..............................................................
«ΠΕΡΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΑΡΕΣΚΕΙΑΣ»
από
την «ΞΕΧΑΣΜΕΝΗ ΦΡΟΥΡΑ - Τα κρυφά χαρτιά του
συγγραφέα»
(εκδ. Καστανιώτης, 2010) του Μένη Κουμανταρέα (1931 - 2014)
ΕΙΝΑΙ
ΨΕΜΑ πως
έχω διαβάσει κάποιο σπουδαίο βιβλίο και δεν μου άρεσε. Για τον απλούστατο λόγο
ότι συνήθως εγκαταλείπω τα βιβλία – σπουδαία ή όχι – όταν δεν μου ταιριάζουν.
Και είναι ψέμα επίσης ότι δεν μου άρεσαν όσα δεν ολοκλήρωσα, απλώς η ανάσα μου
δεν έφτανε τη δικιά τους πνοή. Από το πιο παλιό, την Ιλιάδα – που είναι μέσα
στο αίμα μας -, ως τον Δον Κιχώτη, που με ξετρέλανε ο
πρώτος τόμος, μα που για κάποιον μυστήριο λόγο άφησα το δεύτερο στη μέση. Ή
ακόμα τον Προυστ, από τον οποίον διάβασα ηδονικά τους μισούς τόμους και, από
δέος ή τεμπελιά, δεν προχώρησα ποτέ ως το τέλος. Ατέλειωτες συζητήσεις έχω
κάνει γύρω από αυτά τα βιβλία, και όχι πάντα επιπόλαιες, διότι αισθάνομαι σαν
να τα έχω διαβάσει. Ας αναφέρω όμως και μερικά εμβληματικά έργα που δεν διάβασα
καθόλου. Για παράδειγμα, το Πόλεμος και Ειρήνη, μολονότι λατρεύω
τον Τολστόι, ή τους Δαιμονισμένους, μολονότι έχω διαβάσει ακόμη και τα πιο μικρά
κείμενα του Ντοστογιέφσκι. Επίσης, δεν τελείωσα, γιατί μου έφερνε ασφυξία, την
περίφημη Τύφλωση του Ελίας Κανέτι, μολονότι είχα να κάνω με τη δεινή
μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη. Δεν μπόρεσα να προχωρήσω πέρα από τη δέκατη
σελίδα στον Θάνατο του Βιργιλίου του Μπροχ, αλλά εδώ έφταιγε η μετάφραση.
Και λυπάμαι όσους πήραν στα χέρια τους μερικές μικρές αγαπημένες νουβέλες του
Τόμας Μαν από τον καλό εκδοτικό οίκο «Ίνδικτος», διότι εκεί ο μεταφραστής ήξερε
καλύτερα τα γερμανικά από τα ελληνικά.
Βρίσκω εξαιρετικά υγιές να μη σου αρέσει
κάτι που θεωρείται ή είναι όντως σπουδαίο. Αν κάποιος, λόγου χάρη, έρθει να μου
πει ότι δεν μπόρεσε να τελειώσει τον Μόμπι Ντικ, δεν θα έχω να του
προσάψω το παραμικρό, κι ας λατρεύω τον Μέλβιλ. Είναι σα να προσάπτεις –τηρουμένων
των αναλογιών – στον Τολστόι ότι δεν μπορούσε να υποφέρει τον Σαίξπηρ. (Με άλφα
γιώτα, παρακαλώ αλλιώς απομένει μόνο η κούραση του σεξ). Λατρεύω τον Τζόις στους
Δουβλινέζους
και στο Πορτρέτο του καλλιτέχνη, αλλά τον εμβληματικό του Οδυσσέα
δεν μπόρεσα να τον τελειώσω ποτέ. (Πρόκειται για ένα βιβλίο που στη δεκαετία
του ’60 ο φίλος και θαυμάσιος ποιητής Νίκος Παναγιωτόπουλος έκλεψε από τον
Ελευθερουδάκη, την καλή εποχή, τότε που δεν είχαμε λεφτά και μπορούσαμε να
κλέβουμε χωρίς τύψεις.) Δεν μιλώ βέβαια για τον Φίνεγκανς Γουέικ, διότι
αυτό δεν διαβάζεται ούτε από Άγγλους, κι αν υπάρχει κάποιος, ας στείλει γράμμα
να με διαψεύσει.
Η λατρεία στα βιβλία είναι φυσικό να έχει
και το αντίθετό της, την απαρέσκεια ή ακόμη και τον αποτροπιασμό. Και αυτόν τον
τελευταίο μόνο μεγάλα και τολμηρά έργα μπορούν να προκαλέσουν. Τα εφήμερα ροζ
βιβλία, συνήθως γυναικών συγγραφέων, μόνο αθώες γκριμάτσες μπορούν να προκαλέσουν.
Δεν έχει νόημα να προχωρήσω, αλλά και μια το φέρνει ο λόγος, θα πω ότι
απεχθάνομαι τον Μπατάιγ, ή ότι πλήττω αφόρητα με τον Μπουκόφσκι, ή ότι τα έργα
του Μαρκήσιου ντε Σαντ μού είναι προσβάσιμα μόνο στον βαθμό που με έλκει η
προσωπικότητα του συγγραφέα τους. Ή ακόμα ότι δεν διάβασα ποτέ, ούτε θα διαβάσω
την Οδύσσεια
του Καζαντζάκη, ή ότι μ’ αρέσει ν’ ανακαλώ στίχους από τη Θεία Κωμωδία του Ντάντε,
χωρίς να έχω διαβάσει ούτε τη μισή. Ότι προτιμώ τους Νεκρικούς Διαλόγους του
Λουκιανού από κάποιους διαλόγους του Πλάτωνα, εξαιρουμένου βεβαίως του Συμποσίου.
Ότι παίρνω μεγάλη ευχαρίστηση διαβάζοντας ορισμένα από τα Δοκίμια του Μοντένιου,
αλλά τρέπομαι σε φυγή μπρος στο σύνολό τους.
Η ανάγνωση είναι μια απόλαυση και, σαν όλες τις
απολαύσεις, έχει τις διαστροφές της. Όσο μεγαλύτερες διαστροφές έχει κανείς με
τη λογοτεχνία, τόσο περισσότερο μπορεί να πλησιάσει τα μεγάλα αλλά και τα μικρά
της έργα. Αν δεν υπήρχαν τα μικρά και πολύτιμα μπιζουδάκια – ένα διήγημα του
Μοπασάν, του Τσέχοφ, του Παπαδιαμάντη ή του Μητσάκη -, δεν θα υπήρχαν τα μεγάλα
έργα. Ζούμε μέσα σε αντιθέσεις και μέσα απ’ αυτές ολοκληρωνόμαστε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου