Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2017

"Αυταπάτες ή ψέματα;" γράφει ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος & "Το ψέμα ως πολιτική έννοια" γράφει ο Κύρκος Δοξιάδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 25.02.2017, 07.02.2017, αντίστοιχα)

....................................................

Αυταπάτες ή ψέματα;

Αριστερά  
 EUROKINISSI/ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ


Ενα από τα επίδικα ζητήματα που θα καθορίσουν το αποτέλεσμα των εκλογών, είναι το αν ο ΣΥΡΙΖΑ είπε ψέματα για να τις κερδίσει πριν από δύο χρόνια.
Διάβασα λοιπόν με μεγάλο ενδιαφέρον το κείμενο του Κύρκου Δοξιάδη στην «Εφημερίδα των Συντακτών» («Το ψέμα ως πολιτική έννοια») και θα αποπειραθώ να πω δυο λόγια σχετικά, όχι για να αναιρέσω αλλά για να προσθέσω.
Ομολογώ πάντως ότι βρίσκομαι σε δύσκολη θέση, επειδή τα λόγια μου μπορεί να εκληφθούν ως έμμεση συνηγορία υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ.
Πράγμα παράξενο, δεδομένου ότι η ιδέα που έχω για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σαφώς χειρότερη από εκείνη του φίλου Κύρκου.
Σε πρώτη ματιά φαίνεται ακαταμάχητο το επιχείρημα ότι ο Αλέξης Τσίπρας είτε δεν είχε καταλάβει τι συνέβαινε είτε έλεγε ψέματα.
Φαίνεται, αλλά δεν είναι. Γιατί, αν θέλουμε να ακριβολογήσουμε, ψέματα λέμε όποτε ισχυριστούμε ότι ισχύει κάτι ενώ έχουμε πλήρη επίγνωση ότι δεν ισχύει, ή όποτε δώσουμε μια υπόσχεση την οποία δεν σκοπεύουμε να τηρήσουμε.
Κλασικά παραδείγματα: Στο σχολείο, η δικαιολογία όταν μας έπιαναν αδιάβαστους ήταν ότι χτες μας πονούσε η κοιλιά μας ή, όταν μεγαλώσουμε, λέμε σε κάποιον που θέλουμε να αποφύγουμε «θα σου τηλεφωνήσω οπωσδήποτε» για να τον ξεφορτωθούμε.
Και στις δύο περιπτώσεις ξέρουμε πως ούτε το ένα ούτε το άλλο αληθεύουν.
Αν όμως αποδεχθούμε αυτόν τον ορισμό, θα έλεγα ότι η λέξη «ψέματα» του ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον ανακριβής.
Δεν γνωρίζω τους προεκλογικούς σχεδιασμούς στα ενδότερα της Κουμουνδούρου.
Και ομολογώ ότι μερικούς από τους συμμετάσχοντες –αναφέρομαι στον πολύ στενό κύκλο– τους έχω ικανούς να κάνουν οτιδήποτε (στο όνομα της Αριστεράς, εννοείται!).
Αυτό όμως δεν είναι επιχείρημα, αλλά δική μου εκτίμηση.
Μπορώ πάντως να μιλήσω για ψηφοφόρους, στελέχη, ακόμα και για μετέπειτα υπουργούς επειδή τους γνωρίζω και θυμάμαι τι μου έλεγαν, και κυρίως τι δεν μου έλεγαν.
Το προεκλογικό «αφήγημα» είχε ως εξής: Η απειλή ότι το Μνημόνιο θα σκιστεί και θα 'ναι μέρα μεσημέρι, σε συνδυασμό με την επιεικώς αφελή προσδοκία ότι οι εταίροι/δανειστές θα αναγκαστούν να σεβαστούν την ετυμηγορία του ελληνικού λαού θα έλυναν το πρόβλημα.
Επεσαν έξω. «Είχαμε αυταπάτες», ομολογούν σήμερα. Γιατί τις είχαν όμως;
Απλή η απάντηση: Ηταν αδύνατο να μην τις έχουν. Διότι σύμφωνα με την επωδό του αντιπολιτευόμενου ΣΥΡΙΖΑ, τα Μνημόνια επιβλήθηκαν επειδή οι προηγούμενοι δεν διέθεταν τα κότσια να πουν όχι.
Αν λοιπόν στην Κουμουνδούρου είχαν υπολογίσει σωστά τα πράγματα, δηλαδή χωρίς αυταπάτες, μόνο ένα πράγμα θα μπορούσαν να υποσχεθούν: ότι οι άλλοι δέχθηκαν αγόγγυστα το στρίμωγμα από τους δανειστές, ενώ εμείς θα κάνουμε το ίδιο, διαμαρτυρόμενοι όμως και με βαριά καρδιά.
Νομίζετε ότι τέτοιου είδους εξαγγελίες κερδίζουν εκλογές;
Εχω την εντύπωση ότι αυτού του τύπου η προσέγγιση, δηλαδή η ανάλυση του λόγου που χρησιμοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ, σίγουρα μας βοηθάει να καταλάβουμε τι συνέβη, αλλά μέχρι ενός σημείου.
Γιατί οι καταστάσεις, και μάλιστα οι απίστευτα περίπλοκες σαν αυτή που ζούμε, επιδέχονται διαφορετικές αναγνώσεις.
Οι οποίες απορρέουν από άλλες οπτικές γωνίες που μετατοπίζουν την έμφαση και προσδίδουν διαφορετική σημασία στα πράγματα.
Νομίζω λοιπόν ότι η εκλογική νίκη του Ιανουαρίου 2015 ήταν η λυτρωτική κατάληξη της αφήγησης που ξεκινάει από την Κατοχή και τον Εμφύλιο και καταλήγει στην επανόρθωση μιας ιστορικής αδικίας την οποία υπέστη η Αριστερά.
Το «πρώτη φορά Αριστερά» δεν αναφέρεται απλώς σε κάτι καινούργιο, μια τομή στον χρόνο, αλλά αποτελεί την αναδρομική δικαίωση όσων είχαν κερδίσει την εξουσία στο παρελθόν καθαρά και με το σπαθί τους, αλλά οι τότε κακοί, και πάλι με τη βοήθεια των ξένων, τους την πήραν μέσα από τα χέρια.
Το «πρώτη φορά Αριστερά» ήταν η καθυστερημένη δικαίωση μιας κοσμογονίας που κατεπνίγη εν τη γενέσει.
Αυτό τουλάχιστον εισέπραξα μιλώντας με αριστερούς τους μήνες πριν από τις εκλογές, όταν το ποτάμι φούσκωνε, και αμέσως μετά.
Και στις αξέχαστες εκείνες ημέρες, τότε που οι ανατρεπτικές και λεβέντικες ατάκες του Αλέξη Τσίπρα διεύρυναν συνεχώς τη διαφορά από τη Ν.Δ., δεν θυμάμαι κανέναν, μα κανέναν απολύτως, να είπε σε κάποια στιγμή, για σταθείτε, ρε παιδιά, μήπως παραμυθιάζουμε τον κόσμο, μήπως τάζουμε με υπερβολική ευκολία πράγματα που δεν γίνονται;
Εδώ θέλω να καταλήξω. Είμαι σίγουρος ότι κανείς δεν είπε ψέματα, κανείς δεν θέλησε να εξαπατήσει.
Απλώς η χαρά για τη διαφαινόμενη νίκη ήταν τόσο μεγάλη που δεν τους επέτρεψε να θέσουν στον εαυτό τους τα ερωτήματα που σήμερα τα βρίσκουν μπροστά τους.
Τις δυσκολίες τις οποίες επικαλούνται για να δικαιολογήσουν την αθέτηση των υποσχέσεών τους δεν τις απέκρυψαν προεκλογικά – τις απώθησαν.
Και δεν χρειάζεται να είσαι ψυχολόγος για να ξέρεις ότι άλλο το ψέμα και άλλο να κρύβεις από τον ίδιο τον εαυτό σου, πόσο μάλλον από τους άλλους, κάτι δυσάρεστο που δεν μπορείς να αντέξεις.

 Κι εδώ το εξ αφορμής άρθρο του Κύρκου Δοξιάδη:



Το ψέμα ως πολιτική έννοια




Ταξιτζής τις προάλλες, αναφερόμενος στον Αλέξη Τσίπρα: «Μου είχε πει ότι θα βάλει ΦΠΑ 13%; Ναι. Εβαλε τελικά 23%; Ναι. Αρα είναι ψεύτης και μου είχε πει ψέματα για να τον ψηφίσω».
Είναι κοινότοπο καλαμπούρι ότι οι συζητήσεις με οδηγούς ταξί συχνά αποτελούν αποκαλυπτικές σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης.
Στην προκειμένη περίπτωση, ας πούμε ότι τούτη η κουβέντα «αποκάλυψε» κάτι που ήδη διαφαινόταν και σε «κανονικές» δημοσκοπήσεις: ότι η μεγάλη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων του ΣΥΡΙΖΑ συνίσταται κυρίως στην αίσθηση πως το εν λόγω κόμμα και ο αρχηγός του είπαν ψέματα στον κόσμο προκειμένου να κερδίσουν στις εκλογές.
Ταυτόχρονα, και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο προφανώς, τα περί ψεμάτων Τσίπρα και ΣΥΡΙΖΑ είναι μάλλον το πιο εύκολα πιστευτό στοιχείο της αντικυβερνητικής προπαγάνδας που μεθοδεύεται τώρα από το κοινωνικο-πολιτικό και επικοινωνιακό καθεστώς.
Πολύς κόσμος δείχνει να έχει αληθινά εξοργιστεί, πιστεύοντας πως έχει εξαπατηθεί, και βέβαια το γεγονός αυτό η αντιπολίτευση το εκμεταλλεύεται στο έπακρο.
Μέσα στις άγριες προπαγανδιστικές συνθήκες του σύγχρονου ελληνικού πολιτικού λόγου, το «Δεν είπαμε ψέματα, είχαμε αυταπάτες» είναι αδύνατον να πείσει κανέναν εκτός από τους ήδη πεισμένους.
Από την άλλη, η τόσο μεγάλη απογοήτευση που υπέστη ο κόσμος εξ αιτίας των ψεμάτων που πιστεύει ότι του είπαν κάποιοι πολιτικοί είναι μάλλον πρωτοφανής.
Ιστορικά μιλώντας, παρατηρούμε πως υπάρχει μια αδιάρρηκτη σχέση μεταξύ πολιτικής και ψέματος με μακρά παράδοση στη σύγχρονη ελληνική -και όχι μόνο- κοινωνία.
Η κωμωδία «Ζητείται ψεύτης» του 1961 μαρτυρεί πως ήδη, κάμποσα χρόνια πριν από τη δικτατορία του 1967, στη συνείδηση του πολύ κόσμου, η συστηματική ψευδολογία από τους πολιτικούς, είτε προς την εκλογική τους πελατεία είτε προς το εκλογικό σώμα γενικότερα, είχε καθιερωθεί ως κάτι απολύτως αναμενόμενο, φυσιολογικό, αναπόφευκτο – εν τέλει ίσως και αποδεκτό: η παροιμιώδης μορφή του «Ψευτοθόδωρου» που υποδύεται ο Ντίνος Ηλιόπουλος παρουσιάζεται σχεδόν συμπαθητική.
(Πολλά χρόνια αργότερα, θα συναντήσουμε μια αντίστοιχη «σχεδόν συμπαθητική» μορφή στον αφοπλιστικά κυνικό υποκριτή Sir Humphrey της περίφημης βρετανικής σατιρικής σειράς «Μάλιστα κύριε Υπουργέ».)
Δεν θα ήταν υπερβολικό να πούμε πως η ανειλικρίνεια, η υποκρισία, η διαστρεβλωτική ωραιοποίηση των πραγματικών καταστάσεων και, κυρίως, οι μη πραγματοποιήσιμες υποσχέσεις από πλευράς πολιτικών είχαν καταστεί εγγενές στοιχείο της πολιτικής ζωής, όχι μόνον όπως η τελευταία πράγματι ήταν αλλά και όπως ο πολύς κόσμος πίστευε –και τελικά αποδεχόταν– πως ήταν.
Το ψέμα με τις πολλαπλές του εκδοχές είχε καταξιωθεί ως απαραίτητο στοιχείο της ίδιας της λειτουργίας του αστικού πολιτικού συστήματος.
Πέρα από σάτιρες και απαξιωτικές γενικεύσεις (που μεταξύ άλλων είχαν επενεργήσει ως άλλοθι για αντιδημοκρατικές εκτροπές και για το ίδιο το χουντικό πραξικόπημα), σημασία έχει ότι το πολιτικό ψέμα είχε αναδειχθεί ως συγκροτητικό στοιχείο της ίδιας της επικυρίαρχης ιδεολογικής αναπαράστασης του πολιτικού γίγνεσθαι.
Από τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες έως τις εκλογές του 2015 που ανέτρεψαν το πολιτικό σκηνικό, ψέμα και πολιτική στη λαϊκή συνείδηση ήταν κάτι σαν τον Μάρτη και τη Σαρακοστή.
Επαναλαμβάνω πως το φαινόμενο είναι διεθνές – εξ ου και τα περί «μετα-αλήθειας» που τελευταία είναι του συρμού.
Μάλλον το πιο σοβαρό πρόβλημα ιδεολογικής στρατηγικής που συναντά η Αριστερά, ιδίως στην Ελλάδα που βρίσκεται στην κυβέρνηση, είναι η αδυναμία να κατανοεί τις προσδοκίες ενός κόσμου που την ψηφίζει χωρίς να είναι «ήδη» αριστερός.
Με άλλα λόγια, απαραίτητη προϋπόθεση για την απόκτηση της περιπόθητης ιδεολογικής ηγεμονίας είναι να γνωρίζει η Αριστερά τι περιμένουν από εκείνην άνθρωποι χωρίς «αριστερή συνείδηση» αλλά που ωστόσο θέλουν να τη στηρίξουν.
Ας μη γελιόμαστε. Κάτι που στην Αριστερά, ενώ το γνωρίζουμε, συχνά δυσκολευόμαστε να το «χωνέψουμε» είναι ότι πολλοί ψηφοφόροι είτε αγνοούν είτε δεν συμφωνούν είτε δεν ενδιαφέρονται για τα περί του τελικού σκοπού του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας.
Για πολλούς, το 13% ΦΠΑ είναι όντως αυτό που περιμένουν από το κόμμα της Αριστεράς.
Δηλαδή, ακριβέστερα: να υποσχεθεί 13% ΦΠΑ και να το τηρήσει – αλλιώς, να μην το υποσχεθεί.
Για την Αριστερά η ειλικρίνεια δεν είναι ζήτημα «ηθικής συνέπειας». Θα ήταν λάθος να το βλέπει έτσι.
Ηθικολογώντας περί ειλικρίνειας, θα έδινε στον εαυτό της τη δυνατότητα να δικαιολογεί την ασυνέπεια και την ανειλικρίνειά της στο όνομα του ρεαλισμού.
Αντιθέτως, ακριβώς επειδή στην κυριαρχούσα αφήγηση περί πολιτικής το ψέμα είναι ταυτισμένο με τα αστικά κόμματα, θα ήταν ρεαλιστικό εγχείρημα για την Αριστερά να κερδίσει τον κόσμο πείθοντάς τον ότι «κάνει τη διαφορά» τουλάχιστον σε αυτό.

*καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

"ΤΑ EΞΥΠΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ" ποίημα του Χάρη Μελιτά (facebook, 27/2/2017)

.....................................................





Xάρης Μελιτάς





 

ΤΑ EΞΥΠΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ


Τα έξυπνα ποιήματα δεν γράφονται.
Στριφογυρίζουν στο μυαλό και χάνονται
σαν τρομαγμένοι χαρταετοί
που σπάνε την καλούμπα ξαφνικά
να κρύψουν τις αλήθειες τους στα νέφη.
Λυπούνται να λερώσουνε την Καθαρή Δευτέρα
με μαύρα ανεξίτηλα σημάδια
να μαρτυρήσουν πως το δάκρυ των πληγών
χύνεται κόκκινο χαλί για βασιλιάδες.
Φοβούνται να μιλήσουν στα παιδιά
για το παλιό ναυάγιο της ελπίδας
να πουν για κάτι λέξεις ετοιμόγεννες
που σέρνονται αδέσποτα σκυλιά
στη μολυσμένη έρημο του χρόνου.

Τα έξυπνα ποιήματα δεν γράφονται.
Πέφτουν στα σύρματα του νου κι αυτοκτονούνε.


Χάρης Μελιτάς


ΑΠΟ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΛΗΤΤΟΥΝ ΣΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ...

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2017

"Της Ματζουράνενας το χάλασμα" Διήγημα του Αθανασίου Θ. Γκράβαλη (1890 1974))

.....................................................








Αθανάσιος Θ. Γκράβαλης
(1890 - 1974)*








 Της Ματζουράνενας το χάλασμα




·       
         Διήγημα του Αθανασίου Θ. Γκράβαλη (1890-1974)

    ΣΑΝ ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΡΗΜΑΞΕΙ και γκρεμνιστεί και φυτρώσουν χορτάρια στα θεμέλια του και δεν μείνει πέτρα πάνω στην πέτρα, το λένε χάλασμα. Τότες οι γειτόνοι ρίχνουν τα σκουπίδια τους μέσα σ’ αυτό και μαζεύουνται και τα μωρά και παίζουν. Τα θεμέλια δεν λένε τίποτε ποτές κι ούτε ρωτούν τίποτε τα μωρά που παίζουν με δυνατές φωνές και το κάνουν το χάλασμα να ζωντανεύει κι αυτό, όπως τα μάγουλά τους που γίνονται κατακόκκινα, κνικάτα.
   Πριν να γίνει χάλασμα «της Ματζουράνενας το χάλασμα» ήτανε σπίτι.
   Η Ματζουράνενα ήτανε τότες μια στο μαχαλά. Καλοφαγού, λουσάτη, γλεντζού, πρώτη στα λειτουργήματα, πρώτη στα σεργιάνια.
   Η Γιουργής, ο νοικοκύρης της, ανέβαινε στο σπίτι πάντα με γεμάτα τα χέρια.
   Σαν μαγειρεύανε στο σπίτι της Ματζουράνενας μπαΐλντιζε ο μαχαλάς απ’ τα βουτύρατα και τις μυρουδιές.
   Η Ματζουράνενα η λενιώ ήτανε αρχοντογυναίκα. Φορούσε σάκο γουνωμένο και τα μαλλιά της τα ‘πλεκε «παγώνι» με το βελουδένιο τσεμπέρι της.
   Είχε και παιδιά. Έξι. Τρεις γιοί και τρεις κόρες.
   Ροδάκινα τα μάγουλα ολονών να τα σχίσεις με το νύχι. Οι κόρες καταδεχτικές και γλυκομίλητες. Για το χατίρι τους είχε πατινάδες κάθε βράδυ ο μαχαλάς.
   Της κυρα-Λενιώς της Ματζουράνενας δεν της κακοφαινότανε αυτά τα πράματα. «Νιάτα είναι», έλεγε, κι έγνεφε κρυφά στον άντρα της. Οι κοπελούδες κατεβάζανε τα μάτια κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουν, και μόνο οι γιοι της, που καταλαβαίνανε τον κόσμο πλειά, μουρμουρίζανε κρυφά θυμωμένοι.
   Κι οι μανέδες και τα τραγούδια δεν παύανε.
   Πότε τραγουδούσανε τη Σμυρνιά, που πότιζε στο παραθύρι το βασιλικό της, και πότε εκείνο που έλεγε έτσι:
                                      Εσύ κοιμάσαι στα σεντονάκια
                                      Κι εγώ γυρίζω μες στα σοκάκια.
   Αλλιώτικα χρόνια τότες, και όμορφα και παρθένα κι αφτιασίδωτα ούλα τα πράματα.
   Γινότανε και τότες το κάθε τι που γίνεται και σήμερα και πάντα μα γινότανε έτσι που αναγάλλιαζες να το βλέπεις.
   Όμορφα ούλα, κι ο έρωτας πιο όμορφος ακόμα. Τότες οι κοπελούδες γνέφανε τον γιαβουκλού τους παίρνοντας των δικών τους την αποματιά. Κάνανε πως σάζανε τα μαλλιά τους, κάναν το μάτι μαριόλικα, κάνανε τα χείλια τους σαν να λέγανε κάτι, και σαν τες τσάκωνε κανένα μάτι βήχανε και ξεροκαταπίνανε.
   «Αχ», κάνανε τα κορίτσια κρυφά· «αμάν», τραβούσανε τα παλικάρια σκοπούς γεμάτα μεράκι.
   Της Ματζουράνενας όμως της Λενιώς οι κόρες δεν ήτανε να πούμε της σειράς. Μια και που πήγανε στο σκολειό και μαθανε γράμματα, έμαθαν να κάνουν και κάτι πράματα αλλιώτικα, που τα κάνουν μονάχα εκείνες που ξέρουν γράμματα κι είναι του συρμού και του κόσμου.
   Η πιο μικρή έγραψε μια φορά ένα ραβασάκι. Σαν το τσακώσανε έγινε άνω-κάτω ο μαχαλάς. Οι γριές κάνανε το σταυρό τους. «Μανούλα μ’ μασκαράδιανι η κόσμους», είπε μια, και οι άλλες κουνήσανε τα κεφάλια τους σαν να λέγανε ναι.
   Ύστερα το ‘παν της κυρα-Λενιώς, κι εκείνη την ξέσασε το βράδυ όπως έπρεπε. Την έδειρε και την  τράβηξε απ’ τα μαλλιά.
   «Είδες την παλιοσκρόφα!», είπε στον άντρα της. Εκείνος δεν είπε τίποτα. Παράγγειλε μονάχα να μην το μάθει ο μεγάλος ο γιος το βράδυ.
   Εκείνο το βράδυ οι μανέδες ήτανε πιο λυπητεροί στο μαχαλά. Τρίξανε όλα τα παραθύρια σιγά-σιγά, μπρόβαλαν κεφάλια, φάνηκε πού και που και κανένα φως και μόνο στης Ματζουράνενας το σπίτι ψυχή δεν ανάσανε.
   Το πρωί σαν βγήκε στην πόρτα η φταιξάρα έμοιαζε σαν κλιαμένη και σαν να μην είχε κοιμηθεί σταλιά.
   Έτσι ζούσε το σπίτι της Ματζουράνενας της Λενιώς πριν να γκρεμνίσει και να γίνει αλάνι και χάλασμα για να παίζουν μέσα τ’ς αμάδες τα μωρά και να πετάνε οι γειτόνοι τα σκουπίδια. Μα το σπίτι της Ματζουράνενας δεν βάσταξε πολύ, ξολοθρεύτηκε από θεμελιού.
   Πρώτος-πρώτος ο μεγάλος της ο γιος αρρώστησε στα καλά καθούμενα. Οι γιατροί είπαν πως είχε χτικιό.
   «Να φαν’ τη γλώσσα τους», είπε σαν τ’ άκουσε η Ματζουράνενα.
   Όταν τον θάψανε κι ένας χαμάλης έφερε τα σεντόνια της κάσας του, η Ματζουράνενα έσχισε τα ρούχα της να μην τύχει και τα κάψουν. «Κακό να βγάλουν όσοι λεν τέτοιου πράμα».
   Τα βάλανε στ’ αγιάζι και στο άστρο μια νυχτιά κι ύστερα σκεπαστήκανε μ’ αυτά τα παιδιά. Η Ματζουράνενα το καυχιότανε πως έκανε έτσι σ’ όλες τις γειτόνισσες. Έτσι ταξίδεψε σε λίγο κι ο γερο-Ματζουράνης κι άλλα τρία ακόμα παιδιά.
   Κι οι γιατροί λέγανε ακόμα πως η αρρώστια ήταν χτικιό και θέλανε να κάψουν τα ρούχα!
   Λέγοντας αυτό πέθανε με τη σειρά της κι η μάνα.
   Μείνανε πλειά στο σπίτι δυο μονάχα ψυχές. Ο Γιάννης, ένα μαυρομούστακο παλικάρι, κι η πιο μικρή η κόρη, η Αθηνά.
   Το μαράζι έπιασε τον Γιάννη πρώτα. Ξέρασε αίμα. Η αδερφή του τον κοίταζε κι άλλος κανένας δεν πατούσε στο σπίτι. Όποιος πέρνα απ’ έξω έφραζε το στόμα του να μην ανεσαίνει. Οι γειτόνισσες είχαν πάντα στον κόρφο τους απήγανο κι αψιφιά και ραίνανε με αγιασμό τα μωρά τους.
   Ο Γιάννης, έτσι που κόντευε να πεθάνει, άρχισε ν’ αγριεύει. Μια νύχτα σύρθηκε απάνω στην αδερφή του την ώρα που εκείνη κοιμότανε κι ανέσανε πολλές φορές  μέσα στο στόμα της και της γέμισε σάλια τα μούτρα. Σαν ξύπνησε κι έκανε να φύγει κι έμπηξε τις φωνές, την αγκάλιασε μ’ άγριο σφίξιμο και την έσφιγγε πιο δυνατά όσο καταλάβαινε πως σπαρταρούσε για να τον αποχωριστεί.  Ύστερα ξαπλώθηκε δίπλα της λαχανιασμένος και ξεψύχησε με το γέλιο στα μούτρα. Τα μάτια του π’ απόμειναν ανοιχτά είχαν μέσα στη γυαλένια φέξη τους μια γλύκα.
   Σαν θάψανε το Γιάννη πλάγιασε κι η Αθηνά.
   Αυτή δεν βάσταξε πολλές μέρες. Μην έχοντας κανέναν να της δώσει μια κουταλιά νερό, σύρθηκε ως την εξώπορτα κι ακούμπησε το κεφάλι της στα σκαλοπάτια. Έτσι που κοίτουνταν, ένας ζητιάνος της έβρεξε λίγο το κούτελο τη νύχτα που ξεψυχούσε. Ως πού να βγει η ψυχή της, τα κρουσταλλένια μάτια της κοιτάζαν το σοκάκι όλη τη νύχτα, που ήταν βουβό πλεια χωρίς πατινάδες και τραγούδια.
   Έτσι έσβησε το σπίτι της Ματζουράνενας κι έγινε αλάνι και χάλασμα. Μάδησε πέτρα προς πέτρα ως τα θεμέλια κι έγινε ίσωμα και φύτρωσαν χορτάρια απάνω του, κι έγινε τόπος για να πετάν τα σκουπίδια οι γειτόνοι και να παίζουν μέσα τ’ς αμάδες τα μωρά με τα κόκκινα μάγουλα.
   Μόνο τη νύχτα το χάλασμα της Ματζουράνενας ήταν βουβό.
   Σαν περνούσαν τότε από κει τα μωρά κάναν το σταυρό τους και λέγαν «Ισούς Χριστός νικά», και τραγουδούσανε φωναχτά για να πιστέψουν πως δεν φοβάνται.   

  

 [1] Ο Αθανάσιος Γκράβαλης γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1890. Το 1915 καταδιώχθηκε από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και κατέφυγε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Το 1918 επιτράπηκε η παλιννόστησή του και επέστρεψε στο Αϊβαλί, αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη οριστικά. Εργάστηκε ως αρθρογράφος και σχολιαστής σε εφημερίδες της Λέσβου. Το μοναδικό του λογοτεχνικό βιβλίο, οι Σπασμένες Κολώνες, εκδόθηκε το 1930 και περιλαμβάνει 42 αφηγήματα. Κάποια από αυτά επανεκδόθηκαν σε ένα βιβλίο από τη σειρά των εκδόσεων Στιγμή "Ασυνήθιστες Ιστορίες", την οποία επιμελήθηκε ο Ε.Χ. Γονατάς. Ο Αθανάσιος Γκράβαλης πέθανε το 1974. 

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2017

"Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ..." ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ (1898 - 1956) Από τη φίλη στο fb Kuriaki Glafki (facebook, 17/2/2017)

.....................................................







Μπέρτολτ Μπρεχτ
(1898 - 1956) 
  













Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ...
 

Ποτέ δε σε είχα αγαπήσει τόσο πολύ,
όπως εκείνο το δείλι που σε άφησα
με κατάπιε το βαθυγάλαζο δάσος,
ψυχή μου,
που πάνω του, στα δυτικά,
κρέμονταν κιόλας
χλωμά τα άστρα.

Γέλασα αρκετά,
καρδιά μου,
γιατί συγκρούστηκα παίζοντας
με το σκυθρωπό πεπρωμένο
την ίδια ώρα
μέσα στο γαλανό δείλι του δάσους
αργοσβήναν κιόλας πίσω μου τα πρόσωπα.
Εκείνο το μοναδικό σούρουπο
όλα ήταν τόσο γλυκά
όσο δεν ήταν ποτέ ξανά να γίνουν
αλλά αυτό που μου απόμεινε είναι
μόνο πουλιά μεγάλα
που το δείλι
πετούν πεινασμένα στο
σκοτεινιασμένο ουρανό.



Μπέρτολτ Μπρεχτ

"Η φράση του Ρέγκλινγκ κρύβει το μυστικό της σημερινής Ελλάδας" γράφει ο Γιώργος Παπαδόπουλος-Τετράδης (facebook, 17/2/2017)

......................................................
 
Η φράση του Ρέγκλινγκ κρύβει το μυστικό της σημερινής Ελλάδας



γράφει ο Γιώργος Παπαδόπουλος-Τετράδης (facebook, 17/2/2017)

Όπως είπε και ο επί κεφαλής του Ευρωπαϊκού μηχανισμού (ESM) Κλάους Ρέγκλινγκ, «η Ελλάδα είναι μια ειδική περίπτωση. Πουθενά το μέγεθος των προβλημάτων δεν ήταν τόσο μεγάλο και η διαχείρισή τους τόσο αδύναμη όσο στην Ελλάδα». Αν ήξερε και πώς μεγάλωσαν και μεγαλώνουν οι τελευταίες γενιές στη χώρα δεν θα είχε και καμιά απορία.
Κατ’ αρχήν, να διαπιστώσουμε απλώς ότι τίποτε δεν διορθώνεται εδώ και 7 χρόνια γιατί όλες οι κυβερνήσεις ακολουθούν πάνω- κάτω το ίδιο μοντέλο: Αντί να νομοθετούν για να απαλλάξουν τη χώρα από τις στρεβλώσεις των προηγούμενων εγκληματικών κυβερνήσεων, νομοθετούν απλώς για να εισπράξουν όσα απαιτούν οι δανειστές για να αποπληρωθούν τα δανεικά και να αποκτήσουν ταμείο (οι κυβερνήσεις) ώστε να συντηρήσουν το ψηφοφορικό τους δημόσιο.
Αυτή είναι η μόνη πολιτική που ασκείται εδώ και 7 χρόνια. Ακριβώς επειδή οι κυβερνήτες ενδιαφέρονται πρώτα και κύρια για τη δική τους πολιτική επιβίωση και μετά για την επιβίωση της χώρας. Όσοι ενδιαφέρονται για τη χώρα.
Αν μπει κανείς σε ένα μέσο ελληνικό σπίτι (γιατί υπάρχουν και εξαιρέσεις) θα διαπιστώσει ότι εδώ και χρόνια κυριαρχεί η απουσία προσωπικής ευθύνης. Για όλα φταίνε κάποιοι άλλοι και ποτέ οι πρωταγωνιστές του σπιτιού. Φταίει ο Θεός, η κακιά στιγμή, το μάτι, οι Αμερικάνοι, το κράτος, το αφεντικό, ο γείτονας, η ατυχία, ο Σόϊμπλε, ο καιρός, ο θείος, φταις εσύ άχρηστη/ε, αλλά ποτέ δε φταίω εγώ.
Έτσι ακριβώς μεγαλώνουν οι γενιές στην Ελλάδα εδώ και πάνω από 50 χρόνια. Όχι μόνο στα σπίτια όπου δηλητηριάζονται μ αυτό το γάλα. Στα σχολεία δεν έχω διαβάσει γιατί ήμουν αδιάθετος, γιατί πέθανε ο παππούς μου (για τέταρτη φορά), γιατί δεν καταλάβαινα το κείμενο και η μαμά μου έλειπε, γιατί δεν προλάβαινα, γιατί είχα ξεχάσει το βιβλίο στην τάξη, γιατί οι Άγγλοι πούλησαν την Κύπρο.
Δεν υπάρχει απίθανη παπαριά που να ξεστομίζεται αντί για το γενναίο «δεν είχα όρεξη», που να μη γίνεται αποδεκτή ως επαρκής από το καθηγητικό κατεστημένο! Καμία. Και στο ερώτημα «ποιος το’ κανε αυτό», όταν τα πράγματα ξεφεύγουν, η απάντηση είναι από βουβαμάρα μέχρι χαβαλές. Η απάντηση «εγώ» σπανίζει, όπως σπανίζει και η προσωπική ευθύνη.
Τα πιο πολλά πράγματα στη χώρα γίνονται υπόγεια, κουτοπόνηρα, ύπουλα, φοβικά, χωρίς ίχνος παληκαριάς κι ας είναι η παληκαριά χιλιοτραγουδισμένη. Ίσως γι αυτό να είναι χιλιοτραγουδισμένη. Επειδή λείπει. Όταν ρωτιόνται τα μικρά παιδιά να απαντήσουν σε οποιαδήποτε ευκαιρία έξω από το σπίτι (συχνά και μέσα) σπάνια απαντούν μ αυτό που νοιώθουν ή που σκέπτονται. Απαντούν αυτό που αισθάνονται ότι ΠΡΕΠΕΙ να απαντήσουν. Η κρίση στα ελληνόπουλα υπονομεύεται από πολύ μικρή ηλικία.
Η ήσσων προσπάθεια, που είναι σήμα κατατεθέν στη χώρα χτίζεται από το πρώτο ¨δεν πειράζει», από το πρώτο «δε βαριέσαι», από το πρώτο «έλα μωρέ τώρα», από το πρώτο «χέσ’ τους», από το πρώτο «δεν έγινε τίποτα», που μεγαλώνουν τις τελευταίες γενιές στη χώρα.
Αυτή η νοοτροπία, που χτίζεται μέσα στα σπίτια και στα σχολεία, η νοοτροπία της ατομικής εξαίρεσης από τους κανόνες, του χατηριού και της περιφρόνησης στους κανόνες συνοδεύει τους πολίτες μετά το σχολείο στα πανεπιστήμια και στις δουλειές. Μπορεί να μην είναι όλος ο πληθυσμός μεγαλωμένος έτσι. Αλλά, σημασία δεν έχει πόσοι είναι οι διαφθείροντες. Σημασία έχει ποια νοοτροπία ΚΥΡΙΑΡΧΕΙ.
Αυτή, λοιπόν, η νοοτροπία της ανευθυνότητας, της ήσσονος προσπάθειας, του χατηριού και της ανυπακοής σε κανόνες είναι που κάνει την Ελλάδα να είναι μια ειδική περίπτωση, όπως διαπιστώνει ο Κλάους Ρέγκλινγκ, χωρίς να ξέρει και τις αιτίες.
Μόνο που ο Άνθρωπος έπαψε να αλληλοσκοτώνεται για το νεράκι και έχτισε συνθήκες συμβίωσης, βάζοντας κανόνες. Και έφτιαξε νόμους ακριβώς για να τηρούνται οι κανόνες. Είτε ζει στην καπιταλιστική Αμερική, είτε στην Κούβα, είτε στην ΕΣΣΔ, είτε στη Β Κορέα, είτε στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Μόνο χώρες- παρίες σαν την Ελλάδα, την Αλβανία, το Πακιστάν, τον τρίτο κόσμο της Αφρικής και τη μισή Λατινική Αμερική έχουν κανόνες μόνο για κορνιζάρισμα. Χώρες αποτυχημένες. Υποταγμένες σε μαφίες. Χώρες προτεκτοράτα.
Αλλά, την κυρίαρχη αυτή νοοτροπία της Ελλάδας δεν την έχτισαν οι πολίτες. Οι πολίτες χορεύουν το χορό που τους επιτρέπουν οι κυβερνήτες τους. Κάνουν ό,τι «τους παίρνει», για να το πω λιανά. Και επειδή οι εδώ κυβερνήτες, με ελάχιστες εξαιρέσεις, είναι απολύτως διεφθαρμένοι διαχρονικά, διαφθείρουν και το λαό για να μπορούν να τον έχουν εύκολο πελάτη που δεν έχει μεγάλες απαιτήσεις. Αυτό είναι όλο το μυστικό. Να έχει τις ελάχιστες απαιτήσεις. Για να έχουν επιβιώνουν πολιτικοί με ελάχιστα προσόντα.
Αν παρακολουθήσει κανείς επαγγελματικά τις κυβερνήσεις των τελευταίων 7 χρόνων και τη σχέση τους με τους δανειστές θα δει ότι η νοοτροπία του νήπιου είναι παρούσα. Οι κυβερνήσεις δεν συνομιλούν στο ίδιο τραπέζι με την ίδια σοβαρότητα με τους ευρωπαίους και αμερικανούς που έχουν απέναντί τους. Ζητάνε αυτό που έμαθαν ως μόνο τρόπο συμπεριφοράς στα σπίτια και στα σχολεία τους: Χάρες! Κάνουν αυτό που έχουν μάθει από τα γεννοφάσκια τους: Άρπα κόλλα ήσσονα προσπάθεια. Εκφράζουν αυτό που πιάνει στην Ελλάδα: Βλακώδεις δικαιολογίες. Και εξανίστανται όταν όλα αυτά δεν πιάνουν ή απορρίπτονται. Όπως ένα κακομαθημένο υστεριάζεται όταν δεν του γίνεται αυτό που του έχουν μάθει σαν δικαίωμά του.
Φυσικά και η Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση, όπως διαπιστώνει το ESM χωρίς να ξέρει και τις αιτίες. Αλλά, στα παλιά του τα παπούτσια του ESM οι αιτίες. Τα λεφτά θέλει και τον ελληνικό πλούτο. Τον οποίο του έχουν ήδη δώσει εν πολλοίς οι Έλληνες πολιτικοί- νήπια, που κάθονται στο τραπέζι μαζί του. ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΟΧΉ ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΏΝ!
Η ελληνική κοινωνία και η πολιτική της τάξη, που μεγαλώνουν και αναπαράγονται μ αυτές τις νοοτροπίες βρίσκονται ακόμα σε ανήλικη κατάσταση. Και ένα ανήλικο δεν μπορεί ποτέ να κερδίσει μια μάχη με έναν ενήλικα. Εκεί έχασε το παιχνίδι η Ελλάδα ήδη πριν από το 2009. Καθοδηγούμενη από ανεύθυνους ανήλικους πολιτικούς υπό τις ψυχρές κινήσεις ανεύθυνων τραπεζιτών και επιχειρηματιών.
Κι εκεί χάνει και το παιχνίδι της δικής της ευημερίας εδώ και 7 χρόνια η Ελλάδα. Με κλάψες για χάρες, με ψέματα, με κουτοπονηριές, με εμμονή σ ένα μοντέλο πελατειακό, που εξυπηρετεί μόνο το ανήλικο που έχει ανάγκη να σιτίζεται με ασφάλεια από τη μαμά του και τον μπαμπά του. Έτσι έμαθε στην υπερπροστασία του σπιτιού του.
Αυτή είναι η δημοσιολατρεία όσων την έχουν στη χώρα. Η αναπαραγωγή των φουστανιών της μαμάς, αλλά με τα λεφτά του διπλανού! Κι αυτό εκμεταλλεύονται και οι διεφθαρμένοι πολιτικοί. Που υπηρετούν διαχρονικά τον κάθε κεφαλαιούχο για να αλωνίζει ανενόχλητος στις επιχειρήσεις και τον κάθε πολίτη που έχουν διαφθείρει με ρουσφέτια, νομοθετήματα και απάτες. Σε μια χώρα «ειδική περίπτωση».
Αλλά, αυτό το γόρδιο δεσμό μπορεί να τον κόψει μόνο ένα κομμάτι λαού που είναι ενήλικο ή ένα κομμάτι που θα διεκδικήσει την ενηλικίωσή του για να σωθεί. Επειδή τα ανήλικα που κυριαρχούν και που μας έφεραν ως εδώ μας πάνε σε σίγουρη καταστροφή.
http://www.liberal.gr/…/i-frasi-tou-regklingk-krubei-to-mus…

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2017

Ο Νίκος Μπογιόπουλος παρουσιάζει "Το μαύρο πρόβατο" διήγημα του Ίταλο Καλβίνο (1923 - 1985) (http://www.enikos.gr, 9/2/2017)

.....................................................





  
Ίταλο Καλβίνο
(1923 - 1985)








«Το μαύρο πρόβατο» (La pecora nera), αυτό το μικρό διήγημα-αλληγορία του Ιταλού πεζογράφου και δημοσιογράφου Ίταλο Καλβίνο (1923-1985), μολονότι γράφτηκε στην Ιταλία στα τέλη της φασιστικής περιόδου, εκδόθηκε οκτώ χρόνια μετά τον θάνατο του συγγραφέα, το 1993, στη συλλογή διηγημάτων Λίγο πριν πεις «Εμπρός» (Prima che tu dicaPronto”, ed. Mondadori).
Στην Ελλάδα κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Καστανιώτη με μεταφραστή τον Ανταίο Χρυσοστομίδη.
Η στήλη παραχωρεί σήμερα τη θέση της στο έργο του Καλβίνο και στην εξαιρετική μετάφρασή του από την Μαρία Π. Βαγγέλη.
Στην εποχή των «φαντασμάτων» ίσως ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε είναι οι αλληγορίες.
Φυσικά ο καθένας ερμηνεύει μια αλληγορία ανάλογα με την οπτική του. Η δική μας ερμηνεία είναι ότι δεν αρκεί να είναι κανείς τίμιος. Απαιτείται κάτι περισσότερο για να μην νικηθείς από την ατιμία. Να είσαι ενεργητικά στρατευμένος απέναντί της.http://www.enikos.gr

                                 Νίκος Μπογιόπουλος  (http://www.enikos.gr, 9/2/2017)
***

 "Το μαύρο πρόβατο"

«Υπήρχε μια χώρα όπου όλοι ήταν κλέφτες.
     Τη νύχτα κάθε κάτοικος έβγαινε με αντικλείδια κι ένα φανάρι και πήγαινε να διαρρήξει το σπίτι ενός γείτονα. Επέστρεφε την αυγή φορτωμένος κι έβρισκε το σπίτι του διαρρηγμένο. Κι έτσι όλοι ζούσαν αρμονικά και χωρίς προβλήματα, αφού ο ένας έκλεβε τον άλλον, κι αυτός έναν άλλον ακόμα και ούτω καθεξής, μέχρι να έρθει η σειρά του τελευταίου που έκλεβε τον πρώτο.
     Το εμπόριο σε εκείνη τη χώρα ασκείτο με τη μορφή της απάτης, τόσο από την πλευρά εκείνου που πουλούσε όσο και από την πλευρά εκείνου που αγόραζε. Η κυβέρνηση ήταν μια εταιρία που εγκληματούσε σε βάρος των πολιτών, και οι πολίτες, από τη μεριά τους, νοιάζονταν μόνο να εξαπατούν την κυβέρνηση. Έτσι η ζωή συνεχιζόταν χωρίς δυσκολίες, και δεν υπήρχαν ούτε πλούσιοι ούτε φτωχοί.
     Τότε, κανείς δεν ξέρει πώς, βρέθηκε στη χώρα ένας τίμιος άνθρωπος. Τη νύχτα, αντί να βγαίνει με τον σάκο και το φανάρι, έμενε στο σπίτι του να καπνίζει και να διαβάζει μυθιστορήματα. Έρχονταν οι κλέφτες, έβλεπαν το φως αναμμένο και δεν ανέβαιναν.
     Αυτή η κατάσταση διήρκεσε για λίγο· μετά έπρεπε να τον κάνουν να καταλάβει ότι εάν ήθελε να ζει χωρίς να κάνει τίποτα, αυτός δεν ήταν λόγος να μην αφήνει τους άλλους να κλέβουν. Για κάθε νύχτα που αυτός περνούσε στο σπίτι του, μία οικογένεια δεν έτρωγε την επόμενη ημέρα.
     Μπροστά σε αυτά τα επιχειρήματα, ο τίμιος άνθρωπος δεν μπορούσε να εναντιωθεί. Άρχισε κι αυτός να βγαίνει το βράδυ και να γυρίζει την αυγή, όμως, να κλέψει δεν πήγαινε. Τίμιος ήταν, δεν υπήρχε τίποτα να κάνει. Πήγαινε μέχρι τη γέφυρα κι έμενε να κοιτάζει το νερό να περνάει από κάτω. Επέστρεφε στο σπίτι του και το έβρισκε διαρρηγμένο.
     Σε λιγότερο από μία εβδομάδα, ο τίμιος άνθρωπος βρέθηκε απένταρος, χωρίς να έχει τίποτα να φάει, με το σπίτι άδειο. Όμως, μέχρι εδώ, μικρό το κακό, γιατί η ευθύνη ήταν δική του. Το πρόβλημα ήταν ότι με αυτόν τον τρόπο που έπραττε δημιουργείτο ένα χάος. Γιατί άφηνε τους άλλους να του κλέβουν τα πάντα, ενώ αυτός δεν έκλεβε κανέναν· έτσι, υπήρχε πάντα κάποιος που επιστρέφοντας την αυγή στο σπίτι του το έβρισκε άθικτο γιατί ήταν το σπίτι που έπρεπε να διαρρήξει αυτός.
     Γεγονός είναι ότι μετά από λίγο, εκείνοι που δεν έπεφταν θύματα κλοπής βρέθηκαν να είναι πιο πλούσιοι από άλλους και να μην θέλουν πλέον να κλέβουν. Κι αυτοί που πήγαιναν να κλέψουν το σπίτι του τίμιου ανθρώπου, το έβρισκαν πάντα άδειο· έτσι γίνονταν φτωχοί. Εν τω μεταξύ, εκείνοι που έγιναν πλούσιοι απέκτησαν κι αυτοί τη συνήθεια να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα να κοιτάζουν το νερό που περνούσε από κάτω. Αυτό μεγάλωσε το χάος, γιατί υπήρξαν πολλοί άλλοι που έγιναν φτωχοί.
     Τότε, οι πλούσιοι είδαν ότι, με το να πηγαίνουν τη νύχτα στη γέφυρα, θα γίνονταν φτωχοί μετά από λίγο. Και σκέφτηκαν: «Να πληρώσουμε τους φτωχούς να πηγαίνουν να κλέβουν για λογαριασμό μας». Έκαναν τα συμβόλαια, ορίστηκαν οι μισθοί, τα ποσοστά· φυσικά, πάντα κλέφτες ήταν, και προσπαθούσαν να εξαπατήσουν οι μεν τους δε. Όμως -όπως συνήθως συμβαίνει- οι πλούσιοι γίνονταν πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι.
     Υπήρχαν πλούσιοι τόσο πλούσιοι που δεν είχαν πια ανάγκη να κλέβουν και να βάζουν άλλους να κλέβουν για να συνεχίζουν να είναι πλούσιοι. Όμως, εάν σταματούσαν να κλέβουν, θα γίνονταν φτωχοί γιατί οι φτωχοί τούς έκλεβαν. Πλήρωσαν, λοιπόν, τους πιο φτωχούς από τους φτωχούς για να προφυλάσσουν την περιουσία τους από τους άλλους φτωχούς, κι έτσι ίδρυσαν την αστυνομία και δημιούργησαν τις φυλακές.
     Με αυτόν τον τρόπο, λίγα μόλις χρόνια μετά την άφιξη του τίμιου ανθρώπου, κανείς δεν μιλούσε πια για κλοπές, αλλά μόνο για πλούσιους ή φτωχούς, παρότι ήταν πάντα όλοι κλέφτες. Τίμιος υπήρξε μόνο εκείνος ο ένας που πέθανε σύντομα. Από πείνα».