Κυριακή 20 Ιουνίου 2021

«Ο πατέρας» διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη από τη συλλογή «Τα δεκατρία ντόμινα και άλλες ιστορίες» (εκδ. Ερατώ, 2011, επιμ. Ν.Σαραντάκος)

 ..............................................................






Ναπολέων Λαπαθιώτης (1888 - 1944)




·       «Ο πατέρας»

διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη από τη συλλογή

«Τα δεκατρία ντόμινα και άλλες ιστορίες» (εκδ. Ερατώ,

2011, επιμ. Ν.Σαραντάκος)

 

   Θα ήταν ως μισή ώρα, που έκοβε βόλτες μοναχός, απάνω-κάτω, στις πλάκες του σταθμού, περιμένοντας το τρένο. Εκείνη τη στιγμή, ο σταθμός ήταν ακόμα έρημος. Κι οι γλόμποι των ηλεκτρικών, καθώς ήταν αναμμένοι στη σειρά, κιτρινωποί κι ακίνητοι, είχαν κάτι το βαθύ και πένθιμο, σα ν’ αγρυπνούσαν γύρω σε νεκρό – ένα νεκρό που δεν υπήρχε πουθενά, αλλά που τον περίμεναν να ‘ρθει, σε λίγη ώρα…

   Κάπνιζε νευρικά, μασώντας την άκρη του τσιγάρου του. Έκανε ψυχραδίτσα. Είχε ανασηκωμένο το γιακά του σακακιού του, κι έπαιζε, για να ζεσταθεί, τα δάχτυλά του στις τσέπες.

   Σε κάθε γύρισμα της βόλτας, τα μάτια του έπεφταν απάνω στις γραμμές του τρένου, που γυάλιζαν στα φώτα, κανονικές και κρύες, δίνοντας την αίσθηση μιας πυρετώδους και θλιμμένης αγωνίας, για μια συνάντηση που δεν θα λάβει χώρα, για κάποιο χωρισμό ανεπανόρθωτο – για κάτι που δεν πρόκειται να γίνει κι ας κρέμεται όλ’ η ζωή μας απ’ αυτό!

   Σε λίγο ο σταθμός άρχισε να γιομίζει κόσμο. Τα καροτσάκια άρχισαν να κυλούν στο πλακόστρωτο, και ν’ αντηχούν βαριά και βροντερά. Κι αυτό του ήταν σα μιαν ανακούφιση, ένα ξαλάφρωμα στο βάρος που του πλάκωνε την άδεια και σφιγμένη του καρδιά. Το θέαμα των ανθρώπων, που μαζευόντουσαν, παρέες-παρέες, κάτω στο υπόστεγο, του απασχολούσε το μυαλό, τον έκανε να λησμονεί την πίκρα του, του ξανάδινε το θάρρος της ζωής…

   Στάθηκε σε μιαν άκρη και κοιτούσε.

   Και κάθε φορά που άκουγε κάποιον κρότο μακρινό, γύριζε το κεφάλι, μονομιάς, νομίζοντας πως έφτανε το τρένο. Μα πάντα ήταν κάποιο αυτοκίνητο, κάποιο λεωφορείο που περνούσε, κι έτσι τον ξαναπήρε, άθελά του, μια φοβερή ανυπομονησία.

   Άρχισε πάλι να βαδίζει μες στον κόσμο, κάνοντας λόξες, να μην πέσει στους ανθρώπους, ανάβοντας το ‘ν’ απάνω στ’ άλλο τα τσιγάρα, παραμερίζοντας μπροστά στα καροτσάκια, τα φορτωμένα βαλίτζες και μπαούλα, ρίχνοντας τα μάτια στο ρολόι – το μεγάλο ρολόι του σταθμού, που ο δείχτης του σχεδόν ακινητούσε, και προχωρούσε, θαρρείς, με δυσκολία.

   Άκουσε ξαφνικά τη λέξη: «καθυστέρηση». Την είπε κάποιος που περνούσε βιαστικός, σε κάποιον άλλο, που, απ’ τη στολή του, κι απ’ τα σιρίτια στο πηλήκιό του, έδειχνε πως ήταν ο σταθμάρχης.

   Θέλησε να ρωτήσει τι συμβαίνει, αλλά μετάνιωσε αμέσως, και τέντωσε τ’ αυτί του στις κουβέντες, προσπαθώντας απ’ τις σκόρπιες φράσεις, να βγάλει κάποιο νόημα, να κατατοπισθεί.

   Κανένας δεν τον πρόσεχε, στο συναγμένο πλήθος. Μονάχα, μια μαυροφορεμένη γυναικούλα, καθισμένη απάνω σ’ ένα μπόγο, τον ρώτησε, καθώς περνούσε δίπλα της, για την ξαφνική αργοπορία.

   Σήκωσε τους ώμους, χωρίς να πει κουβέντα. Κι όμως ήθελε τώρα κι αυτός να μάθει, και δεν τολμούσε να πάει να ρωτήσει, επειδή φοβόταν μιαν απόκριση. Φοβόταν μην του πουν, άμα ρωτούσε, πως αυτό το τρένο που περίμενε, δε θα ‘φτανε ποτέ. Πως είχε γίνει κάποια σύγκρουση στο δρόμο, και το τρένο δε θα ‘ρχότανε ποτέ! ποτέ!...

   Και η καρδιά του άρχισε να τρέμει. Όμως, όλος εκείνος ο κόσμος που περίμενε – αυτό το μοίρασμα της αγωνίας μ’ άλλους – τον παρηγορούσε μυστικά.

   Κι επιτέλους φάνηκε το τρένο.

   Φάνηκε αργό, γιομάτο φώτα. Φάνηκε προς τα πέρα του σταθμού, γλιστρώντας ύπουλα απάνω στις γραμμές, προχωρώντας με μια κίνηση μοιραία, και, μαζί, με κάποιαν απορία, που το καρτερούσε τόσος κόσμος.

   Κι ο κόσμος όλος άρχισε αμέσως να σαλεύει, να συγκεντρώνεται απ’ όλες τις μεριές, να πλημμυρίζει τη μεγάλην αποβάθρα.

   Και το τρένο σταμάτησε μπροστά του.

   Έκαμε να τρέξει κατ’ απάνω, αλλά κρατήθηκε, και στάθηκε στην άκρη. Η καρδιά τοτ χτυπούσε δυνατά. Έβλεπε το πλήθος να στριμώνεται, να μπαινοβγαίνει, να ξεχύνεται παντού – κι ένιωθε πως δεν πρέπει να βιαστεί, πως έπρεπε να περιμένει κάπου, αν ήθελε να βρει ό,τι ζητούσε.

   Κι εκείνο που ζητούσε δε φαινόταν.

    Κρατούσε με το χέρι του που ‘τρεμε τα γυαλιά του και τα μάτια του κοιτούσαν τους ανθρώπους, έψαχναν τ’ άγνωστα και ξένα πρόσωπά τους, ψηλαφούσαν τα χαρακτηριστικά τους, ερευνούσαν την περπατησιά τους.

   Τίποτε…

    Τότε, η αγωνία του, πήρε σχεδόν τις διαστάσεις τρέλας. Άρχισε να τρέχει προς την έξοδο, παρατηρώντας έναν-έναν όσους έβγαιναν, σκουντώντας αδιάκριτα το πλήθος, σπρώχνοντας τους διπλανούς με τους αγκώνες, με μιαν ερώτηση πνιγμένη στα χείλη, πελαγωμένος μες στην άξαφνη την κίνηση, χαμένος μες στο θόρυβο και μες στη φασαρία…

   Εκείνος που ζητούσε δε φαινόταν.

   Ξαναδοκίμασε να τρέξει προς το τρένο, που σφύριζε, κι ετοιμαζότανε να φύγει. Όλος ο κόσμος ήταν τώρα μέσα, η αποβάθρα ήταν αδειασμένη, λίγοι άνθρωποι είχαν απομείνει.

   Κι έπειτα το τρένο ξανασφύριξε, κι άρχισε να φεύγει, να φεύγει προς την άλλη μεριά, έτσι ύπουλα καθώς είχε φανεί – στην αρχή αργά και δίχως κρότο, έπειτα δυναμώνοντας στο δρόμο, σαν ένα φάντασμα που σβήνει, μέσα στη νύχτα, σαν μια οπτασία που σκορπάει…

   Κι ο σταθμός έμεινε πάλι έρημος. Ο σταθμάρχης ξαναμπήκε μες στη σάλα, τα καροτσάκια πήγαν πάλι στις γωνιές, και τα φώτα άρχισαν να σβήνουν.

   Έμεινε μόνος – μια σκιά χωρίς μιλιά – μόνος, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, χωρίς να ξέρει τι να βάνει με το νου του – μονάχος, με το χτύπο της καρδιάς του, με το αίμ’ ανεβασμένο στο κεφάλι. Τα μηλίγγια του χτυπούσαν για να σπάσουν.

   Κάποιος του φώναξε στην έξοδο, να βγει. Θα ‘κλειναν οι πόρτες του σταθμού.

   Βγήκε τρεκλίζοντας, σαν άνθρωπος πιωμένος.

   Και μόλις βγήκε, στάθηκε στα φώτα της πλατείας.

   Έβγαλε ξανά το τηλεγράφημα, και το ξαναδιάβασε με πάθος, το ξαναδιάβασε αργά, λέξη προς λέξη.

   Δε χωρούσε καμιά αμφιβολία. Το παιδί του θα πέθανε στο δρόμο!...

   Ήθελαν ίσως να του κρύψουν την αλήθεια, γι’ αυτό του τηλεγράφησαν με λόγια μασημένα: «Ασθενήσας επιστρέφω…»

   Το παιδί του θα πέθανε στο δρόμο. Αυτή η σκέψη τον κατατυραννούσε. Είχε χάσει τη συνείδηση των γύρω.

   Έβλεπε το παιδί του ξαπλωμένο, ολομόναχο στα χέρια των αγνώστων, να κουβαλιέται σ’ ένα πρόστυχο φορείο, να μην ξέρουν τι να το κάνουν, να το γυρίζουν στις αστυνομίες, ψάχνοντας την ταυτότητά του, ή να τ’ αφήνουν σε μια άκρη στο σταθμό… Και το μυαλό του τότε σταματούσε.

   Κι ωστόσο δε μπορούσε να πιστέψει πως ήταν άξιος μιας τέτοιας συμφοράς!

   Κι άξαφνα ένιωσε και πάλι την ελπίδα. Του ξαναγύρισε δειλά, δισταχτικά, σαν μια χλωμή και μακρινή ανταύγεια, σαν ένα γλυκοχάραμα μες στα βαθιά της νύχτας…

   Μπορεί και να μην πρόφτασε το τρένο, μπορεί και ν’ αργοπόρησε στο δρόμο, μπορεί και να ‘γινε ανέλπιστα καλά, και προτίμησε να ‘ρθει με άλλο μέσο… Κι όλ’ αυτά τ’ απίθανα «μπορεί» έφεγγαν αμυδρά μες στο σκοτάδι, και σάλευε να γαντζωθεί σ’ αυτά, σαν από σανίδα σωτηρίας… Μπορεί να βγήκε με τους πρώτους απ’ το τρένο, και να προσπέρασε, χωρίς να τον γνωρίσει…

   Έτρεξε τότε με λαχτάρα σπίτι. Πέρασε μεσ’ από τα πλήθη των ανθρώπων, απ’ τις τρεχάλες των αυτοκινήτων, τους πολυθόρυβους και φωτισμένους δρόμους, έκοψε μες από παράμερα στενά, σκόνταψε, απ’ τη βιάση του, σε κάτι σκαλωσιές, γλίστρησε σε κάποιο πεζοδρόμιο, κι έφτασε στο σπίτι του μπροστά, λαχανιασμένος, καραβοτσακισμένος, όλος έξαλλην ελπίδα κι αγωνία, βουτηγμένος όλος στον ιδρώτα, σκονισμένος όλος, σαν τρελός…

   Τα παραθύρια ήταν σκοτεινά, δεν υπήρχε πουθενά κανένα φως.

   Αν είχ’ έρθει, θα ‘ταν όλα αναμμένα, θ’ άκουγε κάποια κίνηση στη σκάλα… Μα μια σιωπή βασίλευε παντού, πιο βαριά και πιο μεγάλη απ’ τις άλλες – απ’ τις συνηθισμένες σιωπές, που βασιλεύουν στ’ άδεια σπίτια των ανθρώπων, όταν εκείνοι λείπουν από μέσα. Το σπίτι κούρνιαζε, παράξενο κι αμίλητο, κι έμοιαζε χωρίς ζωή σαν τάφος…

   Έσπρωξε την πόρτα της αυλής, κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια τρέχοντας, με κομμένη την αναπνοή…

   Ρωτάει δεξιά κι αριστερά – τη γριά νοικάρισσα στο βάθος της αυλής, την καπελού, το γέρο τον τσαγκάρη… Κανένας δεν είχε φανεί στο σπίτι.

   Και το μυαλό του πάλι σκοτεινιάζει.

   Ξαναβγαίνει, και γυρίζει μες στους δρόμους. Ο κόσμος τώρα έχει λιγοστέψει. Δεν ξέρει πού να τρέξει, τι να κάνει. Θέλει να τρέξει στην αστυνομία, να ρωτήσει στα νοσοκομεία. Πρέπει να μάθει επιτέλους κάτι – να μάθει κάτι, κι ας είναι και κακό.

   Έχει ανάγκη μιας πληροφορίας, μιας κουβέντας, μιας παρηγοριάς. Κανένας δεν μπορεί να του τη δώσει. Όλες οι πόρτες τού φαίνονται κλειστές…

   Κι όμως να, κάποιος έρχεται κοντά του. Έρχεται, θαρρείς να του μιλήσει. Φτάνει κοντά του, κι έπειτα περνάει. Μπορεί να παραγνώρισε κι εκείνος – ποιος το ξέρει…

   Ξαναπαίρνει το δρόμο του σταθμού…

   Η καρδιά του τού μοιάζει σαν μολύβι. Κι όμως τα πόδια του μπορούν να περπατάνε, κάνουν ακόμα τις μηχανικές κινήσεις, που του χρειάζονται, ώστε να προχωρεί.

   Φτάνει στο σταθμό, προς τα μεσάνυχτα. Είν’ αργά, οι πόρτες έχουν κλείσει. Ρωτάει κάποιον άνθρωπο που στέκεται στην άκρη. Όχι, δεν περιμένουν άλλο τρένο. Όσα τρένα ήταν να ‘ρθουν, είχαν έρθει. Το πρωί στις οχτώ θα φτάσει νέο τρένο…

   Πώς θα περάσει τη νυχτιά του, Θεέ μου;…

   Κάθεται σ’ ένα σκαλοπάτι, στην πόρτα καποιανού σπιτιού και περιμένει.

   Πιάνει κουβέντα, στην τύχη, με το φύλακα που στέκει εκεί. Εργάζεται, λέει, στις μηχανές, αλλά το βράδυ κάνει και το φύλακα. Του ξεμολογιέται τον καημό του. Εκείνος, τον παρηγορεί. Του λέει πως δεν πρέπει ν’ απελπίζεται. Αν δεν ήρθ’ απόψε, θα ‘ρθει αύριο. Υπομονή – ο Θεός είναι μεγάλος…

   Καθένας λέει τα δικά του βάσανα. Είχε κι αυτός μια κόρη, την έχασε. Έχει κι αυτός παιδί στην ξενιτειά.

   Περνούν οι ώρες, αργεί να ξημερώσει…

   Αποκοιμιέται, καθιστός στο σκαλοπάτι. Ο άλλος, τότε, τον αφήνει, και φέρνει βόλτες γύρω στο σταθμό.

   Επιτέλους, αρχίζει να χαράζει. Η μέρα βάφει γαλανό τον ουρανό.

   Οι πόρτες του σταθμού ανοίγουν. Η μεγάλη κίνηση αρχίζει.

   Κι ο πατέρας περιμένει, περιμένει…

 

…………………………………………………………………………………………..

 

   Κι ο γιος του, που δεν πρόκειται να ‘ρθει, και που του έπαιξε το συνηθισμένο αυτό παιχνίδι, για να του ξεκολλήσει λίγα χρήματα, και θα του στείλει κι άλλο τηλεγράφημα, πως η κατάστασή του χειροτέρεψε, και γι’ αυτό αναβάλλει το ταξίδι, ο γιος του γυρίζει μόλις τη στιγμή αυτή, από ‘να γλέντι εξωφρενικό, με το πούρο στο στόμα, χοντρός και γεμάτος υγεία, και βλέποντας τη μέρα να προβάλλει, ξαναθυμάται ξαφνικά το γέρο του, και μες στο ζαλισμένο του κεφάλι, ξενυχτισμένος, πιωμένος και τρεκλίζοντας, ενώ βιάζεται να πάει να πλαγιάσει – συλλογιέται  πόσα να του ζητήσει…



Δεν υπάρχουν σχόλια: