Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

"Το εγκώμιο της θαλάσσης" πεζό αφήγημα του Κώστα Γ. Καρυωτάκη (1896-1928)

................................................................


             Το εγκώμιο της θαλάσσης
 


Wang Ningde

Ι

Ἡ θάλασσα εἶναι ἡ μόνη μου ἀγάπη. Γιατί ἔχει τὴν ὄψη τοῦ ἰδανικοῦ. Καὶ τ᾿ ὄνομά της εἶναι ἕνα θαυμαστικό.
Δὲ θυμᾶμαι τὸ πρῶτο ἀντίκρισμά της. Χωρὶς ἄλλο θὰ κατέβαινα ἀπὸ μία κορφή, φέρνοντας ἀγκαλιὲς λουλούδια. Παιδὶ ἀκόμα, ἐσκεπτόμουν τὸ ρυθμὸ τοῦ φλοίσβου της. Ξαπλωμένος στὴν ἀμμουδιά, ἐταξίδευα μὲ τὰ καράβια ποὺ περνοῦσαν. Ἕνας κόσμος γεννιόταν γύρω μου. Οἱ αὖρες μοῦ ἄγγιζαν τὰ μαλλιά. Ἄστραφτε ἡ μέρα στὸ πρόσωπό μου καὶ στὰ χαλίκια. Ὅλα μοῦ ἦταν εὐπρόσδεκτα: ὁ ἥλιος, τὰ λευκὰ σύννεφα, ἡ μακρινὴ βοή της.
Ἀλλὰ ἡ θάλασσα ἐπειδὴ ἤξερε, εἶχε ἀρχίσει τὸ τραγούδι της, τὸ τραγούδι της ποὺ δεσμεύει καὶ παρηγορεῖ.
Εἶδα πολλὰ λιμάνια. Στοιβαγμένες πράσινες βάρκες ἐπήγαιναν δῶθε κεῖθε σὰν εὔθυμοι μικροὶ μαθητές. Κουρασμένα πλοῖα, μὲ ὀνόματα περίεργα, ἐξωτικά, ὕψωναν κάθε πρωὶ τὴ σκιά τους. Ἄνθρωποι σκεφτικοί, ὥριμοι ἀπὸ τὴν ἅλμη, ἀνέβαιναν σταθερὰ τὶς ἀπότομες, κρεμαστὲς σκάλες. Ἄγρια περιστέρια ζυγίζονταν στὶς κεραῖες.
Ὕστερα ἐνύχτωσε. Μιὰ κόκκινη γραμμὴ στὸν ὁρίζοντα, μόλις ἔβρισκε ἀπάντηση στὶς ράχες τῶν μεγάλων, ἀργῶν κυμάτων. Ἐσάλευαν σὰν ἀπὸ κάποια μυστική, ἐσωτερικὴ αἰτία, καὶ ἅπλωναν πλησιάζοντας, γιὰ νὰ σπάσουν ἀπαλά, βουβά. Ὅλα τ᾿ ἄλλα -- ὁ οὐρανός, τὰ βουνὰ ἀντίκρυ, τὸ ἀνοιχτὸ πέλαγος -- ἕνα τεράστιο μαῦρο παραπέτασμα.

ΙΙ

Ἔζησε κανεὶς θλιβερὰ πράγματα. (Σπίτια μαῦρα, κλειστά. Ἀναιμικά, ἐξόριστα δέντρα τοῦ δρόμου. Ἡ «μαντάμα» μετράει ἀπογοητευμένη τὶς μάρκες της. Στὴν πλατεία οἱ λοῦστροι, κουρασμένοι νὰ κάθονται, σηκώνονται καὶ παίζουν μεταξύ τους. Ὁ νέος νομάρχης, μὲ μονόκλ, ἐπροσφώνησε τοὺς ὑπαλλήλους. Δίπλα ἐξύπνησαν γιὰ νὰ πάρουν τὸ τρένο. Ποτὰ ἀνδρῶν 10 δρ., ποτὰ γυναικῶν 32,50 δρ.) Στὸν ἄνεμο ἀνοίγει ἕνα παράθυρο, κ᾿ ἔρχεται μπροστά μας. Ὅλα ξεχνιοῦνται. Εἶναι ἐκεῖ, ἄσπιλη, ἀπέραντη, αἰώνια. Μὲ τὸ πλατύ της γέλιο σκεπάζει τὴν ἀσχήμια της. Μὲ τὴ βαθύτητά της μυκτηρίζει. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἐμπόρου πεθαμένη καὶ περπατεῖ. Ἡ ψυχὴ τῆς κοσμικῆς κυρίας φορεῖ τὰ πατίνια της. Ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου λούζεται στὴν ἁγνότητα τῆς θαλάσσης. Βρίσκει ἡ νοσταλγία μας διέξοδο καὶ ὁ πόνος μας τὴν ἔκφρασή του.


Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896 - 1928)

Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019

"Όλα Θέμος" έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 23.2.2019)

..............................................................



 Όλα Θέμος

 έγραψε ο Γιάννης Η. Χάρης
("Εφημερίδα των Συντακτών", 23.2.2019)




 
Ο τρόμος του θανάτου είναι το μόνο ίσως που αξίζει τον σεβασμό μας.
⌦ Δεδικαίωται ο νεκρός; Ή δεν δεδικαίωται; Ούτε το ’να ούτε τ’ άλλο. Αφού το δεδικαίωται άλλο σημαίνει, και όχι «δικαιώνεται», όπως θέλει μια γενικευμένη παρανόηση.
Επειδή με τον θάνατο του Θέμου Αναστασιάδη τα ξαναδιαβάσαμε αυτά, πως ο νεκρός δεδικαίωται κτλ, άρα σιωπή, μεταφέρω όσα έγραφα, και όχι για πρώτη φορά, εδώ (5.3.14):
«Ο γαρ αποθανών δεδικαίωται από της αμαρτίας, λέει ο Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή. Και εννοεί, όπως ομονοούν οι Πατέρες της εκκλησίας, και όπως λέει τώρα η επίσημη μετάφραση της Βιβλικής Εταιρείας: “Γιατί σ’ έναν που πέθανε, η αμαρτία δεν έχει πια καμιά εξουσία” [...]. Με άλλα λόγια, αυτός που πέθανε, γλίτωσε πια, δεν μπορεί πια να αμαρτήσει. [...]
»Και μάλιστα δεν αναφέρεται καν στον βιολογικά αποθανόντα ο Παύλος, παρά στον παλιό άνθρωπο, που πεθαίνει με το βάπτισμα, και ξαναγεννιέται καθαρός για τον Θεό. Αλλά ας πούμε πως αυτά πια είναι λεπτομέρειες και σχολαστικισμοί. Η φράση, όπως και τόσες άλλες, θα παραμείνει με τη σημασία που της έδωσε η χρήση, έτσι όπως λέμε [...] πως η γλώσσα προχωράει με τα λάθη της.
»Ας ξέρουμε μονάχα πως καμία χριστιανική επιταγή δεν δίνει απαλλακτήριο αυτομάτως με τον θάνατο…»
⌦ Τι μένει; Ο σεβασμός, λέει, στον νεκρό, σύμφωνα με τον πολιτισμό των αρχαίων μας προγόνων κτλ. Μπερδεύεται εδώ και η Αντιγόνη και ο σεβασμός στον άταφο νεκρό, δηλαδή η ιερή επιταγή να μην αφήνουμε νεκρό άταφο, κάτι εντελώς διαφορετικό με τα περί δικαίωσης του νεκρού.
Που δεν τον πιάνουμε στο στόμα μας, μάλλον από τον τρόμο μας μπροστά στον θάνατο τον οποίο αντιπροσωπεύει απειλητικά, πιστεύω εγώ.
Και αυτό, ο τρόμος του θανάτου δηλαδή, είναι το μόνο ίσως που αξίζει τον σεβασμό μας.
⌦ Πρώτα ο θάνατος του Καρυπίδη, έπειτα της Αναστασέα, δεν ήθελα να λερώσω την ελάχιστη αναφορά μου σ’ αυτούς με οποιαδήποτε αναφορά στον Αναστασιάδη.
Αρνηση που εξακολουθώ να έχω, και γράφω αυτές τις λίγες γραμμές με εξαιρετική δυσθυμία, μόνο και μόνο σαν αντίδραση, τρόπον τινά, στη φιλολογία του «δεδικαίωται».
Γιατί επικράτησε γενικά ο «σεβασμός» που είπα, μπορεί και άρνηση και δυσθυμία ίδια με τη δική μου, και απουσίασε γενικότερα ο απολογισμός που επιβάλλεται να γίνεται, ιδίως για δημόσιο πρόσωπο. Ιδιαίτατα για τον Θέμο Αναστασιάδη.
«Οταν ήταν στη ζωή και σε δράση, του τα ψέλναμε συχνά. Ομως μπροστά στον θάνατο, σωπαίνεις», έγραψε λόγου χάρη ο έγκυρος Β. Πάικος (Αυγή 27/1).
Εμεινε λοιπόν λειψός ο απολογισμός. Λειψός και άρα άκυρος, λανθασμένος.
Ή μάλλον έμεινε μόνο η αγιολογία των φίλων. Που βέβαια, από μιαν άποψη, επικυρώνει αυτά που θα λέγαμε με άλλα λόγια εμείς. Οπως όταν ο Αδωνης αποχαιρέτησε δυο μεγάλους αγωνιστές για τη μία και ξακουστή Μακεδονία, τον Σαράντο Καργάκο (για τον οποίο συμπτωματικά επισήμαινα τη λειψή ακριβώς νεκρολογία του, 19/1) και τον Θέμο Αναστασιάδη.
Το ίδιο ισχύει και για τον ύμνο στην «αριστεία» του και το απαράμιλλο ήθος του από την Εύα Καϊλή, αυτήν που «κομμουνιστές εγκληματίες» της σκότωσαν τον ανύπαρκτο παππού, συμφοιτήτρια του Θέμου δηλαδή σε κάποια Ανωτέρα Σχολή Ηθους.
⌦ Εμείς, λίγα άνθη απ’ τα δικά του: για το «Α» που θα ’πρεπε να βάζουμε στο πέτο των Αλβανών, να ξέρουμε ποιους δέρνουμε· για τους «τραβεστί φωταδιστές του Ρήγα», που «κάααποτε είχαν στους κόλπους τους τις πιο ωραίες αγωνίστριες! [ενώ] εκείνες... άλλους είχαν στους... κόλπους τους!!!»· για την «πληκτική» ταινία Λίστα του Σίντλερ, την ταινία για το ολοκαύτωμα, όπου «τα ελάχιστα γυμνά που έχει είναι φούρνου».
Ηταν από τα πρώτα του βήματα, δεκαετία του ’90 στην Ελευθεροτυπία, στον στίβο του αμοραλισμού και του κυνισμού, όταν άρχιζε να διαμορφώνει την ιδεολογία του χαβαλέ, τον οποίο ανέδειξε σε επιστήμη.
«Πολέμαγε γι’ αυτά που πίστευε» έγραψε ο φίλος του Γιώργος Παπαχρήστος των Νέων.
Ναι, για λαϊφστάιλ του ξέκωλου και μαζί Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια. Για σεξισμό, ομοφοβία, ξενοφοβία, ρατσισμό, κάποτε και φιλοχρυσαυγιτισμό.
Δεδικαίωται;

"Μπλεγμένο κουβάρι" ένα πεζό κείμενο του Γιώργου Ιωάννου από τη συλλογή "Καταπακτή" (εκδ. Κέδρος, 1989, α' έκδ. 1982)

...............................................................

















Γιώργος Ιωάννου
(1927 - 1985)











"Μπλεγμένο κουβάρι"

ένα πεζό κείμενο του Γιώργου Ιωάννου από τη συλλογή "Καταπακτή" (εκδ. Κέδρος, 1989, α' έκδοση 1982)

ΜΕΓΑ ΚΟΥΒΑΡΙ, μέγα μπλέξιμο, απαρτίζουν όλοι αυτοί, για τούτο δεν μπορούμε να βρούμε άκρη. Δεν είναι μόνο τα ζευγάρια που νομίζουμε, ούτε οι οικογένειες που χαιρόμαστε, ούτε οι παρέες που μακαρίζουμε, ούτε οι ασχολίες που ζηλεύουμε, ούτε τα αισθήματα που λιγουρευόμαστε, ούτε οι φυσιογνωμίες που ερωτευόμαστε, εκ  του μακρόθεν φυσικά - σε όλα αυτά εκ του μακρόθεν εμείς συμμετέχουμε.
   Δεν είναι τίποτα έτσι όπως φαίνεται' μα όλοι τους αυτοί μόλις μπορούν αλλάζουν τις ματιές, ρίχνουν αλλιώτικες ματιές, άλλες κουβέντες λεν, άλλους ψιθύρους, άλλα μυστικά, παρουσιάζουν άλλα κάλλη, μετρούν άλλα χρήματα, δείχνουν άλλα μούτρα, και όχι μονάχα ακόμα μια φορά, μα ακόμα πολλές φορές, πολλές πολλές ακόμα φορές, γι' αυτό κι εμείς που αγναντεύουμε εκ του μακρόθεν με αναπεπταμένα τα πανώ και πλαταγίζουσες τις σημαίες, χωρίς δεύτερα μυστικά, ούτε διπλές ταμπέλες, ούτε ψεύτικα βιβλία εφοριακά, δεν μπορούμε να βρούμε άκρη και γελιόμαστε, ολοένα γελιόμαστε, πέφτοντας από έκπληξη σε έκπληξη, από ψέμα σε ψέμα, από απάτη σε απάτη, από απογοήτευση σε απογοήτευση, από ληστεία σε ληστεία, από μαχαίρι σε μαχαίρι. Μέγα κουβάρι όλοι αυτοί, αφάνταστη από την ώρα που γεννιούνται η ψευτοσύνη τους, ο διαρκής μετασχηματισμός τους, που βέβαια τον θεωρούνε ό,τι φυσικότερο. Ξέρουν ότι μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν, ταμπέλα δεν τους πιάνει, δεν τους φαίνεται. Οι λατρευτές τους συνεχώς τους συγχωρούν, ακούραστα τους ξαναβάζουνε στο βάθρο τους. Και τους ανακηρύσσουν θύματα αμαρτωλών δυνάμεων, πρόσωπα που υφίστανται πολιορκίες αβάσταχτες, διαβολεμένους πειρασμούς, ενώ το ξέρουν πως αυτοί είναι οι τύραννοι, αυτοί βασανιστές, σαδιστές, εκβιαστές, ληστές, τα κτήνη και τα καθάρματα, ψεύτες αβυσσαλέοι, που και οι νόμοι δικοί τους, και οι δικαστές δικοί τους, και οι φρουροί από τις συμμορίες τους. Και είναι δυστυχώς αμέτρητοι, άπειρα αμέτρητοι και βρώμικοι. Και, ακόμα, οπλισμένοι με τα πάντα. Μέγα κουβάρι, που είναι περιττό ακόμα και στο στόμα να το παίρνουμε.


Σάββατο 23 Φεβρουαρίου 2019

"Αποκριάτικο" Μεσοπολεμικό ποίημα του Μήτσου Παπανικολάου, από την πανεπιστημιακό, ιστορικο-κριτικό λογοτεχνίας και φίλη στο fb Christina Dounia (facebook, 23/2/2019)

..............................................................







Μήτσος Παπανικολάου (1900 -1943)









 

Μεσοπολεμικό του Μήτσου Παπανικολάου, από την πανεπιστημιακό, ιστορικο-κριτικό λογοτεχνίας και φίλη στο fb Christina Dounia (facebook, 23/2/2019)
 



«Αποκριάτικο»



Πώ, πω, τι κρύο κάνει…
Επάγωσαν οι μάσκες στις βιτρίνες
Ένα τριμμένο ντόμινο πώς να ζεστάνει
Την καρδιά μου την άδεια σαν κι εκείνες;


Είχα μια αγάπη που πάει να σβήσει-
Δε θα μπορούσε ακόμα να κρατήσει;
Αύριο θα χουμε Άνοιξη κι Απρίλη
Κι εμείς δεν θα μαστε ούτε φίλοι…


Ήταν γραφτό της όμως να πεθάνει
Μέσα στην παγωμένη αποκριά
Έτσι απ΄ το κρύο, όπως μια γριά
Που δεν υπήρχε τίποτα να την ζεστάνει…

Παρασκευή 22 Φεβρουαρίου 2019

"...Κάτι χήρες ποιητές..." ποίημα της ποιήτριας και φίλης στο fb Αναστασίας Θεοδωρούδη (facebook, 22/2/2019)

..............................................................






 Αναστασία Θεοδωρούδη



 

 
Πως καταφέραμε
και θάψαμε
τις θάλασσες.
Μέσα σε φέρετρα
κι απ’ έξω πως ακούγεται
φκιαριές φκιαριές το χώμα.
Κι όλα τα ποιήματα μας
θάψαμε
λουλούδια στο νεκρό
που συγκρατούσαν
ως απάνω
ξέχειλες λέξεις
το αλμυρό της το νερό.
Και το ρυθμό.
Το πήγαιν’ έλα
των μεγάλων της κυμάτων.
Κάτι χήρες ποιητές.
Τάχα σκουπίζουν δάκρυα
κατ’ απ’ τα μαύρα τους γυαλιά
Κι όλο κοιτούνε στα κρυφά
την ώρα να τελειώνουνε
μια τέτοια φασαρία.
Να παν στα σπίτια τους.
Να κάτσουν να γράψουν
ένα σπουδαίο ποίημα,
μία φράση
που να ‘χει ουσία
με μια λίγο επιμελώς ατημέλητη
καθ’ ολ’ ασυμμετρία.


Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Ένας "διάλογος - αντίλογος" με τον ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη μετά από περίπου μισόν αιώνα. «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη και από την "Αριθμητική των λέξεων" διήγημα του Τόλη Καζαντζή...

...............................................................


Ένας "διάλογος - αντίλογος" με τον ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη μετά από περίπου μισόν αιώνα...




 «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» της συλλογής «Ελεγείες και Σάτιρες» του 1927




Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.

Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.

H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά ‘ναι

ζήτημα ύψους.



Σύμβολα ζωής υπερτέρας,

ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,

λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα

Aμάλθειο κέρας.



(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,

πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)

Όνειρο ανάγλυφο, θα ‘ρθώ κοντά σου

κατακορύφως.



Oι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.

Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,

αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,

έρωτες, πλήξη.



Ά! πρέπει τώρα να φορέσω

τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.

Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,

πολύ θ’ αρέσω.

Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)








Από την "Αριθμητική των λέξεων" διήγημα του Τόλη Καζαντζή (Και από τη συλλογή διηγημάτων "Το τελευταίο καταφύγιο", εκδ. Νεφέλη, 1989)

Κάθομαι πάνω στη μάντρα του στρατόπεδου "Παύλου Μελά" και τα ξυπόλυτα πόδια μου αιωρούνται στο κενό και κόβουνε το σούρουπο με αργές και σίγουρες ψαλιδιές. Μέσα στο δειλινό της προχωρημένης Άνοιξης, στο χρώμα και στη γεύση του μελιού (αυτής εδώ της πόλης που, ήθελα δεν ήθελα, αγάπησα με τόσο πάθος) το βλέμμα μου συναπαντιέται μ' εκείνη την όμοια κι απαράλλαχτη ματιά του κοριτσιού, όμοια, επίσης, κι απαράλλαχτη με τους τελευταίους ερωτικούς σπασμούς του αυτόχειρος αγαπημένου μου ποιητή, όπως ακριβώς τους ονειρεύτηκε, υποθέτω, να τους ζήσει, απαγχονισμένος, πλην, εις μάτην, διότι για την ιστορία, ο ποιητής μου φύτεψε μέσα του μια σφαίρα σ' ένα ψωραλέο αλσύλιο της επαρχιακής, άνευ υπονοίας εισαγωγικών, μικράς πόλεως της Πρεβέζης.
   Πάντως, θα πρέπει εδώ, μιας εξαρχής, να σημειώσω, πως το δικό μου βλέμμα δεν έπεφτε "κατακορύφως" ούτε σ' εκείνο το μελί του κοριτσιού ούτε στην πασίγνωστη "γύψινη γιρλάντα" του ποιητή μου' ένα χαριτόβρυτο σύμπλεγμα από Χερουβείμ και Σεραφείμ, που άδουνε - λες και τ' ακούω - με κείνη τη κατσαρή σερνικοθήλυκια φωνούλα τους και ταυτόχρονα χορεύουνε χορό βαρβαρικό, όλο τσαλίμι, σεκλέτι κι αντιστάσεις-κινήσεις, που εκτός των άλλων ευλόγων υποψιών σου, αναδεικνύουν και την πασίδηλη "ευφορία της σαρκός" τους.
   Μα, θα μου πεις, τι κάθομαι τώρα εδώ κι αναθυμάμαι και ιστορώ; Για τέτοιους θανάτους στο "ρελαντί" θα λέμε τώρα; Για κείνα τα γνωστά κι ηδονικά ολισθήματα εν τω κενώ μέσα μας; Να λέμε, "τώρα πατώνω", όπως ο πρωτοείσακτος έφηβος στην ερωτική συνάφεια ενώ, το ξέρουμε δα πολύ καλά, πως δε θα πατώσουμε ποτέ, γιατί απλούστατα κανείς πριν από μας, δεν πάτωσε ποτέ του.
   Πάντως, εγώ, μ' όλη την ταπεινοφροσύνη που με διακατέχει και με διακρίνει γι' αυτό μου το " εγώ", μιλώ για τους καθημερινούς, τους προσιτούς στο νου θανάτους μου, αυτούς που μόλις τραβήξεις την πρώτη σου γερή ρουφηξιά από 'να σέρτικο, μόλις κατεβάσεις στα γεμάτα μια γουλιά απ' το αψύ ρακί σου, νιώθεις αμέσως ν' ανανίπτεις, ν' ανασταίνεσαι, ολόκληρη την ύπαρξή σου ν' ανασυγκροτείται και ν' ανασυντάσσεται κατά την αρχική βούληση του δημιουργού και εν σοφία, κι όλα νεκρωμένα σου να ξαναπαίρνουνε φωτιά και να δουλεύουνε ρολόι ως δια μαγείας...

Τόλης Καζαντζής

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Ο «Μπλες» διήγημα του Τόλη Καζαντζή

..............................................................

 






Τόλης Καζαντζής
(1938 - 1991) 





Ο «Μπλες»

του Τόλη Καζαντζή


            Ήρθαν και πιάσανε το διαμέρισμα στο τρίτο πάτωμα στο μεγαράκι της γουναρούς. Ο πατέρας ψηλός κι αφρόπλαστος, φόραγε άσπρο μεταξωτό πουκάμισο και παντελόνι μπλε-σαξ. Μαζί ήταν και μια γριά ξερακιανή και μαυροφορεμένη κι ένα παιδάκι καλοζωισμένο, στη δικιά μας ηλικία, που το ‘χανε ντυμένο με μπλε ναυτικά ρούχα, καπέλο με κορδέλα πού ΄γραφε «αντιτορπιλλικόν Ασπίς», κι άσπρες, σοσόνια, κάλτσες. Ήρθαν λοιπόν και πιάσανε το διαμέρισμα στο τρίτο, εκεί που λίγο πριν, στην Κατοχή, καθόντανε ο «Περί-Νικολά» με τ’ όνομα, δοσίλογος, φόβος και τρόμος μες στη γειτονιά. Όσο ξεφόρτωναν απ΄ τα κάρα τα πράγματά τους, ο μικρός καθόταν ήσυχα απάνω σ΄ ένα μπόγο με ρούχα κι εμείς πήγαμε κοντά και βλέπαμε τα πράγματά τους, όλα πλούσια, από καρυδιά, τέτοια που κανένας δεν είχε στη γειτονιά κι ούτε σε κανενός το σπίτι είχαμε δει, παρά μονάχα τότε που αδειάζανε τα σπίτια των Εβραίων, ή τα ζωγραφιστά στο υπαίθριο θέατρο «Μακεδονικόν».
            Την άλλη μέρα μάθαμε πως ο κύριος, ο πατέρας, ήταν «ιατρός παθολόγος», έτσι έγραφε η μπρούντζινη ταμπελίτσα στην εξώπορτα, κι εκεί που παίζαμε η γριά έφερε το παιδί να παίξει μαζί μας. Σηκωθήκαμε και πήγαμε αλλού και παίζαμε τα πιο επικίνδυνα παιχνίδια μας. Ήτανε, βλέπεις, τα ναυτικά ολοκάθαρα ρούχα του παιδιού που τον κρατάγανε μακριά από μάς με το καμποτένιο μας σώβρακο και τα πληγιασμένα ξυπόλητα πόδια. Ακόμη ακόμη το ότι ο πατέρας του ήταν γιατρός, κάτι δηλαδή παραπάνω απ΄ τον δικό μας, του έδινε στα μάτια μας μιαν υπεροχή που ήταν αδύνατο να την υποφέρουμε. Δε θέλαμε, λοιπόν, καθόλου την παρέα του κι αυτός έκανε αρκετές μέρες να φανεί στη γειτονιά, κι ύστερα ένα απόγεμα ήρθε εκεί που καθόμασταν, στο πεζούλι του κυρ-Λεωνίδα του μπακάλη κι έκατσε αμίλητος παραπέρα. Τότε ήταν που ο Νώντας τον ρώτησε : «Πώς σε σε λένε, ρε Μπλε» κι εμείς δεν περιμέναμε το «Χρίστος» που μουρμούρισε εκείνος κι αμέσως του κολλήσαμε το «Μπλες». Εκείνο τ΄ απόγεμα δε βρίσκαμε ησυχία. Φαγωμάρα και γκρίνια αναμεταξύ μας. Έτσι στο τέλος χωριστήκαμε και μείναμε μονάχα ο Νώντας, ο Μάριος και γω. Μαζί μας έμεινε κι ο Μπλες. Όμως κι αυτοί που μείναμε δε λέγαμε να συμφωνήσουμε στα παιχνίδια και βριζόμασταν τα χειρότερα. Στο τέλος τα βάλαμε με το Μπλε που ακολουθούσε αμίλητος κι αμίλητος σκούπισε το χέρι του όταν τον βάλαμε να πιάσει μια βέργα πασαλειμμένη με σκατά, τη «χρυσή βεργίτσα» όπως τη λέγαμε, και όταν του είπαμε πως θα κατεβάσουμε το φεγγάρι και τον βάλαμε να κοιτάει ψηλά κι εμείς του κατουρήσαμε κι οι τρεις τα πόδια. Αυτό το αμίλητος μας έκανε θηρία, μια και για την ώρα δε βρίσκαμε άλλα χειρότερα να του κάνουμε. Τότε ο Μάριος είπε να πάμε στην κρυψώνα. Ήταν το υπόγειο ενός βομβαρδισμένου κι ακατοίκητου σπιτιού όπου κρύβαμε ό,τι χρήσιμο βρίσκαμε κι ό,τι βουτούσαμε από δω κι από κει. Μες στο υπόγειο ήταν σκοτάδι πίσσα, κι ο Μπλες που δεν ήξερε τα κατατόπια παρά λίγο να φάει τα μούτρα του. Ανάψαμε μια λάμπα που ‘χαμε κι εγώ άνοιξα ένα παλιό ντουλάπι κι έβγαλα τέσσερα τσιγάρα. Ο Μπλες δε θέλησε κι εμείς οι άλλοι τα καπνίσαμε μέχρι τέρμα. Έπειτα ο Νώντας έβαλε το Μπλε να κάτσει σε μια παλιοκαρέκλα, τάχατες για παιχνίδι, κι απότομα, στα κρυφά, του πέρασε απ΄ το στήθος ένα σκοινί και στο τέλος τον έδεσε χεροπόδαρα. Ο Μάριος τον ρώτησε «βουβός είσαι ρε», κι ο Μπλες έκανε «όχι», κι ο Μάριος του ‘δωσε μια καλαμιά κι ύστερα αρχίσανε και τον βαρούσανε αλύπητα. Ο Μπλες έκλαιγε ένα σιγανό κλάμα κι εκτός απ΄ τα δάκρυα άρχισε να τρέχει αίμα απ΄ τη μύτη του. Εγώ τους είπα να τον αφήσουνε κι ο Νώντας με τον Μάριο πήγαν πιο πέρα και κρυφομιλούσαν. Τότε βρήκα ευκαιρία και τον έλυσα, του ‘σφιξα μ’ ένα πανί το μπράτσο και του ‘πα να κρατάει ψηλά το κεφάλι του. Πήγα κοντά στους άλλους κι είπα «κρίμα είναι», κι ο Μάριος «είσαι να τον σκοτώσουμε;» με ρώτησε. Είπα «όχι» κι ο Νώντας «κανένας μας δεν είδε» επέμενε, κι εγώ πάλι «όχι» απάντησα, κι ο Μάριος «θα τον θάψουμε» μου είπε. Πήγα στον Μπλε και στάθηκα μπροστά του. Εκείνος δεν κατάλαβε τίποτα. Ο Μάριος κι ο Νώντας κάνανε τάχα τον αδιάφορο, μα σε μια στιγμή πέσανε απότομα επάνω μου κι οι δυο συνεννοημένοι, μ΄ έριξαν κάτω και πέσανε απάνω μου βαρώντας. Τον Μάριο τον νικούσα, με τον Νώντα, ήμασταν ισόπαλοι, όμως και με τους δυο, το ήξερα, δεν θα τα κατάφερνα στο τέλος. Μπόρεσα ωστόσο και σηκώθηκα. Στην αρχή τα πήγαινα καλά. Εκείνοι όμως ξέρανε και προσπαθούσανε να με κουράσουν. Λίγο λίγο έβλεπα τις δυνάμεις μου να φεύγουν. Όταν μάλιστα ο Νώντας μού κατάφερε μια δυνατή στη μύτη και με πήρανε τα αίματα, ήμουνα έτοιμος ν΄ αρπάξω τον Μπλε και να το σκάσουμε. Τότε όμως όρμησε εναντίον τους κι ο Μπλες. Δεν ήξερε κόλπα σαν και μας, όμως ήτανε θρεμμένος και δυνατός κι οι άλλοι αμέσως το κατάλαβαν και το ‘βαλαν στα πόδια. Μείναμε μονάχοι μας. Ο Μπλες έλυσε το μπράτσο του και με το ίδιο πανί μου ‘δεσε το δικό μου. «Κράτα ψηλά το κεφάλι», μού είπε.
            Την άλλη μέρα φόρεσε κι αυτός μαύρο καμποτένιο σώβρακο.-

Από τη συλλογή διηγημάτων «Η παρέλαση» (Ερμής 1976), σελίδες 18-20.

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

"Καρυωτάκης – Λαπαθιώτης, πλάι-πλάι…" γράφει ο Μεθόδιος Αργουμέντης (eimaistahaimoublogspot.gr, 17-18/2/2019)

..............................................................



Καρυωτάκης Λαπαθιώτης, πλάι-πλάι…









ΜΙΑ ΚΙΝΗΣΗ, ΜΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΜΟΝΑΧΑ…

        Στη γοητεία της σκιάς του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

ΜΙΑ ΚΙΝΗΣΗ, ΜΙΑ ΚΙΝΗΣΗ ΜΟΝΑΧΑ, - μια κίνηση περήφανη κι’ απλή (τόσο μικρή, τόσο μικρή, μέσ’ στο μεγάλο Σύμπαν, τόσο μικρή, τόσο μικρή, κι’ ασήμαντη, κι’ απλή, που ζήτημ’ αν κανένας μας θα πρέπη να τ’ ονομάση κίνηση, το τιποτένιο αυτό, που θάχη κάνει ο μυς ενός δαχτύλου, σ’ ένα μικρό μοχλό μιας μηχανής!) -, και θάχουν όλα, Θε μου, σταματήσει, και θάχω φύγει, ξαφνικά, για πάντα, ξεχνώντας όλα, ξαφνικά, για πάντα, ξεχνώντας όλ’ αυτά που, τώρα, ξαίρω, κι αυτά που, τώρα, ζω, - κι’ εσάς, κι’ εμένα -, ξεχνώντας όλα, ξαφνικά, για πάντα, ξεχνώντας όλ’ αυτά που, τώρα, ξαίρω, κι’ αυτά που τώρα, ζω, - κι’ εσάς, κι’ εμένα -, ξεχνώντας ως κι αυτή τη μικρή κίνηση, που θάχη κάνει ο μυς ενός δαχτύλου, στο μικρό μοχλό μιας μηχανής, - γιατί την είχα κάνει, για ποιο λόγο, και τι με παρακίνησε, μια μέρα, να την κάνω, και πώς την είχα κάνει, με ποιον τρόπο -, τον τρόπο, και το λόγο, και το πού! Και θάχω φύγει, αφίνοντάς σας Θε μου, το σπαραγμένο και φριχτό αυτό πράμα, που κάποτε ήταν ζωντανό, μιλούσε και γελούσε, που κάποτε είχε λογισμούς, και κίνηση, και δράση, και που όλοι πιστεύαμε, - ως κι’ εγώ -, πως είμ’ Εγώ! Και θάχω φύγει, αφίνοντάς σας, Θε μου, το δίχως νόημα, και φριχτό, και φοβερό αυτό πράμα, το σπαραγμένο, ματωμένο πράμα, που βιάζεστε να κρύψετε, να θάψετε στο χώμα, γιατί δε θάχη λόγο, μέσ’ στην Πλάση, και για να μην το βλέπετε στα μάτια σας, μπροστά σας, αφού δεν είναι πια, - κι’ ίσως δεν ήταν, κι’ ίσως ποτέ, πραγματικά να μην ήταν Εγώ! (να υπήρχε τρόπος, ως κι αυτό, να τ’ αφανίσω, που κάποτε, για λίγο, ήμουν Εγώ, και που όλοι μας πιστεύαμε, - ως κι εγώ -, πως είμ’ Εγώ, -  και που ίσως το πιστεύετε πως είμαι, ακόμα, Εγώ!)… Μα εγώ θάμαι φευγάτος κι’ από σας, κι’ απ’ όλα, - κι από μένα -, και θάχω γίνει Εκείνο που ήμουν πρώτα, το Κάτι Εκείνο, το Μεγάλο, Θε μου, που ήμουν πρώτα, που τώρα, Θε μου, δε μπορώ να ξαίρω τι σημαίνει, - το Κάτι Εκείνο, που Αγαπώ, και Τρέμω, και Το Θέλω, και που Το Περιμένω, μέσ’ τη Νύχτα, και κάθε μέρα, νάρχεται, Το Νιώθω, μέσ’ στη Νύχτα, σαν ένα Τέλος φοβερό κι ανέλπιδο, - ένα Τέλος, που θάταν, ίσως, μια Λαμπρή κι’ Αφάνταστην Αρχή!...

                                                               1940 (1942)                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                     

ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ (1888 – 1944)

                                           
                                                               
   «Στη γοητεία της σκιάς του ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ» αυτήν την προμετωπίδα επιλέγει ο Ναπολέων Λαπαθιώτης να βάλει στο δικό του σπαραχτικό κείμενο, 13 με 15 χρόνια μετά τη δημοσίευση των «Ιδανικών Αυτόχειρων» του Κώστα Καρυωτάκη («Ελεγεία και Σάτιρες» - 1927), του ποιητή που, ως δηλώνει και η προμετωπίδα, τον γοήτευσε και ενστερνίστηκε, ως φαίνεται και από το υπόλοιπο έργο του (ποιητικό και πεζογραφικό), τη σκιά του.

ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος…

Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896 – 1928)

   Προτελευταίο στις «Σάτιρές» του, το ποίημα του Καρυωτάκη. Σατιρικό, λοιπόν, το ποίημα, και σαρκαστικό απέναντι στο φόβο του θανάτου, σαρκαστικό απέναντι σ’ εκείνους δηλαδή, που ενώ έλκονται από την ιδέα της αναπότρεπτης αυτοχειρίας, έχουν τη «βεβαιότητα» (ή την ελπίδα;) πως κάτι θα γίνει πριν το τέλος και θα την αποφύγουν. Ματαίως, σαρκάζει ο ποιητής.

   Ο Λαπαθιώτης, καίτοι γοητευμένος από τον πεισιθάνατο Καρυωτάκη, στο πεζοτράγουδό του «Μια κίνηση, μια κίνηση μονάχα» φαίνεται πριν από το τέλος να φιλοσοφεί παρηγορητικά. Μ’ αυτές τις γραμμές τελειώνει τον σπαραχτικό μονόλογό του ο Λαπαθιώτης: «…το Κάτι Εκείνο, που Αγαπώ, και Τρέμω, και Το Θέλω, και που Το Περιμένω, μέσ’ τη Νύχτα, και κάθε μέρα, νάρχεται, Το Νιώθω, μέσ’ στη Νύχτα, σαν ένα Τέλος φοβερό κι ανέλπιδο, - ένα Τέλος, που θάταν, ίσως, μια Λαμπρή κι’ Αφάνταστην Αρχή!...». Πού θα γίνει αυτή η «Λαμπρή κι Αφάνταστη Αρχή» δεν το ορίζει ο ποιητής. Σε άλλο του πεζό ποίημα με τον τίτλο «Αυτόχειρες» ελπίζει σ’  αυτόν τον κόσμο, τον εδώ: «…Και πήρε την ανάσα του βαθιά!... Θ’ αυτοκτονούσε, δεν ήταν άλλη λύσις, - αλλά θ’ αυτοκτονούσε σα φιλόσοφος… Κι έγινε, τότε, μια γαλήνη μέσα του, που δεν την είχε ξαναδοκιμάσει… Κι όλα, κι όλα, γύρω του κι εντός του, πήραν μια καινούργια σημασία… Κι αγάπησε με πάθος τη ζωή του, λες και τη ζούσε πρώτη του φορά… Κι έζησε έτσι, δεν ξαίρω πόσα χρόνια – έζησε μάλλον όλα του τα χρόνια, πάντα με το σκοπό ν’ αυτοκτονήσει…». Πλατωνικές καταβολές διακρίνει ο σκηνοθέτης Τάκης Σπετσιώτης στο βιβλίο του για τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη «Χαίρε Ναπολέων» (εκδ. Άγρα, 1999): «Ο φιλοσοφικός βίος (αλλά θ’ αυτοκτονούσε σαν φιλόσοφος) έχει λοιπόν τη ρητή σημασία μιας νίκης επί του θανάτου. Μ’ αυτό τον τρόπο στερεί από το θάνατο τη ριζική του αρνητικότητα. Ο πλατωνικός φιλόσοφος θριαμβεύει επί του θανάτου, με την έννοια πως δεν τρέπεται σε φυγή μπροστά του, πως τον κοιτάζει κατάματα. Φιλοσοφία σημαίνει μελέτη θανάτου. Όσοι φιλοσοφούν, μπορούν να υπάρχουν ως ζώντες-νεκροί, ή να εκδηλώνουν την ύπαρξή τους, ως μια αναβληθείσα αυτοκτονία. Η αυτοκτονία αποτελεί την πραγματική απαρχή κάθε φιλοσοφίας.- Εκείνοι που φιλοσοφούν ορθά ασκούνται στο να πεθαίνουν και κανείς στον κόσμο δε φοβάται λιγότερο απ’ αυτούς το θάνατο (Φαίδων, 67ε)».

   Και ως τη στιγμή της αυτοκτονίας, έχει καλώς. Στις τελευταίες γραμμές του μονολόγου «…- σ’ ένα Τέλος φοβερό κι ανέλπιδο, - ένα Τέλος, που θα ‘ταν, ίσως, μια Λαμπρή κι Αφάνταστην Αρχή!...» διακρίνεται συνοπτικά, όπως και σε ορισμένα άλλα ποιήματά του, μια μεταφυσική, ανοργάνωτη που ανταποκρίνεται περισσότερο σε διαθέσεις ή σε φιλοσοφικές καταβολές του ρομαντισμού. Σα να διαφαίνεται ελπίδα μιας συνέχειας στη μετέπειτα ζωή. Επισημαίνω ωστόσο και την επίκληση του Θεού – μάλιστα 5 φορές μέσα στο μονόλογο – που ίσως θα μπορούσε να μιλήσει κανείς και για μεταφυσική θρησκευτικού χαρακτήρα, παρ’ ότι ο ποιητής είχε ζητήσει – απ’ τον τότε Αρχιεπίσκοπο, μάλιστα – να διαγραφεί από το «ποίμνιο» της εκκλησίας, όταν είχε «φλερτάρει» επ’ ολίγον και με τις ιδέες του κομμουνιστικού κινήματος. Είναι χαρακτηριστικό το σπουδαίο ποίημα του Λαπαθιώτη «Εκ Βαθέων» («Λυπήσου με, Θε μου, στο δρόμο που πήρα… - Λυπήσου με, Θε μου, στην απόγνωσή μου…») – τολμώ να πω – για το ότι δεν είχε κόψει τους δεσμούς του με το θρησκευτικό στοιχείο.

   Αντίθετα, τίποτα, απ’ όλ’ αυτά, δεν υπάρχει στον Καρυωτάκη. Η πραγματικότητα είναι πόνος, σωματικός και ψυχικός. Η ζωή εδώ είναι ή ήταν μόνο χώρος νοσταλγίας, νοσταλγίας με την κυριολεκτική της έννοια. Το να επιστρέφει κανείς εδώ πονάει. Οπότε ας απολαύσει την αναχώρησή του. Είναι η μόνη του δικαίωση.  (…Ύστερα και του βίου μου την προσπάθεια / αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει / ωραία-ωραία με χώμα και με αγκάθια» - «Δικαίωσις»).


"Εκ βαθέων" - Ναπ. Λαπαθιώτης / Θάνος Ανεστόπουλος






"Δικαίωσις" - Κ. Καρυωτάκης / Ηδύλη Τσαλίκη






ΔΙΚΑΙΩΣΙΣ

Τότε λοιπόν αδέσποτο θ’ αφήσω
να βουίζει το Τραγούδι απάνωθέ μου.
Τα χάχανα του κόσμου, και του ανέμου
το σφύριγμα, θα του κρατούν τον ίσο.

Θα ξαπλωθώ, τα μάτια μου θα κλείσω,
και ο ίδιος θα γελώ καθώς ποτέ μου.
«Καληνύχτα, το φως χαιρέτισέ μου»
θα πω στον τελευταίο που θ’ αντικρίσω.

Όταν αργά θα παίρνουμε το δρόμο,
η παρουσία μου κάπως θα βαραίνει
—πρώτη φορά— σε τέσσερων τον ώμο.

Ύστερα, και του βίου μου την προσπάθεια
αμείβοντας, το φτυάρι θα με ραίνει
ωραία ωραία με χώμα και με αγκάθια.