιεχόμενα των έργων τέχνης; ή τότε αναδιπλώνονται μέσα στην “ιερότητα” όχι του περιεχομένου της τέχνης αλλά της μορφής της και προπαντός της ταμπέλας της ως Τέχνη;
Ακόμα ακόμα τι γίνεται όταν αυτά τα ίδια τα κινήματα, οι αγώνες και τα διακαιώματα που εμπνέουν την Σύγχρονη Τέχνης γλιστρούν από τον καμβά ή την οθόνη προβολής και εμφανίζονται στο πεδίο της πραγματικής ζωής; και μάλιστα τι γίνεται όταν ως ζώσες πραγματικότητες έρχονται σε αντιπαράθεση όχι με έναν αφηρημένο “εχθρό” πχ το κεφάλαιο ή το κράτος αλλά με τους φορείς που υπηρετούν την τέχνη που όμως είναι και συνάμα εργοδότες;
Τότε επειδή δεν υπάρχει η εγκυρότητα της Τέχνης αλλά η “χυδαιότητα” του μεροκάματου, του ωραρίου, του επιδόματος, σαν μαγική εικόνα όλες αυτές οι πηγές έμπνευσης εξαφανίζονται, οι μουσαμάδες ασπρίζουν, οι βιντεοπροτζέκτορες σβήνουν, οι φωτογραφίες ξεθωριάζουν, οι λέξεις λυγίζουν κάτω από το βάρος τους.
Τότε όλα αυτά τα δικαιώματα, τα κινήματα και οι αγώνες ξαφνικά από πηγές έμπνευσής, από αναφορές και περιεχόμενα μετατρέπονται σε εκείνα τα δεινά και κάνεις δεν θέλει να μιλάει γι αυτά, να τα αναγνωρίζει, να τα υπερασπίζεται, να τα θεωρεί άξια και σημαντικά.
Τότε οι άνθρωποι της τέχνης - από όποιο μετερίζι και αν την υπηρετούν - αποστρέφοντας το κεφάλι τους κλείνουν τα μάτια τους και την υψηλή τους μύτη, μπροστά στην χυδαιότητα της καθημερινής ζωής. Οι σκλάβοι είναι ωραίοι για να μας εμπνέουν όχι για να είναι ελεύθεροι, οι επαναστάσεις είναι καλές όταν κάνουμε πρότζεκτ για αυτές όχι όταν γίνονται, το οδόφραγμα, ωωω τι χαριτωμένο ως φωτογραφία μα όχι να ορθώνεται μπροστά μας, η ταξική πάλη είναι καλή όταν την τσιτάρεις στα πλαίσια μια έρευνας ή μιας δημοσίευσης όχι όταν στέκεται απέναντι σου.
Βήμα δεν έχει κάνει η Τέχνη από την εποχή των Παρνασσιστών και της Υψηλής Τέχνης.
Όχι ας μην γίνομαι άδικος, βήμα δεν έχει κάνει η Υψηλή Καταξιωμένη και Επικυρωμένη Τέχνη από τον λόγο των Ειδικών και των Επιστημόνων, η Περίκλειστη Τέχνη στα ευαγή ιδρύματα του κεφαλαίου και του κράτους.
Γιατί υπάρχει και η άλλη τέχνη, αυτή του δρόμου, αυτή που στέκεται δίπλα στους καταπιεσμένους και τους εξεγερμένους δίχως απλά να θέλει να τους μετατρέψει σε “πρώτη ύλη” αλλά που γεννιέται μέσα από τα σπλάχνα τους, που ποτίζεται από τις κοινές αγωνίες, που ριζώνει στις ίδιες ή παρόμοιες κοινωνικές συνθήκες ύπαρξης. Υπάρχει και η άλλη τέχνη που δεν σταματά να μουρμουρίζει καθώς κουβαλάει, καθαρίζει, ανεβαίνει στις σκαλωσιές, ιδρώνει, ξεφυσάει, πονάει η μέση της, κτυπάει υπερωρίες, πλένει πιάτα, σερβίρει, στέκεται στην ουρά του ΟΑΕΔ,
“Να φτύσω μου 'ρχεται
τους τόνους του στημένου μπρούτζου
να φτύσω μου 'ρχεται
το κάθε μάρμαρο- γαλίφη”

Σε μια από τις τελευταίες εκθέσεις που πραγματοποιήθηκαν στο ΕΜΣΤ υπήρχε ένα έργο του Δημήτρη Αληθεινού με τίτλο “ΘΑ ΦΤΥΣΩ ΣΤΑ ΕΡΓΑ ΣΑΣ”, που ακριβώς επειδή:
Α) Προέρχονταν από έναν καταξιωμένο καλλιτέχνη
Β) Εκτίθονταν σ' ένα φορέα όπως το ΕΜΣΤ
Γ) Ήταν ενταγμένο στο πλαίσιο μιας έκθεσης Σύγχρονης Τέχνης

το έργο στέκονταν εκεί σ' έναν τεράστιο τοίχο χωρίς κανένας να μπορεί να το θεωρήσει ύβρη.
Όχι μην εξαπατάστε, δεν έχει να κάνει με την ελευθερία του λόγου, έχει να κάνει με την Επικυρωμένη Τέχνη και την Ιερότητα της. Μονάχα ως Τέχνη αυτή η φράση θα μπορούσε να βρει την θέση της σ' αυτόν τον τεράστιο τοίχο. Δεν ξέρω αν τελικά ο καλλιτέχνης μέσα από αυτή την κρίση του υπονόμευσε την Ιερότητα της Υψηλής - Επικυρωμένης Τέχνης ή αν το Μουσείο ως φορέας της επικύρωσης του Υψηλού υπονόμευσε το ίδιο το περιεχόμενο του έργου.
Το ερώτημα όμως είναι άλλο: τι θα έκανε ο κόσμος της τέχνης - από όποιο μετερίζι και αν την υπηρετεί - αν κάποιος, όχι από τον κόσμο της τέχνης - από όποιο μετερίζι και αν την υπηρετεί - έριχνε μια ροχάλα στο συγκεκριμένο έργο;

Το πιο πιθανό θα ήταν να το πέρναγε για περφόρμανς....

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

"Ευκαιρίες στους νέους..." γελοιογραφία του Γιάννη Δεμερτζόγλου (http://tvxs.gr, 29/5/2018)

................................................................



                   Ευκαιρίες στους νέους...





                    
                    
                    Το σχόλιο της ημέρας με το πενάκι του Γιάννη Δερμεντζόγλου.

Δευτέρα 28 Μαΐου 2018

"Ο Γραικός, ο Ρωμιός και ο Ελληνας" έγραψε ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ ("Καθημερινή", 27.05.2018)

.............................................................

 

Ο Γραικός, ο Ρωμιός και ο Ελληνας


 
Παντελής Μπουκάλας έγραψε ο ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΜΠΟΥΚΑΛΑΣ


  ("Καθημερινή",
«Σκαριά», έκθεση φωτογραφίας του Γιώργου Στεφανίδη στους 
εξωτερικούς χώρους του City Link, στη Στοά Σπυρομήλιου, 
Βουκουρεστίου και Σταδίου. Εως 10 Ιουνίου. 


Α​​πό τον Αριστοτέλη και την «Ποιητική» του ξέρουμε πως η ποίηση, που ασχολείται με το «καθόλου», είναι «φιλοσοφότερη» της ιστορίας, που καταπιάνεται με το «καθ’ έκαστον». Μπορεί και να ισχύει. Αλλά όπως οι κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις τους, έτσι οι αφορισμοί έχουν τους περιορισμούς τους. Χωρίς την ιστοριογραφία πάντως, η φιλοσοφία που αποσκοπεί στη διερεύνηση των ανθρωπίνων, στην ατομική και τη συλλογική φανέρωσή τους, θα είχε πολύ λιγότερα ερείσματα, και λιγότερο στέρεα.
Τμήμα διακριτό και σπουδαίο της ιστορίας των ανθρώπων, η ποίηση αποτελεί επιπλέον και ένα ευαίσθητο ιστοριογραφικό δεδομένο η ίδια, μια μαρτυρία που εκτιμάται σε συνάρτηση με τα στοιχεία που παρέχουν οι μη λογοτεχνικές πηγές. Ιδιαίτερα η δημοτική ποίηση, με την ανιδεολογική αθωότητα που εν γένει τής αναγνωρίζεται, μπορεί να εμπλουτίσει τις ιστορικές και ανθρωπολογικές γνώσεις μας, σαν συμπληρωματική αλλά αυτοτελής πηγή. Το βλέπουμε αυτό και με τα λεγόμενα ιστορικά δημοτικά τραγούδια, όσα πλάστηκαν κατά τη διάρκεια της Επανάστασης του 1821, για να ιστορήσουν συγκεκριμένα επεισόδια του Αγώνα ή εξέχουσες μορφές του. Αν τα ρωτήσουμε με σεβασμό, χωρίς να τα θεωρούμε κατώτερης στάθμης κείμενα, θα μας δώσουν ενδιαφέρουσες απαντήσεις για κάποιους δείκτες συνδεόμενους με την ελληνογνωσία μας. Ας μείνουμε εδώ στον εθνωνυμικό δείκτη.
Στα προεπαναστατικά δημοτικά τραγούδια το εθνώνυμο Eλληνας απαντά σπανιότατα, και κυρίως στα ποντιακά άσματα (Τραντέλλενας). Απαξιωμένο όπως ήταν επί αιώνες, στη διάρκεια τη Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, αφού οι ηγεμονεύοντες χριστιανοί το ταύτισαν με τους παγανιστές, τους εθνικούς, τους ειδωλολάτρες, υποχώρησε μπροστά στα ονόματα Γραικός και το Ρωμιός, ακόμα και το χριστιανός. Στα τραγούδια που συντέθηκαν μέσα στην Επανάσταση, το Ελληνας εμφανίζεται πλέον συχνότερα, σαν ισότιμο των άλλων δύο εθνωνύμων, γεγονός που δεν μπορεί να είναι άσχετο με την όλη συζήτηση περί του πρέποντος ή του πιο ταιριαστού ιστορικά εθνωνύμου (ο «Διάλογος δύο Γραικών» του Αδαμάντιου Κοραή είχε εκδοθεί το 1805), όση απόσταση κι αν υποθέσουμε ότι υπήρχε ανάμεσα σε «επώνυμους» λόγιους και «ανώνυμους» πολεμιστές.
Ο Μακρυγιάννης λοιπόν χρησιμοποιεί το όνομα Eλληνας σε γύρισμα που ενθέτει σε ένα τραγούδι που λέει στην παρέα του, παίζοντας τον περίφημο ταμπουρά του, πολιορκημένος στην Ακρόπολη, το 1826. Ο καπετάνιος τραγουδάει μισό αυτοσχεδιάζοντας, μισό αναπλάθοντας παλαιότερα μοτίβα, όπως είχε πράξει σε άλλη περίσταση και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Διαβάζουμε στα «Απομνημονεύματα» του Στρατηγού:
«Τότε έκατσε ο Γκούρας και οι άλλοι και φάγαμεν ψωμί· τραγουδήσαμεν κι εγλεντήσαμεν. Με περικάλεσε ο Γκούρας κι ο Παπακώστας να τραγουδήσω· ότ’ είχαμεν τόσον καιρόν οπού δεν είχαμεν τραγουδήσει – τόσον καιρόν, οπού μας έβαλαν οι ‘διοτελείς και γγιχτήκαμεν διά να κάνουν τους κακούς τους σκοπούς. Τραγουδούσα καλά.
Τότε λέγω ένα τραγούδι: Ο ήλιος εβασίλεψε, / -Eλληνά μου εβασίλεψε- / και το Φεγγάρι εχάθη / κι ο καθαρός Αυγερινός που πάει κοντά την Πούλια / τα τέσσερα κουβέντιαζαν και κρυφοκουβεντιάζουν. / Γυρίζει ο Hλιος και τους λέει, γυρίζει και τους κρένει· / “Εψές οπού βασίλεψα πίσου από μια ραχούλα, / άκ’σα γυναίκεια κλάματα κι αντρών τα μοιργιολόγια / γι’ αυτά τα ‘ρωικά κορμιά στον κάμπο ξαπλωμένα, /και μες στο αίμα το πολύ είν’ όλα βουτημένα /. Για την πατρίδα πήγανε στον Aδη, τα καημένα”».
«Ο μαύρος ο Γκούρας αναστέναξε και μου λέγει: “Αδελφέ Μακρυγιάννη, σε καλό να το κάμει ο Θεός· άλλη φορά δεν τραγούδησες τόσο παραπονεμένα. Αυτό το τραγούδι σε καλό να μας βγει”. – Είχα κέφι, τού ειπα, οπού δεν τραγουδήσαμεν τόσον  καιρόν. Oτι εις τα ‘ρδιά πάντοτες γλεντούσαμεν». Στη μάχη που ακολούθησε ο Γκούρας σκοτώθηκε.
Δεν καινοτόμησε πάντως ο Μακρυγιάννης. Το όνομα Eλληνας το συναντάμε σε δημοτικό τραγούδι που πλάστηκε ήδη στον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, για να απαθανατίσει τη μάχη της Αλαμάνας, τη γενναιότητα του Διάκου και το μαρτυρικό του τέλος. Το τραγούδι αυτό, όπως υπογραμμίζει και ο Νικόλαος Πολίτη στις «Εκλογές», «εποιήθη μήνάς τινας μετά τον θάνατον του Διάκου». «Είχα δύο αντίγραφα αυτού του τραγουδιού», σημειώνει σχετικά ο Κλοντ Φοριέλ, που το δημοσίευσε το 1824 στο Παρίσι. «Το ένα το οφείλω στις φροντίδες ενός Eλληνα πολύ αγαπητού φίλου, ο οποίος το μάζεψε στα ίδια τα μέρη όπου βγήκε το τραγούδι».
Οι κρίσιμοι στίχοι στην εξακριβωμένης αυθεντικότητας παραλλαγή του Γάλλου νεοελληνιστή: «Στην Αλαμάνα έφθασαν, κι έπιασαν τα ταμπόρια. / “Καρδιά, παιδιά μου”, φώναξε, “παιδιά μη φοβηθείτε. / Ανδρεία ωσάν Eλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε”».
Ο Διάκος τα λέει αυτά, ο οποίος, και στη συγκεκριμένη την παραλλαγή του τραγουδιού, λίγο παρακάτω, αλλά και σ’ εκείνη που δημοσίευσε ο Πολίτης, αυτοπροσδιορίζεται ως Γραικός:
«Χίλιοι τον πήραν απ’ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω, / κι Ομέρ Βριόνης μυστικά στον δρόμον τον ερώτα: / “Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστιν σου ν’ αλλάξεις, / να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιάν ν’ αφήσεις;” / Κι εκείνος τ’ απεκρίθηκε και με θυμόν τού λέγει: / “Πάτε κι εσείς κι η πίστις σας, μουρτάτες, να χαθείτε· εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ’ απεθάνω”».
Κανένας ψυχικός ή πνευματικός διχασμός βέβαια. Eλληνας και Γραικός, αλλά και Ρωμιός, είναι ισοδύναμα πλέον, και εναλλάξιμα, όπως ισοδύναμα είναι τα ονόματα Αχαιοί, Αργείοι και Δαναοί στα ομηρικά έπη, όπου δεν απαντά το εθνικό όνομα Eλλην. Eξι χρόνια άλλωστε μετά τον θάνατο του Διάκου, ο λαϊκός τραγουδιστής βάζει στο στόμα του θνήσκοντος Γεωργίου Καραϊσκάκη την ίδια προτροπή, με επουσιώδεις λεκτικές διαφορές. Πληγωμένος ο Καραϊσκάκης, στον κάμπο της Αθήνας, νιώθει το τέλος του και «ψιλή φωνίτσα βάζει»: «Ελληνες μην κιοτέψετε, παιδιά μη φοβηθείτε, / και πάρ’ το γιούχα η Τουρκιά κι ερθεί και μας χαλάσει. / Σαν Ελληνες βαστάξετε κι ωσάν Γραικοί σταθείτε».
Να ήταν άραγε κάποιος λόγιος, κάποιος γραμματιζούμενος, ο πρώτος δημιουργός του μοτίβου, αν κρίνουμε από το επίρρημα «ανδρεία», ίσως και από το «ωσάν»; Δεν είναι απίθανο, αυτή η μέθοδος άλλωστε ήταν αρκετά συχνή στη σύνθεση των δημοτικών τραγουδιών. Αν όμως ο δήμος δεν ένιωθε δική του την πρόταση, ως προς το γράμμα και ως προς το πνεύμα της, δεν θα την ενστερνιζόταν. Θα την άφηνε να σβήσει άδοξα. Δεν θα την έκανε δηλαδή δημοτική, τραγουδώντας την και ξανατραγουδώντας την, και απαλείφοντας εντέλει το επιρρηματικό «ανδρεία», πιθανόν σαν περιττό. Ή πάλι επειδή, όπως το ξέρουμε και από τον Γιάννη Αποστολάκη, στο δημοτικό –το κλέφτικο ιδίως, καθώς και ο άμεσος γόνος του, το ιστορικό τραγούδι– προτιμούν το ρήμα και τον γυμνό πλούτο του, όχι το επίθετο και το επίρρημα.

* Ομιλία στην εκδήλωση «Ποίηση και Ιστορία» του Ιστορικού Αρχείου του Πανεπιστημίου Αθηνών (19.5.2018).

"Ο κ. Κόινερ και οι αναξιόπιστες εφημερίδες" έγραψε ο Τάσος Τσακίρογλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 24.05.2018)


...............................................................
 




Ο κ. Κόινερ και οι αναξιόπιστες εφημερίδες


 
EUROKINISSI/ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΛΛΙΑΡΑΣ
«Είμαι ένας μεγάλος εχθρός των εφημερίδων» είπε ο κ. Βιρ, «δεν θέλω εφημερίδες». Ο κ. Κ. αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι ακόμα μεγαλύτερος εχθρός των εφημερίδων. Θέλω άλλες εφημερίδες». Αυτός ο διάλογος γίνεται σε μια από τις «Ιστορίες του κ. Κόινερ» του Μπέρτολτ Μπρεχτ, τίτλος του ομώνυμου βιβλίου, με υπότιτλο «Η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής».
Η δύναμη αυτού του αποσπάσματος αφορά φυσικά και το σήμερα, εποχή που όλο και λιγότεροι επιλέγουν τις εφημερίδες για να ενημερωθούν. Είτε γιατί η κουλτούρα της ανάγνωσης του έντυπου λόγου φθίνει όλο και περισσότερο είτε γιατί η ίδια η έννοια της εφημερίδας έχει βουλιάξει στην αναξιοπιστία, στον κιτρινισμό και στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Εχει σημασία όμως η διαφορετική προσέγγιση των κυρίων Βιρ και Κόινερ, αφού ο πρώτος απορρίπτει συλλήβδην την έννοια της εφημερίδας, ενώ ο δεύτερος αναζητά και απαιτεί «άλλες (καλύτερες) εφημερίδες». Ο ένας τις θεωρεί περιττές, ο άλλος αναγκαίες – έστω και υπό τελείως διαφορετικές προϋποθέσεις.
Ο κορεσμός, η κόπωση και η οργή που μας έχει προξενήσει η ενημέρωση εν γένει γίνονται αιτία καθολικής απόρριψής της. Φυσικά την ίδια ώρα αυτή η απόρριψη αποτελεί και το τέλειο άλλοθι για τη δική μας παθητική στάση, για τη δική μας βιασύνη να ξεμπερδέψουμε με κάτι τόσο θολό, τόσο αμφισβητούμενο, τόσο ύποπτο και επικίνδυνο. Επιλέγουμε πολλές φορές τη νιρβάνα της άγνοιας ή την ικανοποίηση της ημιμάθειας.
Η μία πλευρά της κρίσης του Τύπου είναι η γνωστή διαπλοκή οικονομικών, πολιτικών και δημοσιογραφικών συμφερόντων που γνωρίσαμε τα προηγούμενα χρόνια. Η άλλη είναι η αδιαφορία του κοινού και η αποχή του από τη διεκδίκηση μιας ενημέρωσης πλουραλιστικής, έντιμης και διαφανούς. Αυτή η δεύτερη πλευρά αποτελεί μια από τις συνιστώσες της κρίσης πολιτικής συμμετοχής, αφού αυτή η τελευταία προϋποθέτει πολίτες ενημερωμένους και δραστήριους.
Τι εφημερίδες λοιπόν χρειαζόμαστε σήμερα; Αυτή είναι μια συζήτηση που πρέπει να κάνουμε μεταξύ μας οι δημοσιογράφοι, αλλά και με το κοινό, μέσω ενός ανοιχτού, δημόσιου διαλόγου. Σήμερα είναι ίσως πια ξεπερασμένος ο διαχωρισμός μεταξύ εφημερίδων που παρέχουν news (ειδήσεις και ποικίλη ύλη) και των εφημερίδων που παρέχουν views (απόψεις, αναλύσεις κλπ).
Τα γεγονότα, οι αποκαλύψεις και άρα το ρεπορτάζ είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Το ίδιο αναγκαία βέβαια είναι και η εμβάθυνση, η κατανόηση και η ένταξη των γεγονότων σ’ ένα πλαίσιο. Τα δύο αυτά συστατικά, συνοδευόμενα από την απαραίτητη εντιμότητα και την ισχυρή πρόσδεση στα συμφέροντα των πολλών, μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για τις «άλλες εφημερίδες» που απαιτεί ο κ. Κόινερ.
Αυτές οι προϋποθέσεις είναι το κριτήριο για μια εφημερίδα και ταυτόχρονα το μέτρο με το οποίο πρέπει να μετρήσουν τους εαυτούς τους οι δημοσιογράφοι για να είναι ειλικρινείς με τους αναγνώστες τους. Και, φυσικά, η κάθε εφημερίδα πρέπει να διασφαλίζει την οικονομική της βιωσιμότητα, δηλαδή την ανεξαρτησία της από επιχειρηματικά, κομματικά ή άλλα συμφέροντα. Αυτό σήμερα μπορεί να επιτευχθεί μόνο με τη συνδρομή των αναγνωστών και με κανέναν άλλο τρόπο.
Οπως λέει ο Μπρεχτ, οι αναγνώστες με τη δυσαρέσκειά τους αναδεικνύουν την αξία των εφημερίδων και όταν ο κ. Βιρ λέει ότι τον απασχολεί η σημερινή ανάξια λόγου ποιότητα των εφημερίδων, στην πραγματικότητα τον απασχολεί η αυριανή άξια λόγου ποιότητά τους.

Κυριακή 27 Μαΐου 2018

"Η ηδονή τού να είσαι άστεγος, ή Ο χομπίστας άστεγος" γράφει ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 27.05.2018)

..............................................................
 

Η ηδονή τού να είσαι άστεγος, ή Ο χομπίστας άστεγος


Άστεγος κοιμάται στον κήπο της Παλιάς Βουλής  
Άστεγος κοιμάται στον κήπο της Παλιάς Βουλής 
 EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ
 
γράφει ο Γιάννης Η. Χάρης
⌦ Στο Κανάλι της Βουλής, στην ενδιαφέρουσα εβδομαδιαία εκπομπή «Συνάντηση» της Αντζελας Τσιφτσή (Α.Τσ.), παρουσιάζεται κάθε φορά ένας συγγραφέας, συνθέτης, σκηνοθέτης κ.λπ. Τις προάλλες (16/4) έτυχε να παρακολουθήσω τη «Συνάντηση» με τον σημαντικό συγγραφέα και ακαδημαϊκό Θανάση Βαλτινό (Θ.Β.).
Μία από τις καίριες ερωτήσεις αφορούσε το μεταναστευτικό. Ιδού τι ή πώς απάντησε ένας συγγραφέας και ακαδημαϊκός – μεταφέρω όσο πιο πιστά μπόρεσα το σχετικό απόσπασμα, ολόκληρο μονόπρακτο, εντέλει:
Α.Τσ.: Να υποθέσω ότι είστε συμπαθών προς τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, γιατί, κρίνοντας απ’ το έργο σας, που ένα μεγάλο του κομμάτι, «Κορδοπάτης» [= Το συναξάρι του Ανδρέα Κορδοπάτη], αλλά και στα «Στοιχεία για τη δεκαετία του ’60», το μεταναστευτικό είναι ένα κυρίαρχο ζήτημα· πώς βλέπετε, ποια είναι η στάση σας;
Θ.Β.: Είναι αυτή [= η μετανάστευση] μοιραία συνθήκη των λαών, πάντοτε…
Α.Τσ.: … που τώρα εμείς είμαστε στη θέση…
Θ.Β.: … έχουμε αλλάξει…, εμείς δεχόμαστε πια [μετανάστες]
Α.Τσ. … έχουν αντιστραφεί οι ρόλοι· πώς το σκέφτεστε;
Θ.Β.: Θλίβομαι, θλίβομαι, κυρίως τώρα μ’ αυτές τις συνθήκες πολέμου που επικρατούν στη Μέση Ανατολή… Όλος αυτός ο κόσμος που έρχεται… Καμιά φορά με εξοργίζουνε. Αλλά απ’ την άλλη μεριά καταλαβαίνω απολύτως αυτή τη δυστυχία.
Στη Μεθώνης, εκεί αντίκρυ μου, κοιμόταν όοολο το χειμώνα, πηγαίνω συχνά εκεί, είναι ένα φιλικό μου πρόσωπο, ένας, δεν ξέρω, Αλβανός, τι ήταν, κάτω από ένα γείσο ενός στενού μπαλκονιού, χειμώνα καλοκαίρι· αυτός ο άνθρωπος πού αποπατούσε, πού πήγαινε… Αυτοί αναγκάστηκαν, έβαλαν κάγκελα, έκλεισαν αυτό το μικρό υπόστεγο, και τώρα δεν υπάρχει πάλι…
Αλλά η Αθήνα έχει γεμίσει με…, και με εκπλήσσει το γεγονός ότι η αστυνομία δεν παρεμ-βαί-ΝΕΙ. Μέρα μεσημέρι στην Πανεπιστημίου, άπλωσε τον υπνόσακό του κάτω –και νεαρός–, χώθηκε μέσα, κι έβγαλε το χέρι έξω μ’ ένα κουτί, για να του πετάνε δεκάρες!
Α.Τσ.: Γιατί νιώθουν ασφαλείς όμως. Οι άστεγοι δεν είναι τυχαίο που είναι μοναχικοί, κινδυνεύει ο ένας απ’ τον άλλον…
Θ.Β.: … πιθανόν…
Α.Τσ.: … το σακίδιό τους είναι όλη τους η ύπαρξη…
Θ.Β.: Ναι, σύμφωνοι. Αλλά [το] έχουν επιλέξει αυτό το πράγμα. Αν δεν το ’χουν επιλέξει, είναι κατάσταση ανάγκης…
Α.Τσ.: Αρα το κράτος δεν έχει ευθύνη;
Θ.Β.: Αυτό θέλω να πω, εκεί θέλω να φτάσω. Το να βλέπεις στη Σταδίου, στη στοά της τραπέζης, αυτή τη μεγάλη στοά πριν απ’ το…
Α.Τσ. … της Τραπέζης της Ελλάδος, απέναντι από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη…
Θ.Β. … έχουν στήσει ένα νοικοκυριό ολόκληρο – είχαν στήσει τουλάχιστον, πριν από... Μιαν άλλη φορά, πολύ παλιότερα, ήταν ένας…, είχε σηκωθεί και κατούραγε στην κολόνα, ήτανε εννιά η ώρα το βράδυ, αδιάντροπα εντελώς! Δηλαδή, είναι η δυστυχία απ’ τη μια μεριά, κι απ’ την άλλη είναι ένας τρόπος…, νομίζω…, τους αρέσει, σε πολλούς απ’ αυτούς τους αρέσει.
Α.Τσ.: Ή εμείς θέλουμε να σκεφτόμαστε ότι μπορεί και να τους αρέσει, αλλά σε ποιον μπορεί ν’ αρέσει να ζει έτσι, και να μην έχει ένα σπίτι…;
Θ.Β.: Σε πολλούς μπορεί ν’ αρέσει…, σε πολλούς μπορεί ν’ αρέσει… Εν πάση περιπτώσει δεν θα έλεγα ότι είναι μια ευτυχής κατάσταση, είναι μια κατάσταση που θα ’πρεπε να αντιμετωπιστεί.
  • Αν ήταν μαθητής ή φοιτητής, θα μηδενιζόταν πρώτα πρώτα η κόλλα του, σαν παντελώς εκτός θέματος: το θέμα ήταν οι μετανάστες και οι πρόσφυγες· ο φοιτητής αποφάσισε να γράψει για τους αστέγους. (Κι ας αφήσουμε για την ώρα ότι κι αυτό το μείζον πρόβλημα το συρρίκνωσε σε δύο μεμονωμένες περιπτώσεις, με τον προβληματισμό πού άραγε αποπατούσε ο ένας και την πληροφορία πού κατούραγε ο άλλος. Και οι δύο πάντως, άστεγοι «επειδή έτσι τους αρέσει».)
  • Αν ήταν, αν είναι, όταν είναι πνευματικός άνθρωπος, συγγραφέας, ακαδημαϊκός, μηδενίζεται, φοβούμαι, αυτομάτως η ηθική, η στοιχειώδης ηθική που απαιτείται ακριβώς από πνευματικό άνθρωπο, συγγραφέα, ακαδημαϊκό –για να μην πω απλώς από σκέτο άνθρωπο.
Σχόλια δεν χρειάζονται. Μια παρατήρηση μόνο:
Εχουμε δει και ακούσει, π.χ. σε τηλεοπτικές συνεντεύξεις, δηλαδή σε ψευδείς συνθήκες επικοινωνίας, αστέγους να λένε στην κάμερα πως προτιμούν να κοιμούνται στον δρόμο παρά σε κάποιον ξενώνα, ίδρυμα κτλ. Ακόμα κι αν, ακόμα κι όταν το εννοούν αυτό, έτσι απλά τάχα και ευθύγραμμα, σαν γεγονός καθαυτό, αποκομμένο από τα πάντα, είναι κάτι που μόνο οι ίδιοι μπορούν, μόνο οι ίδιοι δικαιούνται να το λένε.
Εμείς, άσε πια με τις κοινωνιολογίες μας και τις ψυχολογίες μας κτλ., εμείς, σκέτα εμείς, όχι! Είναι θέμα ακριβώς ηθικής.