Σάββατο 5 Μαΐου 2018

Για το βιβλίο του Αχιλλέα Κυριακίδη "Σώμα" (εκδ. Πατάκη, 2017) από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 27/4/2018) + ένα απόσπασμα από το βιβλίο...

............................................................

Για το βιβλίο του Αχιλλέα Κυριακίδη 
"Σώμα" (εκδ. Πατάκη)







από τον φίλο στο fb Giannis Smoilis (facebook, 27/4/2018)



Αν σκάψουμε βαθιά, αν ξεφορτωθούμε όλα τα γύρω-γύρω, τα ψιμύθια και τα περιττά, θα βρεθούμε απέναντι στο τρομακτικό συμπέρασμα: τι άλλο είναι η γλώσσα, αν όχι μια ατελέσφορη μάχη με τον Θάνατο; Οι ρασιοναλιστές θα σπεύσουν, αμέσως, να μας διορθώσουν. Η γλώσσα είναι όργανο επικοινωνίας, πρωτίστως. Η επικοινωνία, πράγματι, δεν είναι ένα αμελητέο αποτέλεσμα, αλλά κι αυτή ζωή είναι, νίκη επί του Θανάτου, επί της σιωπής. Η γλώσσα, είναι κι αυτή ένα σώμα. Όπως το σώμα, που μονάχα η ύπαρξή του είναι μια πρόσκαιρη νίκη επί του Θανάτου (όπως γράφει η Κατερίνα- Αγγελάκη Ρουκ σ' ένα ποίημά της: "το σώμα γεννάει το δίκιο του/ και το υπερασπίζεται/ το σώμα φτιάχνει το λουλούδι/ φτύνει το κουκούτσι-θάνατο/ κατρακυλάει πετάει"), έτσι κι η γλώσσα είναι μια πρόσκαιρη νίκη επί της σιωπής. Μιλάμε, κυρίως, για να γεννήσουμε ζωή μέσα στο κενό, για να κάνουμε να ανθίσουν λουλούδια ήχων μέσα στην ησυχία. Μιλάμε γιατί δεν θέλουμε να πεθάνουμε. "Πόσο δεν θέλω να πεθάνω", λέει ο στίχος του Καρούζου με τον οποίο ξεκινάει το βιβλίο του ο Αχιλλέας Κυριακίδης.
Κάθε ποιητής το ξέρει, ο λόγος είναι το ύστατο στοίχημα κι η απάντηση σ' ένα προαιώνιο ερώτημα: μπορεί να ειπωθεί ο κόσμος; Εδώ, όμως, δεν πρόκειται για τον νομιναλισμό, ούτε για τις ιδέες των στρουκτουραλιστών σχετικά με την εξουσία που εμφιλοχωρεί στις γλωσσικές δομές. Στο "Σώμα", το ζητούμενο είναι άλλο: να εντοπιστεί το κρυφό κέντρο όπου γλώσσα και κορμί, βασανίζονται απ' την ίδια αγωνία μπροστά στον θάνατο. Γιατί, τόσο το γλωσσικό σώμα, όσο και το υλικό, έχουν την ίδια αγωνία να υπάρξουν, να επιζήσουν, να μην τελειώσουν. Σ' ένα δωμάτιο νοσοκομείου, ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, μαστίζεται απ' τον φόβο της θνητότητας. Καθώς το ιατρικό μηχάνημα σκάβει μέσα στο κορμί του εις άγραν κάποιας -ενδεχομένως θανάσιμης- δυσλειτουργίας, ο άνθρωπος αυτός (όχι τυχαία, φιλόλογος στο επάγγελμα), στέλνει ενάντια στον εχθρό -τον τρόμο του θανάτου- έναν στρατό από αστραφτερές λέξεις. Με τον συγκλονιστικό εσωτερικό μονόλογο που ξεκινάει το "Σώμα", ο Κυριακίδης έχει κάνει την πρώτη, βασική δήλωση: ο άνθρωπος μιλάει, για να ξορκίσει την υπαρξιακή του αγωνία. Αυτή η παραδοχή, αφορά κυρίως τον συγγραφέα, ως περίπτωση. Έχουμε, δηλαδή, να κάνουμε με μια έμμεση ομολογία. Μπορεί να ειπωθεί ο κόσμος; Και αν ναι, γιατί αυτό είναι τόσο κρίσιμο; Πολύ απλά, γιατί αν μπορεί να ειπωθεί ο κόσμος, μπορεί να ειπωθεί κι αυτό που τον εξαφανίζει: μπορεί να ειπωθεί ο Θάνατος. Κι αν ειπωθεί το ιλιγγιώδες, το άρρητο, ίσως και να αντιμετωπιστεί, κάπως.
Στην πρώτη σκηνή του νοσοκομείου, δίπλα στον κεντρικό ήρωα ψυχορραγεί ένας γέρος. Ο άνθρωπος αυτός, παλεύει με το μοιραίο, ψελλίζοντας λέξεις από μια γλώσσα νεκρή, μια γλώσσα που -όπως θα μάθουμε στη συνέχεια- αφορά αυτό που χάνεται: το σώμα. Τι εύρημα κι αυτό! Είναι αδύνατον να εντοπίσουμε όλες τις συνυποδηλώσεις του, αλλά υποψιαζόμαστε ότι κάτι κρίσιμο διαμείβεται εδώ. Καθώς το σώμα αισθάνεται ότι χάνει τη μάχη, φωνάζει την ανεξαρτησία του μέσω της γλώσσας (δεν είμαστε υπεύθυνοι για το σώμα μας, δεν το φτιάξαμε εμείς, είμαστε, όμως, δημιουργοί -όπως επίσης και δημιουργήματα- της γλώσσας μας), αντιτάσσει στο κενό, τον Λόγο -ακόμα κι αν αυτός ο λόγος θεωρείται πια νεκρός, καθότι δεν χρησιμοποιείται από κανέναν. Είναι, ίσως, ο τρόπος του συγγραφέα να μας πει ότι όσο υπάρχει γλώσσα, δεν νικάει ο θάνατος. Ο θάνατος είναι η έλλειψη επικοινωνίας, η αδυναμία κατανόησης, τα παράλληλα παραληρήματα σε γλώσσες νεκρές. Ο Μαρτινιανός Σταύρου, δεν καταλαβαίνει τι λέει ο γέρος, έχει όμως την επιθυμία να μάθει, θέλει να αποκωδικοποιήσει τη γλώσσα του. Συνεπώς ο γέρος δεν πεθαίνει. Αν υπάρχει έστω ένας άνθρωπος που γυρεύει να τον καταλάβει, να εισπράξει τον λόγο του, να αποκαταστήσει μια -κουτσουρεμένη έστω- μορφή επικοινωνίας, ο γέρος δεν βυθίζεται αύτανδρος στο καθεστώς της σιωπής.
Η αγωνία της κατανόησης, ως ύστατη άμυνα και όρος ύπαρξης, είναι η αγωνία του συγγραφέα, του ποιητή. Κι οι ποιητές αυτό δεν κάνουν με τον τρόπο τους; Ψελλίζουν ακατάληπτες λέξεις, σε γλώσσες που είτε έχουν πεθάνει, είτε δεν έχουν γεννηθεί ακόμα (τα λόγια του ποιητή είναι σαν τους θεούς του Χαίλντερλιν, στους μικρόψυχους καιρούς: δεν υπάρχουν πια ή δεν υπάρχουν ακόμα), ποθώντας να ακουστούν, έστω κι από έναν άνθρωπο που θα αποφασίσει να τις "μεταφράσει". Η ανάγκη του ποιητή να μιλήσει, είναι μια ανάγκη σωματική, υπό την έννοια ότι θέλει να δικαιώσει το κορμί του. Το σώμα δίνει τον δικό του αγώνα, χωρίς να ξέρει ότι θα πεθάνει, δεν ξέρει τίποτα το σώμα, απλώς ζει ("Το σώμα ποθεί. Και ποθείται/ Το σώμα φλέγει. Και φλέγεται/ Το σώμα πονάει/ Και πονάει"), είναι υπόθεση της συνείδησης να το υπερασπιστεί, να αποδώσει αξία σ' αυτή την τυφλή, ενστικτώδη προσπάθεια. Εκεί έρχεται η γλώσσα να αποπερατώσει το έργο. Έχει το καθήκον της, ένα δύσκολο καθήκον: "είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.", όπως γράφει ο Σεφέρης.
Η πορεία του Μαρτινιανού, είναι ούτως ή άλλως, μια πορεία σημαδεμένη απ' τη διαρκή ερωτοτροπία με τα μυστικά της Γλώσσας. Θέλει να ιχνηλατήσει αυτό το πελώριο σώμα, το γεμάτο επίπεδα, υποστρώματα και κρυφές γωνιές, με την ακόρεστη λαγνεία ενός εραστή. Ο Κυριακίδης μάς τον παρουσιάζει έτσι απ' την αρχή, ως φυσιοδίφη του ρητού. Η εμπειρία της ασθένειας, όμως, η ανησυχία που γεννά μέσα του η γειτνίαση με το τέλος, η αίσθηση του Dasein, εν ολίγοις, τον στρέφει προς το άρρητο. Τι υπάρχει κάτω απ' τη γλώσσα; Πώς κατέρχεται το σώμα στο σκοτάδι, όταν του τελειώνουν οι λέξεις, όταν οι λέξεις δεν μπορούν να παγώσουν τη στιγμή, να την οριοθετήσουν, να της χαρίσουν ένα αναγνωρίσιμο, καθησυχαστικό πρόσωπο; Με δυο λόγια, όταν ο Θάνατος καθιστά, μοιραία, τη Γλώσσα ανεπαρκή; Όταν ο Ροκαντέν, στη "Ναυτία" του Σαρτρ, ομολογεί ότι "η σκέψη είναι πιο πληκτική κι από τη σάρκα", διαπιστώνει αυτή τη διπλή αδυναμία, γλωσσικού σώματος και σωματικής γλώσσας να γεμίσουν το Τίποτα. Ο Ροκαντέν δεν βλέπει παρά χειρονομίες, κενές νοήματες, σ' έναν κόσμο που το υποκείμενο αδυνατεί να συλλάβει με τη Γλώσσα. Η παράθεση ενός χαρακτηριστικού μονολόγου απ' το "Dolce Vita" του Φελίνι, στο σημείωμα αυτοκτονίας που στέλνει ο καθηγητής, Λάζαρ Λούκα, στον Μαρτινιανό, προς το τέλος του βιβλίου, οφείλεται σ' ένα παρόμοιο, απαισιόδοξο προαίσθημα. Η ησυχία, μοιάζει φοβερή και ανίκητη. Τι μπορεί να κάνει η Γλώσσα; Τι μπορεί να κάνει το Σώμα, αυτός ο σάρκινος λόγος που περπατάει, διψάει, πεινάει, ερωτεύεται, πονάει και κρυώνει, σ' αυτό το βουβό σύμπαν;
Ο Μπλανσό, έγραφε ότι το ίδιο το εγχείρημα της γραφής, είναι μια επικίνδυνη βόλτα στην επικράτεια του Θανάτου. Γράφοντας κανείς, εισέρχεται στον ακίνητο χρόνο της Αργίας. Δραπετεύει απ' τον κοινό χρόνο των ανθρώπων, όπου όλα τρέχουν ακατάπαυστα προς άγνωστη κατεύθυνση, οιστρηλατημένα από φιλοδοξίες και προσωπικές επιδιώξεις. Δεν έχει πια να ταΐσει ένα Εγώ με αυταπάτες. Παύει να είναι ως πρώτο πρόσωπο, γίνεται τρίτο πρόσωπο, γίνεται Κανένας. Παράξενη ενόραση. Έρχεται σε αντίθεση με όλα όσα λέμε για το νηπενθές καθήκον της Γλώσσας. Κι όμως, αυτό που εννοεί ο Μπλανσό, δεν διαφέρει ιδιαίτερα απ' αυτό που μας λέει ο Κυριακίδης στο "Σώμα". Προς το τέλος, καταλαβαίνουμε: η Γλώσσα δεν γαντζώνεται στη ζωή με αγωνία για να σώσει ό,τι μπορεί, η Γλώσσα, αναβαθμίζοντας τη ζωή, δίνοντας της εκτόπισμα και πέραν της σωματικής ύπαρξης, την κάνει αθάνατη. Καθηλώνουμε με λέξεις τις στιγμές (τις αναπόφευκτα φευγαλέες), σε μια γλωσσική αιωνιότητα, τις προεκτείνουμε στο άπειρο, την ώρα που τις "πετρώνουμε" σ' ένα αέναο τώρα. Ναι, γράφοντας κανείς πεθαίνει για να γίνει αθάνατος μαζί με τις λέξεις του. Οι λέξεις, άλλωστε, είναι η ίδια η αίσθηση της ζωής. Πώς θα αντιλαμβανόμασταν το γεγονός ότι το σώμα μας υπάρχει, τώρα, αυτή τη στιγμή, ζωντανό, γεμάτο επιθυμίες και πείσμα, αν όχι μέσω της γλώσσας; Τα ζώα ζουν, αλλά δεν το ξέρουν.
"Το σώμα μου. Τι θα θυμάται όταν ξεχάσω;" Η πρώτη απάντηση που μου έρχεται στο μυαλό είναι: τίποτα -αλλά θα θυμούνται οι λέξεις για λογαριασμό του. Οι λέξεις που το πήραν απ' το χέρι και το σήκωσαν, που του έδωσαν προσανατολισμό στο σκοτάδι. Κι εκείνο, σε ανταπόδοση, τις γέμισε μ' όλους τους σπασμούς της ηδονής και του πόνου του.

Α 
17 Μαΐου 1995

Πάρτε μια βαθιά εισπνοή
κρατήστε μέσα τον αέρα
και μην αναπνέετε.

Τι κάνει τώρα μέσα μου αυτός ο αιχμάλωτος αέρας; Φυσάει τ' αρρωστημένα κύτταρα; Δροσίζει εμπύρετες κυψέλες; Ξεπλέκει γόρδιους ιστούς; Τον νιώθω να γυρίζει σα χαμένος, περιπλανημένος πλάνης, αίολος. Τον κουβαλάω σ' αυτή την οριζόντια παλινδρομή, κάτω από θόλο με φωτάκια πράσινα, φως χλοερό, που κατευνάζει, ενώ η κινούμενη μεταλλική χοάνη τονθορύζει πρόωρες παρηγοριές, δεν έχεις τίποτα, έλεγε η μάνα μου, τι κλαίς; Πονάω. Πού πονάς; Εδώ. Να το φιλήσω να περάσει. Εκείνο πέρασε. Και άλλα. Με φιλί, χωρίς φιλί, περάσανε. Μα τούτο δω είν' άλλο. Κάτι με σκάβει που δεν ξέρω τι είναι και δεν ξέρω τι θέλει, τι είν' αυτό που ψάχνει και που θα το βρει. Το σώμα μου πεδίο ανασκαφής, το σώμα μου όρυγμα. Χάνω στο γήπεδό μου, μηδενίζομαι, χάνω πρόκριση στο μέλλον. Εκτός αν με πιστέψω ή αν πιστέψω σ' ένα μηχάνημα κραταιό, πατέρα παντεπόπτη, παντοκράτορα, απετάξω;, απεταξάμην!, τι; όλα αν χρειαστεί, τα διώχνω όλα, γνώμες, περηφάνιες, εμμονές, ένα ζεστό υγρό διακλαδίζεται στο σώμα μου, ξέρω  πως με φροντίζεις, καλό μου μηχάνημα, θα αισθανθείτε μια μικρή έξαψη, μην ανησυχείτε, πώς ν' ανησυχήσω και γιατί, σ' αυτά τα υψόμετρα της ηλικίας έξαψη!, πόσος καιρός, μικρός, σε κάθε τράνταγμα του λεωφορείου, ντρεπόμουν, έβαζα τα χέρια μου, κι ύστερα στην πουτάνα, τέλειωνε η μία, τέλειωνε, καμάρι μου, κι η άλλη έχυσες κιόλας;, μα αυτή είναι άλλη έξαψη, αυτή είναι ώριμη, έχει στόχο, ανοίγει δρόμους, συντελεί, χαρτογραφεί τη μέσα μου ήπειρο, φωτίζει διόδους, μυστικά περάσματα, διαβάζει αγγεία, χρονοτριβεί στα μελανόμορφα, βρίσκει κτερίσματα από αρχαίες ασθένειες, πετρώματα από εκρήξεις ηφαιστείων, ιζήματα από νόσους που διευθέτησε ο καιρός, νάρκες απάτητες, τι βλέπει τούτο το μηχάνημα, τι έχουν δει τα μάτια του κι αυτουνού εισδύοντας στα σώματα έτσι, πώς εντοπίζει εχθρούς του βασιλείου και τους καρφώνει, εκεί ένας όγκος που σαλεύει, όγκος θα 'ναι, εκεί, εκεί, πιάστε τον, εγώ δεν είμαι αστυνομία, εγώ είμαι ο ιχνηλάτης, στάλκερ με τ' όνομα, φωνάξτε τον τον σερίφη να τον κόψει σαν καρπό που ήρθ' η ώρα του, προσπίπτω και ζητώ την ανεπιείκειά σας, εξαντλήστε την, γίνετε σκοτεινό παράδειγμα δικαιοσύνης, ακόμα είναι νωρίς, έτσι δεν είναι;, ακόμα είναι νωρίς στον κόσμο μου, νωρίς να με μετράνε με έτη σκότους, ακόμα προλαβαίνω ν' απαντήσω στην ερώτηση τι θες να γίνεις άμα γεράσεις, γιατρός φωνάζω, μάγος, δήμιος αναδρομικός όλων των νόσων, τέμνοντας, αποσπώντας, ξύνοντας, τώρα τα πράσινα φωτάκια αναβοσβήνουν: πράσινο, τίποτα, πράσινο, τίποτα, μα και το τίποτα έχει χρώμα, κανείς δεν έσκυψε ποτέ πάνω απ' το τίποτα να δει τι θέλει, να το κανακέψει, η πιο χρωματιστή ταινία που είδα ποτέ είναι ο ασπρόμαυρος Καθρέφτης, εγώ όμως είμαι της Θυσίας, εγώ είμαι εκείνου του θανάτου που αναβάλλεται, που ακυρώνεται γιατί ο αφέτης έσφαλε στον πυροβολισμό, εγώ είμαι εκείνης της ζωής που επιμένει, πείσμων, τούτο το σώμα θέλω να περάσει άβροχο την ερυθρά του θάλασσα, να φτάσει απέναντι με όλες τις μνήμες του άτρωτες. Το σώμα μου.
Τι θα θυμάται όταν ξεχάσω;

                                                                          Αναπνέετε.  

(από το "Σώμα" του Αχιλλέα Κυριακίδη, σελ.13-16, εκδ. Πατάκη, 2017)    

Δεν υπάρχουν σχόλια: