Παρασκευή 30 Οκτωβρίου 2020

"Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ" ποίηση του ποιητή και φίλου στο fb Χάρη Μελιτά (facebook, 30.10.2020)

 ...........................................................






Χάρης Μελιτάς






Η ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΠΡΑΞΕΩΝ



ΠΡΟΣΘΕΣΗ

Όσο γερνάω
απεχθάνομαι το συν.
Επισυνάπτει χρόνια
στην καμπούρα μου.


ΑΦΑΙΡΕΣΗ

Όλη τη νύχτα
διαγράφω στίχους.
Μόνον ο τίτλος
μένει αταλάντευτος.


ΠΟΛΛΑΠΛΑΣΙΑΣΜΟΣ

Αναζητώντας
παρτενέρ μπροστά στο επί
προκύπτει ο εαυτός μου
στο τετράγωνο.


ΔΙΑΙΡΕΣΗ

Η απληστία
κερματίζει τον καθρέφτη.
Ποντάρω στα ερείπια
μηδέν εις το πηλίκον.

Έτσι δέθηκε το "μίσος" / Μνημονιακή προπαγάνδα και κοινωνική έκρηξη (2010 - 2011) έγραψε ο Τάσος Κωστόπουλος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 23-24.5.2020)

 ..............................................................


             Έτσι δέθηκε το "μίσος"






Μνημονιακή προπαγάνδα και κοινωνική έκρηξη (2010 - 2011)


έγραψε ο Τάσος Κωστόπουλος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 23-24.5.2020)

Eνα φάντασμα στοιχειώνει τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς των τελευταίων εβδομάδων, καθώς οι κοινωνικές επιπτώσεις της πρόσφατης υγειονομικής κρίσης διαγράφονται πια ευκρινώς στον ορίζοντα: η σκιά της πολύμηνης, έρπουσας λαϊκής εξέγερσης του 2010-2012 κατά των μνημονίων. Μιας εξέγερσης που κλυδώνισε εκ βάθρων το τότε πολιτικό σύστημα, ανέτρεψε την κυβέρνηση Παπανδρέου κι ενταφίασε πολιτικά το ΠΑΣΟΚ. Αποδεικνύοντας, με τον σαφέστερο δυνατό τρόπο, πως οι επιπτώσεις της βίαιης ανατροπής του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου (και της απότομης, δραματικής επιδείνωσης των συνθηκών εργασίας και ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων) δεν ήταν δυνατό να περιοριστούν εντός του πλαισίου που επιθυμούσαν οι κυβερνώντες.

Για το πολιτικό βάρος αυτής της σκιάς, εξαιρετικά εύγλωττος ήταν ο πρόσφατος εξορκισμός της από τα πρωθυπουργικά χείλη, με αφορμή τη δέκατη επέτειο του φονικού της «Μαρφίν». Ο κ. Μητσοτάκης δεν περιορίστηκε στο αυτονόητο − την ευχή και προτροπή να μην επαναληφθεί παρόμοια ανθρώπινη τραγωδία.

Τόσο στη Βουλή (5/5) όσο και κατά την τελετή αποκάλυψης του μνημείου (9/5), οι αφορισμοί του επεκτάθηκαν (ακριβέστερα: επικεντρώθηκαν) στη συνολική κοινωνική και πολιτική αντιπαράθεση εκείνων των χρόνων, «μια εποχή που πλήγωσε την Ελλάδα ολόκληρη, την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό, την εικόνα μας στο εξωτερικό». Ο συμβολισμός του διαβήματος, τόνισε, «είναι σαφής και ξεκάθαρος: Ποτέ ξανά να μην πέσει η χώρα θύμα του τυφλού διχασμού, του μίσους, της βίας [...] Σε κάθε περίπτωση προχωράμε μπροστά, αφήνοντας πίσω μας αυτές τις εποχές. Με ζωντανές, όμως, τις μνήμες, χαραγμένες για πάντα στην ψυχή μας, μιας εποχής η οποία μας πόνεσε όλους πάρα πολύ».


Είναι προφανές ότι, σε αντίθεση με τους προκατόχους του που δυσκολεύονται αντικειμενικά να διαχειριστούν τις μνήμες μιας ιστορίας έντονα σημαδεμένης από τις δικές τους παλινδρομήσεις κι ανακολουθίες, ο σημερινός πρωθυπουργός θεωρεί το δικό του αφήγημα για την «επάρατη» εκείνη εποχή αρκούντως συνεκτικό και πολιτικά λειτουργικό. Από κει και πέρα, ο πρώτος πληθυντικός αναλαμβάνει να συγκαλύψει την κοινωνική ανισομέρεια του τραύματος, ακόμη στους κόλπους του δικού του, προνομιακού ακροατηρίου.

Οσοι ψηφίζουν σήμερα (ή μπορεί να ψηφίσουν αύριο) τη Ν.Δ. δεν «πόνεσαν», γαρ, «όλοι πάρα πολύ» − και δη από τις ίδιες πτυχές της κρίσης. Κάποιοι έχασαν τη δουλειά τους, το μαγαζί ή το σπίτι τους· ουκ ολίγοι βρέθηκαν επίσης ξαφνικά βουτηγμένοι μέχρι τον λαιμό σε «κόκκινα» δάνεια, την τακτική αποπληρωμή των οποίων εγγυόταν μέχρι τότε ο μισθός ή η σύνταξη που περικόπηκε δραστικά κι απροειδοποίητα. Πολλοί άλλοι είδαν αντίθετα την αγοραστική αξία των καταθέσεών τους να πολλαπλασιάζεται και το «μισθολογικό κόστος» του προσωπικού τους να συρρικνώνεται· το μόνο που τους χαλούσε ενδεχομένως το κέφι ήταν εκείνη η ανησυχητική σκοτεινιά στο βλέμμα των χαμένων, αν και όποτε τύχαινε να διασταυρωθεί με το δικό τους. Αρκετά διαφορετικά βίωσε βέβαια αυτή τη σκοτεινιά το αστικό πολιτικό προσωπικό των ημερών, αντιμέτωπο καθώς βρέθηκε από ένα σημείο και μετά με τη λαϊκή οργή.

Ευνόητη, ως εκ τούτου, η σπουδή να εμπεδωθεί εγκαίρως ένας βολικός εξορκισμός αυτής της πρόσφατης ιστορίας, προτού οι επιπτώσεις της νέας κρίσης προσδώσουν στις σχετικές μνήμες διαφορετική χροιά. Μια πρώτη επεξεργασία αυτού του αφηγήματος είδε άλλωστε το φως με τη μορφή μπροσούρας που διένειμε πριν από έναν ακριβώς χρόνο η «Καθημερινή».

Σε αντίθεση με τη συναφή μυθολογία περί «λαϊκισμού» και «άκρων», αρκεί ωστόσο κανείς να ξεφυλλίσει τις εφημερίδες της εποχής για να διαπιστώσει πως η καλλιέργεια του διχασμού και η παροχέτευση του συνακόλουθου μίσους κατά του πολιτικού κόσμου (και όσων θύμιζαν, εκπροσωπούσαν ή υπερασπίζονταν τις δημοκρατικές και φιλολαϊκές κατακτήσεις της Μεταπολίτευσης), υπήρξαν έργο των ίδιων ακριβώς μηχανισμών που προπαγάνδιζαν την επερχόμενη «σωτηρία» μας από τα μνημόνια.

ΔΝΤ, όπως Ναβαρίνο;


Κοινός τόπος για τα ΜΜΕ που στήριξαν την επιβολή των μνημονίων, κατά τη φάση ιδίως της προπαρασκευής τους, ήταν η βεβαιότητα ότι το ιππικό της ξένης επέμβασης θα μας έσωζε μια ακόμη φορά από τον κακό μας εαυτό. Εξίσου χαρμόσυνη υπήρξε η επαγγελία της ανάπτυξης που θα ερχόταν «νομοτελειακά», αμέσως μετά την άρση της υπερβολικής θεσμικής προστασίας των εργαζομένων και διαφόρων άλλων γραφειοκρατικών «στρεβλώσεων».

Προηγήθηκαν καθησυχαστικοί τόνοι: μια προσφυγή στο ΔΝΤ, διαβεβαίωνε π.χ. ο Αλέξης Παπαχελάς έναν μήνα πριν από το Καστελόριζο, «διαφορές μεγάλες δεν έχει, καθώς τα μέτρα που θα μας επέβαλλε έχουν λίγο-πολύ ληφθεί» («Καθημερινή» 17/3/2010). Αμέσως μετά την προσφυγή, κύριο άρθρο της εφημερίδας συνιστούσε πάλι (18/4/2010) να «δούμε την αισιόδοξη πλευρά των πραγμάτων. Η χώρα δεν θα κηρύξει στάση πληρωμών, θα αναγκασθεί να λύσει προβλήματα που κανένας πολιτικός δεν τολμούσε να αγγίξει λόγω του πολιτικού κόστους και θα έχει μια σημαντική ελπίδα να βάλει σε τάξη τα του οίκου της». Παραδεχόταν, βέβαια, πως αυτό «δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση. Πολλές χιλιάδες συμπολιτών μας θα βρεθούν σε δεινή θέση για ένα διάστημα και θα ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας κοινωνικής έκρηξης. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι κρίσιμο να υπάρξει ταυτόχρονα πολιτική κάθαρση, να τιμωρηθούν παραδειγματικά οι ένοχοι για οικονομικά και φορολογικά εγκλήματα».


«Τον επόμενο χειμώνα θα είναι λίγοι οι ενεργοί πολιτικοί που θα μπορούν να κυκλοφορούν στον δρόμο χωρίς τον κίνδυνο προπηλακισμού» - Αλέξης Παπαχελάς («Η Καθημερινή», 21/4/2010)

Στο ίδιο φύλλο, ανταπόκριση από την Ουάσινγκτον διαβεβαίωνε ότι «το ΔΝΤ αναμένεται να ζητήσει μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν την ελληνική οικονομία ανταγωνιστική», ενώ δεν έλειπε και η εκλαΐκευση της γραμμής διά χειρός Στέφανου Κασιμάτη: «Εδώ που φτάσαμε, οι "βάρβαροι" του ΔΝΤ δεν είναι "μια κάποια λύσις". Είναι η μόνη που υπάρχει στον ορίζοντα. [...] Γιατί όχι; Εδώ η ελληνική ανεξαρτησία κερδήθηκε χάρη στην παρέμβαση των ξένων − όσο κι αν δεν μας αρέσει να το θυμόμαστε...».

Στο ίδιο μοτίβο κινήθηκαν και οι λαϊκότερες συνηγορίες της εθνοσωτήριας τομής. «Το ΔΝΤ δεν έχει νύχια, δεν πίνει αίμα, έχει όμως το ψαλίδι για να να σου κόβει τα νύχια, αφού δεν είσαι σε θέση να τα κόψεις και ματώνεις βαριά», εξηγεί στον «Ελεύθερο Τύπο» (2/5/2010) ο συγγραφέας Φίλιππος Δρακονταειδής − «οικονομολόγος που έχει συνεργαστεί με διεθνείς οργανισμούς όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το ΔΝΤ σε χώρες της Ευρώπης και του κόσμου [και] γνωρίζει όσο λίγοι στην Ελλάδα τον νέο... προϊστάμενο της ελληνικής οικονομίας». Μετά το «φρένο στους διεθνείς τοκογλύφους που φαίνεται ότι ήθελαν να γονατίσουν τη χώρα», εξηγεί πάλι στον «Κόσμο του Επενδυτή» (24/4/2010) ο εκδότης και διευθυντής του Νίκος Φελέκης, το μνημόνιο μας προσφέρει «περίπου εννιά μήνες περιθώριο για να ηρεμήσουν οι αγορές και τα spreads. Αρκεί να μην εφησυχάσουμε. Αρκεί να υπάρξουν αναπτυξιακό τσουνάμι, διαρθρωτικές αλλαγές, ιδιωτικοποιήσεις, αλλαγές στο Ασφαλιστικό, όλα όσα εν πάση περιπτώσει έχουν ειπωθεί ότι πρέπει να γίνουν, προκειμένου όντως να επανιδρυθεί το κράτος».

Με το «αναπτυξιακό τσουνάμι» να προπαγανδίζεται ως υποκειμενική προϋπόθεση και δυνατότητα, κάθε πικραμένος προίκιζε στη φαντασία του την επερχόμενη «σωτηρία» με τις δικές του φαντασιώσεις. Οπως εκείνος ο επιστολογράφος της «Καθημερινής» που πίστευε πως «οι αγορές και το ΔΝΤ μάς ζητούν το αυτονόητο, αυτό που επιθυμεί και ο κάθε πολίτης. Θέσπιση διαδικασιών, θεσμών και ασφαλιστικών δικλίδων που θα μας βεβαιώσει ότι στο μέλλον δεν θα υπάρξει περίπτωση διοικητές Ταμείων να αγοράσουν δομημένα ομόλογα. Οτι δεν θα δούμε ξανά σκάνδαλα τύπου Siemens»...

Στην πραγματικότητα, βέβαια, «οι αγορές» και οι εκπρόσωποί τους είχαν πολύ διαφορετικά πράγματα στο μυαλό τους. Οπως πληροφορούμαστε δε από τις αναφορές τις αμερικανικής πρεσβείας που διέρρευσαν στα WikiLeaks, το είχαν ήδη καταστήσει σαφές στο επιτελείο του Παπανδρέου: «Οι αγορές θέλουν να δουν “να τρέχει αίμα” ως αποτέλεσμα μεταρρυθμίσεων. Θέλουν να αισθανθούν πως η ελληνική κυβέρνηση εφαρμόζει επώδυνα μέτρα παρά τις λαϊκές αντιδράσεις» (Σπέκχαρντ προς υπ. Οικονομικών, 31/12/2009, 09ATHENS2202.a).

Εσωτερικός εχθρός

Η συλλογική ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας υπήρξε πάντως επιμελημένα διακριτική. Καμιά από τις κρίσιμες επιλογές της προηγούμενης δεκαετίας, που έφεραν τα δημόσια οικονομικά στο χείλος του γκρεμού, δεν μπήκε στο στόχαστρο: ούτε η εκβιασμένη ένταξη στην ευρωζώνη, με τα Greek statistics και τις λογιστικές ταχυδακτυλουργίες της Goldman Sachs, μιας οικονομίας εκ των πραγμάτων αδύναμης ν’ αντέξει το επακόλουθο προσαρμοστικό σοκ· ούτε οι «Συμπράξεις Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα», ο βασικός δηλαδή μηχανισμός απομύζησης του δημόσιου πλούτου από δικτυωμένους ιδιώτες επί Σημίτη και Καραμανλή· ούτε οι προκλητικές φοροαπαλλαγές του πλούτου επί Καραμανλή, που βούλιαξαν τα δημόσια έσοδα· ούτε, φυσικά, το χρυσό πάρτι της Ολυμπιάδας που εκπαίδευσε εργολάβους και κυβερνώντες στην αλόγιστη κατασπατάληση των κρατικών πόρων, φορτώνοντας τη χώρα με τα δάνεια που έπρεπε (αλλά στάθηκε αδύνατο) ν’ αποπληρωθούν τη μοιραία εκείνη άνοιξη του 2010.

Ενας ειλικρινής αναστοχασμός, που θα έπαιρνε υπόψη τα παραπάνω, θα μοίραζε ανάλογα και τις ευθύνες. Μεταξύ άλλων, όφειλε να ομολογήσει πως η επερχόμενη καταστροφή είχε έγκαιρα προβλεφθεί από την εγχώρια Αριστερά, οι προειδοποιήσεις της οποίας είτε αποσιωπήθηκαν είτε λοιδορήθηκαν (ως «περιθωριακή γκρίνια») από τους ίδιους ακριβώς καλοταϊσμένους διαμορφωτές της κοινής γνώμης που τώρα έσκιζαν τα ρούχα τους για τις ευθύνες «των πολιτικών» εν γένει.

Το νέο κυρίαρχο αφήγημα, με το οποίο η χώρα βάδισε στο σφαγείο των μνημονίων, υπήρξε έτσι ταξικά μεροληπτικό, αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση: η Μεταπολίτευση και «οι πολιτικοί» δεν δαιμονοποιήθηκαν για τη διασπάθιση του δημόσιου πλούτου από τους επιχειρηματίες της «ισχυρής Ελλάδας», αλλά επειδή στάθηκαν υπερβολικά παραχωρητικοί απέναντι στις λαϊκές διεκδικήσεις. Η κρίση λ.χ. του ασφαλιστικού συστήματος δεν αποδόθηκε στη δέσμευση των αποθεματικών τους (με νόμο) ελέω Ολυμπιάδας και την κατοπινή σκανδαλώδη αποψίλωσή τους με τοξικά «δομημένα ομόλογα», αλλά στην υποχώρηση της κυβέρνησης Σημίτη μπροστά στον εργατικό ξεσηκωμό που προκάλεσε το 2001 το νομοσχέδιο Γιαννίτση.

Λογική κατάληξη μιας τέτοιας ανάγνωσης του πρόσφατου παρελθόντος ήταν ο στιγματισμός, ως υπεύθυνων για την κρίση, όσων αναμενόταν ν’ αντισταθούν στα νέα μέτρα: της Αριστεράς και των συνδικάτων − κυρίως της ΠΝΟ και του ΠΑΜΕ, που θεωρούνταν σ’ αυτή τη φάση ο πιο υπολογίσιμος αντίπαλος των επιζητούμενων αναδιαρθρώσεων.

Η κατασυκοφάντηση αυτού του εσωτερικού εχθρού πήρε ποικίλες μορφές, ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία και το ακροατήριο κάθε αγορητή − με τελικό ζητούμενο την πάταξη όσων σηκώσουν κεφάλι. «Το γεγονός ότι η Αριστερά, ανανεωτική ή μη, έχει "φλιπάρει" και θέλει να τα κάνει όλα γης μαδιάμ μάς αφήνει μόνο δύο επιλογές», αποφαίνεται έτσι την παραμονή της ψήφισης του πρώτου Μνημονίου ο Θέμος Αναστασιάδης.

«Η πρώτη είναι να τους σπάσει κάποιος τον τσαμπουκά και να τους βάλει στη θέση τους, καθότι δεν εκπροσωπούν ούτε το 10% του ελληνικού λαού. Υπάρχει όμως κάποιος να τους βάλει στη θέση τους;» («Πρώτο Θέμα», 2/5/2010). Με παρεμφερείς διατυπώσεις, η ναυαρχίδα του φιλελευθερισμού διαπιστώνει τις επόμενες μέρες πως «ένα τμήμα της Αριστεράς έχει επιλέξει το μονοπάτι της παραφροσύνης, αμφισβητώντας το Σύνταγμα και τους νόμους. Αν το επιτρέψουμε, το κόστος θα είναι ανυπολόγιστο για τη Δημοκρατία και τη χώρα συνολικά». Ως λύση προτείνεται η άμεση λήψη μέτρων «που θα περιφρουρήσουν τη ζωή, την ελευθερία, την απρόσκοπτη εργασία στην Αθήνα κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες» − η απόλυτη, μ’ άλλα λόγια, ποινικοποίηση απεργιών και διαδηλώσεων («Καθημερινή», 11/5/2010).

Στο protagon.gr του Σταύρου Θεοδωράκη, ο Τάσος Τέλλογλου εισηγείται πάλι (28/4/2010) την κήρυξη της χώρας «σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς δικτατορία», από μια κυβέρνηση με «έκτακτες εξουσίες»: «ορισμένα άρθρα του Συντάγματος πρέπει να βγουν "εκτός" ή να ερμηνευτούν ανάλογα», απεργιακές «εκδηλώσεις σαν κι εκείνες του ΠΑΜΕ στον Πειραιά να κηρύσσονται αμέσως παράνομες με διαδικασίες αυτόφωρου, να περιοριστεί το δικαίωμα της απεργίας αλλά και της διαμαρτυρίας σε ευαίσθητους τομείς».

Δεν έλειψε ακόμη και η απειλή κινητοποίησης «αγανακτισμένων» πολιτών για τη δυναμική επιβολή των μέτρων του ΔΝΤ: «Ε όχι ρε παλικάρια», γράφει ο Γιώργος Παπαχρήστου στα «Νέα» (10/5/2010), απευθυνόμενος στο ΠΑΜΕ. «Εκτός από σας υπάρχουμε κι εμείς. Οι πολλοί. Η σιωπηλή πλειοψηφία. Που τα βλέπουμε όλα αυτά και γινόμαστε έξαλλοι. Απλά τώρα, δεν νιώθουμε επί του παρόντος την ανάγκη κάποια στιγμή να σηκωθούμε από τον καναπέ και να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας. Θα γίνει κι αυτό, είμαι βέβαιος. Το πότε δεν ξέρω».


«Aποτελεσματικοί» προπηλακισμοί

Στην πραγματικότητα, η βίαιη έξοδος των «αγανακτισμένων» από τους καναπέδες ακολούθησε διαφορετική διαδρομή από την παραπάνω επαγγελία. Οξυδερκέστεροι, κάποιοι άλλοι opinion makers το είχαν προβλέψει (ή υποβάλει ως ιδέα) εγκαίρως. «Ο θυμός της μεσαίας τάξης είναι σήμερα βουβός», εξηγεί δύο μέρες πριν από το Καστελόριζο ο Παπαχελάς, «αλλά το φθινόπωρο θα γίνει οξύς και κανείς δεν ξέρει πώς θα εκδηλωθεί. Κάποιοι έμπειροι προβλέπουν ότι τον επόμενο χειμώνα θα είναι λίγοι οι ενεργοί πολιτικοί που θα μπορούν να κυκλοφορούν στον δρόμο χωρίς τον κίνδυνο προπηλακισμού» («Καθημερινή», 21/4/2010).

Διασυρμένος ήδη από τα ΜΜΕ, ο κοινοβουλευτισμός δέχτηκε ακόμη βαρύτερο πλήγμα από τον εξευτελισμό των διαδικασιών του στο όνομα της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης» που επέβαλαν τα μνημόνια − με αποκορύφωμα τον πειθαναγκασμό των βουλευτών να ψηφίσουν μέσα σε λίγες ώρες εκατοντάδες σελίδες λεπτομερών ρυθμίσεων, δίχως να τους δοθεί ο χρόνος ούτε να τις ξεφυλλίσουν. Το τέλος του μεταπολιτευτικού κοινωνικού συμβολαίου συνοδεύτηκε έτσι από το ξεγύμνωμα της Βουλής, ορατό στους πάντες σε απευθείας τηλεοπτική μετάδοση.

Ο,τι ακολούθησε, ισοδυναμούσε με αυτοεκπληρούμενη προφητεία. Αν ένα απλό «φραστικό επεισόδιο» σε βάρος του Απόστολου Κακλαμάνη θεωρούνταν είδηση τον Μάιο του 2010, τον επόμενο χειμώνα τα πράγματα χόντρυναν αισθητά. Η αρχή έγινε στη διάρκεια μιας πανεργατικής απεργίας (15/12/2010), με τον άγριο ξυλοδαρμό του νεοδημοκράτη βουλευτή Κωστή Χατζηδάκη από διαδηλωτές κάθε άλλο παρά «κουκουλοφόρους».

Ακολούθησε ατέλειωτο κυνηγητό υπουργών και βουλευτών του ΠΑΣΟΚ σε όλη την επικράτεια, με ξεφωνήματα και προπηλακισμούς ποικίλης έντασης. Χάρη στη φοιτητική μετανάστευση, το έθιμο μεταφυτεύτηκε και στην Εσπερία, με συνθήματα κατά του πρωθυπουργού στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου (21/2) και του Θόδωρου Πάγκαλου στο «ελληνικό σπίτι» του Παρισιού (26/2).

Αμιγώς δεξιό χρώμα πήραν φυσικά οι συγκεντρώσεις που οργάνωσε τον Μάρτιο του 2011 ο σκηνοθέτης Δημήτρης Κολλάτος έξω από τα σπίτια του Κώστα Σημίτη (με μαζική ανταπόκριση) και του Ακη Τσοχατζόπουλου (με αρκετά πενιχρή συμμετοχή). Το εμβληματικότερο απ’ αυτά τα επεισόδια υπήρξε πάντως το πανηγυρικό γιαούρτωμα του Πάγκαλου έξω από χασαποταβέρνα στα Καλύβια, από περίπου 300 κατοίκους της εξεγερμένης γειτονικής Κερατέας (16/3).

Η αντιμετώπιση αυτού του ξεσπάσματος από τα συντηρητικά ΜΜΕ υπήρξε απροκάλυπτα θετική, καθώς απομάκρυνε το γήπεδο της σύγκρουσης από τους χώρους δουλειάς. «Οι εργαζόμενοι», αποφάνθηκε χαρακτηριστικά το «Πρώτο Θέμα» (20/3/2011), «έχασαν την εμπιστοσύνη στο συνδικαλιστικό κίνημα και σταμάτησαν να κατεβαίνουν στους δρόμους. [...] Η κοινή γνώμη αναζήτησε εναλλακτικούς και πιο αποτελεσματικούς τρόπους να εκφράσει τον θυμό της. Αρχισε με την αποχή από τις κάλπες, συνέχισε με το "Δεν πληρώνω" και κλιμακώνει με το "Γιαουρτώνω"». Ερμηνεύοντας με τον τρόπο του την «αποτελεσματικότητα» των γιαουρτωμάτων, ο Θέμος Αναστασιάδης διακήρυξε στο ίδιο φύλλο: «Οταν ένας πολιτικός δεν μπορεί να βγει από το σπίτι του, πρέπει μόνιμα να πάει σπίτι του».

Παρόμοιες αντιδράσεις ισοδυναμούσαν άλλωστε με βούτυρο στο ψωμί των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, για τα οποία η «οργή» −και όχι η ορθολογική εξαγωγή συμπερασμάτων− αποτελεί την προσφιλέστερη δημοσιογραφική πρώτη ύλη. Το εξηγεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια το παρθενικό εγχειρίδιο εκπαίδευσης των δημοσιογράφων του «ΣΚΑΪ»: «Δεν θέλουμε να αναλύσουμε κάποιο θέμα, ψάχνουμε μια μαρτυρία. Εχετε π.χ. απολύσεις στη χαλυβουργία. Αν ρωτήσετε τον γενικό γραμματέα του συνδικάτου, θα έχετε έναν μονόλογο, βαρετό. Αν όμως ρωτήσετε έναν εργάτη, που θα του έχετε πριν μιλήσει και που είναι έτοιμος να εκφράσει τον θυμό του στο μικρόφωνο, θα έχετε ένα μικρό ντοκουμέντο 40'' που θα είναι όμως πιο αποτελεσματικό» («On Air. Η τεχνική της ραδιοφωνικής επικοινωνίας», Παλλήνη 1988, σ.45). «Αποτελεσματικό» θεωρείται βέβαια εδώ ό,τι πουλάει· όχι ό,τι πείθει ή, έστω, διαφωτίζει τον ακροατή.

Από ένα σημείο και μετά, ως υπαίτιος για τους προπηλακισμούς καταγγέλθηκε από κυβερνητικά στελέχη ο ΣΥΡΙΖΑ. Το σχετικό στερεότυπο ήταν ήδη διαθέσιμο από την εποχή του πανεπιστημιακού κινήματος του 2006-2007 και των Δεκεμβριανών του 2008, δεν έλειψαν όμως και άλλες εμπνεύσεις: «Θυμάστε πριν από χρόνια ποιοι και πόσοι είχαν διαδηλώσει υπέρ της "17 Νοέμβρη";», αναρωτήθηκε σε συνέντευξή του στο «Βήμα» (6/3/2011) ο Πάγκαλος. «Σήμερα αυτοί παίζουν με τον ΣΥΡΙΖΑ». Ακόμη απολαυστικότερη ήταν η σύζυγός του −αποτυχημένη υποψήφια δήμαρχος Σαρωνικού− Χριστίνα Χριστοφάκη, στη Real News (20/3/2011): «Είναι εικόνα να ρίχνεις εκατοντάδες κοκτέιλ μολότοφ, που ο κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ κατασκευάζει και αποθηκεύει, στους αστυνομικούς;».

Στην πραγματικότητα, σε αντίθεση με ό,τι συνέβαινε το 2006-2008, το 2010-2011 ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν σχεδόν διαλυμένος, ως μαζικός σχηματισμός, από την πρόσφατη διπλή διάσπασή του (Αλαβάνος 2009, ΔΗΜΑΡ 2010). Υπήρχαν βέβαια χιλιάδες αριστεροί, πολλοί απ’ αυτούς κομματικά άστεγοι πλέον ή ημιαποστρατευμένοι, σε κατάσταση απελπισίας −όπως και τόσοι άλλοι πολίτες− από την αδυναμία ανάσχεσης του μνημονιακού τυφώνα που σάρωνε τις ζωές τους. Τελικά, η στοχοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ από την κυβέρνηση τον αναστήλωσε πολιτικά, προσδίδοντάς του στα μάτια της κοινής γνώμης ικανότητες και προθέσεις που απείχαν έτη φωτός από την πραγματικότητα.

Η δίκοπη οργή


Την άνοιξη του 2011, η ήττα των εργατικών αντιστάσεων στα μνημόνια είχε καταστεί ορατή πλέον διά γυμνού οφθαλμού: εννιά πανεργατικές απεργίες μέσα σ’ ένα δεκαπεντάμηνο άφησαν ασυγκίνητη την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, που λογοδοτούσε πλέον αλλού και όχι στην κοινωνική της βάση. Ο πρώτος αυτός κύκλος έκλεισε με την (εξαιρετικά άνευρη) απεργιακή πορεία της 11ης Μαΐου και την άγρια απρόκλητη επίθεση των ΜΑΤ στα μπλοκ των αυτόνομων συνδικάτων − κι έναν νεαρό διαδηλωτή να χαροπαλεύει για μέρες στην εντατική, με το κρανίο σπασμένο από αστυνομικό κλομπ.

Ενα απροσδόκητο συμβάν θα εγκαινιάσει τον δεύτερο κύκλο της αντιμνημονιακής εξέγερσης: στις 25 Μαΐου, 20.000-30.000 πολίτες συγκεντρώνονται στο Σύνταγμα για να εκφράσουν την αντίδρασή τους στην πολιτική των μνημονίων, ακολουθώντας −όπως ειπώθηκε− το κάλεσμα μιας ανώνυμης σελίδας που εμφανίστηκε στο facebook λίγες μέρες νωρίτερα (21/5). Δημιουργοί της υπήρξαν, σύμφωνα με τη «Real News» (29/5), δύο τελειόφοιτοι μαθητές της Σχολής Μωραΐτη και του Κολλεγίου Αθηνών, με τη βοήθεια ενός φίλου τους, αγνώστων λοιπών στοιχείων − ανώνυμοι, όλοι τους, μέχρι σήμερα. Παρά τη σχετική μυθοποίηση, το σχετικό μήνυμα διαδόθηκε πάντως ευρύτατα από άλλους, κάθε άλλο παρά ανώνυμους (ή «απολίτικους») μηχανισμούς.

Για την προληπτική διαφήμιση του συμβάντος από μερίδα των (ηλεκτρονικών ιδίως) ΜΜΕ, εξαιρετικά εύγλωττη είναι η εκτενής προαναγγελία της συγκέντρωσης από την «Καθημερινή» της ίδιας μέρας: «Τι θα γίνει στις 6 μ.μ. σήμερα στο Σύνταγμα; Τι θα γίνει στις 7 μ.μ. στην πλατεία Γεωργίου στην Πάτρα; Τι ετοιμάζεται στη Θεσσαλονίκη; Οπως φαίνεται, το πανό των Ισπανών διαδηλωτών που αναρτήθηκε προχθές με την ειρωνική επιγραφή "Ησυχία, μην ξυπνήσουμε τους Ελληνες", χτύπησε πολύ ευαίσθητες χορδές με αποτέλεσμα κυριολεκτικά εν ριπή οφθαλμού χθες, χιλιάδες "Αγανακτισμένοι" πολίτες να εκδηλώσουν μαζικά τη διάθεση να βγουν σήμερα το απόγευμα στους δρόμους, για μια ειρηνική διαμαρτυρία ενάντια στην κρίση και τα οικονομικά μέτρα. Οι εκδηλώσεις διαμαρτυρίας οργανώθηκαν από αγνώστους μέσω facebook, με αιτήματα στα πρότυπα εκείνων που έχουν βγάλει τους Ισπανούς εδώ και ημέρες στον δρόμο. […] Oι διοργανωτές καλούν όλο τον κόσμο, μακριά από χρώματα και ταμπέλες να τους ακολουθήσει. "Δηλώνουμε ειρηνικά την αγανάκτησή μας κατά της κρίσης. Κατά όλων αυτών που μας οδήγησαν σε αυτό το σημείο. Αυθόρμητα, χωρίς κόμματα, ομάδες και ιδεολογίες" […] Δεκάδες, εκατοντάδες τα μηνύματα στο facebook. "Αν όλοι εμείς που είμαστε νέοι άνθρωποι δεν βάλουμε στην άκρη τους πράσινους, τους κόκκινους, τους μπλε και δεν γίνουμε ένα, δεν πρόκειται ποτέ να γίνει τίποτα", γράφει ένας χρήστης. Ολα τα μηνύματα είναι αντίθετα στη βία, αλλά και στο "καπέλωμα" από παρατάξεις».

Το περιπαικτικό πανό των Ισπανών «αγανακτισμένων» μπορεί να ήταν αστικός μύθος, το «αντικομματικό» κάλεσμα πυροδότησε όμως ένα υπαρκτό, εκρηκτικό μίγμα αντιπολιτικών διαψεύσεων και συσσωρευμένης απελπισίας. Στο Σύνταγμα κατέβηκαν έτσι εκείνο το απόγευμα άνθρωποι δίχως συνδικαλιστική εκπροσώπηση (μισθωτοί σε μικρές επιχειρήσεις ή στριμωγμένοι μικροαστοί), αλλά και πολιτικοποιημένος κόσμος που είχε χάσει κάθε εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά τελετουργικά διαμαρτυρίας. Ηταν η πρώτη ευκαιρία τους ν’ ανταλλάξουν απόψεις κι εμπειρίες, να ζυμωθούν σε μαζική κλίμακα μετά τις καταλυτικές ανατροπές της προηγούμενης χρονιάς· οι ευχάριστες ανοιξιάτικες βραδιές και η απουσία συγκρούσεων, που προσέδωσαν στο όλο χάπενινγκ τα χαρακτηριστικά άτυπου φεστιβάλ, συνέβαλαν επίσης καθοριστικά στην παράταση της πρωτότυπης αυτής κινητοποίησης για ενάμιση ολόκληρο μήνα.

Η σύνθεση των συγκεντρωμένων και η φύση του καλέσματος καθόρισαν και την αρχική, γηπεδική μορφή της διαμαρτυρίας: σφυρίγματα, μούντζες και άναρθρα γιουχαΐσματα προς την κατεύθυνση της Βουλής, συνοδευόμενα από την ιαχή «κλέφτες! κλέφτες!» και «προδότες! προδότες!». Οταν μια ομάδα αριστερών έριξε το (ιστορικά ανακριβές) σύνθημα «Ψωμί-Παιδεία-Ελευθερία, η χούντα δεν τελείωσε το ’73», η ενθουσιώδης αναπαραγωγή του από το πλήθος πιστοποίησε ότι βρισκόμασταν μπροστά σ’ ένα φαινόμενο με αντιφατικά μεν χαρακτηριστικά κι αδιαμόρφωτη δυναμική, που μπορούσε κάλλιστα να εξελιχθεί σε ακροδεξιά κινητοποίηση δίχως όμως κάτι τέτοιο να έχει ακόμη κριθεί.

Σε μια πρώτη φάση, τα μνημονιακά ΜΜΕ αντιμετώπισαν μ’ ενθουσιασμό αυτή την «εθνικοενωτική», «αταξική» και χουλιγκάνικη εκτόνωση της κοινωνικής δυσαρέσκειας. «Ειρηνικές, χωρίς χρώματα και κόμματα, αυθόρμητες αλλά με πάθος, ευρηματικές στα συνθήματα, με χιούμορ και ζωντάνια ήταν οι συγκεντρώσεις χιλιάδων "Αγανακτισμένων"», πανηγυρίζει το σχετικό ρεπορτάζ της «Καθημερινής» με τίτλο «Η πρώτη μη κομματική διαδήλωση» (26/5). «Παρέες νέων, άνεργοι, ποδηλάτες, ζευγάρια συνταξιούχων, μαμάδες με καροτσάκια, ανάπηροι με αμαξίδια, μπλόγκερ με iPhone, γιάπηδες με ρούχα της δουλειάς, ηλικιωμένοι... Η γενιά του Πολυτεχνείου και η γενιά του facebook πλάι πλάι». Την επομένη, η Ελένη Μπίστικα δεν κρύβει τη χαρά της που «ξαφνικά, η Ελλάδα βρέθηκε σε έκσταση με τις λαοθάλασσες αυτές που διεμήνυσαν ειρηνικά το "δεν πάει άλλο", χωρίς συνδικαλιστικά πανό και συμφεροντολογικά συνθήματα, ενώ όλοι θυμόμαστε άλλες διαδηλώσεις που έκαψαν την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, ερήμωσαν το ιστορικό κέντρο, έφεραν σε απόγνωση τους εμπόρους».

Ακόμη διαφωτιστικότερος ήταν, στην ίδια εφημερίδα, ο Σταύρος Λυγερός (26/5): «Το κίνημα είναι αυθόρμητο, ιδεολογικά ποικιλόχρωμο και πολιτικά α-δέσποτο. Η ανθρωπογεωγραφία και τα σύμβολά του είναι πολύ διαφορετικά από τα αντίστοιχα των παραδοσιακών διαδηλώσεων. Σ' αυτό δεν κυριαρχούν τα μπλοκ και οι "επαγγελματίες" αριστεροί διαδηλωτές, αλλά άνθρωποι χωρίς θητεία σε διαδηλώσεις. Αντί για πανό και κόκκινες σημαίες βλέπεις ελληνικές σημαίες και ακούς τον εθνικό ύμνο. Ταυτοχρόνως, εντυπωσιάζει η οξύτητα των συνθημάτων, που κινούνται πέραν του "πολιτικά ορθού" και έχουν βασικά ηθική-καταγγελτική χροιά.

Με τα παραδοσιακά κριτήρια, το κίνημα των "Αγανακτισμένων" μοιάζει απολίτικο. Στην πραγματικότητα, όμως, είναι βαθιά και με πρωτόγνωρο τρόπο πολιτικό. Πηγάζει από τα σπλάχνα της κοινωνίας και απηχεί τη διέγερση της σιωπηλής πλειοψηφίας, που βλέπει ότι απειλούνται οι στοιχειώδεις σταθερές του βίου. Ο τρόπος που αποδομείται ο πρωθυπουργός ουσιαστικά σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για την παρούσα κυβέρνηση».


Εξίσου χαρμόσυνα υποδέχτηκαν την «αντιπολιτική» αυτή εξέλιξη και τα υπόλοιπα μνημονιακά ΜΜΕ. «Ούτε ΠΑΜΕ ούτε ερχόμαστε, μένουμε εδώ!», τιτλοφόρησε το ρεπορτάζ του το κυριακάτικο «Βήμα» (29/5), διαπιστώνοντας ότι «στο Σύνταγμα μια "διαφορετική" συγκέντρωση αρχίζει σιγά σιγά να παίρνει μορφή. Αναδεικνύοντας τη δύναμη των κοινωνικών μέσων ως εργαλείου συσπείρωσης, Ελληνες όλων των ηλικιών και όλων των πολιτικών πεποιθήσεων έδωσαν ραντεβού διαμαρτυρίας σηματοδοτώντας ένα νέο σκηνικό που κανείς ακόμα δεν μπορεί να προβλέψει πώς θα επηρεάσει τα πράγματα. [...] Η πλατεία έχει γεμίσει με κόσμο. Τα βασικά συνθήματα που ακούγονται είναι "κλέφτες", "ψεύτες" και "προδότες". Οι συγκεντρωμένοι γιουχάρουν και χειρονομούν προς το κτίριο της Βουλής». Το «Πρώτο Θέμα» καμαρώνει κι αυτό (29/5) που «το κίνημα των "Αγανακτισμένων" κατεβάζει χιλιάδες πολίτες στις κεντρικές πλατείες των πόλεων σε ένα πρωτοφανές κάλεσμα μέσω facebook και twitter, όπου οι μόνοι ανεπιθύμητοι είναι τα κόμματα και τα συνδικάτα». Στην πρώτη σελίδα των «Νέων», το πάνδημο μούντζωμα της Βουλής αποκαλείται, τέλος, «Η μεγάλη γιορτή της διαμαρτυρίας» (30/5).

Η αντιμετώπιση των «αγανακτισμένων» από τα ΜΜΕ μεταβλήθηκε βέβαια σταδιακά, όταν έγινε αντιληπτή η (επίσης) σταδιακή ριζοσπαστικοποίηση του κινήματος, απόρροια δύο συμπληρωματικών παραγόντων: (α) της αντικειμενικής δυναμικής του, αφ’ ης στιγμής παρατάθηκε χρονικά μέχρι την επικείμενη συζήτηση του «Μεσοπρόθεσμου» στη Βουλή (συζήτηση που με τη σειρά της μετατέθηκε από τα μέσα στα τέλη Ιουνίου, δίχως να κουράσει τους συγκεντρωμένους), και (β) των έντονων ζυμώσεων που παρήγαγε ο εισοδισμός ποικίλων πολιτικών συλλογικοτήτων, κυρίως της Αριστεράς και του αντιεξουσιαστικού χώρου, αλλά και μικροομάδων της Ακροδεξιάς (με ορατότερη την ομάδα «300 Ελληνες», που ηγεμόνευε στην «πάνω πλατεία»).

Παντελώς έξω απ’ αυτή τη ζύμωση έμειναν τελικά μόνο οι υπέρμαχοι της ιδεολογικής καθαρότητας: το ΚΚΕ, κάποιοι αυτόνομοι εργατιστές και η Χρυσή Αυγή − που, παρά τη μετέπειτα φιλολογία περί ισχυρής παρουσίας της, κατήγγελλε ασταμάτητα το κίνημα των πλατειών ως «ανώδυνη εκτόνωση» εβραϊκής έμπνευσης, «κατευθυνόμενη μόδα χωρίς ξεκαθαρισμένη ιδεολογία» και «εσμό από πολυφωνικές καταστάσεις», μια «χάβρα» όπου «Ελληνες πατριώτες, παγιδευμένοι στα κελεύσματα των Σειρήνων» συναγελάζονταν με «αναρχικούς, αριστεριστές και αράπηδες λαθρομετανάστες» (Δημήτρης Ψαρράς, «Αλλο "αγανακτισμένοι", άλλο ναζιστές», «Εφ.Συν.», 18/2/2019). Η Ν.Δ. −ή κάποια τμήματά της− φέρεται απεναντίας να πριμοδότησε υπόγεια τις κυριακάτικες (τουλάχιστον) συγκεντρώσεις του Συντάγματος, μέσω του μηχανισμού της ΔΑΚΕ.

Ο ελληνικός Οκτώβρης

Η ώσμωση «πλατειών» κι εργατικού κινήματος θα οδηγήσει τελικά στην έκρηξη του φθινοπώρου και την ανατροπή της κυβέρνησης Παπανδρέου. Από τις αρχές Οκτωβρίου, μια σειρά υπουργεία έχουν καταληφθεί από τους υπαλλήλους τους. Απεργίες και διαδηλώσεις είναι πια καθημερινές και στις 19/10 παγώνει πλήρως το Λεκανοπέδιο, καθώς κλείνουν ακόμη και τα περίπτερα των προαστίων· στο κέντρο της πρωτεύουσας, εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές συγκρούονται επί ώρες με τα ΜΑΤ ή χειροκροτούν τους συμπλεκόμενους, πανηγυρίζοντας για κάθε μολότοφ που πέφτει στο προαύλιο της Βουλής. Παρά τον αιματηρό ενδοκινηματικό «εμφύλιο» ΚΚΕ-αντιεξουσιαστών της επομένης και τον θάνατο ενός οικοδόμου του ΠΑΜΕ από καρδιακή προσβολή λόγω δακρυγόνων, οι ώρες του ΓΑΠ ως πρωθυπουργού είναι πια μετρημένες.

Οταν οι παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου μετατρέπονται σ’ όλη την Ελλάδα σε αντιμνημονιακές διαδηλώσεις και κυνηγητό των επισήμων, ο τελευταίος εξαγγέλλει στις 31/10 δημοψήφισμα για το επερχόμενο δεύτερο Μνημόνιο. Πρόθεσή του είναι ο εξαναγκασμός της Ν.Δ. να ρίξει το προσωπείο και να στηρίξει τη μνημονιακή πολιτική, όπως έκανε εξαρχής ο ΛΑΟΣ.

Η είδηση προκαλεί ωστόσο πανευρωπαϊκό πανικό στις αγορές, οργισμένες αντιδράσεις των εταίρων και ανατροπή του Παπανδρέου μ’ εσωκομματικό πραξικόπημα, δίχως να χάσει επισήμως τη δεδηλωμένη. Στις 10/11/2011 ο σχηματισμός τρικομματικής κυβέρνησης μ’ επικεφαλής τον Λουκά Παπαδήμο σηματοδοτεί την είσοδο της Ακροδεξιάς στο υπουργικό συμβούλιο και την επίσημη παράδοση της εξουσίας στους τραπεζίτες.

Στις 12 Φεβρουαρίου 2012, μια ύστατη, άγρια νύχτα οδομαχιών θα επισφραγίσει το τέλος της εξέγερσης. Μπροστά στην απειλή μιας ανεπιθύμητης εκτροπής (το «Βήμα» έχει ζητήσει διά χειρός Γιώργου Μαλούχου στις 21/10 την επιβολή στρατιωτικού νόμου και απειλήσει με «εκτροπή από τη συνταγματική τάξη» στις 6/11), η έκφραση της οργής μετατοπίζεται αυθόρμητα από το πεζοδρόμιο στην κάλπη − με τελική κατάληξη τον εκλογικό σεισμό της 6ης Μαΐου, όταν το ΠΑΣΟΚ βρέθηκε από το 49,3% στο 13,2%, η Ν.Δ. από το 33,5% στο 18,85% και ο ΛΑΟΣ εκτός Κοινοβουλίου. Το «μίσος» που ακόμη τρομάζει τον κ. Μητσοτάκη ανήκε, πλέον, στην Ιστορία.

Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2020

"...Μα εμείς ως έθνος μόνο στην αρχή του πολέμου νικήσαμε!..." από τον ζωγράφο και φίλο στο fb Χρήστο Μποκόρο (facebook, 29.10.2020)

..............................................................

 

...Μα εμείς ως έθνος μόνο στην αρχή του πολέμου νικήσαμε!...




από τον ζωγράφο και φίλο στο fb Χρήστο Μποκόρο (facebook, 29.10.2020)

Έβγαλα χθες το πρωί μια μπαλωμένη σημαία στην εξώπορτα, έβρεχε, κοίταξα γύρω κι ήμασταν μόνοι. Κάποιοι αναρωτιούνται γιατί να γιορτάζουμε την αρχή του πολέμου, την 28η Οκτωβρίου, κι όχι την απελευθέρωση που χαίρεται ο υπόλοιπος κόσμος. Μα εμείς ως έθνος μόνο στην αρχή του πολέμου νικήσαμε! Η συγκλονιστική ομοψυχία της χαμογελαστής πορείας προς το μέτωπο της αντίστασης ήταν η μόνη μας νίκη. Η δική μας απελευθέρωση χαραμίστηκε σε πανωλεθρία, στον απέθαντο αδελφοκτόνο εμφύλιο που μαζί με τους ξένους τοκογλύφους μας διαολοσκορπίζουν ακόμη. Υποτελής πτωχευμένη η πατρίδα, υποτελείς πτωχευμένοι κι εμείς. Φτωχοί και πλούσιοι, λίγοι. Αρπακτικά και παρείσακτοι, στρεπτοδίκες και μισαλλόδοξοι, καλλωπισμένοι εαυτούληδες, διακονιαραίοι της προόδου οι κακόμοιροι! Τι κατάντια! Πολωμένοι οι Έλληνες, φανατικοί, αρνητές, φοβισμένοι, αδιάφοροι. Τι κι αν λάμπει πάλι σήμερα ο ήλιος; Χώρα που δεν μπορεί να εμπνεύσει στα παιδιά της το σύμβολο του κοινού αγαθού, θα χαθεί από μόνη της.

Keith Jarrett In Molde, Norway 1973 (youtube)

 ...............................................................


Keith Jarrett In Molde, Norway 1973


Keith Jarrett - Piano Solo 
Piano Concert in Molde, Norway August 13, 1973


Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2020

"ΞΕΡΩ ΕΝΑ ΧΟΡΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ..." από τη φίλη στο fb Νίνα Γεωργιάδου (facebook, 25.10.2020)

 ............................................................


ΞΕΡΩ ΕΝΑ ΧΟΡΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ...




                 από τη φίλη στο fb Νίνα Γεωργιάδου (facebook, 25.10.2020)


ΞΕΡΩ ΕΝΑ ΧΟΡΟ ΠΟΥ ΘΑ ΚΡΑΤΗΣΕΙ και δεν έχει καμιά σχέση με τις χορογραφίες τύπου γυμναστικών επιδείξεων, που παρήγγειλε η Γιάννα υπό τους ήχους του Νιόνιου.
Κι ούτε είναι αυτό βέβαια το κυρίαρχο ζήτημα, την ώρα που νομοθετούν τα 200 ευρώ, ως κατώτερο μισθό και την κατάργηση της αποζήμιωσης για τους απολυμένους.
Δεν είναι καν ζήτημα. Είναι το θέαμα στην αρένα, την ώρα που ματώνει ο ταύρος.
Κάτι να ξεχνιόμαστε εμείς, να εκταμιεύσει και η επιτροπή των επαναστατικών γενεθλίων.
Πόσα άντεξε κι αυτό το ΠαναθηναΙκό Στάδιο! 
Γαλαζοφωτισμένο, στο πρώτο πλάνο του video clip των επαναστατικών γενεθλίων, έμοιαζε με ξυλάρμενο φουσκωτό προσφύγων, χωρίς πρόσφυγες. Μετά μπήκαν κι οι πρόσφυγες. 
Η γενιά των 200 ευρώ. 
Μια μποτοξαρισμένη χορογραφία από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο. 
Κάτι σαν το «κορίτσια για φίλημα» με περισσότερους κομπάρσους και χωρίς καθόλου γέλιο, που θα κάνουν τον πατριωτισμό του καναπέ να νοιώσει μεγάλη περηφάνια και πιθανό να φέρει και δυο γυροβολιές, πέριξ του καναπέως. 
Ο χορός που θα κρατήσει είμαστε εμείς. Σαν σε τραγωδία του Ευριπίδη και κωμωδία του Αριστοφάνη, μαζί. Δύο σε ένα. Ο χορός των γερόντων στη Λυσιστράτη, παρέα με το χορό των Τρωάδων στην Εκάβη. 
Μια ομάδα, ένα μπουλούκι – ένας λαός, πες – προϊδεασμένων ή θρηνωδών, σίγουρα πάντως κομπάρσων. 
Οι υποκριτές, τουτέστιν οι πρωταγωνιστές, είναι "οι εκπρόσωποι, οι έρημοι κι απρόσωποι" που λέει και το τραγουδάκι του τραγογένη Νιόνιου. 
Πόσα έμαθες, καθώς περνούσαν τα χρόνια, ρε Νιόνιο!
Ούτε Παράγκα πια ούτε Συννεφούλα. 
Σίγουρα "τα καφενεία όλα κλειστά κι οι φίλοι μου ξενητεμένοι", για όλους εμάς και κάτι από Καραγκιόζη μεταποιημένο για τα επαναστατικά γενέθλια
Μια καλή αναπαράσταση θα ήταν να μας βιντεοσκοπούσαν, έξω απ’ τις εφορίες, στα ράντσα των νοσοκομείων, πολτοποιημένους στο μετρό, καθώς χορεύουμε με χάρη, το χορό του Ζαλόγγου, κρατώντας, αντί μαντήλι καλαματιανό, άλλος τον ΕΝΦΙΑ, άλλος το κατασχετήριο, κι άλλος το πωλητήριο.

"Γ.Σαραντάρης και Μελισσάνθη: ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ" από τη φίλη στο fb Jane Vlachou (facebook, 28.10.2020)

 ..............................................................


Γ.Σαραντάρης και Μελισσάνθη: ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ






Ο ποιητής Γιώργος Σαραντάρης ήταν ανάμεσα σ' αυτούς που ξεκίνησαν για να πολεμήσουν εναντίον των Ιταλών στο μέτωπο της ελληνοαλβανικής. Ο Σαραντάρης και σε όλη του τη βραχύχρονη ζωή του παρέμεινε παντελώς αγύμναστος. Το μόνο που γνώριζε ήταν να διαβάζει αδιαλείπτως και να γράφει ακατάπαυστα ποιήματα και φιλοσοφικούς στοχασμούς. Είχε αυξημένο βαθμό μυωπίας, κάτι που τον εμπόδιζε να χειριστεί σωστά το όπλο, που ούτως η άλλως δυσκολευόταν να σηκώσει μαζί με τον βαρύ γυλιό του. Αυτός ο αδύναμος, αγύμναστος και μύωπας ποιητής επελέγη να επιστρατευθεί μετά τον τορπιλισμό της Έλλης και να σταλεί στα σύνορα, για να αντιμετωπίσει μαζί με όλους τους άλλους Έλληνες τον στρατό της φασιστικής Ιταλίας (δεν θα αντέξει τις σκληρές συνθήκες του πολέμου και της πρώτης γραμμής και ούτε θα μπορέσει να προσαρμοστεί στην ομαδική ζωή του στρατού. Θα αρρωστήσει βαριά εξαιτίας των κακουχιών και θα επιστρέψει στην Αθήνα όπου θα πεθάνει σε ιδιωτική κλινική στις 26 Φεβρουαρίου του 1941) 

«…Κάπου ο κίνδυνος είναι μεγάλος
Όμως αυθόρμητα τραβάμε ίσια
Προχωρούμε όχι πια μέσα στη μουσική
Αλλά μέσα στο θάνατο
Κι ο δρόμος μας δεν έχει τέλος» (από τη συλλογή Στους φίλους μιας άλλης χαράς, 1940)
 

Τον Ιανουάριο του 1941 ο Σαραντάρης νοσηλεύεται στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Από εκεί αλληλογραφεί με την ποιήτρια Μελισσάνθη. 

20-1-1941 Αγαπητή μου φίλη,
Νοσηλεύομαι από βρογχίτιδα εδώ και λίγες μέρες. Δεν κατέχω, αν θα μείνω λίγο ή πολύν καιρό. ή αν ύστερα θα πάρω άδεια να έρθω στην Αθήνα ή όχι. Σ' ευχαριστώ, αν και πολύ καθυστερημένα, για τα γράμματά σου, που μου έκαναν πολύ καλό σε στιγμές που ένοιωθα τον εαυτό μου ολομόναχο.
Θα 'θελα να σ' έβλεπα, να κουβεντιάσω μαζί σου. Άλλοτε έκανες λάθος μεγαλώνοντας άλλους στα γράμματά σου, αυτή τη φορά έκανες λάθος μεγαλώνοντας εμένα. Αλλά, ας ελπίσουμε ν' ανταμώσουμε γρήγορα ο ένας τον άλλο, να σφίξουμε τα χέρια μας, ας ελπίσουμε πως θα έχουμε υγεία.
Στρατ. Σαραντάρης Γεώργιος
Νοσοκομείον "Παιδαγωγικής Ακαδημίας"
Ιωάννινα
(η επιστολή έχει δημοσιευτεί στο περιοδικό Ευθύνη, τχ. 234 Ιούνιος 1991)

Λέγεται ότι ο Σαραντάρης και η Μελισσάνθη είχαν ερωτική σχέση. Ερωτευμένος με την ποιήτρια Μελισσάνθη θα διακηρύξει πολλές φορές την πίστη του στον αδιαπραγμάτευτο έρωτα: «Γιατί τον είχαμε λησμονήσει»

Μπορεί ένας από μας ν΄αγαπήσει μια γυναίκα;
Ας βγεί έξω
Ας περπατήσει προς τη θάλασσα
Από τα κύματα θ’ανθίσουν οι γυναίκες
Όχι μονάχα για κείνον που τραγουδά
Αλλά για όλους μας
Όλοι θα μάθουμε ξανά τον έρωτα
Σαν να μην τον ξέραμε ποτέ
Σαν να τον είχαμε λησμονήσει
Γιατί τον είχαμε λησμονήσει. 

Η υγεία του χειροτέρεψε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Ο Σαραντάρης επέστρεψε σχεδόν ετοιμοθάνατος από το μέτωπο στην Αθήνα με αναρρωτική άδεια. Νοσηλεύτηκε σε μία ιδιωτική κλινική όπου τον επισκέπτονταν συγγενείς και φίλοι. Η Μελισσάνθη πήγαινε με άλλους λογοτέχνες και τον έβλεπαν καθημερινά πριν τον θάνατό του και διηγείται πως μια μέρα της είπε: "Είδα τον άλλο χώρο! Υπάρχει. Πρέπει να εξαγνιστούμε για να γίνομε άξιοι αυτής της άλλης ζωής, Μελισσάνθη!".-
Στο πλευρό του η Μελισσάνθη μέχρι το τέλος του και από την επόμενη μέρα άρχισε να τον μνημονεύει- με τον οφειλόμενο σεβασμό- σε έντυπα της εποχής. Η μαρτυρία της δίνει την τελευταία εικόνα του ποιητή: «αποσαρκωμένος σαν βυζαντινός άγιος», «άνθρωπος κάποιου άλλου κόσμου». 
Ο φίλος του Σαραντάρη Νικηφόρος Βρεττάκος έγραψε: «Ήρθε ο πόλεμος του ’40. Εγώ έφυγα από τους πρώτους. Βρέθηκα στα Ελληνο – Αλβανικά σύνορα με την έναρξη του πολέμου. Χάσαμε κάθε επαφή ο ένας με τον άλλο. Αργότερα, δε θυμάμαι ποια ακριβώς ημερομηνία, ήρθε ένα γράμμα από τη Μελισσάνθη π άνω στα βουνά που βρισκόμουνα. Έλεγε πως ο Σαραντάρης ήταν βαριά άρρωστος.Έχοντας συλλάβει με την απόσταση και τον καιρό την πνευματική του αξία ένοιωσα φοβερή συγκίνηση. Έγραψα ένα γράμμα για τον ίδιο στη Μελισσάνθη παρακαλώντας να πάει στο νοσοκομείο να του το δώσει. Έλαβα την απάντησή της: <Έλαβα το γράμμα σου αλλά ο φίλος μας πέθανε. Πήγα και του το διάβασα στον τάφο»
Πέρασαν αρκετές δεκαετίες ώστε ο Σαραντάρης να βρει τον δρόμο του ανάμεσα στους αναγνώστες και τους νεότερους ποιητές. Οι φιλολογικές μελέτες, οι ανθολογίες, τα κριτικά κείμενα γύρω από το έργο του αυξάνονται γεωμετρικά, παρ’ όλ’ αυτά. Και το πιο σημαντικό σ’ αυτή τη συζήτηση κατατίθεται από τον ίδιο: «Τα κύματα είναι οι ψυχές των ανθρώπων που αληθινά δεν πεθαίνουν, δηλαδή οι ψυχές όλων των ανθρώπων της γης, που πραγματικά τραγουδάν, όταν σωπαίνει ο ήλιος. Δεν πεθαίνουν οι άνθρωποι, δεν πεθαίνουν τα κύματα, όποιους κοιτάζει τα κύματα ξεχνάει και τούτο ακόμα, πως κάποτε φαινομενικά θα πεθάνει».




ΠΟΙΟΣ ΕΙΝ' ΤΡΕΛΟΣ ΑΠΟ ΕΡΩΤΑ

Ποίηση Γιώργος Σαραντάρης
Μουσική Μάνος Χατζιδάκις
Ερμηνεία Φλέρυ Νταντωνάκη

Ποιος είν’ τρελός από έρωτα;
Ας κάνει λάκκους την αυγή.
να πάμε εκεί να πιούμε
την βροχή.

Μια που εμείς σε όποια
στέγη αράξουμε, σε όποια
αυλή, ο άνεμος χαλνάει
τον ουρανό, τα δέντρα
κι η στείρα γη
μέσα σε μας βουλιάζει.


Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

"Κάποιος να την προσέχει" & "Πάλι και ξενιτέψεις με, στα ξένα μην πεθάνω" από τα αφηγήματα του Θάνου Κάππα "Πικρούτσικα, πικρούτσικα" (εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2020)

 ...........................................................


Από τα αφηγήματα του Θάνου Κάππα "Πικρούτσικα, πικρούτσικα" (εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2020)







Θάνος Κάππας (γ.1962)


-         

«Κάποιος να την προσέχει»

   Το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου ετοιμάστηκα σχολαστικώς, στολίστηκα ενδελεχώς, κι ούτε παρέλειψα τους διακριτικούς ψεκασμούς με τη Photo του Lagerfeld που κάνουν το σύνολο ακαταμάχητο. Αλλά επειδή η ζωή δεν είναι εορταστικό διήγημα, αντί για ζαχαρωτό σπιτάκι με τα χαρτόμουτρα, ξεστράτισα προς το 228 της 4ης Πνευμονολογικής της Σωτηρίας, παρέα με άλλους ναυαγούς των ημερών. Είχε μεσολαβήσει ένα ξαφνικό τηλεφώνημα της μάνας μου η οποία δεν αισθανόταν καθόλου μα καθόλου καλά. Και ξεκίνησε κάπως έτσι (ανεπαισθήτως μου ‘ρχεται να πω) η αρχική περιπέτειά της των σαράντα ημερών, ήγουν-τουτέστι εννιακόσιες εξήντα ώρες καθήλωση σε κρεβάτι, περιμένοντας – προσοχή - όχι τη θεραπεία αλλά τη διάγνωση! Μπορεί η επιστημονική κοινότητα να ξετίναξε το ανθρώπινο γονιδίωμα αλλά μια σκιά στον πνεύμονα ενδέχεται να χρειάζεται στις μέρες μας έως και χίλιες ώρες διερεύνηση. Στο ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο, αυτά. Με το μαξιλάρι κάτω από το σεντόνι, καθότι δεν υπάρχουν - για φαντάσου - μαξιλαροθήκες.

   Οι γιορτές κόβουν την πόλη στα δύο: ο μισός πληθυσμός βουτάει πρόθυμα στο φαντασιακό τους ενώ οι υπόλοιποι υφίστανται καρτερικά της συνέπειες της εξτραβαγκάντζας. Και ενώ η έρευνα προχωρά με ρυθμούς δημοσίου σε διακοπές, η δόλια μάνα δέχεται μια αντιβίωση ικανή να ξεπαστρέψει κάθε γνωστό μικρόβιο της αγοράς εκτός από το άγνωστο δικό της. Από Παρασκευή μεσημέρι ως Δευτέρα πρωί, το ίδιο το νοσοκομείο αναρρώνει – άδειοι διάδρομοι, παρατημένοι φάκελοι (είναι κανείς εδώ;). Η μία αργία ακολουθεί την άλλη. Κυλάει η άμμος στις κλεψύδρες, λιώνουν οι πάγοι στους πόλους, λιμνάζουν οι ασθενείς… Τριανταοχτώ και μισό, τριανταεννιά και μισό. Πανικός. Μην κάνετε έτσι κύριέ μου, θα περάσει ο γιατρός να τη δει. Αλλά ο γιατρός δεν περνάει, διότι είμαι κι αυτός άνθρωπος, τι να προλάβει. Ούτε η αδελφή νοσοκόμα περνάει, διότι κι αυτή άνθρωπος είναι. Καταλαβαίνετε. Καταλαβαίνουμε. Αλλά τι μας μένει; Να χαζέψουμε τα αιώνια χορευτικά της πλήξης σε μια μισοδιαλυμένη Bluesky. Κοίτα μαμά, ο Σπύρος ο Παπαδόπουλος. Κάποιοι, κάπου, κάνουν πως γιορτάζουν.

   Παρατηρώ το χάος στα κομοδίνα. Ετερόκλητα, απίθανα αντικείμενα και κυρίως όλες αυτές οι τσάντες με τα κορδονάκια για χερούλι. Κάποτε είχαν τη λάμψη του καινούριου, τώρα πηγαινοέρχονται γεμάτες τάπερ. Απ’ έξω οι φαντεζί τίτλοι (Miss Raxevsky, Attrativo…), μέσα τα γιουβαρλάκια. Τις φέρνουν οι επισκέπτες που καταφθάνουν το απόγευμα, στολισμένοι με τα κασκόλ και τις εσάρπες τους – συνήθως γιοι και κόρες (πώς είσαι μπαμπά; έφαγες καθόλου; πέρασαν οι γιατροί;) – αλλά και οι υπόλοιποι συγγενείς που ψάχνουν τα νούμερα στις πόρτες (αυτοί φέρνουν συνήθως κέικ και λουλούδια). Οι νοσοκόμες παρελαύνουν αγέρωχες, δεν σε κοιτάζουν ποτέ στα μάτια αλλά ξέρουν ακριβώς ποιος είσαι και τι ζητάς. Έχουν αναπτύξει ένα αλάθητο ένστικτο να καταλαβαίνουν ακριβώς το είδος της συγγένειας ενός εκάστου με τον ασθενή. Στηρίζονται μάλιστα πάνω τους, γιατί ένα μεγάλο μέρος της θεραπείας εξασφαλίζεται ακριβώς με τη συνεργασία τους. Δε γκρικ γουέι.


   Το δωμάτιο και ο χρόνος. Η κυρία Σοφία στο διπλανό κρεβάτι, οι υπόλευκες κουρτίνες. Όλο αυτό το διάστημα διάβαζα αλλά κυρίως χάιδευα το βιβλιαράκι του Τζόναθαν Κόου «Σαν τη βροχή πριν πέσει» (ένα δώρο της Βούλας που αποδείχτηκε πολύτιμο), κοιτάζοντας αφηρημένα πότε τον ορό και πότε την ομίχλη έξω από το τζάμι να κατεβαίνει αργά στα δέντρα.


   Κοιτάζω τη φωτογραφία που τράβηξα. Υποτίθεται πως η βασική αίσθησή της είναι η θλίψη και η καθήλωση, τα γηρατειά και η αρρώστια. Υποτίθεται πως, εκτός από τη μάνα μου υπήρξα κι εγώ ένα παράπλευρο θύμα της ασθένειάς της, εγκλωβισμένος σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου την περίοδο των γιορτών.

   Αλλά κάτι πάει λάθος σ’ αυτή την προφανή σκέψη και τώρα το βλέπω καθαρά. Κατά κάποιο τρόπο, παρ’ όλη την αγωνία και την κούραση, όλο αυτό το διάστημα ήμουν ευτυχισμένος. Αποδέκτης δια βίου της δικής της φροντίδας – ας πούμε καλύτερα της τεράστιας ενέργειας που εκλύει  ανεξέλεγκτα η ελληνίδα μάνα (έως καταπλακώσεως) – βρέθηκα για πρώτη φορά από την άλλη πλευρά. Ήμουν ο κάποιος να τη φροντίζει, εκείνος που ρύθμιζε εκείνα τα πρακτικά ζητήματα της νοσηλείας της αλλά και την ίδια τη θερμοκρασία της σχέσης. Σ’ αυτή την αντιστροφή ρόλων μπορούσα για πρώτη φορά να γίνομαι όσο μελό θέλω, να καταρρέω και να ξανασηκώνομαι κατά το δοκούν. Το συνήθως ηλεκτρισμένο πεδίο των σωμάτων (ένας απόηχος του οιδιπόδειου που σημαδεύει καταγωγικά τη σχέση μάνας – γιου) ξαφνικά αποφορτίστηκε και ήμουν ελεύθερος να την αγκαλιάζω, να της λέω μανούλα μου πώς είσαι, να κλαίω μπροστά της χωρίς τη γνωστή αίσθηση αμηχανίας που συνοδεύει τέτοιες εξάρσεις. Κυρίως μπόρεσα να εκτονώσω όσα μπουκωμένα λογάκια αγάπης δεν βρίσκουν ποτέ διέξοδο, πλακωμένα από την υπερβολή της άλλης πλευράς. Δεν έφτασα πάντως να της αποκαλύψω ότι έβλεπα συνέχεια μπροστά μου τη σκηνή – μάλλον από φωτογραφία θα τη θυμάμαι – να μου κουμπώνει κάτι τεράστια κουμπιά στο παιδικό παλτουδάκι. Είναι σαφές ότι την αποχαιρετούσα διαρκώς.

 

-         Πάλι και ξενιτέψεις με, στα ξένα μην πεθάνω

 

   Βηματίζω στον περίβολο της Σωτηρίας περιμένοντας τις εξετάσεις της μάνας μου και ακούω τα πουλιά να τρελαίνονται στο ανοιξιάτικο φως. Είμαι χαρούμενος γιατί επιτέλους φεύγουμε από ‘δω. Με πλησιάζει κάποιος από το πλάι κρατώντας ένα χαρτί – είναι μετανάστης, όχι πάνω από τριάντα χρονών. Τι γράφει εντό, μου κάνει και μου δίνει τη διάγνωση. Καθώς κατεβαίνω προς τα συμπεράσματα διαβάζω ότι πρόκειται για προχωρημένη μορφή καρκίνου στον πνεύμονα και τους λεμφαδένες – οι διατυπώσεις δεν είναι προσεκτικές ή καλυμμένες. Τον κοιτάζω με απελπισία και του λέω δεν γράφει κάτι καλό, εκείνος ξαναρωτάει: τι γράφει; Προσπαθώ να βρω συνώνυμα ή κάτι ανάλογο μα είναι αδύνατο: στον πνεύμονα, δεν είναι κάτι καλό. Εκείνος επιμένει: τι γράφει, τι γράφει; Θέλω να ξεφύγω, να βάλω τις φωνές ή τα κλάματα, δεν μπορώ να το ξεστομίσω: δεν γράφει κάτι καλό, δεν είναι κάτι καλό, όχι καλό, επαναλαμβάνω συνεχώς. Κάποια στιγμή το επαναλαμβάνει και ο ίδιος, αφηρημένα: όχι καλό· ύστερα απομακρύνεται μ’ αυτό το άσπρο χαρτί στο χέρι. Νιώθω τέτοια ταραχή, τέτοιο πανικό, που ασυναίσθητα κάνω το σταυρό μου λέγοντας θεέ μου θεέ μου θεέ μου.

   

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2020

Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα προς Σαλβαδόρ Νταλί : "...καυτό αίμα και δεν εξυπηρετούσε κανέναν άλλο σκοπό από την άρδευση της γης και το καταλάγιασμα της συμβολικής δίψας για ερωτισμό και πίστη... " από τη φίλη στο fb Maria Koulouri (facebook, 26.10.2020)

 ..............................................................


Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα προς Σαλβαδόρ Νταλί :


«Το Καντακές έχει τη ζωτικότητα και τη σταθερή, ουδέτερη ομορφιά ενός μέρους όπου γεννήθηκε η Αφροδίτη και όπου κανείς δεν μοιάζει να το θυμάται αυτό... Σήμερα είσαι μέσα. Από εδώ που κάθομαι ακούω (α, μικρό μου αγόρι, τι θλιβερό!) τον απαλό παφλασμό του αίματος της "Ωραίας κοιμωμένης του δάσους των συσκευών" (στον πίνακά σου με τον Αγιο Σεβαστιανό), καθώς και το κροτάλισμα δύο μικρών θηρίων ­ σαν τους ήχους ενός φιστικιού που σπάει ανάμεσα στα δάχτυλα. Η αποκεφαλισμένη γυναίκα (στον πίνακά σου "Το μέλι είναι γλυκύτερο από το αίμα") είναι το καλύτερο "ποίημα" με θέμα το αίμα που θα μπορούσε να φαντασθεί κανείς, έχει περισσότερο αίμα από όλο όσο χύθηκε στον Παγκόσμιο Πόλεμο, το οποίο ήταν καυτό αίμα και δεν εξυπηρετούσε κανέναν άλλο σκοπό από την άρδευση της γης και το καταλάγιασμα της συμβολικής δίψας για ερωτισμό και πίστη... Η εντύπωση που μου δίνει η Βαρκελώνη είναι ότι όλοι παίζουν και ιδρώνουν σε μια εναγώνια προσπάθεια να ξεχάσουν. Ολα είναι μπερδεμένα και επιθετικά σαν την αισθητική της φλόγας ­ όλα αναποφάσιστα και διαλυμένα... Τώρα καταλαβαίνω πόσα χάνω αφήνοντάς σε» (Ιούλιος 1927, Βαρκελώνη).






Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2020

"6 χρόνια ΠΡΙΝ ....ΔΙ' ΑΣΥΛΛΗΠΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ / Πόσο, λοιπόν, και γιατί ο Παπαδιαμάντης αφορά σήμερα το σύγχρονο αισθητήριο;..." από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Costas Mavroudis (facebook, 22.10.2020)

.............................................................. 



6 χρόνια ΠΡΙΝ
....ΔΙ' ΑΣΥΛΛΗΠΤΩΝ ΜΕΘΟΔΩΝ

Πόσο, λοιπόν, και γιατί ο Παπαδιαμάντης αφορά σήμερα το σύγχρονο αισθητήριο; 




από τον συγγραφέα και φίλο στο fb Costas Mavroudis (facebook, 22.10.2020)

Έχουν πει ότι κριτήριο για την αξία του σημαντικού έργου είναι αν αυτό εξακολουθεί να ενδιαφέρει τρεις γενιές μετά τον θάνατο του συγγραφέα του. Πόσο, λοιπόν, και γιατί ο Παπαδιαμάντης αφορά σήμερα το σύγχρονο αισθητήριο; Πώς υποδεχόμαστε την αθωότητα της διηγηματογραφίας του ή τον πιο υποψιασμένο δραματικό ρεαλισμό του; Σίγουρα, για μια κατηγορία αναγνωστών, το συγκεκριμένο έργο έχει προτείνει έναν κανόνα αξιών. Το υποδέχονται μέσα από συναισθηματικές ταυτίσεις, βλέποντας τον συγγραφέα ως ζωγράφο του αυτόχθονος, μυστικοπαθή και νοσταλγό, στον κόσμο του οποίου έχουν «επενδύσει». Στην αντίληψή μας, που πάντα τη βασάνιζε (και όχι αναίτια) η αμηχανία ταυτότητας, η λογοτεχνία, μετά την ιστορία, είναι προνομιακή περιοχή ταυτίσεων και προβολών.
Στον αντίποδα, μια άλλη αναγνωστική αντίληψη επιχείρησε από πολύ νωρίς την αποδόμηση του έργου του. Αρνήθηκε την αξία των αφηγηματικών τρόπων, τη σημασία της θρησκευτικότητάς του, τους χαρακτήρες, στους οποίους αναγνώριζε την αναπαραγωγή προσώπων της απλοϊκής ζωής. Τόνισε την «πενιχρή θεματολογία», την ομφαλοσκοπική και ηθογραφική πλευρά του, τις προσηλώσεις του στο εκκλησιαστικό τυπικό που γίνεται όρος ζωής. («Είναι συντηρητικός. Το θρησκευόμενο Βυζάντιο σε στιγμές παρακμής. Μίσος για τους Φράγκους, αποστροφή για κάθε νεωτερισμό»). Πολλές από τις αντιρρήσεις είναι καίριες. Τα «αμφίβολα λογοπαίγνια», π.χ., που του καταλογίζει πρώτος, νομίζω, ο Δημαράς, συχνά είναι, πράγματι, ακατέργαστο χιούμορ.
Οι τύποι των προσώπων είναι όντως περιορισμένοι, χωρίς ποικιλία. Η «υποτονισμένη ψυχογραφία», τα «χωρίς ενάργεια πρόσωπα, είναι θαμπά και ουδέτερα». Ανοίγω και διαβάζω, επί τούτω, τον "Ξεπεσμένο δερβίση" και τον "Ερωτα στα χιόνια". Τα πρόσωπα διαγράφονται μ' αυτόν τον τρόπο. Μολαταύτα, μου αρέσει ο διάχυτος λυρισμός. Υπάρχει ένα ρεύμα ποίησης που βάζει στην άκρη αυτές (κι άλλες) ενστάσεις. Ο κόσμος του Παπαδιαμάντη δεν είναι κειμήλιο ευλάβειας, ούτε λεξικό πατριδογνωσίας. Ξεχειλίζει από μια ύλη ζωντανή και «παραγωγική». Ο Ξενόπουλος δεν έχει αφήσει για το μέλλον τη δυνατότητα να προστεθεί κάτι πιο καίριο και οξυδερκές στην παρατήρησή του. «Ο,τι σώζει και συχνά μεγαλύνει τας αλλοκότους συνθέσεις του είναι η διάθεσις την οποία δι' α σ υ λ λ ή π τ ω ν μεθόδων αυτές γεννούν».
Ξαναβλέποντας τη διηγηματογραφία του έπειτα από τουλάχιστον είκοσι χρόνια, βρίσκομαι, πράγματι, απέναντι σ' αυτή τη διάθεση, σε μια γλώσσα, για την οποία δεν έπαψα να έχω άμεσα και γόνιμα αντανακλαστικά. Θυμάμαι ότι διαβάζοντας κάποτε το Κατά Λουκάν (κεφ.8), σταμάτησα στη θεραπεία του δαιμονισμένου. Τα δαιμόνια εγκατέλειψαν τον ασθενή και μπήκαν στο σώμα των χοίρων, που τρέχοντας έπεσαν με κινηματογραφική κίνηση στον γκρεμό. Δεν με γοήτευσε τόσο το γεγονός, όσο η εικόνα του θεραπευμένου, που τον έβλεπες πλέον, λέει το κείμενο, «καθήμενον, ιματισμένον και σωφρονούντα". Τρεις μετοχές, θέλω να πω, που δίνουν με μαγική οικονομία το νέο πρόσωπο.
Πολλά χρόνια μετά τον σκιαθίτη διηγηματογράφο, ο Ανδρέας Εμπειρίκος στοιχημάτισε να μιλήσει, κάνοντας την καθαρεύουσα όργανό του και δίνοντάς της μιαν εκτός εποχής λάμψη. Από τις σελίδες του προέκυψε η εκθαμβωτική γλώσσα του, αναγνωρίσιμος κλώνος του Παπαδιαμάντη. Το αίσθημα της ευφρόσυνης ακρίβειας και της πειθαρχίας (στοιχείο άγνωστο όχι μόνο στη γλώσσα, αλλά σε όλες τις νεότερες εκφράσεις του βίου μας) είναι θαυμαστό. Στον Παπαδιαμάντη η καθαρεύουσα είναι προσωπική περιοχή, με στυλιστική τελειότητα, με ευαισθησία και εκλεπτυσμένη οικονομία. Χωρίς να με αφορά «η ελληνορθόδοξη παράδοση» που απηχεί το έργο, οδηγούμαι στις πιο λεπτές και απαιτητικές τέρψεις. Η γλώσσα με παρασύρει (συχνά με απομακρύνει) από το θέμα, κερδίζοντας την πρωτοκαθεδρία. Επιβεβαιώνει το κύρος της μορφής, χωρίς αυτή η στάση να είναι επιτηδευμένη: μια παραφροσύνη χαράς από και για τους ήχους.
Δεν παύει να βρίσκεται μπροστά μου ένα έργο πλημμυρισμένο από ηθικά μεγέθη, γεγονότα και πάθη. Έτσι, μια πινακοθήκη προσώπων ηθογραφείται στο ανθηρό αυτό ιδίωμα. Προκύπτει αναπόφευκτα η επόμενη σκέψη, που οδηγεί στο πολυσυζητημένο εγχείρημα: τοn συγγραφέα μεταφρασμένο. Ο Καζαντζάκης, λοιπόν, θα κέρδιζε σε κάθε μετάφραση. Τα φίλτρα της φυσικότητας θα χάριζαν τη φρεσκάδα και τον αβίαστο ήχο που στερείται. Ο Παπαδιαμάντης, αντιθέτως, είναι «αμετάφραστος», όπως κάθε «ποιητής γλώσσας", αν και σε μια περίπτωση ξέρω πόσο χρησίμευσε η νεοελληνική απόδοση (φώτισε προφανώς νοήματα) στην ισπανίδα μεταφράστρια της "Φόνισσας". Εν πάση περιπτώσει, μεταφερμένος στα σχήματα της αναλυτικής μας γλώσσας μικραίνει και μεταβάλλεται. Γίνεται συμβατικός καταγραφέας, ακινητεί ή κάνει χαμηλές πτήσεις πάνω απ' τα μεταλλαγμένα τοπία του. Αν αφήσει στην άκρη τις φιλολογικές περιέργειες, ο θεατής της ενδογλωσσικής μεταφράσεως νιώθει κατατονική πλήξη. Δεν δυσκολεύεται να καταλάβει το λόγο: διαβάζει παρακολουθώντας αμέτοχος άλλοτε τις εξαρθρωμένες, άλλοτε τις θαμπές εικόνες μιας οθόνης που την έχει γνωρίσει στην κραιπάλη των χρωμάτων και των ήχων της.

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

"Καταδίκη Χρυσής Αυγής: Είναι κρίμα η ανάταση να κρατήσει λιγότερο απ' όσο της αξίζει" έγραψε ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr 13.10.2020)

 ...............................................................



Καταδίκη Χρυσής Αυγής: Είναι κρίμα η ανάταση να κρατήσει λιγότερο απ' όσο της αξίζει 

Στη μοναδική ιστορική στιγμή που βιώνουμε, αναδεικνύεται η εικόνα ενός μίζερου πολιτικού κόσμου που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της ποινικής καταδίκης, ύστερα από 40 χρόνια ατιμωρησίας. 

έγραψε ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΣ (www.lifo.gr 13.10.2020)






ΟΙ ΠΟΙΝΕΣ ΠΟΥ αναγγέλθηκαν ήταν αντάξιες της απαξίας της ενοχής του διευθυντηρίου της Χρυσής Αυγής. Η δημοκρατία δεν εκδικείται. Δεν είναι και κορόιδο όμως. Τιμωρεί δίκαια. Και αυτό έκανε. Νίκησε και γιορτάζει. 

Κι όμως, πάνω στη γιορτή της νίκης, χρειάστηκε μόνο το «επεισόδιο Κοντονή», με τις καταγγελίες του ότι οι Χρυσαυγίτες «θα πέσουν στα μαλακά», με υποτιθέμενες ευθύνες του ΣΥΡΙΖΑ, για να ξεκινήσει η γνωστή κλοτσοπατινάδα. Η κυβέρνηση άρπαξε την ευκαιρία να μας θυμίσει τη θεωρία των δύο άκρων σε όλες τις παραλλαγές της: από τις πιο ευτελείς και δυσώδεις ως τις πλέον επιστημονικοφανείς και εύπεπτες. Και μάλιστα δια στόματος κυβερνητικού εκπροσώπου... 

Αντί λοιπόν η συντηρητική παράταξη να αρπάξει την μοναδική ιστορική ευκαιρία που της δίνει η δικαστική απόφαση προκειμένου να εξατμίσει αυτά που ο Ευάγγελος Αβέρωφ είχε κάποτε αποκαλέσει «ακροδεξιά σταγονίδια», αντί να στείλει ένα μήνυμα δημοκρατικής αυστηρότητας στους βραχίονες του βαθέος κράτους που χρόνια εξασφάλιζαν ατιμωρησία στην Χρυσή Αυγή, σε ένα μικροπολιτικό κρεσέντο, βρήκε τον φταίχτη: ΣΥΡΙΖΑ. Πλέον, η ΝΔ δεν ασχολείται καν με τη Χρυσή Αυγή. Με τον ΣΥΡΙΖΑ πάλι ασχολείται. 

Αυτό είναι πολιτικά αισχρό αλλά όχι ιστορικά πρωτοφανές: ενίοτε η Δεξιά μπαίνει σε δίλημμα και συχνά μεταξύ της «αριστερής απειλής» και της «ακροδεξιάς εκτροπής» συμβιβάζεται με τη δεύτερη. Η νεότερη ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία προσφέρει πολλά τέτοια παραδείγματα. Αν ο Κ. Μητσοτάκης θέλει τέτοια Δεξιά όμως για να εξουθενώσει τον πολιτικό του αντίπαλο, αυτή θα τον καταπιεί αμάσητο. 

Στη μοναδική ιστορική στιγμή που βιώνουμε, αναδεικνύεται η εικόνα ενός μίζερου πολιτικού κόσμου που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της ποινικής καταδίκης, ύστερα από 40 χρόνια ατιμωρησίας. Μιας δημοκρατίας χωρίς τη στοιχειώδη αυτοπεποίθηση να ιεραρχήσει το μείζον από το έλασσον... 

Η Άκρα Δεξιά μετά το ισχυρό χτύπημα που δέχεται με τη δικαστική απόφαση, παίρνει ανάσες ηθικής αναβάπτισης μέσω του αντικατοπτρισμού της στην Αριστερά, στον οποίο προβαίνει η ΝΔ. Κανείς δεν κέρδισε σχετικοποιώντας τα αίσχη του φασισμού – εκτός από τον ίδιο τον φασισμό. Ο κατευνασμός της Άκρας Δεξιάς είναι ιστορική αυτοχειρία ακόμη και αν βραχυπρόθεσμα μπορεί να βοηθάει την ενότητα της συντηρητικής παράταξης. Όσο κι αν μας φαίνεται στα όρια του τακτικά αφελούς σήμερα, έχει νόημα να το θυμίζουμε. 

Εντάξει, το ξέρουμε πως ο αντιφασιστικός αγώνας δεν είναι το πολιτικό φόρτε της Δεξιάς αλλά από την άλλη, στη συντηρητική πολιτική κληρονομιά ανήκει και η διορατικότητα ενός Τσόρτσιλ και ο εθνικός αντιναζισμός ενός Ντε Γκολ. Έτσι δεν είναι; 

Έτσι, λοιπόν, την επαύριο της έκδοσης της απόφασης μια τέτοιας δίκης αντί να φύγει ένα ομαδικό «φτάνει πια» σε εισαγγελείς όπως η συγκεκριμένη της έδρας, που δεν είδε τίποτε το εγκληματικό στη δομή της Χρυσής Αυγής, σε αστυνομικούς που συνεργάστηκαν με την εγκληματική οργάνωση, σε μητροπολίτες και σε ιερωμένους που κάνανε αγιασμούς στα εγκαίνια των γραφείων της, βλέπουμε την επαναφορά στην κλασική μιζέρια του ελληνικού πολιτικού προσωπικού. 

Λίγες μέρες πριν από τη δίκη, ακούστηκε η φωνή της κοινωνίας να κράζει στους χρυσαυγίτες ότι «δεν είναι αθώοι». Και προχθές, Κυριακή, η Αυγή σπεύδει με πρωτοσέλιδο για τους δύο τελευταίους πρωθυπουργούς της Δεξιάς πως «δεν είναι αθώοι». Αλήθεια, αυτή είναι η αριστερή απάντηση στην εκστρατεία των δύο άκρων; 

Η σχετικοποίηση των διαφορών Δεξιάς με Άκρα Δεξιά έχει το ίδιο νοσηρό αποτέλεσμα: την ηθική αναβάπτιση της δεύτερης. Με άλλο λόγο αντιμετωπίζεται το σχέδιο της κυβέρνησης και όλων των κατεστημένων συμμαχικών της συμφερόντων για πολιτική απαξίωση της Αριστεράς. Τέτοια πρωτοσέλιδα το ενισχύουν. Κανείς δεν κερδίζει αφιονίζοντας μια μικρή μερίδα ψηφοφόρων του... Ο αντιφασισμός είναι ο κατεξοχήν υπαρξιακός αγώνας της Αριστεράς. Πάντα ήταν. Είναι κρίμα να τον ισοπεδώνει με ευτελείς και μυωπικούς τακτικισμούς. Και σε τελευταία ανάλυση, ο Σαμαράς ακραίος δεξιός είναι. Φασίστας δεν είναι. Ο Μητσοτάκης δεν είναι τίποτε από αυτά. 

Η θρυαλλίδα ήταν τα λόγια ενός ή δύο πρώην υπουργών δικαιοσύνης του ΣΥΡΙΖΑ που βιάστηκαν να συμφωνήσουν πως η Χρυσή Αυγή εξαιτίας του νέου Ποινικού Κώδικα «θα πέσει στα μαλακά». Η αντίδραση της αντιπολίτευσης, σε πρώτη φάση, επιεικώς αδέξια και αδικαιολόγητα φοβική: κάτι μισόλογα του τύπου «τον Ποινικό Κώδικα τον ετοίμασε μια νομοπαρασκευαστική επιτροπή έμπειρων νομικών», λες και οι λαοί στις εκλογές ψηφίζουν νομοπαρασκευαστικές επιτροπές κι όχι κυβέρνηση... 

Ο νέος Ποινικός Κώδικας έχει πιο ευνοϊκές διατάξεις γι' αυτούς που κρίνονται ένοχοι. Και ορθώς. Αυτό είναι το φιλελεύθερο ποινικό δίκαιο και όχι δρακόντειοι νόμοι που επιτρέπουν σε εισαγγελείς να μοιράζουν ισόβια αριστερά και δεξιά γεμίζοντας τις ελληνικές φυλακές με κολασμένους. 

Και μια και συζητάμε και για τη στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, εννοείται πως η νέα ρύθμιση είναι πολύ καλύτερη της προηγούμενης. Σε μια χώρα που, ως το 1998, είκοσι μόλις χρόνια πίσω, το κράτος αφαιρούσε ιθαγένειες με συνοπτικές διοικητικές διαδικασίες, είναι πολλαπλώς δικαιότερο η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων να αφορά την εκλογική νομοθεσία και όχι την ποινική ή τη διοικητική. Σε τελευταία ανάλυση, και η νέα ποινική ρύθμιση προβλέπει τη δυνατότητα στέρησης δημοσίων αξιωμάτων εφόσον ο δικαστής το κρίνει πρόσφορο. 

Αντί, λοιπόν, η αξιωματική αντιπολίτευση να υπερασπιστεί το κυβερνητικό έργο για το οποίο έχει λόγους να είναι ικανοποιημένη, εισάγει εσπευσμένα τροπολογίες που την εκθέτουν, δικαιώνοντας την κακόβουλη κριτική που υφίσταται. Διότι, όταν ο αντίπαλος λέει πως «έριξες στα μαλακά τη Χρυσή Αυγή» και τρέχεις να καταθέσεις τροπολογία, είναι σαν να σπεύδεις να του πεις πως έχει δίκιο. Κι όμως, δεν έχει κανένα δίκιο η ΝΔ. Το ότι στην εκλογική νομοθεσία της χώρας δεν υπάρχει ειδική πρόβλεψη για κόμματα-εγκληματικές οργανώσεις τη βαραίνει εξίσου. 

Έτσι, στη μοναδική ιστορική στιγμή που βιώνουμε, αναδεικνύεται η εικόνα ενός μίζερου πολιτικού κόσμου που δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί τη σπουδαιότητα της ποινικής καταδίκης, ύστερα από 40 χρόνια ατιμωρησίας. Μιας δημοκρατίας χωρίς τη στοιχειώδη αυτοπεποίθηση να ιεραρχήσει το μείζον από το έλασσον... Να ξεχωρίσει την πολιτική ευθύνη από τη ποινική ενοχή και να φωνάξει «ως εδώ» στους ναζί, χωρίς ανοίκειους συμψηφισμούς και ανόητους αστερίσκους. 

Η ιστορική καταδίκη της Χρυσής Αυγής, εγκληματικής οργάνωσης που μασκαρεύτηκε πολιτικό κόμμα, έφερε την Ελλάδα στα πρωτοσέλιδα της διεθνούς επικαιρότητας για έναν λόγο που κάνει υπερήφανους τους Έλληνες δημοκράτες. 

Είναι μερικές φορές που η Ιστορία στρίβει και στον διάβα της συνθλίβει τις αντιστάσεις σαν παράσιτα. Όχι μόνη της. Η ιστορία δεν κάνει τίποτε μόνη της. Οι άνθρωποι το κάνουν. Δικαστές και μη. Κανείς αγώνας δεν πάει χαμένος. Αυτήν τη φορά λοιπόν η Ιστορία πήρε την καλή ρότα. Αυτήν που ο κάθε δημοκράτης στον κόσμο προσδοκάει για τον τόπο του και όχι μόνο. Με την απόφαση αυτή, η Ελλάδα βγήκε μπροστά. Έστω και με καθυστέρηση, έδειξε πιστή στη συνάντηση με την καλή πλευρά της Ιστορίας, θυμίζοντας τις φωτεινές σελίδες του αντιφασιστικού της παρελθόντος. 

Είναι κρίμα λοιπόν η ανάταση από την απόφαση να κρατήσει λιγότερο από όσο της αξίζει για ευτελείς σκοπιμότητες του ελληνικού πολιτικού προσωπικού που φαίνεται ανάξιο του μεγαλείου, αλλά και της κρισιμότητας της συγκυρίας. Η επόμενη μέρα είναι εδώ. 





Πηγή: www.lifo.gr