..............................................................
(Θεσσαλονίκη 1908-1935)
Σ’ ἀγαπῶ καὶ μὲ λόγια σκληρὰ ἂς μιλῶ σὰ σὲ βλέπω.
Εἶναι ἡ ἀγάπη μου ἀπέραντη, σὰν τοῦ ἥλιου τὸ φῶς.
Μυστικὰ θὰ λατρεύεσαι, σὺ ποὺ εἶσαι γιὰ μένα
τῶν ὀνείρων μου στόλισμα κι ὁ κρυφὸς στοχασμός.
Σὲ πονῶ κι ἂς γελῶ μὲ κακία τῆς καρδιᾶς σου τὸν πόνο.
Τῆς ἀγάπης σου σκλάβα εἶμαι κι ὄχι κυρά.
Κι ἂν ἀγέρωχα διώχνω τὰ γλυκά σου τὰ χάδια,
ἄλλα χάδια σοῦ παίρνω πιὸ πολὺ τρυφερά.
ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΘΟΥΛΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ-ΒΑΦΟΠΟΥΛΟΥ
(Θεσσαλονίκη 1908-1935)
Σ’ ἀγαπῶ καὶ μὲ λόγια σκληρὰ ἂς μιλῶ σὰ σὲ βλέπω.
Εἶναι ἡ ἀγάπη μου ἀπέραντη, σὰν τοῦ ἥλιου τὸ φῶς.
Μυστικὰ θὰ λατρεύεσαι, σὺ ποὺ εἶσαι γιὰ μένα
τῶν ὀνείρων μου στόλισμα κι ὁ κρυφὸς στοχασμός.
Σὲ πονῶ κι ἂς γελῶ μὲ κακία τῆς καρδιᾶς σου τὸν πόνο.
Τῆς ἀγάπης σου σκλάβα εἶμαι κι ὄχι κυρά.
Κι ἂν ἀγέρωχα διώχνω τὰ γλυκά σου τὰ χάδια,
ἄλλα χάδια σοῦ παίρνω πιὸ πολὺ τρυφερά.
(«Σ᾽ ἀγαπῶ» ἀπὸ τἰς «Νύχτες ἀγρύπνιας» τῆς Ἀνθούλας Σταθοπούλου-Βαφοπούλου)
Ὅπως ἦταν ὁ τίτλος τῆς μοναδικῆς της συλλογῆς, ἔτσι ἦταν καί ἡ λιγοστή
ζωή τῆς ἀδικημένης ἀπό τή μοίρα ποιήτριας Ἀνθούλας
Σταθοπούλου-Βαφοπούλου. Καταγόμενη ἀπό τήν Πολυθέα Τρικάλων, γεννήθηκε
στή Θεσσαλονίκη (1908) καί ὕστερα ἀπό μόλις 27 χρόνια πέθανε στό
σανατόριο τοῦ Ἀσβεστοχωρίου τῆς ἴδιας πόλης (16 Ἀπριλίου 1935).
Ἦταν σύζυγος τοῦ ποιητῆ Γιώργου Βαφόπουλου (1932). Χτυπημένη ὅμως ἀπὸ τὴ φυματίωση, δὲν μπόρεσε νὰ χαρεῖ καὶ νὰ ἐκμεταλλευτεῖ δημιουργικὰ τὸ πλούσιο ταλέντο της καὶ τοὺς εὐρεῖς λογοτεχνικοὺς ὁρίζοντες ποὺ ἄνοιγαν μπροστά της, δεδομένης καὶ τῆς ὕπαρξης στὴ ζωή της τοῦ δυναμικοῦ καὶ ἄκρως μεθοδικοῦ συζύγου της. Ἡ ἀσθένεια τῆς ἀφήρεσε πολὺ νωρὶς κάθε ζωτικότητα καὶ ἐπιθυμία γιὰ ὄνειρα. Ὁ πλησιόχωρος θάνατος ἔστεκε ἐμπόδιο ἀνυπέρβλητο μπροστὰ σὲ κάθε ἀπελπισμένη προσπάθειά της γιὰ ζωὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ἐξέλιξη.
Ἡ πρώτη ἐπίσημη καὶ σοβαρὴ λογοτεχνική της ἐμφάνιση ἔγινε στὴ "Νέα Ἑστία" τὸ 1930 σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ τύπωσε τὴ μοναδική της ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τίτλο " Νύχτες ἀγρύπνιας " (1931).
Στὶς παραδοσιακὲς φόρμες τῶν ποιημάτων αὐτῶν ἡ Ἀνθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου ἀφήνει νὰ ξεχειλίσει ὅλη ἡ πρώιμη πίκρα της καὶ νὰ διαφανεῖ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς τὸ πλούσιο ποιητικό της ταλέντο. Ὁ στίχος της κυλάει ὁρμητικός, ἀνεμπόδιστος ἀπὸ τεχνικὲς δυσκολίες καὶ μὲ μιὰ ξέφρενη πολλὲς φορὲς βία, τἀχα θέλοντας νὰ προλάβει νὰ μιλήσει καὶ νὰ πεῖ ὅσο περισσότερα μπορεῖ. Φοβούμενη ὅτι στὴν ἑπόμενη λέξη θὰ τὴ βρεῖ ὁ θάνατος, κατορθώνει νὰ μὴν ἀσθμαίνει, ἀπελευθερώνοντας μονάχα ὅλο καὶ πιὸ πολλὰ δάκρυα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσδίδει τραγικὴ ὑφὴ τόσο στὴν ποίησή της, ὅσο καὶ στὴν ἴδια της τὴ ζωή. Ἀποβαίνει ἐκρη-κτικὸς χαρακτήρας μὲ ἀπρόβλεπτες ἐξάρσεις. Μέσα στὸν βαθύ συναισθηματισμό της μὲ τὸ πηγαῖο ἐρωτικὸ ὑπόστρωμα μπλέκεται ἡ αἴσθηση τῆς ἀπώλειας τοῦ βίου καὶ τὸ γκρέμισμα τῶν ὀνείρων. Ὁ ποιητικός της λόγος γίνεται ἔτσι μιὰ μόνιμη κραυγὴ ἀγωνίας, ἀπελπισίας καὶ θρήνου. Ἀλλὰ μέσα σ' αὐτά τὰ πένθιμα καὶ ἀποτρόπαια ὁράματα ποὺ ἐπιδεινώνουν τὸ ποιητικὸ τοπίο, ἡ ποιήτρια καταξιώνεται σὲ κάτι τὸ θαυμαστὸ καὶ ἀναπάντεχο: διατηρεῖ ὅλη τὴ φρεσκάδα τῆς νιότης της, ὅλη τὴν παιδικότητά της καὶ τὴν γονιμοποιὸ ἀκμὴ τοῦ φύλου της. Ἀκόμα καὶ τό ξόρκισμα τοῦ θανάτου τὸ κάνει μὲ ὅλο τὸ ἄδολο παράπονο τῆς νεανικότητάς της καὶ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ δίκιου ποὺ ἔχουν τὰ νιάτα καὶ ὅλοι οἱ μελλοθάνατοι.
Μπόρεσε νὰ γράψει ἀκόμα πέντε διηγήματα καὶ δύο θεατρικὰ ἔργα. Ὅλα τὰ γραπτά της βρίσκονται συγκεντρωμένα στὸν τόμο ποὺ ἐπιμελήθηκε καὶ ἐξέδωσε μὲ τὴ χορηγία τοῦ Δήμου Θεσσαλονίκης ὁ σύζυγός της Γιῶργος Βαφόπουλος ὑπὸ τὸν τίτλο "Ἔργα" (1936). Ὁ πρόλογος στὸν τόμο αὐτόν κοσμεῖται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου Ξενοπούλου.
Ἦταν σύζυγος τοῦ ποιητῆ Γιώργου Βαφόπουλου (1932). Χτυπημένη ὅμως ἀπὸ τὴ φυματίωση, δὲν μπόρεσε νὰ χαρεῖ καὶ νὰ ἐκμεταλλευτεῖ δημιουργικὰ τὸ πλούσιο ταλέντο της καὶ τοὺς εὐρεῖς λογοτεχνικοὺς ὁρίζοντες ποὺ ἄνοιγαν μπροστά της, δεδομένης καὶ τῆς ὕπαρξης στὴ ζωή της τοῦ δυναμικοῦ καὶ ἄκρως μεθοδικοῦ συζύγου της. Ἡ ἀσθένεια τῆς ἀφήρεσε πολὺ νωρὶς κάθε ζωτικότητα καὶ ἐπιθυμία γιὰ ὄνειρα. Ὁ πλησιόχωρος θάνατος ἔστεκε ἐμπόδιο ἀνυπέρβλητο μπροστὰ σὲ κάθε ἀπελπισμένη προσπάθειά της γιὰ ζωὴ καὶ καλλιτεχνικὴ ἐξέλιξη.
Ἡ πρώτη ἐπίσημη καὶ σοβαρὴ λογοτεχνική της ἐμφάνιση ἔγινε στὴ "Νέα Ἑστία" τὸ 1930 σὲ ἡλικία 22 ἐτῶν. Τὴν ἑπόμενη χρονιὰ τύπωσε τὴ μοναδική της ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τίτλο " Νύχτες ἀγρύπνιας " (1931).
Στὶς παραδοσιακὲς φόρμες τῶν ποιημάτων αὐτῶν ἡ Ἀνθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου ἀφήνει νὰ ξεχειλίσει ὅλη ἡ πρώιμη πίκρα της καὶ νὰ διαφανεῖ ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς τὸ πλούσιο ποιητικό της ταλέντο. Ὁ στίχος της κυλάει ὁρμητικός, ἀνεμπόδιστος ἀπὸ τεχνικὲς δυσκολίες καὶ μὲ μιὰ ξέφρενη πολλὲς φορὲς βία, τἀχα θέλοντας νὰ προλάβει νὰ μιλήσει καὶ νὰ πεῖ ὅσο περισσότερα μπορεῖ. Φοβούμενη ὅτι στὴν ἑπόμενη λέξη θὰ τὴ βρεῖ ὁ θάνατος, κατορθώνει νὰ μὴν ἀσθμαίνει, ἀπελευθερώνοντας μονάχα ὅλο καὶ πιὸ πολλὰ δάκρυα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ προσδίδει τραγικὴ ὑφὴ τόσο στὴν ποίησή της, ὅσο καὶ στὴν ἴδια της τὴ ζωή. Ἀποβαίνει ἐκρη-κτικὸς χαρακτήρας μὲ ἀπρόβλεπτες ἐξάρσεις. Μέσα στὸν βαθύ συναισθηματισμό της μὲ τὸ πηγαῖο ἐρωτικὸ ὑπόστρωμα μπλέκεται ἡ αἴσθηση τῆς ἀπώλειας τοῦ βίου καὶ τὸ γκρέμισμα τῶν ὀνείρων. Ὁ ποιητικός της λόγος γίνεται ἔτσι μιὰ μόνιμη κραυγὴ ἀγωνίας, ἀπελπισίας καὶ θρήνου. Ἀλλὰ μέσα σ' αὐτά τὰ πένθιμα καὶ ἀποτρόπαια ὁράματα ποὺ ἐπιδεινώνουν τὸ ποιητικὸ τοπίο, ἡ ποιήτρια καταξιώνεται σὲ κάτι τὸ θαυμαστὸ καὶ ἀναπάντεχο: διατηρεῖ ὅλη τὴ φρεσκάδα τῆς νιότης της, ὅλη τὴν παιδικότητά της καὶ τὴν γονιμοποιὸ ἀκμὴ τοῦ φύλου της. Ἀκόμα καὶ τό ξόρκισμα τοῦ θανάτου τὸ κάνει μὲ ὅλο τὸ ἄδολο παράπονο τῆς νεανικότητάς της καὶ τοῦ ὁλοκληρωτικοῦ δίκιου ποὺ ἔχουν τὰ νιάτα καὶ ὅλοι οἱ μελλοθάνατοι.
Μπόρεσε νὰ γράψει ἀκόμα πέντε διηγήματα καὶ δύο θεατρικὰ ἔργα. Ὅλα τὰ γραπτά της βρίσκονται συγκεντρωμένα στὸν τόμο ποὺ ἐπιμελήθηκε καὶ ἐξέδωσε μὲ τὴ χορηγία τοῦ Δήμου Θεσσαλονίκης ὁ σύζυγός της Γιῶργος Βαφόπουλος ὑπὸ τὸν τίτλο "Ἔργα" (1936). Ὁ πρόλογος στὸν τόμο αὐτόν κοσμεῖται ἀπὸ τὸ ὄνομα τοῦ Γρηγορίου Ξενοπούλου.
H.K.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου