Παρασκευή 25 Ιουνίου 2021

Δύο ποιήματα του Χάρη Μελιτά (https://neoplanodion.gr, 25.6.2021)

 ...............................................................


                     ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ



                       

                         Δύο ποιήματα



BIΤΡΙΝΑ

Τρελάθηκε κατόπιν εορτής
δεν έβγαινε με τίποτα ο μήνας
τι θέλει ένας πλάνης ποιητής
ανάμεσα στις κούκλες της βιτρίνας;

Δεν έβγαινε με τίποτα ο μήνας
η φτώχεια χορηγός στο σκηνικό
ανάμεσα στις κούκλες της βιτρίνας
σαν Κούρος με βερμούδα και μακό.

Η φτώχεια χορηγός στο σκηνικό
περίγελος στα γυάλινά του τείχη
σαν Κούρος με βερμούδα και μακό
μισούσε τους πελάτες και την τύχη.

Περίγελος στα γυάλινά του τείχη
αντίγραφο μιας ποίησης θνητής
μισούσε τους πελάτες και την τύχη:
Τρελάθηκε κατόπιν εορτής.



~.~

ΗΜΙΦΩΣ

Όσο διψάω το καμένο σου ομοίωμα
Όσο παγώνω διπλωμένος στο κελί σου
Όσο γλιστράω στο βρεγμένο σου ικρίωμα
Όσο φοράω το κραγιόν της απειλής σου

Όσο μιλάω τις σπασμένες διαλέξεις σου
όσο μικραίνω στης ανάσας σου τον ήχο
Όσο ανοίγω παρενθέσεις στα προσπέκτους σου
Όσο γεννάω το φιλί σου μ’ έναν στίχο

Όσο ουρλιάζω σαν σκυλί μέσα στο αίμα σου
Όσο ποντάρω παραισθήσεις σ’ ένα ψέμα σου
Όσο δαγκώνω τις πληγές σου και πονάω

Όσο σκοντάφτω στις γωνιές της αγωνίας σου
Όσο γυαλίζω τα παπούτσια της ανίας σου
Όσο σε κλέβω απ’ το φως, τόσο γερνάω.


ΧΑΡΗΣ ΜΕΛΙΤΑΣ



Πέμπτη 24 Ιουνίου 2021

"Τούμπου τούμπου ζα": τραγούδι του μακρινού χτες ή τραγούδι και του σκοτεινού σήμερα;...

 ...............................................................



"Τούμπου τούμπου ζα": τραγούδι του μακρινού χτες ή τραγούδι και του σκοτεινού σήμερα;...


Στα 1975, μέρες που υπόσχονταν ότι θα ήσαν πιο φωτεινές απ' αυτές της προηγούμενης δεκαετίας, ο κόσμος τραγουδούσε κάποια σατιρικά τραγούδια, που τώρα αναρωτιέμαι αν συνειδητοποιούσε τι εξέφραζαν. Ήταν μόνο μια χαβαλεδιάρικη διάθεση που εκτονωνόταν τραγουδώντας τα ή μια, έστω ενστικτώδης, αντίδραση σ' ένα "τρελό" περιβάλλον και σε μια ανερμάτιστη κοινωνική κατάσταση που φαινόταν ότι εδραιωνόταν για τα καλά; Και σήμερα φαίνεται, εκτός από την πανδημία που είναι μια κατάσταση παγκόσμια και δεν αφορά μόνο τη χώρα μας, τα τελευταία εγχώρια συμβάντα δείχνουν μια κοινωνία που με σημερινούς γλωσσικούς εκφραστικούς όρους θα την έλεγα "σαλταρισμένη". ΄Έτσι θυμήθηκα κάποια τραγούδια που τα έγραψαν "λόγιοι", κατά το υπόλοιπο έργο τους, συνθέτες που σαν να διαισθάνονταν (ή μήπως εκτιμούσαν κιόλας;) ότι η κοινωνική κατάσταση είχε "ξεφύγει". Ένα απ' αυτά είναι και το παρακάτω με αυτούς τους στίχους:

 
"Τούμπου τούμπου ζα."*

Στίχοι & Μουσική: Γιάννης Μαρκόπουλος
Τραγούδι : Παύλος Σιδηρόπουλος

Εδώ δεν έχει σύνορα δεν έχει καλοσύνη,
Μπροστά πηγαίνει ο Αρχηγός και πίσω του οι σκύλοι
Τραπέζι πεντακάθαρο λεφτά χαρτιά και τσόχα,
Κρατάς την μύτη σου μακριά να μην σε πάρει η μπόχα,

Αχαλούχου αχαμπούχου αχαλούχου αχαμπάαα χαχαχαχαχαχα χααααααα
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου μάγοι,
Αχ θα μας ψήσουν οι Ανθρωποφάγοι
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου ζίτσου,
Στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου

Τούμπου Τούμπου και Ταμπούμ, Φάγαν την γριά ντού ντού,
Τούμπου Τούμπου Τούμπου και Μπαμπούμ, πέσαν όλα τα ταμπού

Εγύρισα όλη την γή με έν' αεροπλάνο
Μοντέλο απ' τη κατοχή που'χέ φωνή σοπράνο
Σε'νά σταθμό μου είπανε όλη την ιστορία
Στην ζούγκλα πως χαθήκατε σας φάγαν τα θηρία

Αχαλούχου αχαμπούχου αχαλούχου αχαμπάαα χαχαχαχαχαχα χααααααα
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου μάγοι,
Αχ θα μας ψήσουν οι Ανθρωποφάγοι
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου ζίτσου,
Στο καζάνι κ' η μαμά του Κίτσου

Τούμπου Τούμπου και Ταμπούμ, Φάγαν την γριά ντού ντού,
Τούμπου Τούμπου Τούμπου και Μπαμπούμ, πέσαν όλα τα ταμπού

Μπουζουκάκι.....

Εκείνο που δεν μάθατε κ'οι μαύροι εγελάγαν
Είναι γιατί ψοφήσανε τα ζώα που σας φάγαν
Δηλητηριαστήκανε από τα δύο κορμιά σας
Το λέει το ραδιόφωνο κρίμα στην ανθρωπιά σας

Αχαλούχου αχαμπούχου αχαλούχου αχαμπάαα χαχαχαχαχαχα χααααααα
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου μάγοι,
Αχ θα μας ψήσουν οι Ανθρωποφάγοι
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου ζίτσου,
Στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου

Τούμπου Τούμπου και Ταμπούμ, Φάγαν την γριά ντού ντού,
Τούμπου Τούμπου Τούμπου και Μπαμπούμ, πέσαν όλα τα ταμπού

Στο δέντρο αναπαυτήκανε τα δυό καημένα ζώα
Ενθάδε κείται έγραψαν ο λέων με τον βόα
Για αυτό ν'ακούς τις σύμβουλες του γέρου μπροστοτράγου
Που φάγαμε εψές αργά στην στάνη του Πανάγου

Αχαλούχου αχαμπούχου αχαλούχου αχαμπάαα χαχαχαχαχαχα χααααααα (echo)
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου μάγοι,
Αχ θα μας ψήσουν οι Ανθρωποφάγοι
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου ζίτσου,
Στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου

Τούμπου Τούμπου και Ταμπούμ, Φάγαν την γριά ντού ντού,
Τούμπου Τούμπου Τούμπου και Μπαμπούμ, πέσαν όλα τα ταμπού

Με αφήνεις μόναχή μου, μη με αφήνεις μόνη και πτωχή
Με αφήνεις μόναχή μου, μη με αφήνεις σε παρακαλώωω

Αχαλούχου αχαμπούχου αχαλούχου αχαμπάαα χιχιχιχιχιχι
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου μάγοι,
Αχ θα μας ψήσουν οι Ανθρωποφάγοι
Τούμπου τούμπου Ζα Τούμπου ζίτσου,
Στο καζάνι κι η μαμά του Κίτσου
Τούμπου Τούμπου και Ταμπούμ, Φάγαν την γριά ντού ντού,
Τούμπου Τούμπου Τούμπου και Μπαμπούμ, πέσαν όλα τα ταμπού ού ού ούυυυυ


*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το βίντεο της ΕΡΤ έχει ιστορική αξία καθώς βλέπουμε τον Παύλο Σιδηρόπουλο να ερμηνεύει μόνος του το τραγούδι του Γιάννη Μαρκόπουλου με τον δικό του ξεχωριστό εκφραστικό τρόπο σε ζωντανή μετάδοση της συναυλίας του Γιάννη Μαρκόπουλου - στο Ηρώδειο, λέει ο αναρτήσας στο youtube, αλλά εγώ νομίζω ότι πρόκειται για το θέατρο του Λυκαβηττού. Στη δισκογραφία το τραγούδι τραγουδήθηκε από το ντουέτο Λάκη Χαλκιά-Παύλου Σιδηρόπουλου. Έτσι για όσους θαύμασαν και αγάπησαν τον Παύλο Σιδηρόπουλο το βίντεο έχει μια κάποια ιστορική αλλά και συναισθηματική αξία...


"Τι λες;" G. Paterakis & String Theory ft. Φοίβος Δεληβοριάς (youtube, 22 Μαΐ 2021)

 ..............................................................



ι λες;" G. Paterakis & String Theory ft. Φοίβος Δεληβοριάς

Στίχοι - μουσική - πιάνο: Γιώργος Πατεράκης 
Τραγούδι: Φοίβος Δεληβοριάς 
Φωνητικά: Εύα Λαύκα, Λάρα Καλλίρη, Γεράσιμος Παπαδόπουλος, Γιώργος Κασαβέτης 
Κιθάρα: Σπύρος Ηλιάδης

"ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΝΙΚΗΜΕΝΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ" γράφει ο ποιητής, συγγραφέας και φίλος στο fb Πάνος Σταθόγιαννης (facebook, 24.6.2021)

...............................................................


ΩΔΗ ΣΤΟΥΣ ΝΙΚΗΜΕΝΟΥΣ ΑΝΤΡΕΣ ΤΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟΥ




γράφει ο ποιητής, συγγραφέας και φίλος στο fb Πάνος Σταθόγιαννης (facebook, 24.6.2021)

Πείτε εσείς τα πιο βαθιά, αυτά που θα χωθούν στη λεπτομέρεια, θα αρδεύσουν από εκεί νερό για το μεγάλο τραύμα, και στο μικρόκοσμο θα ξαναδούν την άτεγκτη αισθητική των νόμων,
εγώ θα πω για τα αρσενικά παιδιά που έξαφνα μεγάλωσαν, όμως εκείνα στον καθρέφτη δεν βλέπουν πρόσωπο ολόκληρο, βλέπουνε γένια που ζητάνε ξύρισμα, μια γλώσσα υπόλευκη και μουδιασμένη, κι ούτε τα νοιάζει ο φθαρμένος ο γιακάς, φτάνει να είναι με το σίδερο πατικωμένος, στρώνουν με επιμέλεια τα όσα μαλλιά, βγαίνουνε έξω ξεροβήχοντας, σενιαρισμένοι,
τα Σάββατα, πρωί, στο καφενείο της γωνίας, Κηπούπολη, Άγιοι Ανάργυροι, Κολοκυνθού, Κόκκινος Μύλος, οδός Λιοσίων με τα καυσαέρια του Α10, και τι σαπίλα ο Κηφισός, κάποτε εκεί, μικρότεροι, είχανε πνίξει ένα νεογέννητο γατί, τους είχε κλέψει δύο τόπια η ροή, είχαν στηθεί πέντε-έξι στη σειρά να κατουρήσουνε από ψηλά,
όπως παλιότερα, φαντάροι, στις Καστανιές, στη Μόρια, στο Δεμίρ Ισάρ, πέντε δεκαοχτώ μηχανοποιημένο τάγμα πεζικού, εξοδούχοι για την κοντινή ταβέρνα με τα κοντοσούβλια, ψύχρα βαλκανική και καλαμιές, κάποιος θα στρίψει ένα τσιγαριλίκι να το πιούνε καθ’ οδόν, βιάζονται να ακούσουν πάλι τις “Αμπάρες”, να κάνουνε ζημιές, να πούνε στον χοντρό πίσω απ’ τον πάγκο “πιάσε ακόμα έναν γύρο από μπιρόνια”, κι ο πιο παλιός να σηκωθεί και να χορέψει οχτώ χιλιάδες εφτακόσιες είκοσι φορές καλύτερα απ’ όσο ο λοχίας στην “Ευδοκία”, όμως εκεί τους λείπουνε οι γκόμενες, άντρες μονάχα στο χακί, δυο σκούρες στάμπες στις μασχάλες, κάθεται ύστερα λαχανιασμένος, με τα πόδια ανοιχτά, “δεν σηκώνει το τηλέφωνο δύο μέρες, η καριόλα”, γελάει, αλλά εντός του ένας μαύρος αχινός, θα πλακωθεί με τον ψάρακλα απέναντι που θα πετάξει “ποιος ξέρει σε ποιόνε παίρνει πίπες τώρα”, μπαίνουν στη μέση οι άλλοι, τους χωρίζουν, νάτοι που επιστρέφουνε αγκαλιασμένοι στην πύλη με τα καρακόλια,
μα πώς χαθήκανε έτσι, αφού είχαν πάρει όρκο σιωπηρό, τότε, με το απολυτήριο στο χέρι, αφού είχαν γίνει αδελφοί για μια αιωνιότητα, “άλλος για Χίο τράβηξε”, που λέει κι ο Μητροπάνος, “άλλος για Μυτιλήνη”, τυχαία θα συναντηθούν ξανά, Ομόνοια συνήθως, δεν πάνε Σύνταγμα, εκτός από εκείνους που δουλεύουνε ταξί, το Μέγαρο το ξέρουν μόνο απ’ έξω, ποτέ δεν έχουν μπει σε κάποιο σπίτι εκεί, Ιλίσια, Κολωνάκι, Νέο Ψυχικό, “μα, πώς τα φτιάξανε αυτά, οι πούσ τηδες, πού τα βρήκανε τόσα λεφτά;” λένε χωρίς να αναρωτιούνται αληθινά, από συνήθεια μόνο, γιατί ξέρουν,
όμως εκεί, στου Μπακάκου μπροστά, βλέπουν ξανά το λείο πρόσωπο της παλιοσειράς πίσω από τις ρυτίδες, “μαλάκα, καραφλιάσαμε κι οι δύο”, δεν έχουνε καιρό για μπίρα τώρα, βιάζονται, ανταλλάσσουνε τηλέφωνα για κάποια άλλη φορά, δεν θα πάρουν ποτέ, ούτε ο άλλος,
στο καφενείο πάντως είναι συνεπείς, με μια αφρισμένη φραπεδιά γι’ αρχή, ύστερα τσίπουρο, οι μεζέδες στο χαμηλό τραπεζάκι δίπλα στην πράσινη τσόχα, βρίζοντας διαρκώς την τύχη τους, πετάνε ξάφνου τα τραπουλόχαρτα, με μια κίνηση ίδια με εκείνη του παππού τους όταν έσπερνε σιτάρια στα προσχωσιγενή της Κάρλας, κάνουν μια βόλτα μέχρι το περίπτερο, παίρνουν καβάντζα ακόμα ένα πακέτο, επιστρέφουν, “φέρε να κόψω την πουτάνα”, λένε, χαμογελάει σαν νυφίτσα ο απέναντι, μοιράζει, ένα εφτάρι, ένα τέσσερα, ένας βαλές ξεκάρφωτος, δύο τριάρια,
μέχρι που κάποτε, ή ώρα δώδεκα και κάτι, περνάει έξω από το τζάμι εκείνη η θεογκόμενα, εικοσιδύο το πολύ, στη γειτονιά της τη φωνάζουν “βιζιτού” οι φαρμακόγλωσσες, τη ζαχαρώνουν όλοι τους με τα χαρτιά ανάερα στο χέρι, “δεν φοράει βρακί, το αερίζει”, λέει κάποιος ξύνοντας το γόνατό του, συμφωνούν όλοι τους, επαυξάνουν, λένε μετά διάφορα, λένε χυδαίες κοινοτοπίες, όπως ότι τώρα η θάλασσα έγινε γιαούρτι, ξεσκίσματα στην ανηφόρα, ξεπατώματα, όλα διανθισμένα με νηφάλια βία, και είναι σίγουροι ότι μπορούν, μα δεν μπορούν, φεύγει εκείνη με τα απροκάλυπτα μπούτια, στρίβει στη γωνία,
μένουν με το πουλί στο χέρι, που δεν ξέρουν πια τι να το κάνουν, πού να το βάλουν, στη γυναίκα τους αραιά και πού, την έχουν βαρεθεί, τους έχει βαρεθεί, τώρα εκείνη το πασάρει στα κρυφά όταν μπορεί παντού, και στον συμπαίκτη τους απέναντι που όλο χαμογελάει πονηρά κι ακατανόητα, μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, όρθιοι μπροστά στον νεροχύτη, με τον παραπληγικό γιό στο διπλανό δωμάτιο να γρούζει σαν μισοσφαγμένο γουρούνι, οι δικές τους ανάσες πνιχτές, του δαγκώνει το χέρι για να μην ουρλιάξει. “φύγε τώρα, στάσου μια στιγμή να δω αν είναι κανείς έξω στο δρόμο”, κανείς δεν είναι, πίσω απ’ τις γρίλιες όμως κάμποσες γειτόνισσες, πάνω απ’ τα σύννεφα εφτά συντάγματα αγγέλων, κάτω απ’ το χώμα χίλιες ρίζες που ποτίστηκαν καλά κι ευλογημένα,
λίγο πιο πάνω κοντοστέκεται, ανάβει τσιγάρο, τηλεφωνεί στον εργολάβο μπας κι έσκασε καμιά δουλειά, έντεκα μέρες τώρα δίχως μεροκάματο, κι άμα φανεί καμιά οικοδομή στον ορίζοντα, τίποτα μερεμέτια, τ’ αρπάζουνε οι Αλβανοί, νοικοκύρηδες τους κάναμε, οι πιο πολλοί σπουδάζουν τα παιδιά τους στο Πολυτεχνείο, άσε που κάποιοι τολμηροί έπιασαν τώρα να ’ρχονται και στα καφενεία, ίσιοι κι όμοιοι γίναμε όλοι μας, ανωτέροι κατωτέροι, άσπροι μαύροι, αμνοί και ερίφια, “εδώ δεν έχουμε να φάμε εμείς – θα φάνε κι άλλοι;”, λέει μπροστά στη τράπουλα, μόνο εκεί,
γιατί στο κουκουέ, στην κόβα, λέει άλλα, λέει πώς όλοι είμαστε αδέρφια, λέει για κεφάλαια, αλληλεγγύες, παντιέρες ρόσες, “θα πέσουνε κεφάλια κάποτε”, γυρνάει στον τύπο που έχει ρέντα σήμερα, έχασε ακόμα και τα ψιλά που είχε για το προπατζίδικο, γιατί του αρέσει να φαντάζεται τι θα συμβεί άμα του κάτσει, κοιτάζει τότε κάπου αόριστα, σκέφτεται πράγματα που δεν πολυκαταλαβαίνει, Μαγιόρκες, ανάσκελα σε αιώρα, κάτω από φοινικιές, μαύρα γυαλιά, μαγιό βερμούδα, γύρω του γκόμενες να τόνε κανακεύουν και οπωσδήποτε δύο μαύροι να του κάνουνε αέρα, “μα, πού στο διάολο είναι η Μαγιόρκα;”, ποιος νοιάζεται, αφού από το όνομα καταλαβαίνουν όλοι, μόνο τους μαύρους να προσέχει, γιατί την έχουνε μακριά,
χαμογελάει μόνος του, χαμογελάει στον εαυτό του, κι ας δυσκολεύεται με τη ΔΕΗ και τους διακανονισμούς της, κι ας του λείπουν ένα σωρό ένσημα για τη σύνταξη, κι ας είναι έτοιμος να σκοτώσει το πατρικό του στην Ανάφη, μ’ αυτά τα λαμόγια που μπλέξαμε, καθώς βλέπει με τ’ άλλα μάτια, τα πραγματικά, την πιθανότητα της ψάθας, το χοντρό ζοριλίκι, το αγρίμι με τα χίλια νύχια, τον εξαποδώ,
όχι, όχι, δεν τα βλέπουν αυτά, δεν θέλουν να τα δουν, “μια ζωή είναι, πού θα πάει; θα περάσει”, λένε, και η ζωή τότε γίνεται βαρύς τενεκές με χαρμάνι στην πλάτη, ανηφορίζοντας την ασταθή σκαλωσιά, όχι, όχι, ούτε αυτό, έχει πεθάνει η οικοδομή, μονάχα οι Αλβανοί δουλεύουν εκεί, σπασμένα,
ευτυχώς που κάτι θα κάνει η ΑΕΚ φέτος, αυτή η μεταγραφή με τα ανάποδα ψαλίδια – τι παιχτούρα!, σύντομα θα τον κάνουν στρατηγό υπέρμαχο, αυτός θα τους σπρώχνει στο χορό των νικητών, γιατί μονάχα εκεί νικάνε, έστω από σπόντα, γι’ αυτό και τα Σάββατα, τρίβοντας τις παλάμες για να κόψουν τη βρωμοτράπουλα, “θα σας για μήσουμε αύριο”, λένε για το κυριακάτικο ντέρμπι, και το γα μήσι στο στόμα τους ηχεί σαν απειλή, σαν να κατεβαίνουν ορδές και να καίνε, να λεηλατούν τα πάντα, κι εκείνο το μπουρδέλο η Βουλή – στάχτη και μπούρμπερη, κι ας κλαίνε μετά οι φλώροι στην τιβί ότι η δημοκρατία μας, οι ταραξίες, οι φασίστες, “δεν πα’ να γα μηθούνε, μπας κι ασπρίσουνε”, τους έρχεται αυτόματα στο στόμα, “δεν πα’ να γα μηθούν, οι νούλες”,
όμως, Μούσα εσύ, άσε με να πω γι’ αυτούς, για τα δικά τους τα μηδενικά, που μπαίνουν πίσω από τη μονάδα και την κάνουν δέκα, εκατό, χίλια, δεν ξέρω πώς, ούτε από πότε, ούτε γιατί, δεν ξέρω τι είναι αυτό που τους μετατρέπει σε άλας της γης, μιας που έχουνε τη νοστιμιά που εμένα μου λείπει,
την έχασα στη σελίδα εξακόσια δώδεκα ενός βιβλίου που δεν θυμάμαι πια τον τίτλο του, κοιμάται αθώο στη βιβλιοθήκη μου, δεν μ’ αγαπάει κι ας του ανήκω, όμως κι αυτό αδυνατεί να ερμηνεύσει τι έχουν μέσα τους οι νικημένοι άντρες του Σαββάτου, που τους έχει ζέψει ο θεός να σέρνουνε την άμαξά του, ενώ ούτε άμαξα υπάρχει, ούτε ο θεός είναι επιβάτης, μονάχα τα λουριά που εκείνοι έχουν δέσει σταυρωτά στο στήθος τους και πάνε, όμορφοι όσο αρμόζει σ’ όσους πληρώνουν τα επίχειρα, δεν ξέρουν τίποτα όμως, αυτοί γεννήθηκαν με μια καμένη Σμύρνη στο βιογραφικό τους, έχουν αγιάσει εξ υπαρχής, όπως οι ρίζες...



Τετάρτη 23 Ιουνίου 2021

"Ο χυδαίος αισθησιασμός των media για εγκλήματα που αφορούν γυναίκες" έγραψε η Χριστίνα Γαλανοπούλου (https://www.lifo.gr, 23.6.2021)

..............................................................




Ο χυδαίος αισθησιασμός των media για εγκλήματα που αφορούν γυναίκες

«Γραμμή», σοβαρή αστοχία, ή δημοσιογραφικά data και γλώσσα που πρέπει επειγόντως να αλλάξουν;





έγραψε η Χριστίνα Γαλανοπούλου (https://www.lifo.gr, 23.6.2021)

ΚΑΙΡΟ ΤΩΡΑ, η επικαιρότητα σφαδάζει από τα απανωτά εγκλήματα εναντίον γυναικών. Η φρικτή γυναικοκτονία της Καρολάιν, ο βιασμός μιας εργαζόμενης γυναίκας στα Πετράλωνα, ο βιασμός μιας άλλης στο Κολωνάκι είναι η σοδειά φρίκης μόνο των τελευταίων ημερών. Ακόμη και έτσι, όμως, με τον τόπο να βράζει ξεκάθαρα πια από τα περιστατικά έμφυλης βίας, τα περισσότερα ελληνικά media –και κυρίως οι τηλεοπτικοί σταθμοί - μοιάζουν να μην καταλαβαίνουν. Να συμπονούν και να συμπάσχουν μόνο στα λόγια. Να έχουν πειστεί ότι πρόκειται για business as usual, θέμα επικαιρότητας που πρέπει να καλυφθεί και μετά πάμε για το επόμενο. Και κυρίως, να ακυρώνουν μία σημαντική νίκη, που σταδιακά εξελίσσεται σε ήττα.



Ας εξηγήσουμε λίγο, ειδικά αυτό το τελευταίο: στην περίπτωση του 32χρονου γυναικοκτόνου, τα media σχεδόν χωρίς να το καταλάβουν, προχώρησαν σε μία σπουδαία εξαίρεση. Σταμάτησαν να χρησιμοποιούν «θολό» και pixel στις φωτογραφίες του, όπως και σε εκείνες της άγρια δολοφονημένης Κάρολαϊν. Για πρώτη φορά, ο κόσμος μπορούσε να δει τον δράστη και το θύμα του, χωρίς περιορισμούς. Να δει με τι πραγματικά μοιάζουν οι άντρες που δολοφονούν γυναίκες, να δει πώς μπορεί να είναι οι «ευτυχισμένοι γάμοι», να γίνει σαφές ότι οι φονιάδες δεν είναι τέρατα που κρύβονται στο υπόγειο, αλλά ο γείτονας «που δεν είχε δώσει δικαιώματα».



Ήταν τέτοια η οργή του κόσμου αυτή τη φορά –μετά από μία Τοπαλούδη, μία Ίτον, την άτυχη γυναίκα στη Μακρινίτσα και τόσες ακόμα-, ήταν τέτοιο το θέατρο και το πάρε – δώσε του γυναικοκτόνου με τα media, που δεν είχε κανένα νόημα, ούτε καν νομικό, η προσπάθεια κάλυψης του προσώπου του.

«Ανείπωτη τραγωδία» σημειώνει ο ένας, προφανώς αγνοώντας τους όρους της τραγωδίας, «ο δολοφόνος δήλωσε αποκλειστικά σ’ εμάς», υπογραμμίζει ο άλλος, θεωρώντας ότι μιλά με superstar (!), «είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να βιάσει μία ηλικιωμένη;», αναρωτιέται με περισσή άγνοια για την κουλτούρα του βιασμού ο τρίτος σ’ ένα σερί ντροπιαστικών ανταποκρίσεων.

Όμως, μετά, η τηλεόραση, για λόγους που μόνο εκείνη γνωρίζει, αποφάσισε να αποθεώσει τον δολοφόνο, να τον «χαϊδέψει», να προσπαθήσει να τον εξηγήσει με ατέλειωτα κόντινα πλάνα, με εξαντλητικές προσωπογραφίες, με ανελέητα χυδαίο αισθησιασμό να περιγράψει το κάθε του βήμα.



Όλα αυτά με σπικάζ που βρίθουν αστοχιών και πάνελ που έχουν «τερματίσει» το κοντέρ της ασυναρτησίας, των απολύτως ακατάλληλων κλισέ, αλλά και της εμετικής συμπερασματολογίας. Τόσο προκλητικά κι ανεύθυνα πια, που δικαίως οι τηλεθεατές ξεσπούν με ύβρεις στα social media, ενώ οι πιο μετριοπαθείς προσπαθούν να καταλάβουν, αν πρόκειται για «γραμμή», για απέραντη βλακεία ή απλώς δημοσιογραφία του 1950 που την έφαγε από καιρό ο σκώρος.



«Ανείπωτη τραγωδία» σημειώνει ο ένας, προφανώς αγνοώντας τους όρους της τραγωδίας, «ο δολοφόνος δήλωσε αποκλειστικά σ’ εμάς», υπογραμμίζει ο άλλος, θεωρώντας ότι μιλά με superstar (!), «είναι δυνατόν να θέλει κάποιος να βιάσει μία ηλικιωμένη;», αναρωτιέται με περισσή άγνοια για την κουλτούρα του βιασμού ο τρίτος σ’ ένα σερί ντροπιαστικών ανταποκρίσεων.



Και ενώ τα δελτία και οι ενημερωτικές εκπομπές θεωρούν ότι δίνουν ολόσωστα τη μάχη για την ενημέρωση, στο τηλεοπτικό κάδρο μπαίνουν και οι ψυχαγωγικές. Που αλλάζουν τη ροή του αιωνίως ανάλαφρου προγράμματος τους «λόγω της σοβαρότητας του γεγονότος» και ρίχνουν το δικό τους βρώμικο νερό σ’ αυτόν τον άθλιο μύλο.

Βίντεο με προσωπικές στιγμές της δολοφονημένης κι από κάτω να «τρέχουν» τίτλοι, τύπου «Όταν το ζευγάρι ήταν ακόμη ευτυχισμένο». Τι φάουλ! Τι ασχετοσύνη! Με πόσο ελαφριά καρδιά απομακρυνόμαστε από τη γυναικοκτονία.



Μαρτυρίες φίλων και γειτόνων, για τον τέλειο γαμπρό (!), αυτόν που κάθε κορίτσι θα ήθελε (!!), όλα σφάζονται και όλα μαχαιρώνονται κι ας περνάει το απολύτως λάθος μήνυμα, ενώ ταυτοχρόνως ικανοποιείται και ο χαμερπής πόθος της κάθε άσχετης παρουσιάστριας, πόθος που δεν είναι άλλος από την άνοδο των ποσοστών τηλεθέασης.



Αναμασώντας ότι σέβονται τη μνήμη της φρικτά δολοφονημένης γυναίκας, σερβίρουν τις πλέον ασεβείς εικόνες, τεμαχίζουν κάθε πλάνο της ζωής της, συμπεραίνουν, διερωτώνται, ακόμη ακόμη και πετούν λάσπη, χωρίς να έχουν πραγματικά ιδέα για το τι συντελείται εδώ.



Όσο το ΕΣΡ κοιμάται γαλήνιο, λέγονται τα πιο απίθανα πράγματα και μάλιστα από έμπειρους του ρεπορτάζ, προβάλλονται τα πιο ανεπίτρεπτα πλάνα και τα σουπεράκια (οι τίτλοι με τους οποίους σερβίρεται το κάθε τηλεοπτικό ρεπορτάζ) μοιάζουν γραμμένα είτε από ανίδεους μαθητευόμενους είτε από δημοσιογράφους που έμειναν κολλημμένοι στη δεκαετία του ’70 και του ’80, τότε που οι αστυνομικοί συντάκτες ξετσίπωτα σκλήριζαν στους προϊσταμένους τους ότι «κρατούν το πτώμα με νύχια και με δόντια» για να έρθει να τραβήξει φωτογραφίες ο φωτογράφος της εφημερίδας.



Τι μάς συμβαίνει αλήθεια; Τι συμβαίνει στον πυρήνα της δουλειάς μας που «είναι η ψυχή της δικαιοσύνης»; Άραγε λαμβάνει έστω και λίγο υπ’ όψιν του ο κλάδος τους αναγνώστες / τηλεθεατές και ακροατές που πανεύκολα πια εντοπίζουν την ασχήμια και μάς την επισημαίνουν με κάθε τρόπο, αλλά δεν ακούμε;



Γιατί δεν ακούμε, όμως; Γιατί επιμένουμε σ’ ένα data παλιακό και μια γλώσσα που μιλούν μόνο όσοι λεκιάζουν πρόθυμα τον χώρο με τις λάσπες;



Την ώρα που πολλοί θίγονται για τη χουντάρα την πολιτική ορθότητα που τους περιορίζει, την ώρα που η γλώσσα –ως μέσο επικοινωνίας και κατανόησης- πασχίζει να ακολουθεί λιγότερο κακοποιητικούς δρόμους (μήπως και σωθεί κάποιο παιδί, κάποια γυναίκα, ένας άνθρωπος σε κίνδυνο), ένα μεγάλο κομμάτι της ενεργού δημοσιογραφίας αποδεδειγμένα μένει πίσω και παίζει με τη φωτιά.



Και φυσικά δεν μιλάει ποτέ για τα του οίκου της ούτε τολμά να κάνει την αυτοκριτική της. Όσο πιο έμπειρος και παλιός ο δημοσιογράφος, τόσο πιο πιο δύσκολο το “mea culpa”. Ίσως, διότι στις μέρες μας το «συγνώμη, λάθος» για την κοινωνία σημαίνει χειροπιαστή αλλαγή. Κι είναι μια αλλαγή που συμβαίνει με πολύ διάβασμα, τεντωμένα αυτιά και σχετικά κλειστό στόμα. Πώς να αφουγκραστείς, αν μιλάς συνεχώς και ως επί το πλείστον λες βλακείες και μάλιστα επικίνδυνες;



Και πώς να καταλάβεις το λάθος, όταν η κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη σε ραίνει με βλακώδη κομπλιμάν –ο πατριάρχης του αστυνομικού ρεπορτάζ, η βασίλισσα του δικαστικού ρεπορτάζ, ο μάγος του ελεύθερου ρεπορτάζ- ενώ απλώς θα έπρεπε να σού είχε κλείσει το μικρόφωνο, στην καλύτερη περίπτωση;



Δεν είναι η πρώτη φορά που ο χυδαίος αισθησιασμός των media σε εγκλήματα έμφυλης βίας εξοργίζει. Ας είναι η πρώτη φορά, ωστόσο, που θα γίνει αφορμή για μία μεγάλη συζήτηση που θα αλλάξει τον τρόπο και κυρίως τη γλώσσα που χρησιμοποιείται για την κάλυψη τέτοιων γεγονότων.





"Η μπαλάντα για τα καλά παιδιά" ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005)

 ..............................................................





Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)





Η μπαλάντα για τα καλά παιδιά

Παιδάκια, πάντοτε ν’ ακούτε τους γονείς σας
που θέλουν μόνο το δικό σας το καλό.
Να λέτε “ευχαριστώ”, ”παρακαλώ”,
να μην υψώνετε τον τόνο της φωνής σας.

Ποιοί είν’ αυτοί που μας μαθαίνουν τρόπους,
που μας μαθαίνουν νά ’μαστε ευγενείς;
Μονάχα οι καλοί μας οι γονείς
για να μας κάνουνε σωστούς ανθρώπους.

Όλα στο σπίτι σαν ρολόι ρυθμισμένα.
Ο μπαμπάς όλη μέρα στη δουλειά.
Η μαμά τινάζει στο μπαλκόνι τα χαλιά
κι ύστερα στρώνει τα κρεβάτια ένα ένα.

Συνήθως βλέπουν τηλεόραση τα βράδια,
καμιά φορά πηγαίνουν σινεμά.
Κάποτε μένει μονή η μαμά
και μας κακομαθαίνει με τα χάδια.

Λείπει τότε ο μπαμπάς στο καφενείο
εκεί που πάνε οι άντρες μοναχοί.
Παίζουνε πρέφα, λεν αστεία, χι, χι, χι
καμιά φορά ξεχνιούνται ως τις δύο.

Τις Κυριακές μας έρχονται επισκέψεις.
Βγάζει η μαμά καφέδες και γλυκά.
Οι άντρες συζητούν πολιτικά
και οι γυναίκες: “αύριο τι θα μαγειρέψεις;”.

Έτσι τα βρήκαμε, πάππου προς πάππου
και-προς Θεού-μην τα πειράξεις, πα, πα, πα!
Ακολουθείστε τα γνωστά τα πρότυπα
να φτάσετε κι εσείς μια μέρα κάπου.

Χιλιάδες πειρασμοί είναι κοντά σας,
σεξ και πορνό και ντίσκο και χασίς.
Μακριά, παιδιά, να κρατηθείτε εσείς,
να μην ακούτε παρά μόνο το μπαμπά σας.

Λοιπόν, παιδάκια, σεβασμό προς τους γονείς σας
που θέλουν μόνο το δικό σας το καλό.
Πάντα και πάντα: ”ευχαριστώ”, ”παρακαλώ”,
και μην υψώνετε τον τόνο της φωνής σας.

Μανούσος Φάσσης (Μανώλης Αναγνωστάκης), "Παιδική μούσα"


Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Recording "Glykia Mou Elpida" at the studio - George Paterakis & String Theory (youtube)

 ...............................................................



Recording "Glykia Mou Elpida" at the studio - George Paterakis & String Theory

Music: G. Paterakis Lyrics: Miguel de Cervantes (sonnet from Don Quixote, based on the Greek translation by K. Kartheos) 

Voices: Eva Lafka, Lara Kalliri 

Vocals: Katerina Gevetzi, Elpiniki Saripanidou, Zoe Langhi, Filippia Kontogiannakopoulou, George Kasavetis, Gerasimos Papadopoulos, Makis Mandas, Leonardo Batis 

Violin: M. Karagianni Viola: G. Athanasopoulos Violoncello: A. Kassartzis Mandolin: S. Iliadis Piano: G. Paterakis Sound: Yannis Skandamis Camera: Vangelis Aristou, Irini Karagiozidou Video editing: Eva Lafka, Panos Dimitriou, Gerasimos Papadopoulos Buy our music: https://giorgospaterakis-stringtheory... 


Lyrics: 

Γλυκιά, γλυκιά μου ελπίδα 

που πάνω από τα ενάντια 

κι αδύνατα περνώντας 

το δρόμο σου κρατείς, 

ω, μη λιγοψυχήσεις 

που, όπου σταθείς, 

μπροστά σου τον θάνατο θωρείς. 


Για τους οκνούς δεν είναι 

του θριάμβου τα στεφάνια, 

μήτε τα νικητήρια 

γι' αυτούς, μήτε η χαρά. 

Κι ούτε γι' αυτούς 

που σκύβουν στην τύχη μπρος 

τα μάτια, μ' αδύναμη καρδιά. 


Ναι, η δόξα της αγάπης 

χιλιάκριβα αποχτιέται, 

μα σαν κι αυτήν στον κόσμο 

δεν είν' άλλο καλό. 

Και ποιος δεν το γνωρίζει 

πως ό,τι δεν αξίζει μονάχα 

είναι φτηνό. 


Η επιμονή σου, αγάπη, 

τ' άφθαστα κατορθώνει 

γι' αυτό, κι αν η καρδιά μου 

τ' αδύνατο ζητεί, δεν χάνω την ελπίδα 

πως θα χαρώ μια μέρα 

τον ουρανό στη γη. Dulce esperanza mía, 

que rompiendo imposibles y malezas 

sigues firme la vía 

que tú mesma te finges y aderezas: 

no te desmaye el verte 

a cada paso junto al de tu muerte 

No alcanzan perezosos 

honrados triunfos ni vitoria alguna, 

ni pueden ser dichosos 

los que, no contrastando a la fortuna, 

entregan desvalidos 

al ocio blando todos los sentidos. 

Que amor sus glorias venda 

caras, es gran razón y es trato justo, 

pues no hay más rica prenda 

que la que se quilata por su gusto, 

y es cosa manifiesta 

que no es de estima lo que poco cuesta. 

Amorosas porfías 

tal vez alcanzan imposibles cosas; 

y, ansí, aunque con las mías 

sigo de amor las más dificultosas, 

no por eso recelo 

de no alcanzar desde la tierra el cielo.


Θερμές ευχαριστίες προς τις Εκδόσεις Πατάκη για την ευγενική παραχώρηση του μη αποκλειστικού δικαιώματος διασκευής και χρήσης του παρόντος αποσπάσματος, το οποίο βασίστηκε στη μετάφραση του Κ. Καρθαίου.

"ΛΕΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ" από το βιβλίο του Πάνου Σταθόγιαννη "ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ", εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015. (facebook, 22.6.2021)

 ...............................................................






Πάνος Σταθόγιαννης (γ.1959)





ΛΕΕΙ Ο ΕΡΩΤΑΣ

Λέει ο έρωτας:
Θα σε γειώσω με τον τρόπο του ενστίκτου. Το βλέμμα σου θα είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να επωφεληθεί από ένα σκύψιμο μπροστά, ένα τυχαίο σταυροπόδι. Ή, ανάποδα, με μάτια σκύλας σε οίστρο, διαρκώς καρφωμένο εκεί που φουσκώνει το αρσενικό φερμουάρ του. Να ξέρεις από την αρχή ότι εκεί είναι όλο το ζήτημα. Όπως στα έντομα, όπως στα άνθη, όπως στα έμφυλα γράμματα της αλφαβήτας. Τ’ άλλα, τα λέμε να παρηγορήσουμε το θάνατο.
Τότε είναι που θα χωριστείς σε δυο χωράφια, θα χάσεις τη διάκριση. Κι ενώ μέσα σε πηχτές σταγόνες, σάλια και υγρά απ’ την κοιλιά τα κατωσέντονά σου, εσύ δεν θα τα παραδέχεσαι. Θα τα μεταλαμβάνεις, να πιπερίζεται ο ουρανίσκος σου από ενδείξεις ψυχής. Που μονάχα με σώμα. Που μονάχα το σώμα την πλάθει πηλό. Και οι θεοί σου – τι θηρία ανήμερα. Με το σώμα κι αυτοί. Μες στο σώμα.

***

Λέει ο έρωτας:
Θα ’ρθω να βεβηλώσω τον ναό που θα μου χτίσεις. Εκεί, που, όταν ιερουργείς, πάντα αμφιβάλλεις. Κι ούτε καν ο σπαραγμός της προσευχής. Και κανείς άλλος εκεί. Και ποτέ. Ουδέ καν ο θεός σου, εγώ. Η ανάγκη σου μόνο. Μόνο πάχνη απέραντη, πέντε η ώρα χαράματα, σε ποτάμι αργόσυρτο δίπλα. Να ξεμυτάνε κάθε τόσο απ’ τα νερά, τυμπανιαία κι ολοζώντανα, ό,τι έχεις σφάξει στον βωμό μου – οι ιερές σου ενυδρίδες.
Δεν θα ’ρθω εκεί σαν κυνηγός μήτε σαν δαίμονας. Ικέτης θα εμφανιστώ κυνηγημένος. Ζητώντας άσυλο στα μάρμαρα. Με στάχτη στα μαλλιά και έλκη όζοντα. Πιο τιποτένιος από σένα. Τόσο ίδιος σου. Έτσι θα ενθρονιστώ. Αυτοκαταργούμενος. Άλλοτε ως άγος κι άλλοτε ως μίασμα. Θα πάψεις πλέον να αμφιβάλλεις. Θα πάψεις να λαλείς, παγά λαλέουσα. Εγώ μονάχα θα χρησμοδοτώ με το δικό σου στόμα.

***
Λέει ο έρωτας:
Θα φύγω, αλλά θα ’μαι ωσεί παρών – γροθιά πάνω σε ξύλινο τραπέζι. Κι ο Λόγος ο ορθός χίλια κομμάτια θα γίνεται στο πάτωμα – γυαλιά παντού, χοντρό αλάτι. Θα λες διαρκώς «ψυχή, ψυχή μου εσύ», και θα το λες με το σώμα. Κι όσο βαθύτερα στο ζώο θα σφηνώνεσαι, τόσο θ’ αυξαίνει η δίψα για ψυχή, ψυχή μου εσύ. Τι κλάμα απαρηγόρητο.
Τρέχοντας ύστερα, με τα πόδια γυμνά, να κλειδωθείς στο μπάνιο. Στον καθρέφτη απέναντι ένα πρόσωπο όπως το θέλω εγώ κι όχι όπως εκείνο θέλει να ’ναι. Και κομμάτια οι πατούσες, καθώς σπασμένος στο πάτωμα ο Λόγος ο ορθός. Γυαλιά παντού, χοντρό αλάτι, τώρα κόκκινο.
_______________
"ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΝ ΚΟΙΤΑΞΑ", εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2015.




Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

"Πατέρα στο σπίτι" διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (1851-1911)

 ..............................................................





Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911)




"Πατέρα στο σπίτι"




— Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.

— Χωρίς πεντάρα;

— Ναι.

— Και τι έγινε ο πατέρας σου;

— Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα.

Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λάμπρους μεγάλους οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανοήση, τόσον ώστε οι άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το στόμα του την απόκρισιν.

— Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα.

Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά πέντε εκλιπαρήσεις,* και μετά τέσσαρας αποπομπάς,* να λάβω δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι' αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας.

Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατένίζον με είπε:

— Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα!

* * *

Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως. Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δυο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλάκις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμένοι αι μητέρες των, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνε προπομπούς* τους ιδίους του υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδίων, δια να φθάσουν ταύτα ασφαλώς εις την μητέρα των.

Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων.

Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις κατά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το παιδί ποτέ δεν έπταιε.

Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή, όλο ξίκικα* επώλει· μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το δεινότερον,* έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν.

* * *

Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι ποτέ πολυπράγμων*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικός θεματοφύλαξ* των αλλότριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν.

Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο.

Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί τού επονούσεν αίφνης η μέση του, την Δευτέραν τού επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα πρωί.

Η γυνή ήτο φιλεργός.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον, προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της οικογενείας.

Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουοα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα.

Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά.

Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να την κρατήση αγάνωτην.

Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα οποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη.

* * *

Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος εντός.

Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς, ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν.

Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα, φέρων κρέας και μικρά τινα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια.

Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη.

Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη.*

Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα. Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την παλαιάν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν από το σπίτι βραδιές βραδιές.

Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημά της ήτο ότι, ίσως, είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο κυρ-Ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, η λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και με το χώρισμα του ανδρογύνου.

Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής.

* * *

Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με σχισμένον υποκάμισον —και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα— ο Μανώλης έγινεν άφαντος. Επήγε να ενταμώση οριστικώς την παλαιάν του γνωριμίαν.

Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του. Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος, ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς, κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην με προίκα.

Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του.

Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά —το πέμπτον είχεν αποθάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και ανθούσιν εσαεί* και τα άκακα νήπια— έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον.

Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν!

Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον άλλον κόσμον.

Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον:

— Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι!


ρακένδυτος: ντυμένος με ράκη (κουρέλια), κουρελιάρης.
απέτεινον: του αποτείνω· απευθύνω.
εκλιπαρήσεις: ικεσίες.
αποπομπή: διώξιμο (αποπέμπω).
ενιαυτός: το έτος.
εσχατιά: το τέλος, η παρυφή.
λυκάζι: γλυκάδι, το ξίδι.
προπομπός: συνοδός.
ξίκικα: λειψά.
το δεινότερον: το χειρότερο.
ράκος: το κουρέλι.
λιμοκοντόρος: εδώ: χαρτονόμισμα μιας δραχμής.
περί ου (ο λόγος): για το οποίο (έγινε λόγος).
πολυπράγμων: πολυάσχολος, αυτός που ασχολείται με ξένες υποθέσεις.
θεματοφύλαξ: φρουρός.
αλλότριος: ξένος.
φιλοπονία: εργατικότητα.
κραιπάλη: μέθη.
φιλεργός: εργατικός.
κουτσουβέλι: νήπιο.
κατσιβέλι: γυφτάκι (ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο ταυτίζοντας τις λέξεις).
τσαγγλί: γυάλινο δοχείο.
ξενοκατιάζω: κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, ξενοκοιμάμαι (το κατιάζω λέγεται για τις όρνιθες).
πολιτεύω κάποιον: του συμπεριφέρομαι με διπλωματία.
κήδομαι (με γενική): φροντίζω για κάποιον (ή για κάτι).
ανακληθέν: μετοχή παθ. αορ. του ανακαλώ, καλώ πάλι.
εσαεί: για πάντα.
τα σταθμά: τα ζύγια, το ζύγισμα.