Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

"Kρίση μιας παλιάς τέχνης ή η γέννηση μιας νέας;" γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 16.11.2020)

 ...............................................................



Kρίση μιας παλιάς τέχνης ή η γέννηση μιας νέας;






γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 16.11.2020)


Το θέατρο στη ζωντανή μορφή του δεν πρόκειται να σταματήσει, ούτε να αμφισβητηθεί από κανέναν, όμως στην εποχή της καραντίνας, οι θεάσεις των (δωρεάν κατά κύριο λόγο) ψηφιακών αναπαραγωγών άγγιξαν νούμερα αστρονομικά για τα δεδομένα της πιάτσας.


Καθώς προχωρούν οι εβδομάδες της θεατρικής απραξίας διεθνώς, το θέατρο έχει αρχίσει σταδιακά να συνέρχεται από το πρώτο σοκ και στοχάζεται ξανά τον εαυτό του. Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα το θέατρο είχε αναπαυθεί στις δάφνες μιας καταξιωμένης δραστηριότητας που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο χαίρεται τον εαυτό της να καθρεφτίζεται στα νερά της πολιτείας της. Κανείς αν δεν κάνω λάθος τους τελευταίες αιώνες δεν έθεσε σε αμφισβήτηση την αξία, τη σημασία ή την παρουσία του θεάτρου στον βίο της πόλης.

Παλιότερα -δηλαδή, μόλις σαν… χθες- το θέατρο έμοιαζε να γνωρίζει τη θέση του στο στερέωμα των άλλων τεχνών. Κι ας έχανε κατά καιρούς το κοινό του από τον κινηματογράφο, κι ας συναντούσε αμείλικτους ανταγωνιστές, πρώτα το ραδιόφωνο, μετά την τηλεόραση, τελευταία το διαδίκτυο, κι ας αμφισβητούνταν η πρωτοκαθεδρία του στις τάσεις και στα ρεύματα της πρωτοπορίας.

Το θέατρο έβρισκε σταθερά τον τρόπο να επανακάμπτει και να επανασυστήνεται. Μετατοπιζόμενο κυρίως προς περιοχές όπου οι άλλες -οι δημοφιλέστατες και με λαϊκά ερείσματα- όμορες τέχνες δεν είχαν τόσο μεγάλη ισχύ. Κυρίως, μετά το ‘60, εκεί όπου μπορούσε να αναπτυχθεί η ζέση της ζωντανής επαφής, της αυθεντικής και προσωπικής μαρτυρίας, εκεί όπου η δόξα της οθόνης και η ψηφιακή διαμεσολάβηση του συναισθήματος δεν φτάνουν παρά μόνο σαν μακρινοί αντίλαλοι.


Αναρωτιέται κανείς αν η επένδυση αυτή του θεάτρου στην καταστατική αρχή της ζωντανής σχέσης κοινού και ηθοποιού/συγγραφέα/θεάματος έχει αρχίσει πια να ξεθωριάζει. Τόσο ώστε να αναλογίζεται κανείς μήπως η πανδημία όχι μόνο δεν εκληφθεί σαν «περαστική κρίση», αλλά, αντίθετα, αν μελλοντικά αξιολογηθεί σαν ο καταλύτης εκείνος που επέδρασε στην εξέλιξη μιας παλιάς τέχνης ή στην παραπέρα δημιουργία μιας άλλης, νέας. Μήπως ό,τι ζούμε είναι στην πραγματικότητα το συμβάν που θα προκαλέσει τον πρόωρο τοκετό του κυήματος του νέου αιώνα, που η εποχή μας κυοφορούσε για καιρό;

Για να μην παρεξηγηθώ ή τέλος πάντων για να μην παρερμηνευθούν ως απλοϊκές οι παραπάνω σκέψεις, κανείς δεν διατείνεται πως η πανδημία θα φέρει το τέλος μιας τέχνης αρχαίας και αναγκαίας ή πως μπορεί με κάποιο τρόπο να αμφισβητηθεί λόγω μιας πανδημίας η αξία του ζωντανού θεάτρου (κυρίως όταν ακριβώς λόγω της κοινωνικής αποστασιοποίησης που επιβάλλει, αυτή η κατάσταση υπενθυμίζει στον καθένα μας την ανάγκη της επαφής).

Σε εκείνο στο οποίο οι σκέψεις αυτές στοχεύουν είναι να κατευθύνουν την κρίση μας απέναντι σε κάτι που αληθινά ήταν ήδη γνωστό, αν και σπάνια διατυπωμένο μεταξύ των παροικούντων την Ιερουσαλήμ. Οτι το θέατρο γνώριζε ήδη μια βαθιά κρίση, κρίση που κρυβόταν πίσω από τον θόρυβο αμέτρητων σκηνικών παραγωγών και τον αχό απανταχού επί Γης φεστιβάλ… Πως το σύγχρονο θέατρο στηρίζεται ακόμα σε μια «πρωτοπορία» που φτάνει να μετράει ίσως και τον έναν αιώνα… Πως ολοένα και πιο δύσκολα βρίσκουμε στη διεθνή σκηνή συγγραφείς ικανούς να αφήσουν πίσω τους κάτι παραπάνω από μια-δυο καλές εντυπώσεις. Και πως, τέλος, αναζητείται ακόμα το κέντρο που θα δώσει νόημα στην κίνηση, την αγωνία και το άγχος των νέων καλλιτεχνών να αποκτήσουν ταυτότητα και ειρμό στο σημερινό σάστισμα.

Ως αποτέλεσμα έρχεται ίσως το πιο ανησυχητικό από όλα. Ολοένα και συχνότερα διαπιστώνουμε ότι οι μόνοι που υπερασπίζονται το θέατρο είναι οι ίδιοι οι εργάτες του - εκείνοι υμνούν τη σημασία και διατρανώνουν το κύρος του, λες και προσπαθούν να πείσουν τους άλλους για κάτι αυτονόητο. Κυρίως να πείσουν τους πολιτικούς, που κατά πώς φαίνεται σφυρίζουν αδιάφορα από τη θέση της εξουσίας.

Ας ελπίσουμε λοιπόν πως το θέατρο στη ζωντανή μορφή του δεν πρόκειται να σταματήσει, ούτε να αμφισβητηθεί από κανέναν. Μπορεί όμως να γεννηθεί από την όλη δοκιμασία μια «νέα» μορφή υβριδικής μετάλλαξης, μια εξέλιξη της θεατρικής που δεν θα απαιτεί πια την πλήρωση της «ζωντανής σχέσης», αλλά θα πατάει σε κάτι άλλο, που θα θυμίζει ή θα μιμείται αυτή τη σχέση.

Υπάρχουν καλοί λόγοι να υποθέτουμε πως θα δούμε σύντομα μια τέτοια εξέλιξη. Πρώτα, λόγοι ουσιαστικοί - κάποτε πρέπει το θέατρο να συνειδητοποιήσει ότι τα ψηφιακά μέσα επαναξιολογούν ριζικά την ανθρώπινη επικοινωνία. Οφείλει κάποτε να ξαναπάρει τη δοκιμασμένη οδό που ζητά από το θέατρο, αντί να προσκαλεί τους θεατές του στον χώρο του, να πηγαίνει το ίδιο εκεί όπου οι πολίτες συναθροίζονται.

Μα ας μη γελιόμαστε. Μιλάμε πάντα για το θέατρο, για τέχνη καλλιτεχνών μα και επιχειρηματιών. Να το διατυπώσω όσο πιο απλά γίνεται: Αν ο κόσμος του θεάτρου μυριστεί πως με τη διαδικτυακή προβολή μια παράσταση μπορεί να ανοιχτεί πέρα από τα στενά όρια της αίθουσας και πως αυτό μεταφράζεται σε ταμειακούς όρους, να μην έχουμε καμιά αμφιβολία: ολοένα και συχνότερα θα βλέπουμε ανάλογες απόπειρες. Κι εδώ, όπως συνέβη άλλοτε στον κινηματογράφο, θα είναι το ταμείο που ανοίγει δρόμο και η τέχνη που ακολουθεί.

Αυτό το μαρτυρούν τα στοιχεία. Στην αρχή της καραντίνας, την περασμένη άνοιξη, πολλοί ήταν οι καλλιτέχνες που έσπευσαν να ανεβάσουν στο διαδίκτυο τις ψηφιοποιημένες παραστάσεις τους, είτε για να διατηρήσουν ψηλά το φρόνιμα του κόσμου είτε για να διατηρήσουν το όνομά τους σε μια εποχή φυσικής απουσίας. Οπως και να ‘χει, είτε έτσι είτε αλλιώς, το αποτέλεσμα υπήρξε αποκάλυψη για όλους. Οι θεάσεις των (δωρεάν κατά κύριο λόγο) ψηφιακών αναπαραγωγών άγγιξαν νούμερα αστρονομικά για τα δεδομένα της πιάτσας, θεάσεις που αυτόματα έκαναν αρκετούς να λησμονήσουν τις αρχικές αμφιβολίες και να κάνουν δεύτερες σκέψεις. Και ας μην είμαστε κυνικοί, δεν είναι μόνο το πιθανό οικονομικό όφελος... Ξαφνικά το θέατρο συνειδητοποίησε πως μπορούσε να ανοιχτεί σε ένα πλήθος που μέχρι σήμερα μόνο ο κινηματογράφος μετρούσε. Καλή λοιπόν η «ζωντανή σχέση» και σεβαστά τα επιχειρήματα «περί αδυναμίας μεταφοράς του αληθινού» στην οθόνη ενός υπολογιστή. Αλλά, μήπως να το ξανασκεφτούμε, ρε παιδιά;…

Δεν αφορά μόνο την Ελλάδα ασφαλώς η παραπάνω ερώτηση. Πίσω από την ανάγκη της επιβίωσης, πίσω από τη δημιουργική διάθεση των καλλιτεχνών και πίσω από μια καθαρά επιχειρηματική ιδέα, ζει ο ίδιος κόσμος του θεάτρου που θέλει και οφείλει να προχωρήσει. Το πώς θα γίνει αυτό θα το δούμε στο αμέσως επόμενο διάστημα. Προς το παρόν οι σχετικές κινήσεις διεθνώς είναι αρκετές. Και αυτές συγκεκριμένα θα ήθελα να περιγράψω στο αμέσως επόμενο σημείωμά μου, σε αυτήν εδώ τη στήλη.



Δεν υπάρχουν σχόλια: