Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Ένας "διάλογος - αντίλογος" με τον ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη μετά από περίπου μισόν αιώνα. «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» ποίημα του Κώστα Καρυωτάκη και από την "Αριθμητική των λέξεων" διήγημα του Τόλη Καζαντζή...

...............................................................


Ένας "διάλογος - αντίλογος" με τον ποιητή Κώστα Γ. Καρυωτάκη μετά από περίπου μισόν αιώνα...




 «Εμβατήριο Πένθιμο και Κατακόρυφο» της συλλογής «Ελεγείες και Σάτιρες» του 1927




Στο ταβάνι βλέπω τους γύψους.

Mαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε.

H ευτυχία μου, σκέπτομαι, θά ‘ναι

ζήτημα ύψους.



Σύμβολα ζωής υπερτέρας,

ρόδα αναλλοίωτα, μετουσιωμένα,

λευκές άκανθες ολόγυρα σ’ ένα

Aμάλθειο κέρας.



(Tαπεινή τέχνη δίχως ύφος,

πόσο αργά δέχομαι το δίδαγμά σου!)

Όνειρο ανάγλυφο, θα ‘ρθώ κοντά σου

κατακορύφως.



Oι ορίζοντες θα μ’ έχουν πνίξει.

Σ’ όλα τα κλίματα, σ’ όλα τα πλάτη,

αγώνες για το ψωμί και το αλάτι,

έρωτες, πλήξη.



Ά! πρέπει τώρα να φορέσω

τ’ ωραίο εκείνο γύψινο στεφάνι.

Έτσι, με πλαίσιο γύρω το ταβάνι,

πολύ θ’ αρέσω.

Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896-1928)








Από την "Αριθμητική των λέξεων" διήγημα του Τόλη Καζαντζή (Και από τη συλλογή διηγημάτων "Το τελευταίο καταφύγιο", εκδ. Νεφέλη, 1989)

Κάθομαι πάνω στη μάντρα του στρατόπεδου "Παύλου Μελά" και τα ξυπόλυτα πόδια μου αιωρούνται στο κενό και κόβουνε το σούρουπο με αργές και σίγουρες ψαλιδιές. Μέσα στο δειλινό της προχωρημένης Άνοιξης, στο χρώμα και στη γεύση του μελιού (αυτής εδώ της πόλης που, ήθελα δεν ήθελα, αγάπησα με τόσο πάθος) το βλέμμα μου συναπαντιέται μ' εκείνη την όμοια κι απαράλλαχτη ματιά του κοριτσιού, όμοια, επίσης, κι απαράλλαχτη με τους τελευταίους ερωτικούς σπασμούς του αυτόχειρος αγαπημένου μου ποιητή, όπως ακριβώς τους ονειρεύτηκε, υποθέτω, να τους ζήσει, απαγχονισμένος, πλην, εις μάτην, διότι για την ιστορία, ο ποιητής μου φύτεψε μέσα του μια σφαίρα σ' ένα ψωραλέο αλσύλιο της επαρχιακής, άνευ υπονοίας εισαγωγικών, μικράς πόλεως της Πρεβέζης.
   Πάντως, θα πρέπει εδώ, μιας εξαρχής, να σημειώσω, πως το δικό μου βλέμμα δεν έπεφτε "κατακορύφως" ούτε σ' εκείνο το μελί του κοριτσιού ούτε στην πασίγνωστη "γύψινη γιρλάντα" του ποιητή μου' ένα χαριτόβρυτο σύμπλεγμα από Χερουβείμ και Σεραφείμ, που άδουνε - λες και τ' ακούω - με κείνη τη κατσαρή σερνικοθήλυκια φωνούλα τους και ταυτόχρονα χορεύουνε χορό βαρβαρικό, όλο τσαλίμι, σεκλέτι κι αντιστάσεις-κινήσεις, που εκτός των άλλων ευλόγων υποψιών σου, αναδεικνύουν και την πασίδηλη "ευφορία της σαρκός" τους.
   Μα, θα μου πεις, τι κάθομαι τώρα εδώ κι αναθυμάμαι και ιστορώ; Για τέτοιους θανάτους στο "ρελαντί" θα λέμε τώρα; Για κείνα τα γνωστά κι ηδονικά ολισθήματα εν τω κενώ μέσα μας; Να λέμε, "τώρα πατώνω", όπως ο πρωτοείσακτος έφηβος στην ερωτική συνάφεια ενώ, το ξέρουμε δα πολύ καλά, πως δε θα πατώσουμε ποτέ, γιατί απλούστατα κανείς πριν από μας, δεν πάτωσε ποτέ του.
   Πάντως, εγώ, μ' όλη την ταπεινοφροσύνη που με διακατέχει και με διακρίνει γι' αυτό μου το " εγώ", μιλώ για τους καθημερινούς, τους προσιτούς στο νου θανάτους μου, αυτούς που μόλις τραβήξεις την πρώτη σου γερή ρουφηξιά από 'να σέρτικο, μόλις κατεβάσεις στα γεμάτα μια γουλιά απ' το αψύ ρακί σου, νιώθεις αμέσως ν' ανανίπτεις, ν' ανασταίνεσαι, ολόκληρη την ύπαρξή σου ν' ανασυγκροτείται και ν' ανασυντάσσεται κατά την αρχική βούληση του δημιουργού και εν σοφία, κι όλα νεκρωμένα σου να ξαναπαίρνουνε φωτιά και να δουλεύουνε ρολόι ως δια μαγείας...

Τόλης Καζαντζής

Δεν υπάρχουν σχόλια: