.....................................................
Τζάννι Ροντάρι
(1920 - 1980)
Τζάννι Ροντάρι
(1920 - 1980)
- · Το φορητό πικάπ
Ένα παραμύθι του Τζάννι ΡΟΝΤΑΡΙ
(μτφ. Λένα Ταχμαζίδου, εκδόσεις
Πατάκη, 1997)
Σήμερα είναι η «Μέρα της Πρώτης Αγοράς». Ο
Μπομπ μου θα πάει στη γιορτή με μεγάλη χαρά, επειδή σήμερα συμπληρώνει τα
δεκατρία του χρόνια. Αυτή η σύμπτωση είναι θαυμάσιο σημάδι. Θα έλεγα πως δεν
τυχαίνει σε πολλούς: αυτή τη φορά για παράδειγμα, μόνο ο Μπομπ και άλλα δύο
παιδιά γιορτάζουν τα γενέθλιά τους και την «Πρώτη Αγορά» ταυτόχρονα. Μπορεί να
είναι τυχαίο, αλλά για την οικογένεια είναι κάτι το ευχάριστο, το ξεχωριστό. Ο
άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί, έτσι δεν είναι;
Το θύμισα και πριν από λίγο στον Μπομπ,
καθώς έβγαινα για να πάω μέχρι το περίπτερο, ενώ εκείνος ετοιμαζόταν για την
τελετή:
-Σπουδαία περίπτωση, έτσι δεν είναι γιόκα
μου; Τούρτα με κεράκια και μουσική στην πλατεία.
Το παιδί δεν μπόρεσε να μου απαντήσει,
επειδή προσπαθούσε να φτιάξει τον κόμπο
της γραβάτας του. Έφυγα γελώντας κάτω από τα μουστάκια μου, συγκινημένος λίγο.
Αυτήν την ώρα θα βρίσκεται κιόλας στην
Πλατεία της Κυβέρνησης όπου, με άλλες τρείς συνομηλίκους του, θα δεχτεί την
«Πρώτη Αγορά» από τον ίδιο τον Μεγάλο Πωλητή και θα γίνει έτσι ένας πολίτης με
όλη τη σημασία της λέξης. Ένας πραγματικός άντρας, ορίστε.
Εγώ θα δω την τελετή στην τηλεόραση, φυσικά.
Τώρα πια τα πράγματα μού αρέσουν περισσότερο στην τηλεόραση παρά στην
πραγματικότητα. Πέρα από το γεγονός ότι είσαι πιο άνετα, αφού κάθεσαι στην
πολυθρόνα σου και δε στέκεσαι όρθιος ανάμεσα στο πλήθος, να σε σπρώχνει ο
καθένας, βλέπεις πολύ καλύτερα. Είναι σαν να βρίσκεσαι στην εξέδρα των
επισήμων, στην πρώτη σειρά· μεταξύ μιας εικόνας και της άλλης μπορείς να
κατεβάσεις ένα Τραβηχτίμ («Τραβιέτα ευχάριστα όλες τις ώρες)· κι έπειτα, αν
τύχει κι αποκοιμηθείς, τα όνειρά σου είναι ευχάριστα, σε νανουρίζει η μουσική.
Θα είναι μια υπέροχη τελετή, με αυτό τον
ωραίο ανοιξιάτικο ήλιο που θέλησε να κάνει στα παιδιά δώρο την παρουσία του.
Ακόμα κι αυτός αρχίζει να τα κακομαθαίνει… Στον καιρό μου δεν υπήρχε τίποτα
ανάλογο. Θέλω να πω ότι πέρα από τον ήλιο που μπορεί να εμφανιζόταν μπορεί και
όχι, ανάλογα με τα καπρίτσια του, οι αρχές δεν ασχολούνταν και πολύ με την
εκπαίδευση των νέων.
Ο κόσμος έχει αλλάξει από τότε που ήμουν εγώ
παιδί. Ου, έχει αλλάξει πολύ…
Ενώ σπρώχνω το Καρότσι μου, όπου είναι
θρονιασμένο ένα ψυγείο εκατόν είκοσι λίτρων μάρκας Πόλους («Ο Πόλος στην
κουζίνα σας»), μού έρχεται να χαμογελάσω στην σκέψη του πατέρα μου, που στην
εποχή του αναγκαζόταν να φορτώνεται στους ώμους του εκείνα τα πενήντα κιλά
βαμμένης λαμαρίνας· ό,τι καιρό και να ‘κανε εννοείται. Ένα πρωί, θυμάμαι
μάλιστα πως έβρεχε, με συνόδεψε στο σχολείο και ένιωσε μια σουβλιά στο πλευρό,
το πρώτο σημάδι της αρρώστιας που τον οδήγησε μέσα σε λίγους μήνες στον τάφο.
Δεν μπόρεσα να δω το μορφασμό του πόνου του,
γιατί είχα τρέξει μπροστά καμιά δεκαριά μέτρα, κουνώντας πέρα δώθε τη σάκα μου.
Στράφηκα όταν με φώναξε: είχε ακουμπήσει το ψυγείο στο τοιχάκι μιας βίλας.
-Μπαμπά, μα τι κάνεις;
Παρεξήγησε τον τρόμο που με έκανε να φωνάξω
έτσι, και έκανε μια κίνηση για να με καθησυχάσει:
-Ηρέμησε, ηρέμησε, δεν είναι τίποτα.
-Μα δεν μπορείς! Θα σου βάλουν πρόστιμο!
-Μια στιγμή μόνο, μουρμούρισε πιέζοντας την
κοιλιά του με τα χέρια.
-Για όνομα του Θεού, το ξέρεις ότι
απαγορεύεται, την Αγορά πρέπει να την έχεις φορτωμένη στις πλάτες οπωσδήποτε.
Και αν σε δουν οι συμμαθητές μου και το πουν στο δάσκαλο; Θα με τιμωρήσουν και
θα φταις εσύ. Κανείς δε θα θέλει να καθίσει μαζί μου στο θρανίο. Έλα, μπαμπά,
φύγε από κει.
-Τώρα, τώρα… Να, περνάει.
-Γρήγορα λοιπόν, πριν
περάσει κάνας φύλακας. Ο κόσμος αρχίζει να σε κοιτάει περίεργα.
Ο πατέρας μου ξαναφορτώθηκε στην πλάτη το
ψυγείο και κινήθηκε τρεκλίζοντας, χτυπώντας μια γυναίκα που ερχόταν
από την άλλη μεριά, σκυμμένη κάτω από το βάρος ενός πλυντηρίου.
-Προσέξτε λιγάκι! Αν μού το ρίχνατε, θα μού
πληρώνατε εσείς το πρόστιμο;
-Με συγχωρείτε, με συγχωρείτε, κυρία μου.
-Τι κόσμος, μουρμούρισε εκείνη καθώς
απομακρυνόταν, μα τι κόσμος!
Ο κακομοίρης ο μπαμπάς δεν έζησε αρκετά για
να δει τη Μεγάλη Επανάσταση, μετά την οποία μπήκε σε χρήση το Καρότσι. Εγώ
ήμουν είκοσι χρονών και, με κάθε μετριοφροσύνη, έβαλα κι εγώ το λιθαράκι μου.
Διαδηλώσεις, οδοφράγματα, φωνές:
-Ελευθερία! Ελευθερία! Θέλουμε το Καρότσι!
Την έκτη μέρα της Μεγάλης Επανάστασης, η
υποχρέωση να κουβαλάς την Αγορά στην πλάτη καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε,
σύμφωνα με τις επιθυμίες μας, με τη δυνατότητα να τη φορτώνουμε στο Καρότσι.
Αχ, ονειρεμένες μέρες…
Τώρα πια δεν κουράζεσαι ούτε κατά το ένα
εκατοστό. Πηγαίνεις άνετα, μπορείς να σπρώξεις την Ετήσια Υποχρεωτική Αγορά με
ένα χέρι μόνο, κοιτάς γύρω σου, χαμογελάς στους άλλους, τους χαιρετάς.
-Καλημέρα, κυρία Λογική.
-Καλημέρα, κύριε Ευγενικέ.
Να, για παράδειγμα, η κυρία Λογική πρέπει να
είναι γύρω στα εξήντα πέντε, λέω εγώ. Κι όμως βγάζει βόλτα ένα πλυντήριο
τεραστίων διαστάσεων, με τη χάρη που κάποτε οι κοπελιές έπαιζαν σπρώχνοντας τη
ρόδα: συνήθεια επιπόλαιη, για να είμαστε ειλικρινείς, και ορθώς ξεχασμένη. Οι
λαστιχένιες ρόδες κυλούν με χάρη πάνω στο πεζοδρόμιο.
-Πώς πάει, κυρία Λογική;
-Θαύμα, κύριε Ευγενικέ.
Αυτή είναι η σωστή λέξη: θαύμα. Τα Καρότσια,
που έναν καιρό ήταν μάλλον χοντροφτιαγμένα, σαν κι αυτά που χρησιμοποιούσαν
στους σιδηροδρομικούς σταθμούς, είναι τώρα επιχρωματισμένα, σκέτα κουκλιά:
πολλά έχουν στολισμένα τα χερούλια με σημαιάκια απ’ όλα τα κράτη. Είναι αθόρυβα
και όμως μουσικά, χάρη στα καμπανάκια που προβλέπει ο κώδικας κυκλοφορίας. Το
δικό μου είναι ένα απλό ασημένιο κουδουνάκι, αλλά δε λείπουν και τα χρυσά –
ένας στόχος που θα καταφέρω να επιτύχω κι εγώ, σε κάνα δυο χρόνια υποθέτω, με
την επόμενη αύξηση μισθού.
Πάνω στα Καρότσια, οι Αγορές είναι η χαρά των
ματιών: ψυγεία, πλυντήρια, τηλεοράσεις, ηλεκτρικές σκούπες, πλυντήρια πιάτων,
στερεοφωνικά, μαγνητόφωνα, προβολείς, παρκετέζες. Όλα σύγχρονα μοντέλα,
εννοείται. Ο νόμος είναι σαφής σ’ αυτό το σημείο και προβλέπει αυστηρές ποινές
για όσους περιφέρονται με μια παλιά Αγορά. Είναι υποχρεωτικό να κυκλοφορείς
εφοδιασμένος με το ανάλογο δελτίο αποστολής, με την ημερομηνία και τη σφραγίδα
του Κρατικού Γραφείου Ελέγχου Αγορών (ΚΓΕΑ), που επιβλέπει τους δρόμους με τους
πράκτορές του.
Στα αυτοκίνητα οι Αγορές έχουν την τιμητική
τους, δεξιά του οδηγού: ο οποίος, αν χρειαστεί να κάνει κάποιο κομμάτι του
δρόμου με τα πόδια, το μόνο που έχει να κάνει είναι να κατεβάσει το Καρότσι και
έτσι είναι πάντα νόμιμος.
Μάλιστα, τι ικανοποίηση να ζεις σ’ αυτή την
ελεύθερη και προοδευτική εποχή, σε έναν κόσμο γεμάτο προϊόντα υψηλής
τεχνολογικής και εμπορικής αξίας, ανάμεσα σε ανθρώπους που τους διακρίνει το
πνεύμα του πολίτη, πνεύμα που καλλιεργούν οι αναμνήσεις της Μεγάλης
Επανάστασης.
-Καλημέρα, κύριε Ευγενικέ. Βιάζεστε;
-Καλημέρα, κύριε Σαφή. Βιάζομαι
λιγάκι, ας πούμε. Ξέρετε, δε θέλω να χάσω τη μετάδοση.
-Στις τρεις, μάλιστα, μάλιστα. Η Μέρα της
Πρώτης Αγοράς. Κάνω λάθος ή έχετε ένα γιο;
-Ναι. Σήμερα ακριβώς γίνεται δεκατριών
χρονών.
-Α, διπλή ικανοποίηση. Δεχτείτε τις ευχές
μου, τόσο εσείς, όσο και ο… ο…
-Μπομπ, κύριε Σαφή.
-Σωστά, Μπομπ: «Το ξυράφι που ξυρίζει μόνο
του».
-Μάλιστα, κύριε Σαφή. Το ξυράφι «Μπομπ»
βγήκε στο εμπόριο ακριβώς τη μέρα που γεννήθηκε ο γιος μου. Η γυναίκα μου
ενθουσιάστηκε από τη σύμπτωση και διάλεξε αυτό το όνομα. Έτσι η Εταιρεία της
έδωσε ένα θαυμάσιο δώρο αξίας πεντακοσίων κουπονιών.
-Για σκέψου! Ωραία, να μη σας κρατάω άλλο.
Και πάλι τι ευχές μου, αγαπητέ.
-Ευχαριστώ. Στο επανιδείν, κύριε Σαφή.
Ναι, είναι η γιορτή του Μπομπ. Η εκπομπή θα
ξεκινήσει σε… για να δούμε… σε δώδεκα λεπτά ακριβώς. Έχω όλο τον καιρό να πάω
στο σπίτι και να πιω ένα ποτηράκι Τραβηχτίμ «Τραβιέται ευχάριστα όλες τις
ώρες». Τι ικανοποίηση να μπορείς να δώσεις στην κοινωνία ένα καλοαναθρεμμένο
παιδί όπως ο δικός μας ο Μπομπ. Του το έλεγα πριν από λίγο, προτού βγω.
-Μπομπ, παιδί μου, του είπα, είμαι περήφανος
για σένα. Εμείς σου δίναμε πάντα το καλό παράδειγμα και θαυμάσιες συμβουλές,
αλλά κι εσύ όμως μας έδωσες μόνο τρυφερότητα και ευγένεια.
Δεν απάντησε, ίσως να ήταν πολύ
συγκινημένος. Τα παιδιά, όπως θα ξέρετε, μιλούν επί χρόνια για την «Ημέρα της
Πρώτης Αγοράς». Σε βάζουν να τους περιγράψεις την τελετή εκατό φορές από τα
πριν: τι θα πει ο Μεγάλος Πωλητής· τι πρέπει να κάνουν· και η ορχήστρα, οι
σημαίες και τα λοιπά. Επιτρέπουν μάλιστα και στον εαυτό τους, αυτά τα
αξιαγάπητα αλητάκια, να κοιτάξει πιο μακριά, να φανταστεί πώς θα είναι στα
είκοσί τους η «Ημέρα του Πρώτου Καροτσιού», που ορίστηκε για να γιορτάζεται με
όλες τι τιμές η Μεγάλη Επανάσταση. Ωραίοι καιροί για τα παιδιά μας. Το εξήγησα
στον Μπομπ:
-Είσαι τυχερός που ζεις σ’ αυτή την εποχή
που κυριολεκτικά, δεν είναι λόγια, δίνει πολλές ευκαιρίες στους νέους.
Ναι, ήταν τόσο συγκινημένος, που δε με
χαιρέτησε καν όταν βγήκα, αφήνοντάς του πάνω στο τραπεζάκι το φάκελο με τα
χρήματα για την Πρώτη Αγορά.
-Μην αργήσεις, τον συμβούλεψα, να είσαι στην
ώρα σου στη συγκέντρωση. Καλύτερα μάλιστα να προσπαθήσεις να φτάσεις από τους
πρώτους. Τίμησε την οικογένειά σου, γιόκα μου.
Ο καλός μου, ο καλός μου ο Μπομπ. Πολύ θα
ήθελα να τον διέκρινα στην τηλεόραση, αλλά βέβαια δε θα είναι δυνατόν μέσα σ’
εκείνο το πλήθος των τριών χιλιάδων αγοριών και κοριτσιών, αφού μάλιστα δεν
είναι εκείνους κι από κείνους που επιδεικνύονται κουνώντας μανιασμένα χέρια,
μπράτσα και ωμοπλάτες μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες.
Τρία λεπτά μέχρι τη μετάδοση. Α, να. Έχω
ανοίξει τη συσκευή, πίνω το Τραβηχτίμ «Καλό όλες τις ώρες» και απολαμβάνω την
ευτυχία μιας συνείδησης που είναι ήσυχη και σε αρμονία με τους νόμους. Στο
τραπεζάκι δίπλα μου η Εφημερίδα των
Αγορών, η επίσημη εφημερίδα στην οποία είμαι συνδρομητής περισσότερο για
την ευχαρίστησή μου παρά γιατί είμαι υποχρεωμένος από το νόμο, επιδεικνύει τους
ελκυστικούς τίτλους της: «Έρχεται το Απορρυπαντικό, για λευκό πιο λευκό! Με
χίλια κουπόνια ο Ροντόλφο Φαγητό κερδίζει ένα ταξίδι στο λεπτό».
Είναι ωραίοι οι τίτλοι με ομοιοκαταληξία,
αληθινά ωραίοι. Κι αυτός ο Ροντόλφο, διάβολε: χίλια κουπόνια! Σαράντα χρόνια θα
‘τρωγε κονσέρβες Πίο Μπόβε για να βάλει τόσα πολλά στην άκρη. Τι παράδειγμα
σταθερότητας για τις νέες γενιές. Θα έπρεπε να τον βάλουν στα σχολικά βιβλία,
λέω εγώ.
Στην τηλεοπτική οθόνη των τριακοσίων ιντσών
εμφανίζεται αυτή τη στιγμή η Πλατεία της Κυβέρνησης, κατάμεστη από παιδιά
πλαισιωμένα από τους εκπαιδευτές τους. Οι γραμμές τους είναι άψογες. Τα πρόσωπα
είναι ακίνητα, ακτινοβολούν. Κάποια κινητικότητα παρατηρείται στην εξέδρα των
επισήμων… Ναι, έφτασε ο Μεγάλος Πωλητής. Ένας γαλονάς υπηρέτης σπρώχνει το
Καρότσι του… Θεέ μου! Μα είναι Πόλους, σαν το δικό μου! Ο ίδιος ο Μεγάλος
Πωλητής αγόρασε ένα ψυγείο της αγαπημένης μου μάρκας, της δημοφιλέστερης του
γαλαξία! Αχ, κάτι τέτοιες στιγμές νιώθεις την ενότητα της χώρας! Νομίζεις πως
την αγγίζεις, πως νιώθεις κάτω από τα δάχτυλά σου τη ζεστασιά της. Ένα Πόλους:
«Ο Πόλος στην κουζίνα σας!»
-Πολίτες!
Ο
Μεγάλος Πωλητής εκφωνεί τώρα την αναμενόμενη ομιλία.
-Νεαροί μου φίλοι! Να ‘μαστε πάλι
συγκεντρωμένοι για την πιο όμορφη γιορτή του χρόνου. Σε λίγο ο καθένας σας,
ολοκληρώνοντας τη διαδικασία της «Πρώτης Αγοράς», θα ορκιστεί αιώνια πίστη στις
συνήθειες των πατέρων, στις ευγενείς παραδόσεις της εξαιρετικά πολιτισμένης μας
γης…
Υπέροχα λόγια! Τα ίδια ακριβώς με πέρσι.
Οι τηλεοπτικές κάμερες δείχνουν σε πρώτο
πλάνο τους εορταζόμενους. Θα ήταν πολύ όμορφο, φυσικά, να δω τον Μπομπ, αλλά με
τα μάτια της αγάπης αναγνωρίζω τα αγαπημένα του χαρακτηριστικά σε κάθε πρόσωπο.
Ο Μπομπ μου που σε λίγα λεπτά… Να, να. Η
ομιλία τελείωσε. Τώρα οι νέοι περνούν μπροστά από το τραπέζι του Μεγάλου
Πωλητή. Ο καθένας τους, μόλις έρθει η σειρά του, απλώνει το φάκελο με τα
χρήματα με μια κοφτή και ζωηρή κίνηση, καθαρά στρατιωτική. Ο ίδιος ο Μεγάλος
Πωλητής τού παραδίδει χαμογελώντας την «Πρώτη Αγορά»: ένα υπέροχο πικάπ μάρκας
Ποτ: «Διακόσιες ώρες μουσικής». Το παιδί περνάει στο λαιμό του το πλαστικό
λουρί, γιατί το πικάπ πρέπει να φαίνεται καλά. Κάνει ένα βήμα πίσω. Ένα άλλο
υποκλίνεται ήδη μπροστά στο Μεγάλο
Πωλητή. Οι σάλπιγγες ηχούν, τα λάβαρα κυματίζουν, ο ήλιος χαμογελάει πατρικά
από την καρδιά του γαλανού ουρανού…
Πρέπει να αποκοιμήθηκα για καμιά δεκαριά
λεπτά, επειδή η τελετή τελείωσε και άρχισε κιόλας η εκπομπή για τους
ηλικιωμένους πολίτες: «Δεν είναι ποτέ αργά για μια καλή Αγορά».
Βάζω ένα ακόμη ποτηράκι Τραβηχτίμ,
«Τραβιέται ευχάριστα όλες τις ώρες», όταν το κουδούνι της εισόδου μού
αναγγέλλει με δύο απαλές νότες μια απρόσμενη επίσκεψη.
-Ο κύριος Ευγενικός;
-Παρακαλώ, περάστε.
Οι επισκέπτες μου δε χρειάζονται να
συστηθούν. Με τη χακί στολή του πράκτορα του ΚΓΕΑ (Κρατικό Γραφείο Ελέγχου
Αγορών), κινούνται ήδη μέσα στο δωμάτιο με τη συνηθισμένη σιγουριά τους.
-Επιθεώρηση; Παρακαλώ, παρακαλώ. Είμαι
ευτυχής γι’ αυτή την ευκαιρία που μού επιτρέπει να αποδείξω το σεβασμό ή,
καλύτερα, τον ενθουσιασμό μου για τους νόμους. Σ’ αυτό το σπίτι όλα είναι
νόμιμα. Και τα έπιπλα και οι κουρτίνες στα παράθυρα, όπως μπορείτε να δείτε,
είναι από τα μοντέλα και της αξίας που καθορίζει η τηλεόραση. Αυτή είναι η
Ετήσια Αγορά μου με το Καρότσι: ένα ψυγείο εκατόν είκοσι λίτρων. Ένα Πόλους,
όπως μπορείτε να δείτε, από αυτά που χρησιμοποιεί η Αυτού Εξοχότης, ο ίδιος ο Μεγάλος
Πωλητής. Το αγόρασα πριν από τρεις βδομάδες, ορίστε η απόδειξη. Το
στερεοφωνικό, η φορητή τηλεόραση, η βιντεοκάμερα.
-Το μπαράκι είναι λιγάκι παλιό, παρατηρεί ο
πιο αυστηρός από τους πράκτορες, που αναγνωρίζω τώρα πως είναι αξιωματικός.
-Παρακαλώ, μόνο δύο χρόνων, αλλά κοιτάζω
κιόλας για την αντικατάστασή του.
-Ωραία, ωραία. Τα προσωπικά σας ασπρόρουχα;
-Από εδώ παρακαλώ, στην κρεβατοκάμαρα.
-Δεν έχει σημασία, απαντάει με μια απότομη
κίνηση ο αξιωματικός. Οι πληροφορίες για σας ήταν πάντα οι καλύτερες. Ακριβώς
γι’ αυτό μας εκπλήσσει το θέμα, καταλαβαίνετε.
-Το θέμα; Ποιο θέμα; Υπάρχει μήπως καμιά
καταγγελία εναντίον μου;
-Καμιά καταγγελία, κύριε Ευγενικέ. Μια απλή
διαπίστωση. Έχετε παιδιά;
-Ένα αγόρι, δεκατριών χρονών.
-Είναι στο σπίτι;
-Πώς θα μπορούσε; Σας είπα πως είναι
δεκατριών χρονών. Πήγε, όπως ήταν καθήκον και τιμή του, στην Ημέρα της Πρώτης
Αγοράς.
-Μάλιστα.
Ο αξιωματικός με κοιτάζει με ένα καχύποπτο
ύφος που δε με πείθει. Κι έπειτα το χτύπημα, σκληρότατο, φρικτό.
-Για να έρθουμε στο ζουμί, κύριε Ευγενικέ, ο
γιος σας δεν παρουσιάστηκε στην τελετή.
-Ο γιος μου… δεν…
-Ακριβώς: δεν. Αυτό είναι το πικάπ που έπρεπε να αγοράσει, με το όνομά του
χαραγμένο με ασήμι στην πινακίδα που προσφέρει το Δημοτικό Γραφείο. Οι
εκπαιδευτές αναγκάστηκαν, δυστυχώς, να σημειώσουν την απουσία του. Κανείς από
τους συμμαθητές του δεν τον είδε.
Η όρασή μου σκοτεινιάζει. Η καρδιά μου πάει
να σπάσει, το μυαλό μου θολώνει, τα πόδια μου με κρατάνε με το ζόρι,
αναγκάζομαι να καθίσω, χειρότερα ακόμα, να σωριαστώ σε μια πολυθρόνα. Αναπνέω
με ανοιχτό το στόμα, αναζητώντας απελπισμένα αέρα. Η γυναίκα μου έχει πάει με
την αδελφή της να επισκεφθεί την Έκθεση του Σφουγγαρόπανου στα Πανέμορφα
Καταστήματα: «Τον παράδεισο της νοικοκυράς». Δεν μπορώ βέβαια να ζητήσω ένα
ποτήρι νερό από αυτούς τους άντρες, με τη στρατιωτική στολή, που με κοιτάζουν
εξεταστικά, απαθείς.
-Ο Μπομπ δεν… Μα είναι παράλογο… Θα ήταν… θα
ήταν καταστροφή…
-Βλέπω πως αντιλαμβάνεστε τη σοβαρότητα της
κατάστασης, κύριε Ευγενικέ. Από τη χρονιά που καθιερώθηκε η τελετή, αυτή είναι
η πρώτη φορά που διαπιστώνονται απουσίες.
-Είπατε απουσίες, πληθυντικός… Σας ξέφυγε
ή;…
-Αυτό δεν σας αφορά καθόλου. Προς το παρόν,
σας αφήνω να σκεφτείτε. Όταν επιστρέψει στο σπίτι ο γιος σας, ειδοποιείστε με
αμέσως. Τα σέβη μας, κύριε.
Οι πράκτορες φεύγουν, ο τελευταίος κρατάει
την πόρτα για να μη χτυπήσει.
-Μπομπ, τι έκανες, παιδί μου, αγαπημένε μου
γιε! Ο δικός μου ο Μπομπ! Κι εγώ που σε σκεφτόμουν εκεί, ανάμεσα στους
συμμαθητές σου, περήφανο, ευτυχισμένο, εγώ που σε περίμενα να έρθεις τρέχοντας
στο σπίτι από στιγμή σε στιγμή, γεμάτος λαχτάρα να μου δείξεις την Πρώτη Αγορά
σου, εγώ που σκεφτόμουν να γιορτάσουμε κι άλλο το γεγονός, πηγαίνοντάς σε να
δεις το Μουσείο της Επανάστασης για να δώσω ένα νέο σκοπό στη ζωή σου, για να
διευρύνω τον ορίζοντα των ονείρων σου μέχρι τη μελλοντική Ημέρα του Πρώτου
Καροτσιού…
Μιλάω, μιλάω δυνατά, κουνώντας τα χέρια μου,
τριγυρίζοντας στα δωμάτια σαν ένα κακόμοιρο ζώο στο κλουβί. Το Τραβηχτίμ «Καλό
για όλες τις ώρες» κοκκίνιζε μάταια στην όμορφη κούπα που προσφέρει η Εταιρεία
στους αγοραστές δύο μπουκαλιών. Δεν έχω όρεξη να πιω, μόνο να κλάψω θέλω.
Όρθιος, ακουμπάω το κεφάλι στην πλάτη μιας πολυθρόνας και κλαίω γεμάτος
απόγνωση.
Φαντάζομαι, όταν θα γίνει γνωστή η ντροπή
μας, το σιωπηρό μποϊκοτάζ των γειτόνων, των συναδέλφων μου στο γραφείο. Τη
γυναίκα μου στα καταστήματα να τη δείχνουν με το δάχτυλο, απομονωμένη σαν ένα
μολυσμένο πλάσμα. Κι εκείνος, ο δικός μου ο Μπομπ, στο αναμορφωτήριο. Η
κατάρρευση της αξιοπρέπειας, η διάλυση κάθε ελπίδας για το μέλλον, η απώλεια
του δικαιώματος να συμμετέχουμε στα παιχνίδια: τα κουπόνια που μαζέψαμε με τόσα
χρόνια υπομονετικών και ακριβών αγορών, δρόμο, στα σκουπίδια, παλιόχαρτα
ανάμεσα στα άλλα παλιόχαρτα.
Μα γιατί; Γιατί; Πότε, πώς μπόρεσε να
ωριμάσει αυτή η παράλογη κίνηση, αυτή η τρομακτική λιποταξία;
Μια στιγμή. Κι αν τον Μπομπ τον πάτησε
κάποιο αυτοκίνητο ενώ… Όχι, δυστυχώς, είναι αδύνατον. Πριν να δράσει το ΚΓΕΑ,
θα έκανε οπωσδήποτε κάθε έλεγχο. Οι αρχές δε βιάζονται ποτέ να δράσουν. Ποτέ
δεν κάνουν λάθος.
Κι εγώ που νόμιζα πως ήταν συγκινημένος.
Σίγουρα ήταν, αλλά όχι για τους σωστούς, τους αγνούς λόγους που εγώ μπορούσα να
φανταστώ. Εκείνος σκεφτόταν να ρίξει την ατίμωση πάνω σ’ αυτό το σπίτι, να
λερώσει τ’ όνομά μου: ένα όνομα που φιγουράρει στους επίσημους καταλόγους όσων
πήραν μέρος στη Μεγάλη Επανάσταση, έστω και χωρίς ενεργό συμμετοχή…
Η γυναίκα μου γυρίζει σπίτι. Την
ενημερώνω. Καθόμαστε μπροστά στην τηλεόραση, τσακισμένοι από το συμβάν, και
σχεδόν δεν έχουμε μάτια για το υπέροχο μουσικοχορευτικό πρόγραμμα «Το Μαγικό
Καρότσι», που εδώ και χρόνια είναι το αγαπημένο μας. Κοιτάζουμε γύρω μας
αποβλακωμένοι.
Η γυναίκα μου προσέχει πρώτη το πικάπ που
είναι ακουμπισμένο πάνω στους τίτλους της Εφημερίδας
των Αγορών.
-Κοίτα, λέει, το όνομα του Μπομπ με ασημένια
γράμματα.
Το πικάπ. Πώς και το άφησαν εδώ;
-Αυτό δε συνηθίζεται, δε συνηθίζεται
καθόλου.
-Ποιο πράγμα, Ευγενικέ;
-Μα δεν καταλαβαίνεις, Μέτρια; Σε μια τέτοια
περίπτωση, το ΚΓΕΑ ετοιμάζει μια καταγγελία για Πολιτική Ανυπακοή, η Πρώτη
Αγορά κατάσχεται, ο Μπομπ συλλαμβάνεται και δικάζεται αμέσως. Αυτό το πικάπ δε
θα έπρεπε σε καμία περίπτωση να είναι εδώ.
-Θα το ξέχασαν.
-Αδύνατον. Αυτό το γεγονός πρέπει να έχει
ένα συγκεκριμένο νόημα.
-Τι νόημα, Ευγενικέ;
-Προς το παρόν μού διαφεύγει. Πρέπει να
σκεφτούμε, Μέτρια. Ας σκεφτούμε. Κλείσε την τηλεόραση.
-Μα… θα το προσέξουν οι γείτονες. Μπορεί
κάποιος να τηλεφωνήσει στις αρχές.
-Χαμήλωσε την ένταση τουλάχιστον, κλείσε τη
φωνή. Πρέπει να συγκεντρωθούμε.
-Συγκεντρώσου εσύ, Ευγενικέ, που τα
καταφέρνεις σ’ αυτά. Αχ, ο φτωχός μας ο Μπομπ…
-Θέλεις να πεις «αυτός ο εγκληματίας που
είναι ο γιος μας». Μόνο που δεν είναι αυτό το θέμα. Βλέπεις, νομίζω πως θυμάμαι
κάτι που μού έκανε εντύπωση στη συμπεριφορά των πρακτόρων κατά τη διάρκεια της
επιθεώρησης. Άλλωστε, δεν ήταν και καμιά πραγματική επιθεώρηση. Έριξαν μια
ματιά απλώς για να κερδίσουν χρόνο, για να έρθουν στομ ζουμί. Δεν είναι αυτό,
όχι.
-Τι δεν είναι αυτό;
-Δεν είναι αυτό που μού έκανε εντύπωση. Ίσως
κάτι που είπε ο αξιωματικός. Να, το βρήκα! Μίλησε για «απουσίες» στον
πληθυντικό. Δε θυμάμαι καλά τη φράση, μπορεί εκείνος ο πληθυντικός να ήταν
σχήμα λόγου. Αλλά μπορεί ίσως… Γλώσσα που μπερδεύεται, να…
-Μα τι γλώσσα; Ποιο μπέρδεμα; Δώσε μου να καταλάβω.
-Να, να. Νομίζω πως δεν κάνω λάθος, Μέτρια.
Ο δικός μας ο Μπομπ δεν ήταν ο μόνος
απών. Καταλαβαίνεις; Μια περίπτωση είναι μια περίπτωση και χρησιμεύει σαν
παράδειγμα, αλλά, αν οι απόντες ήταν πολλοί, οι αρχές δε θα είχαν συμφέρον να
ελαχιστοποιήσουν, να αποκρύψουν το γεγονός, για να μην προκαλέσουν ανησυχία
στην κοινή γνώμη; Να λύσουν το ζήτημα αθόρυβα; Αυτό είναι το θέμα. Οπότε το
πικάπ μπορεί να έχει ένα μόνο νόημα. Το καταλαβαίνεις τώρα;
-Όχι, Ευγενικέ, συνεχίζω να μην καταλαβαίνω.
Δείχνεις σαν να χαίρεσαι που ανακαλύπτεις πως ίσως ο Μπομπ μας να είναι μέλος
συμμορίας.
-Άσε κατά μέρος τη συμμορία. Το πικάπ μας το
άφησαν εδώ. Αν ο Μπομπ επιστρέψει τώρα, αυτή τη στιγμή, θα το βάλει στο
λαιμό του κι έχει σωθεί. Καμιά
καταγγελία, καμιά δίκη, καμιά ατίμωση. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Πρέπει να
κάνουμε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, έτσι ώστε να μη ριζώσει η εξέγερση…
-Με τρομάζεις, Ευγενικέ! Νομίζεις πως θα
γίνει κι άλλη επανάσταση;
-Ορίστε, να. Αυτό θα σκεφτόταν ο κόσμος. Οι
αρχές δεν μπορούν να το επιτρέψουν. Μια επανάσταση, αν το καλοσκεφτείς, έχει
περίπου γίνει. Σωθήκαμε! Μέτρια, σωθήκαμε!
-Μα, ο Μπομπ; Πού είναι ο Μπομπ; Γιατί δε
γυρίζει;
Το κουδούνι της εισόδου απάντησε στις
ερωτήσεις της, με τις δύο νότες του που μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκαν
δυσοίωνες.
-Ο Μπομπ!
Όχι, δεν είναι ο Μπομπ. Η έκπληξη είναι εκατό
φορές μεγαλύτερη, εκατό φορές πιο τρομερή.
Όταν ανοίγω,
σχηματίζεται κόντρα στο σκοτάδι του κήπου, που φωτίζεται μόνο από τη λάμπα του
χολ, η επιβλητική μορφή του ίδιου του Μεγάλου Πωλητή. Δίπλα του, ο
γαλονάς υπηρέτης, απαθής, κρατάει από την επίχρυση λαβή το Καρότσι με
τους Πόλους: «Ο Πόλος στην κουζίνα σας».
-Μού επιτρέπετε να μπω;
Η φωνή του είναι γλυκιά, αλλά μελαγχολική.
Κάνω στην άκρη. Ο υπηρέτης βάζει μέσα το
καρότσι, το ακουμπάει δίπλα στην ομπρελοθήκη, όπως συνηθίζεται, και αποσύρεται για
να περιμένει έξω το τέλος της συνομιλίας.
Όλα όσα συμβαίνουν είναι απρόσμενα και
παράξενα. Δεν άκουσα ποτέ να λένε πως ό ίδιος ο Μεγάλος Πωλητής ενοχλήθηκε για
μια απλή περίπτωση Πολιτικής Ανυπακοής. Το ζήτημα του πικάπ που άφησαν οι δύο
πράκτορες, ενάντια σε κάθε κανόνα, στο σπίτι μας μού φαίνεται ότι παίρνει
τεράστιες διαστάσεις.
-Ξέρετε γιατί βρίσκομαι εδώ; με ρωτάει η
Εξοχότητά του.
-Το φαντάζομαι, Υψηλότατε.
-Όχι, όχι, δε νομίζω ότι μπορείτε να το
φανταστείτε. Ή… πείτε μου, ο γιος μου έχει έρθει ποτέ στο σπίτι σας;
-Ο… Αχ, σε καμία περίπτωση, Εξοχότατε κύριε
Μεγάλε Πωλητά.
-Το όνομα Ρομπ δε σας λέει τίποτα;
-Αυτό ναι. Είναι φίλος του Μπομπ, είναι ο
καλύτερος φίλος του, νομίζω. Μιλάει συχνά γι’ αυτόν, αλλά δεν τον έφερε ποτέ
εδώ.
-Καταλαβαίνω, άλλωστε ο Ρομπ μπορεί και να
μην του είχε πει ότι είναι γιος μου. Αλλά είναι κύριε Ευγενικέ. Όταν ζήτησε να
γραφτεί στο σχολείο με ένα άλλο επίθετο, σκέφτηκα πως το έκανε από
διακριτικότητα, από σεμνότητα… για να μην του συμπεριφέρονται διαφορετικά οι
καθηγητές και οι συμμαθητές του… Τώρα είναι φανερό πως άλλοι ήταν οι λόγοι του.
-Μα ποιοι, Εξοχότατε;
Το μυαλό μου στο μεταξύ δουλεύει, δουλεύει
ασταμάτητα. Γιατί μου μιλάει για το γιο του; Γιατί ήρθε νυχτιάτικα στο σπίτι
μου; Τι άλλο μπορεί να έκανε αυτός ο κακορίζικος ο Μπομπ;
Ο Μεγάλος Πωλητής ξαφνικά χαμογελάει μ’
εκείνο το θλιμμένο και κάπως απόμακρο χαμόγελό του.
-Αγαπητέ κύριε Ευγενικέ, πρέπει να
υποταχτούμε σ’ αυτή τη σκέψη: είμαστε οι πατεράδες δύο επαναστατών .
-Εξοχότατε, εγώ…
-Ξέρω, ξέρω πως είστε ένας υποδειγματικός
πολίτης, καλός για βιβλία αγωγής του πολίτη. Αλλά καμιά φορά οι γιοι δε θέλουν
να μοιάσουν στους πατεράδες τους. Ο δικός μου, για παράδειγμα, δε θέλει να έχει
το όνομά μου. Και να ‘μαστε εδώ, εσείς κι εγώ. Σε ολόκληρη τη χώρα μόνο δύο
απόντες από την «Ημέρα της Πρώτης Αγοράς», και ποιοι είναι; Ο δικός σας ο Μπομπ
και ο δικός μου ο Ρομπ…
Ορίστε, να τα μας και πάλι τα «μας». Τώρα
εξηγούνται όλα. Να μην ξεσπάσει σκάνδαλο. Μπαίνει στη μέση ούτε λίγο ούτε πολύ
η θέση του ίδιου του Μεγάλου Πωλητή! Ο γιος του! Επαναστάτης!
Αρκεί να μη σκοπεύει να ρίξει όλο το
φταίξιμο σ’ εμάς… Λες και κατάλαβε τη σκέψη μου, η Εξοχότητά του με καθησυχάζει
με ένα νέο χαμόγελο:
-Είμαι βέβαιος πως η πρωτοβουλία ήταν του
Ρομπ, κύριε Ευγενικέ. Αυτός είναι ο υπ’ αριθμόν ένα επαναστάτης. Αν δεν είχα
απορροφηθεί στα καθήκοντα του γραφείου μου, θα έπρεπε να το είχα υποπτευθεί εδώ
και καιρό. Κάποιες παρατηρήσεις του… Τις έπαιρνα για εξυπνάδες, μόλις κάπως
ασεβείς. Φαίνεται πως τα Καρότσια τον κάνουν να γελάει…
-Τα Καρότσια!
-Μάλιστα, μάλιστα. Μη σκανδαλίζεστε πολύ,
πάντως. Όπως και η υποχρέωση να κουβαλάει το πικάπ στο λαιμό του από τα
δεκατρία μέχρι τα είκοσι χρόνια του δεν είναι του γούστου του. Ανακάλυψα ένα
τετράδιό του με σατιρικά σκίτσα επί του θέματος. Ανακάλυψα κι άλλα, κοιτάξτε.
Βάζω στοίχημα πως και ο γιος σας θα έχει μία…
Λέγοντας αυτά, η Εξοχότητά του μού δείχνει
μια ταυτότητα, ένα κίτρινο χαρτονάκι διπλωμένο στα δύο… Στην πρώτη σελίδα είναι
γραμμένο: «Κόμμα της Ελευθερίας! Κάτω το πικάπ! Όλα τα Καρότσια στα σκουπίδια!»
Αυτές οι βλαστήμιες μού καίνε τα χέρια. Η
ταυτότητα πέφτει πάνω στο χαλί. Σκύβω να την πιάσω και το πρόσωπό μου καίει…
-Συγγνώμη, Υψηλότατε! Μου φαίνεται
αδιανόητο… Δεν μπορώ να το πιστέψω.
Ο Μεγάλος Πωλητής χαμογελάει και πάλι.
-Παιδιάστικα
πράγματα, πιστέψτε με. Δεν είναι ανάγκη να τα παίρνουμε και πολύ στα
σοβαρά. Ένα κόμμα που αποτελείται από δύο δεκατριάχρονα δεν πρόκειται βέβαια να
βάλει σε κίνδυνο τους τιμημένους θεσμούς μας. Εσείς βέβαια καταλαβαίνετε γιατί
ήρθα στο σπίτι σας; Το καταλαβαίνετε τώρα;
-Νομίζω πως ναι, Εξοχότατε.
-Πολύ καλά. Μεταξύ πατεράδων κατανόηση. Το
πράγμα θα μείνει μυστικό. Τα παιδιά θα μεγαλώσουν, θα κουβαλούν το καλό τους το
πικάπ, θα ξεχάσουν επειδή εμείς θα
ξεχάσουμε. Αν τα τιμωρήσουμε, μπορεί να νομίσουν πως υποφέρουν για μια
ιδέα, μπορεί να νιώσουν μάρτυρες μιας υπόθεσης, να πεισματώσουν. Ήρθα να σας
ζητήσω να αφήσετε μερικές μέρες τον Μπομπ στο σπίτι μου. Φυσικά θα έχουμε
δικαιολογητικά για το σχολείο, όλες τις απαραίτητες ιατρικές βεβαιώσεις. Τα
παιδιά θα παίζουν μαζί. Νομίζω πως θα τους πείσω, ας πούμε, να επανέλθουν στην
τάξη. Το ξέρετε πως και ο Ρομπ συμπλήρωσε σήμερα τα δεκατρία του χρόνια; Τρεις
είναι όλοι κι όλοι οι τυχεροί. Θα τους δώσουμε ένα μεγαλύτερο πικάπ, με
πινακίδα από χρυσό αντί για ασήμι, έτσι θα νιώσουν ήδη αρκετά διαφορετικοί από
τους άλλους. Οι ανατρεπτικές τους ιδέες θα μετριαστούν, δε νομίζετε;
Μόνο αυτός μιλάει. Το μόνο που μπορώ να κάνω
εγώ είναι ένα καταφατικό νόημα με το κεφάλι. Η γυναίκα μου, με της σειρά της,
υποκλίνεται διαρκώς και στο μεταξύ σκουπίζει ένα δάκρυ. Μα τι κάνει τώρα; Να
την που παίρνει το χέρι του Μεγάλου
Πωλητή και του το φιλάει.
-Πόσο καλός είστε!
-Αφήστε, αφήστε, κυρία. Δε χρειάζεται.
-Μα τα παιδιά, ψιθυρίζω, πού βρίσκονται
τώρα;
-Σας το είπα, κύριε Ευγενικέ. Στο σπίτι μου.
Βρέθηκαν πριν από μια ώρα από την ειδική μονάδα της προσωπικής υπηρεσίας μου.
Να σκεφθείτε πως είχαν ξαπλώσει σ’ ένα
χωράφι και κοίταζαν τ’ αστέρια!
-Σ’ ένα χωράφι; Τ’ αστέρια!
-Μάλιστα. Τα έδειχναν ο ένας στον άλλον,
λέγοντας τα ονόματά τους με δυνατή φωνή. Ένας πράκτορας ακολούθησε τα ονόματα
ακριβώς όπως οι Τρεις Μάγου ακολουθούσαν το αστέρι τους: «Αλδεβαράν… Σείριος…
Αρκτούρος…». Εκεί, απορροφημένοι, ήρεμοι, δεν πρόβαλαν αντίσταση. Είναι μια
χαρά. Θέλετε να μιλήσετε με τον Μπομπ σας;
Ο Μεγάλος Πωλητής σηκώνεται, πλησιάζει στο
τηλέφωνο, σχηματίζει έναν αριθμό, μουρμουρίζει μια διαταγή, μού απλώνει το
ακουστικό.
-Ορίστε, μιλήστε.
-Εμπρός!
-Εμπρός, μπαμπά; Εσύ είσαι;
-Μπομπ, αγαπημένε μου γιε… Μα πού πήγες,
ευλογημένο παιδί;
-Για κυνήγι γρύλλων, μπαμπά. Πιάσαμε εκατόν
είκοσι. Φυσικά, έπειτα τους αφήσαμε ελεύθερους… Ήταν υπέροχα! Ο Ρομπ έχει ένα
ηλεκτρονικό τρενάκι που είναι μπόμπα…
Ο Μεγάλος Πωλητής μας χαιρετάει φιλικά.
Απλώνει το χέρι του στη γυναίκα μου, το απλώνει σε μένα, κοιτάζοντάς με. Σε μια
στιγμή, παράξενο, τον βλέπω με έκπληξη να χαμηλώνει το βλέμμα… Κι εγώ επίσης
δεν ξέρω γιατί… Χαμηλώνουμε τα μάτια, σαν να μη τολμούμε να κοιτάξουμε ο ένας
μέσα στον άλλον, μέχρι το βάθος.
Κι εγώ δεν ξέρω πια αν συμφωνήσαμε για το
καλό των παιδιών μας ή για το κακό τους… Για να σβήσουμε, να σκοτώσουμε μέσα
τους τη χαρά που σήμερα, ελεύθεροι και αφεντικά της ζωής τους, πρέπει να ένιωσαν
κυνηγώντας γρύλλους για να παίξουν, φοβούμενοι μήπως τους κάνουν κακό, έτοιμοι
να τους επιστρέψουν άθικτους στη φύση, στη γη, στ’ αστέρια… Να θάψουμε αυτή τη
χαρά, την αγνή τους ορμή, κάτω από ένα μεγάλο πικάπ με χρυσή πινακίδα… Αύριο
κάτω από τις λαστιχένιες ρόδες του Πρώτου Καροτσιού… Δεν ξέρω… Δεν ξέρω πια…
-Ευχαριστώ, Εξοχότατε. Καληνύχτα, Εξοχότατε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου