Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

"Κάποιος να την προσέχει" & "Πάλι και ξενιτέψεις με, στα ξένα μην πεθάνω" από τα αφηγήματα του Θάνου Κάππα "Πικρούτσικα, πικρούτσικα" (εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2020)

 ...........................................................


Από τα αφηγήματα του Θάνου Κάππα "Πικρούτσικα, πικρούτσικα" (εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2020)







Θάνος Κάππας (γ.1962)


-         

«Κάποιος να την προσέχει»

   Το βράδυ της 23ης Δεκεμβρίου ετοιμάστηκα σχολαστικώς, στολίστηκα ενδελεχώς, κι ούτε παρέλειψα τους διακριτικούς ψεκασμούς με τη Photo του Lagerfeld που κάνουν το σύνολο ακαταμάχητο. Αλλά επειδή η ζωή δεν είναι εορταστικό διήγημα, αντί για ζαχαρωτό σπιτάκι με τα χαρτόμουτρα, ξεστράτισα προς το 228 της 4ης Πνευμονολογικής της Σωτηρίας, παρέα με άλλους ναυαγούς των ημερών. Είχε μεσολαβήσει ένα ξαφνικό τηλεφώνημα της μάνας μου η οποία δεν αισθανόταν καθόλου μα καθόλου καλά. Και ξεκίνησε κάπως έτσι (ανεπαισθήτως μου ‘ρχεται να πω) η αρχική περιπέτειά της των σαράντα ημερών, ήγουν-τουτέστι εννιακόσιες εξήντα ώρες καθήλωση σε κρεβάτι, περιμένοντας – προσοχή - όχι τη θεραπεία αλλά τη διάγνωση! Μπορεί η επιστημονική κοινότητα να ξετίναξε το ανθρώπινο γονιδίωμα αλλά μια σκιά στον πνεύμονα ενδέχεται να χρειάζεται στις μέρες μας έως και χίλιες ώρες διερεύνηση. Στο ελληνικό δημόσιο νοσοκομείο, αυτά. Με το μαξιλάρι κάτω από το σεντόνι, καθότι δεν υπάρχουν - για φαντάσου - μαξιλαροθήκες.

   Οι γιορτές κόβουν την πόλη στα δύο: ο μισός πληθυσμός βουτάει πρόθυμα στο φαντασιακό τους ενώ οι υπόλοιποι υφίστανται καρτερικά της συνέπειες της εξτραβαγκάντζας. Και ενώ η έρευνα προχωρά με ρυθμούς δημοσίου σε διακοπές, η δόλια μάνα δέχεται μια αντιβίωση ικανή να ξεπαστρέψει κάθε γνωστό μικρόβιο της αγοράς εκτός από το άγνωστο δικό της. Από Παρασκευή μεσημέρι ως Δευτέρα πρωί, το ίδιο το νοσοκομείο αναρρώνει – άδειοι διάδρομοι, παρατημένοι φάκελοι (είναι κανείς εδώ;). Η μία αργία ακολουθεί την άλλη. Κυλάει η άμμος στις κλεψύδρες, λιώνουν οι πάγοι στους πόλους, λιμνάζουν οι ασθενείς… Τριανταοχτώ και μισό, τριανταεννιά και μισό. Πανικός. Μην κάνετε έτσι κύριέ μου, θα περάσει ο γιατρός να τη δει. Αλλά ο γιατρός δεν περνάει, διότι είμαι κι αυτός άνθρωπος, τι να προλάβει. Ούτε η αδελφή νοσοκόμα περνάει, διότι κι αυτή άνθρωπος είναι. Καταλαβαίνετε. Καταλαβαίνουμε. Αλλά τι μας μένει; Να χαζέψουμε τα αιώνια χορευτικά της πλήξης σε μια μισοδιαλυμένη Bluesky. Κοίτα μαμά, ο Σπύρος ο Παπαδόπουλος. Κάποιοι, κάπου, κάνουν πως γιορτάζουν.

   Παρατηρώ το χάος στα κομοδίνα. Ετερόκλητα, απίθανα αντικείμενα και κυρίως όλες αυτές οι τσάντες με τα κορδονάκια για χερούλι. Κάποτε είχαν τη λάμψη του καινούριου, τώρα πηγαινοέρχονται γεμάτες τάπερ. Απ’ έξω οι φαντεζί τίτλοι (Miss Raxevsky, Attrativo…), μέσα τα γιουβαρλάκια. Τις φέρνουν οι επισκέπτες που καταφθάνουν το απόγευμα, στολισμένοι με τα κασκόλ και τις εσάρπες τους – συνήθως γιοι και κόρες (πώς είσαι μπαμπά; έφαγες καθόλου; πέρασαν οι γιατροί;) – αλλά και οι υπόλοιποι συγγενείς που ψάχνουν τα νούμερα στις πόρτες (αυτοί φέρνουν συνήθως κέικ και λουλούδια). Οι νοσοκόμες παρελαύνουν αγέρωχες, δεν σε κοιτάζουν ποτέ στα μάτια αλλά ξέρουν ακριβώς ποιος είσαι και τι ζητάς. Έχουν αναπτύξει ένα αλάθητο ένστικτο να καταλαβαίνουν ακριβώς το είδος της συγγένειας ενός εκάστου με τον ασθενή. Στηρίζονται μάλιστα πάνω τους, γιατί ένα μεγάλο μέρος της θεραπείας εξασφαλίζεται ακριβώς με τη συνεργασία τους. Δε γκρικ γουέι.


   Το δωμάτιο και ο χρόνος. Η κυρία Σοφία στο διπλανό κρεβάτι, οι υπόλευκες κουρτίνες. Όλο αυτό το διάστημα διάβαζα αλλά κυρίως χάιδευα το βιβλιαράκι του Τζόναθαν Κόου «Σαν τη βροχή πριν πέσει» (ένα δώρο της Βούλας που αποδείχτηκε πολύτιμο), κοιτάζοντας αφηρημένα πότε τον ορό και πότε την ομίχλη έξω από το τζάμι να κατεβαίνει αργά στα δέντρα.


   Κοιτάζω τη φωτογραφία που τράβηξα. Υποτίθεται πως η βασική αίσθησή της είναι η θλίψη και η καθήλωση, τα γηρατειά και η αρρώστια. Υποτίθεται πως, εκτός από τη μάνα μου υπήρξα κι εγώ ένα παράπλευρο θύμα της ασθένειάς της, εγκλωβισμένος σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου την περίοδο των γιορτών.

   Αλλά κάτι πάει λάθος σ’ αυτή την προφανή σκέψη και τώρα το βλέπω καθαρά. Κατά κάποιο τρόπο, παρ’ όλη την αγωνία και την κούραση, όλο αυτό το διάστημα ήμουν ευτυχισμένος. Αποδέκτης δια βίου της δικής της φροντίδας – ας πούμε καλύτερα της τεράστιας ενέργειας που εκλύει  ανεξέλεγκτα η ελληνίδα μάνα (έως καταπλακώσεως) – βρέθηκα για πρώτη φορά από την άλλη πλευρά. Ήμουν ο κάποιος να τη φροντίζει, εκείνος που ρύθμιζε εκείνα τα πρακτικά ζητήματα της νοσηλείας της αλλά και την ίδια τη θερμοκρασία της σχέσης. Σ’ αυτή την αντιστροφή ρόλων μπορούσα για πρώτη φορά να γίνομαι όσο μελό θέλω, να καταρρέω και να ξανασηκώνομαι κατά το δοκούν. Το συνήθως ηλεκτρισμένο πεδίο των σωμάτων (ένας απόηχος του οιδιπόδειου που σημαδεύει καταγωγικά τη σχέση μάνας – γιου) ξαφνικά αποφορτίστηκε και ήμουν ελεύθερος να την αγκαλιάζω, να της λέω μανούλα μου πώς είσαι, να κλαίω μπροστά της χωρίς τη γνωστή αίσθηση αμηχανίας που συνοδεύει τέτοιες εξάρσεις. Κυρίως μπόρεσα να εκτονώσω όσα μπουκωμένα λογάκια αγάπης δεν βρίσκουν ποτέ διέξοδο, πλακωμένα από την υπερβολή της άλλης πλευράς. Δεν έφτασα πάντως να της αποκαλύψω ότι έβλεπα συνέχεια μπροστά μου τη σκηνή – μάλλον από φωτογραφία θα τη θυμάμαι – να μου κουμπώνει κάτι τεράστια κουμπιά στο παιδικό παλτουδάκι. Είναι σαφές ότι την αποχαιρετούσα διαρκώς.

 

-         Πάλι και ξενιτέψεις με, στα ξένα μην πεθάνω

 

   Βηματίζω στον περίβολο της Σωτηρίας περιμένοντας τις εξετάσεις της μάνας μου και ακούω τα πουλιά να τρελαίνονται στο ανοιξιάτικο φως. Είμαι χαρούμενος γιατί επιτέλους φεύγουμε από ‘δω. Με πλησιάζει κάποιος από το πλάι κρατώντας ένα χαρτί – είναι μετανάστης, όχι πάνω από τριάντα χρονών. Τι γράφει εντό, μου κάνει και μου δίνει τη διάγνωση. Καθώς κατεβαίνω προς τα συμπεράσματα διαβάζω ότι πρόκειται για προχωρημένη μορφή καρκίνου στον πνεύμονα και τους λεμφαδένες – οι διατυπώσεις δεν είναι προσεκτικές ή καλυμμένες. Τον κοιτάζω με απελπισία και του λέω δεν γράφει κάτι καλό, εκείνος ξαναρωτάει: τι γράφει; Προσπαθώ να βρω συνώνυμα ή κάτι ανάλογο μα είναι αδύνατο: στον πνεύμονα, δεν είναι κάτι καλό. Εκείνος επιμένει: τι γράφει, τι γράφει; Θέλω να ξεφύγω, να βάλω τις φωνές ή τα κλάματα, δεν μπορώ να το ξεστομίσω: δεν γράφει κάτι καλό, δεν είναι κάτι καλό, όχι καλό, επαναλαμβάνω συνεχώς. Κάποια στιγμή το επαναλαμβάνει και ο ίδιος, αφηρημένα: όχι καλό· ύστερα απομακρύνεται μ’ αυτό το άσπρο χαρτί στο χέρι. Νιώθω τέτοια ταραχή, τέτοιο πανικό, που ασυναίσθητα κάνω το σταυρό μου λέγοντας θεέ μου θεέ μου θεέ μου.

   

Δεν υπάρχουν σχόλια: