Σάββατο 26 Μαΐου 2018

«Η νεκρή και η ζωντανή» διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο από την ομώνυμη συλλογή διηγημάτων του (μτφ. Χρίστος Γ. Αλεξανδρίδης, εκδ. «Τα Μικρά Κλασικά 77», Πατάκης, 1998)

.............................................................








Λουίτζι Πιραντέλο 
(1867 - 1936)


 


·       «Η νεκρή και η ζωντανή»

διήγημα του Λουίτζι Πιραντέλο από την ομώνυμη
συλλογή διηγημάτων του (μτφ. Χρίστος
Γ. Αλεξανδρίδης, εκδ. «Τα Μικρά Κλασικά 77»,
Πατάκης, 1998)

   Η ταρτάνα, που ο καπετάν Νίνο Μο τής έδωσε το όνομα της πρώτης του γυναίκας «Φιλίππα», έμπαινε στο λιμανάκι του Πόρτο Εμπέντοκλε μέσα από το φλογισμένο ορίζοντα ενός από κείνα τα υπέροχα ηλιοβασιλέματα της Μεσογείου, που κάνουν να τρεμοπαίζει και να πάλλεται η απέραντη έκταση των νερών σαν σ’ ένα ντελίριο φωτό και χρωμάτων. Αντανακλούντα τζάμια των πολύχρωμων σπιτιών· λάμπει η μάργα στο υψίπεδο που πάνω της ακουμπάει η κωμόπολη· αστράφτει σαν το χρυσάφι το στοιβαγμένο θειάφι κατά μήκος της μακριάς ακτής· και το μόνο που έρχεται σε αντίθεση είναι η σκιά που ρίχνει στη θάλασσα το παλιό κάστρο, τετράγωνο και σκοτεινό, στην άκρη του μόλου.
   Στρίβοντας για ν’ ακολουθήσει πορεία ανάμεσα σε δυο σειρές σκοπέλων, που σαν προστατευτικοί βραχίονες περιβάλλουν το μικρό παλιό μόλο, έδρα του λιμεναρχείου, το τσούρμο της ταρτάνας αντίκρισε όλη την προκυμαία, από το κάστρο μέχρι το λευκό πυργίσκο του φάρου, γεμάτη κόσμο που φώναζε και κουνούσε στον αέρα καπέλα και μαντίλια.
   Ούτε ο καπετάν Νίνο ούτε κανείς άλλος από το τσούρμο μπορούσε να φανταστεί ότι όλος εκείνος ο κόσμος συγκεντρώθηκε εκεί για να υποδεχτεί τη «Φιλίππα», μολονότι φαινόταν να απευθύνονται σ’ αυτούς οι φωνές κα;ι όλο εκείνο το συνεχές και μανιώδες ανέμισμα των μαντιλιών και των καπέλων. Υπέθεσαν ότι κάποια τορπιλάκατος είχε αράξει στο μικρό μόλο και τώρα θα σήκωνε άγκυρες, ενώ ο κόσμος τη χαιρετούσε χαρούμενα, γιατί αποτελούσε σπουδαίο γεγονός η επίσκεψη ενός πλοίου του βασιλικού πολεμικού ναυτικού.
   Ο καπετάν Νίνο Μο, για καλό και για κακό, έδωσε διαταγή να χαλαρώσουν αμέσως το πανί ή, μάλλον, να το μαζέψουν, περιμένοντας να έρθει το σκάφος που θα ρυμουλκούσε τη «Φιλίππα» στο αγκυροβόλιο του μόλου.
   Αφού έπεσε το πανί και ενώ η ταρτάνα, που δεν την έσπρωχνε πια ο άνεμος, συνέχιζε να γλιστράει αργά. Σκίζοντας μόλις το νερό που, κλεισμένο ανάμεσα σε δυο σειρές σκοπέλων, έμοιαζε με σεντεφένια λίμνη, οι τρεις μούτσοι, περίεργοι, σκαρφάλωσαν σαν σκίουροι ο ένας στα ξάρτια, ο άλλος στο κατάρτι μέχρι την κορυφή και ο τρίτος στην αντένα.
   Και να, πλησίαζε ολοταχώς το σκάφος που θα τους ρυμουλκούσε, ακολουθούμενο από άλλες μαύρες βάρκες που κόντευαν να βυθιστούν από τον πολύ κόσμο που είχε ανέβει επάνω και που στέκονταν όρθιοι φωνάζοντας και χειρονομώντας άπρεπα.
   Λοιπόν, ήταν γι’ αυτούς όλος εκείνος ο κόσμος. Όλος εκείνος αναβρασμός; Και γιατί; Μήπως εξαιτίας μιας ψευδούς είδησης ότι ναυάγησαν;
   Το τσούρμο, όλο περιέργεια και αγωνία, έγερνε από την πλώρη προς τις βάρκες που πλησίαζαν γρήγορα για να καταλάβει τι σήμαιναν εκείνες οι φωνές. Ξεχώρισαν όμως καθαρά μόνο το όνομα της ταρτάνας:
   -Φιλίππα! Φιλίππα!
   Ο καπετάν Νίνο Μο  στέκονταν παράμερα, μόνος, χωρίς να δείχνει περιέργεια, με το δερμάτινο κασκέτο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια, καθώς κρατούσε πάντα κλειστό το αριστερό. Όταν το άνοιγε, αλληθώριζε. Έβγαλε για μια στιγμή την πίπα από ξύλο ρεικιού, έφτυσε και περνώντας την ανάστροφη του χεριού του πάνω από το μουστάκι του με τις αγκαθωτές σαν σύρμα τρίχες και από το μυτερό, αραιό γενάκι του, στράφηκε αυστηρός προς το μούτσο που είχε σκαρφαλώσει στα ξάρτια, και του φώναξε να κατέβει και να πάει στην πρύμνη να χτυπήσει το καμπανάκι για την απογευματινή προσευχή.
   Ταξίδευε όλη του τη ζωή, κυριευμένος από την απέραντη δύναμη του Θεού, που έπρεπε να Τον σέβονται πάντα, σε όλες τις περιστάσεις, με ατάραχη εγκαρτέρηση, αλλά δεν μπορούσε να υποφέρει τη φασαρία των ανθρώπων.
   Στον ήχο της μικρής καμπάνας της ταρτάνας, έβγαλε το κασκέτο του, αποκαλύπτοντας το κάτασπρο δέρμα του κρανίου του, καλυμμένο από ένα αραιό κοκκινωπό χνούδι, σχεδόν μια ιδέα από τρίχες. Έκανε το σταυρό του και ετοιμαζόταν να πει την προσευχή του, όταν το τσούρμο έπεσε πάνω του με ορμή, φωνάζοντας και γελώντας όλο σαν τρελοί.
   -Καπετάν Νίνο! Καπετάν Νίνο! Η κυρά-Φιλίππα! Η γυναίκα σας! Η κυρά-Φιλίππα είναι ζωντανή! Γύρισε!
   Ο καπετάν Νίνο έμοιαζε στην αρχή χαμένος ανάμεσα σ’ εκείνους που τον πολιορκούσαν και έψαξε, φοβισμένος, μες στα μάτια τους τη διαβεβαίωση, αν μπορούσε να πιστέψει την είδηση χωρίς να τρελαθεί. Το πρόσωπό του άλλαξε εκφράσεις, περνώντας από τη μια στιγμή στην άλλη, από την έκπληξη στην αμφιβολία, από την όλο θυμό αγωνία στη χαρά. Μετά, άγρια, σαν να είχε κάνει με μια προσβολή, τους παραμέρισε όλους, άρπαξε έναν από το γιακά και τον ταρακούνησε βίαια, φωνάζοντας:
   -Τι λέτε; Τι λέτε; Και με τα χέρια υψωμένα, σαν να ήθελε να αποκρούσει μια απειλή, όρμησε στην πλώρη, προς εκείνους που ήταν στις βάρκες και οι οποίοι τον υποδέχτηκαν με μια θύελλα από φωνές και τον καλούσαν πιεστικά με χειρονομίες. Τραβήχτηκε πίσω, μην μπορώντας να σταθεί στα πόδια του από την επιβεβαίωση της είδησης – ή μήπως από την επιθυμία του να ορμήσει κάτω; - και στράφηκε πάλι στο τσούρμο σαν να ήθελε να γυρέψει βοήθεια ή να ζητούσε να τον συγκρατήσουν. Ζωντανή; Πώς ζωντανή; Επέστρεψε; Από πού; Πότε; Μην μπορώντας να μιλήσει, έδειχνε τα κουλουριασμένα σκοινιά για να τραβήξουν από κει αμέσως το ρεμέτζο, ναι, ναι· και καθώς το κανναβόσκοινο άρχισε να καλάρει για τη ρυμούλκηση, φώναξε: - Βαστάτε! το άρπαξε με τα δυο του χέρια, δρασκέλισε την κουπαστή και, σαν μαϊμού, γλίστρησε κατά μήκος του ρεμέτζου και έπεσε ανάμεσα σ’ εκείνους που ρυμουλκούσαν, που τον περίμεναν με απλωμένα τα χέρια.
   Το τσούρμο της ταρτάνας απόμεινε απογοητευμένο, βλέποντας ν’ απομακρύνεται η βάρκα με τον καπετάν Νίνο και για να μη χάσουν το θέαμα, άρχισαν να φωνάζουν σαν δαιμονισμένοι σ’ εκείνους που βρίσκονταν στις άλλες βάρκες και πλησίαζαν για να μαζέψουν το κανναβόσκοινο και να ρυμουλκήσουν την ταρτάνα στο μόλο. Κανείς δεν γύρισε για να δώσει προσοχή στις φωνές τους Όλες οι βάρκες κωπηλατούσαν πίσω από το ρυμουλκό όπου, μέσα στη γενική αναταραχή ο καπετάν Νίνο πληροφορούνταν, στο μεταξύ, για το θαύμα της επιστροφής της ξαναζωντανεμένης συζύγου του, η οποία πριν από τρία χρόνια, πηγαίνοντας στο Τούνεζι να επισκεφθεί την ετοιμοθάνατη μητέρα της, όλοι πίστεψαν πως είχε χαθεί στο ναυάγιο του μικρού βαποριού μαζί με τους άλλους ταξιδιώτες. Ενώ όχι, όχι, δεν είχε χαθεί· μια μέρα και μια νύχτα ήταν μέσα στο νερό, πιασμένη σε μια σανίδα. Μετά την περιμάζεψε ένα ρώσικο ατμόπλοιο που πήγαινε στην Αμερική στη Νέα Υόρκη, σ’ ένα ψυχιατρείο. Έπειτα, θεραπευμένη, ζήτησε από το προξενείο να επαναπατριστεί και εδώ και τρεις μέρες ήταν στον τόπο της, όπου έφτασε μέσω Γένοβας.
   Ο καπετάν Νίνο Μο, ζαλισμένος από το άκουσμα αυτών των ειδήσεων που έπεφταν από παντού σαν χαλάζι, ανοιγόκλειε συνεχώς τα βλέφαρα πάνω στα μικρά αλλήθωρα μάτια του. Μερικές φορές το αριστερό βλέφαρο έμενε κλειστό, λες και κάποιος το είχε τραβήξει, και όλο του το πρόσωπο έτρεμε σπασμωδικά, σαν να τον τρυπούσαν βελόνες.
   Η φωνή από ένα καΐκι και τα αδιάντροπα γέλια που την ακολούθησαν – «Δυο γυναίκες, καπετάν Νίνο, τυχεράκια!» - τον συνέφεραν από τη ζάλη και τον έκαναν να αντικρίσει με λυσσασμένο πείσμα όλους εκείνους τους ανθρώπους, σκουλήκια της γης που τα έβλεπε να εξαφανίζονται σαν να μην ήταν τίποτε, μόλις απομακρυνόταν λίγο από τις ακτές προς την απεραντοσύνη της θάλασσας και του ουρανού· κοίταξέ τους εκεί, έτρεξαν ένα σωρό στην άφιξή του, συνωστίζονται στο μόλο, ανυπομονώντας και φωνάζοντας για να απολαύσουν το θέαμα που ήταν τόσο ξεκαρδιστικό για κείνους όσο σοβαρός και επώδυνος μπελάς ήταν γι’ αυτόν, επειδή οι δυο γυναίκες ήταν αδερφές, δυο αχώριστες αδερφές, σχεδόν σαν μάνα με κόρη. Η μεγάλη, η Φιλίππα, στάθηκε πάντα σαν μητέρα στη Ρόζα, που την ανέθρεψε κι αυτός στο σπίτι του σαν κόρη, μέχρι που, όταν χάθηκε η Φιλίππα και αφού έπρεπε να συνεχίσει να ζει μαζί της και θεωρώντας ότι καμιά άλλη γυναίκα δε θα μπορούσε να είναι καλύτερη μητέρα για το παιδί που του είχε αφήσει σχεδόν στις φασκιές, την παντρεύτηκε. Και τώρα; Και τώρα; Η Φιλίππα είχε γυρίσει για να βρει τη Ρόζα παντρεμένη μαζί του και έγκυο, έγκυο τεσσάρων μηνών! Α, βέβαια, ήταν πράγματι για γέλια: ένας άντρας ανάμεσα σε δυο γυναίκες, σε δυο αδερφές, σε δυο μητέρες. Να τες, να τες εκεί, στην αποβάθρα! Να η Φιλίππα! Να την, ζωντανή! Με το ένα χέρι τού κάνει νόημα, σαν να του δίνει θάρρος· με το άλλο σφίγγει στο στήθος της τη Ρόζα, την καημένη την έγκυο που τρέμει ολόκληρη, κλαίει και λιώνει από τον πόνο και την ντροπή, ανάμεσα στις φωνές, στα γέλια, στα χειροκροτήματα, στο ανέμισμα των καπέλων όλων εκείνων που περίμεναν.
   Ο καπετάν Νίνο Μο τινάχτηκε ολόκληρος, με θυμό. Επιθυμούσε να βούλιαζε η βάρκα και να χανόταν από τα μάτια του εκείνο το απάνθρωπο θέαμα. Για μια στιγμή σκέφτηκε να ορμήσει στους κωπηλάτες και να τους αναγκάσει να γυρίσουν πίσω, στην ταρτάνα, για να το σκάσει γρήγορα μακριά, για πάντα. Ταυτόχρονα όμως ένιωσε  ότι δεν μπορούσε να εναντιωθεί σ’ αυτή τη φοβερή βία των ανθρώπων και της τύχης που τον παράσερνε· αισθάνθηκε σαν να έγινε μια έκρηξη μέσα του, ένα τράνταγμα που έκανε τα αυτιά του να βουίζουν και του θόλωσε τα μάτια. Βρέθηκε ύστερα από λίγο στην αγκαλιά, στο στήθος της ξαναζωντανεμένης συζύγου του που τον περνούσε ένα κεφάλι: γυναικάρα χοντροκόκαλη, με πρόσωπο μελαχρινό και αυστηρό, με φωνή, βάδισμα και κινήσεις αντρικές. Όταν όμως εκείνη, απελευθερώνοντάς τον από την αγκαλιά της μπροστά σ’ όλο εκείνο τον κόσμο που επευφημούσε, τον έσπρωξε να αγκαλιάσει τη Ρόζα την κακομοίρα, που άνοιγε τα μεγάλα μάτια της σαν δυο καθάριες λίμνες από δάκρυα πάνω στο διάφανο πρόσωπό της, εκείνος, στη θέα όλης αυτής της αθλιότητας, της απελπισίας και της ντροπής, εξεγέρθηκε, έσκυψε μ’ ένα λυγμό το λαιμό να πάρει στην αγκαλιά του το μικρό που ήταν τριών χρονών και ξεκίνησε οργισμένος, φωνάζοντας:
   -Στο σπίτι! Στο σπίτι!
   Οι δυο γυναίκες τον ακολούθησαν κι όλος ο κόσμος κίνησε πίσω τους, μπροστά τους, γύρω τους, θορυβώντας. Η Φιλίππα με το ένα χέρι περασμένο στους ώμους της Ρόζας, σαν να την είχε βάλει κάτω από φτερούγα· την υποβάσταζε, την προστάτευε, γύριζε για να εναντιωθεί στα πειράγματα, στα χωρατά, στα σχόλια του πλήθους και κάθε τόσο έγερνε το κεφάλι προς την αδελφή της και της έλεγε δυνατά:
   -Μην κλαις, ανόητη: Το κλάμα σου κάνει κακό! Έλα, έλα, φτάνει! Γιατί κλαις; Αφού ο Θεός το θέλησε να γίνει έτσι… Όλα μπορούν να διορθωθούν! Έλα, πάψε! Για όλα υπάρχει γιατρειά, για όλα! Ο Θεός θα μας βοηθήσει…
   Το φώναζε και στο πλήθος και πρόσθετε, γυρίζοντας πότε στον έναν και πότε στον άλλον:
   -Μη φοβόσαστε! Ούτε σκάνδαλο θα γίνει ούτε πόλεμος, ούτε φθόνος ούτε ζήλια! Θα γίνει το θέλημα του Θεού! Είμαστε άνθρωποι του Θεού εμείς.
   Όταν έφτασαν στο κάστρο, οι φλόγες του ηλιοβασιλέματος είχαν ήδη σβήσει και ο ουρανός από πορφυρένιος είχε πάρει το χρώμα του καπνού. Πολλοί από το πλήθος σκόρπισαν, πήραν το κεντρικό δρόμο της κωμόπολης όπου είχαν ήδη ανάψει τα φανάρια· οι περισσότεροι όμως τους συνόδεψαν ως το σπίτι, πίσω από το κάστρο, στις «Μπαλάτες», όπου ο δρόμος στρίβει και εκτείνεται ακόμη σε λίγα σπιτάκια ναυτικών, μέσα σε έναν κολπίσκο με νεκρή παραλία. Εκεί σταμάτησαν όλοι μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του καπετάν Νίνο Μο και περίμεναν να δουν τι θα αποφάσιζαν να κάνουν τώρα οι τρεις τους. Σαν να ήταν ένα πρόβλημα που θα μπορούσε να λυθεί έτσι στα πεταχτά!
   Το σπίτι ήταν ισόγειο και φωτιζόταν μόνο από την πόρτα. Όλο εκείνο το πλήθος των περίεργων, μαζεμένο εκεί μπροστά, έκρυβε το φως από το ήδη σκοτεινό σπίτι και έκοβε την ανάσα. Ούτε όμως ο καπετάν Νίνο Μο ούτε η έγκυος σύζυγός του είχαν το κουράγιο να εξεγερθούν: η καταπίεση του πλήθους ήταν ίδια μ’ εκείνη που ένιωθαν στις ψυχές τους, παρούσα και απτή· και δεν πίστευαν ότι, εκείνη τουλάχιστον, μπορούσαν να τη διώξουν. Το φρόντισε η Φιλίππα, αφού άναψε το φως στο τραπέζι που ήταν ήδη στρωμένο για το δείπνο στη μέση του δωματίου· πήγε στην πόρτα και φώναξε:
   -Κύριοί μου, ακόμη εδώ; Τι θέλετε; Είδατε, γελάσατε. Δε σας φτάνει; Αφήστε μας τώρα να σκεφτούμε τις δουλειές μας! Δεν έχετε σπίτια;
   Αφού τους αποπήρε, άλλοι μετακινήθηκαν από τη μια μεριά και άλλοι από την άλλη της πόρτας, λέγοντας τα τελευταία πειράγματά τους· πολλοί όμως έμειναν να παρακολουθούν από μακριά, από τη σκιά της παραλίας.
   Η περιέργειά τους φούντωνε ακόμη περισσότερο, επειδή γνώριζαν την τιμιότητα μέχρι σχολαστικότητας, το φόβο του Θεού, την υποδειγματική συμπεριφορά του καπετάν Νίνο Μο και των δύο αδερφάδων. 
   Και να που έδιναν μια απόδειξη εκείνο το απόγευμα, αφήνοντας ανοιχτή όλη τη νύχτα την πόρτα του φτωχικού τους. Στη σκιά της θλιβερής, νεκρής παραλίας που απλωνόταν δεξιά κι αριστερά, πλάι σε μια θάλασσα καταπονημένη, πυκνή, σχεδόν ελαιώδη, με μερικές μαύρες ξέρες διαβρωμένες από τις παλίρροιες, μερικές όρθιες και άλλες πεσμένες γλοιώδεις πλάκες γεμάτες φύκια, που ανάμεσά τους έπεφτε χτυπώντας πού και πού κανένα κύμα, πηδούσε και αμέσως μετά εξαφανιζόταν σε βαθιές ρουφήχτρες, όλη τη νύχτα από εκείνη την πόρτα ξεχυνόταν η κίτρινη ανταύγεια του φωτός. Όσοι έμειναν να κατασκοπεύουν από τη σκιά, περνώντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος μπροστά από την πόρτα και ρίχνοντας μια γρήγορη και λοξή ματιά στο εσωτερικού του φτωχόσπιτου, μπόρεσαν να δουν στην αρχή και τους τρεις μαζί με το μικρό να κάθονται στο τραπέζι και να δειπνούν. Έπειτα τις γυναίκες γονατισμένες, σκυμμένες πάνω στις καρέκλες, και τον καπετάν Νίνο καθιστό, με το μέτωπό του ακουμπισμένο στη γροθιά του στην κόχη του τραπεζιού, που το είχαν ήδη μαζέψει, απορροφημένους στη βραδινή τους προσευχή. Τέλος, μόνο το μικρό, το γιο της πρώτης γυναίκας, ξαπλωμένο πάνω στο συζυγικό κρεβάτι στο βάθος του δωματίου και τη δεύτερη γυναίκα, την έγκυο, καθισμένη στην άκρη του κρεβατιού, ντυμένη, με το κεφάλι ακουμπισμένο στο στρώμα και τα μάτια κλειστά, ενώ οι άλλοι δύο, ο καπετάν Νίνο και η κυρά-Φιλίππα, κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα, ήρεμα στις δύο άκρες του τραπεζιού. Ώσπου πήγαν να καθίσουν στο κατώφλι για να συνεχίσουν τη συζήτηση μ’ ένα πνιχτό μουρμούρισμα, στο οποίο έμοιαζε ν’ απαντάει ο αργός, ελαφρύς, συνεχής παφλασμός του νερού στην ακτή, κάτω από τα αστέρια μες στο σκοτάδι της προχωρημένης νύχτας.
   Την επομένη ο καπετάν Νίνο και η κυρά-Φιλίππα, χωρίς να το πουν σε κανέναν, πήγαν να νοικιάσουν ένα δωματιάκι· το βρήκαν στην άκρη σχεδόν της κωμόπολής, στο δρόμο που οδηγούσε προς το κοιμητήριο, ευάερο, πάνω στο υψίπεδο, με την εξοχή πίσω και τη θάλασσα μπροστά. Μετέφεραν ένα μικρό κρεβάτι, ένα τραπεζάκι, δυο καρέκλες και, μόλις βράδιασε, συνόδευσαν εκεί τη Ρόζα, τη δεύτερη γυναίκα, με το μικρό· της είπαν να κλείσει αμέσως την πόρτα και οι δυο μαζί, σιωπηλοί, επέστρεψαν στο σπίτι, στις «Μπαλάτες».
   Σηκώθηκαν τότε από παντού φωνές συμπόνιας για την κακομοίρα που είχε θυσιαστεί, που την είχαν παραγκωνίσει μ’ αυτό τον τρόπο, που σίγουρα την πέταξαν έξω, μόνη, στην κατάστασή της! Μα το σκέφτεστε; Στην κατάστασή της! Με τι καρδιά; Και τι έφταιγε η κακομοίρα; Ναι, έτσι ήθελε ο νόμος… μα τι νόμος είναι αυτός; Τούρκικος! Όχι, όχι, για το Θεό, δεν ήταν δίκαιο! Δεν ήταν δίκαιο!
   Την άλλη μέρα πολλοί πήραν το θάρρος και προσπάθησαν να δώσουν στον καπετάν Νίνο να καταλάβει  την σκληρή αποδοκιμασία όλης της κωμόπολης, όταν εκείνος βγήκε από το σπίτι, πιο σκυθρωπός από κάθε άλλη φορά, για να πάει να φροντίσει το νέο φορτίο της ταρτάνας για το επόμενο ταξίδι.
   Ο καπετάν Νίνο όμως, χωρίς να σταματήσει, χωρίς να γυρίσει, με το δερμάτινο κασκέτο του κατεβασμένο μέχρι τα μάτια, το ένα κλειστό και το άλλο όχι, την πίπα από ρείκι ανάμεσα στα δόντια, έκοβε σε όλους τις ερωτήσεις και τις κατηγόριες, ξεσπώντας:
   -Παρατήστε με! Είναι δική μου δουλειά!
   Δεν ήθελε να δώσει μεγαλύτερη ικανοποίηση ούτε σ’ εκείνους που ονόμαζε «σπουδαίους»: εμπόρους, χοντρεμπόρους, ναυτικούς πράκτορες. Μόνο που μ’ αυτούς ήταν λιγότερο δύστροπος και απότομος.
   -Καθένας με τη συνείδησή του, κύριε, απάντησε. Οικογενειακές υποθέσεις, δεν ενδιαφέρουν κανέναν, παρά μόνο το Θεό.
   Και μετά δυο μέρες, ξαναμπαρκάρωντας, ούτε στο τσούρμο της ταρτάνας του, δε θέλησε να πει τίποτε.
   Κατά τη διάρκεια της απουσίας του όμως, οι δυο αδερφές ξαναγύρισαν στο σπίτι στις «Μπαλάτες» και ήρεμες, υπομονετικές και αγαπημένες ασχολήθηκαν με τις υποθέσεις του σπιτιού και με το μικρό. Στις γειτόνισσες, σ’ όλους τους περίεργους που έρχονταν να τις ρωτήσουν, άνοιγαν τα χέρια, σήκωναν τα μάτια στον ουρανό και μ’ ένα θλιμμένο χαμόγελο απαντούσαν:
   -Θέλημα Θεού, κουμπάρα.
   -Θέλημα Θεού, κουμπάρε.
   Και οι δυο μαζί, κρατώντας το μικρό από το χέρι, όταν επρόκειτο να γυρίσει η ταρτάνα, κατέβηκαν στο μόλο. Στην αποβάθρα ήταν λίγοι περίεργοι. Ο καπετάν Νίνο, πηδώντας στη στεριά, έδωσε το χέρι και στην μια και στην άλλη, σιωπηλός, έσκυψε να φιλήσει το μικρό, τον πήρε από το χέρι και ξεκίνησε πρώτος, όπως την άλλη φορά, ακολουθούμενος από τις δυο γυναίκες. Μόλις φτάσανε όμως μπροστά στην πόρτα, αυτή τη φορά στο σπίτι στις «Μπαλάτες» έμεινε με τον καπετάν Νίνο η Ρόζα, η δεύτερη γυναίκα του, ενώ η Φιλίππα με το μικρό πήγε ήσυχα στο δωματιάκι στο δρόμο του κοιμητηρίου.
   Τότε όλη η κωμόπολη, που είχε τόσο συμπονέσει τη δεύτερη γυναίκα για τη θυσία της, βλέποντας ότι καμία από τις δυο  δε θυσιαζόταν, αγανάκτησε, εξοργίστηκε τρομερά εξαιτίας της απλής και ήρεμης λογικής αυτής της λύσης· και πολλοί φώναξαν ότι είναι σκάνδαλο. Πράγματι, στην αρχή όλοι σάστισαν, κατόπιν ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. Η οργή, η αγανάκτηση ήρθαν μετά, επειδή όλοι κατά βάθος ένιωσαν υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν ότι αφού δεν υπήρχε δόλος ούτε ενοχή από κανέναν και καθώς δεν μπορούσαν να απαιτήσουν την καταδίκη ή τη θυσία της μιας ή της άλλης συζύγου – σύζυγοι και οι δύο ενώπιον του Θεού και του νόμου - , η λύση που έδωσαν οι τρεις φουκαράδες ήταν η καλύτερη που θα μπορούσε να δοθεί. Τους ερέθιζε πάνω απ’ όλα η γαλήνη, η συμφωνία, η καρτερία και των δυο ευσεβών αδερφάδων, χωρίς ίχνος φθόνου και ζήλιας ανάμεσά τους. Καταλάβαιναν ότι η Ρόζα, η μικρότερη αδερφή, δεν μπορούσε να ζηλεύει την άλλη, στην οποία χρωστούσε τα πάντα και της είχε – χωρίς να το θέλει, είναι αλήθεια – πάρει τον άντρα. Ζήλια, στο κάτω-κάτω, θα μπορούσε  να νιώθει η Φιλίππα γι’ αυτήν. Αλλά όχι, κατανοούσαν ότι ούτε η Φιλίππα μπορούσε να ζηλεύει, γιατί γνώριζε ότι η Ρόζα ενήργησε χωρίς δόλο και άρα δεν έφταιγε. Λοιπόν; Εξάλλου, υπήρχε και για τις δυο η απαραβίαστη ιερότητα του γάμου· ο σεβασμός για τον άντρα που δούλευε, για τον πατέρα. Εκείνος ταξίδευε πάντα, έμενε ξέμπαρκος μόνο δυο ή τρεις μέρες το μήνα. Αφού λοιπόν ο Θεός θέλησε να επιστρέψει η πρώτη, αφού ήταν θ Θεού θέλημα, μία κάθε φορά, ήρεμα χωρίς φθόνο, θα περίμενε τον άντρα τους που γύριζε κουρασμένος από τη θάλασσα.
   Όλα αυτά καλά επιχειρήματα, ναι, έντιμα και ήρεμα, αλλά επειδή ήταν τόσο καλά, ήρεμα και έντιμα ερέθιζαν.
   Έτσι τον καπετάν Νίνο Μο, την επόμενη μέρα της δεύτερης άφιξής του, τον κάλεσε ο δικαστής για να τον προειδοποιήσει αυστηρά ότι η διγαμία δεν είναι ανεκτή από το νόμο.
   Είχε μιλήσει προηγουμένως μ’ ένα δικηγόρο ο καπετάν Νίνο Μο και παρουσιάστηκε μπροστά στο δικαστή με το συνηθισμένο του τρόπο: σοβαρός, ήρεμος και σκληρός. Του απάντησε ότι στη δική του περίπτωση δεν μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν διγαμία, επειδή η πρώτη του σύζυγος αναφερόταν ακόμη και στους καταλόγους του ληξιαρχείου ως νεκρή και θα συνέχιζε να θεωρείται έτσι. Άρα, σύμφωνα με το νόμο, δεν είχε παρά μία μόνο σύζυγο, τη δεύτερη.
   -Πάνω από το νόμο των ανθρώπων, εξάλλου, κατέληξε, κύριε δικαστά, υπάρχει ο νόμος του Θεού τον οποίο υπακούω πάντα.
   Το μπλέξιμο έφτασε και στο ληξιαρχείο, όπου από τότε και μετά, κάθε πέντε μήνες ακριβώς, ο καπετάν Νίνο Μο πήγαινε να δηλώσει τη γέννηση ενός παιδιού του. «Αυτό είναι της νεκρής». «Αυτό είναι της ζωντανής».
   Την πρώτη φορά που δήλωσε το γιο του, στον οποίο ήταν έγκυος η δεύτερη γυναίκα του, όταν επέστρεψε η Φιλίππα, και καθώς εκείνη δεν ήταν ζωντανή κατά το νόμο, όλα πήγαν καλά και το παιδί γράφτηκε κανονικά ως νόμιμο. Πώς όμως να εγγράψει το δεύτερο, μετά πέντε μήνες, το οποίο γέννησε η Φιλίππα που αναφερόταν σαν νεκρή; Είτε το πρώτο θα ήταν νόθο, γεννημένο από έναν εικονικό γάμο, είτε το δεύτερο. Δεν υπήρχε μέση λύση.
   Ο καπετάν Νίνο Μο έφερε το χέρι στο σβέρκο του και έσπρωξε το κασκέτο στη μύτη του· άρχισε να ξύνει το κεφάλι του και μετά είπε στο ληξίαρχο:
   -Συγγνώμη, δε θα μπορούσε να το γράψετε σαν νόμιμο της δεύτερης συζύγου;
   Ο υπάλληλος γούρλωσε τα μάτια του.
   -Μα πώς; Της δεύτερης; Αφού πριν πέντε μήνες…
   - Έχετε δίκιο, έχετε δίκιο, τον διέκοψε ο καπετάν Νίνο ξύνοντας ξανά το κεφάλι του. Πώς θα τα μπαλώσουμε τότε;
   - Πώς θα τα μπαλώσουμε; ξεφυσούσε ο ληξίαρχος. Εμένα ρωτάτε πώς θα τα μπαλώσουμε; Τι είστε, τέλος πάντων, σουλτάνος, πασάς, μπέης; Τι είσθε; Θα έπρεπε να το σκεφθείτε, επιτέλους, και να μην έρχεστε εδώ να μπερδεύετε τα χαρτιά μου!
   Ο καπετάν Νίνο Μο τραβήχτηκε λίγο πίσω και βάζοντας τους δείχτες των χεριών του πάνω στο στήθος του, είπε:
   -Εγώ; φώναξε. Και τι φταίω εγώ εάν έτσι θέλησε ο Θεός;
   Ακούγοντάς τον να επικαλείται το Θεό, ο ληξίαρχος έγινε έξω φρενών.
   -Ο Θεός… ο Θεός… ο Θεός… Πάντα ο Θεός! Πεθαίνει κάποιος, ο Θεός στη μέση! Δεν πεθαίνει, πάλι ο Θεός. Γεννιέται ένα παιδί, ο Θεός ξανά! Έχετε δυο γυναίκες, πάλι ο Θεός! Τελειώνετε, τέλος πάντων, μ’ αυτόν το Θεό! Που να σας πάρει ο διάολος, τουλάχιστον ελάτε κάθε εννιά μήνες. Κρατήστε τα προσχήματα, ξεγελάστε το νόμο, κι εγώ θα σας τα γράφω εδώ μέσα όλα νόμιμα, το ένα μετά το άλλο!
   Ο καπετάν Νίνο Μο άκουσε απαθής το ξέσπασμα και ύστερα είπε:
   -Δεν εξαρτάται από μένα. Κάντε όπως καταλαβαίνετε, εγώ έκανα το καθήκον μου. Τα σέβη μου.
   Και πήγαινε, ακριβής, κάθε πέντε μήνες να κάνει το καθήκον του, βέβαιος ότι ο Θεός τον πρόσταζε έτσι.       

Δεν υπάρχουν σχόλια: