...............................................................
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911)
Ο Πανδρολόγος
Μπροστά εἰς την Κολώναν τῆς Πιάτσας, ὅπου ἔδεναν τον χειμῶνα τα παλάγκα* τῶν πλοίων, ὅσα παρεχείμαζον εἰς τον λιμένα, μέσα εἰς το μπακάλικο τοῦ Ζαγοριανοῦ, ἕνα πρωί, ὁ καπετάν Σάββας, κυβερνήτης βομβάρδας*, ἀραγμένης εἰς τον λιμένα, καθώς ἐκάθητο σταυροπόδι ἐπάνω εἰς την γυμνήν, λιπώδη μπάγκαν, ἐφώναξε τον καπετάν Στέλιον, γνωστόν θαλασσινόν, και φημισμένον τῶν καραβιῶν λοστρόμον, παρήγγειλε δύο μαστίχες, κ᾽ ἐπάνω στο ἐβίβα καὶ στο τσούγκρισμα τῶν ποτηριῶν, «μεταξύ χειλέων και κύλικος», τοῦ εἶπεν:
―Ἤθελα να σοῦ πῶ ἕνα λόγο, καπετάν Στέλιο· θα σοῦ ἀνοίξω την καρδιά μου…
― Λέγε, καπετάν Σάββα, εἶπεν ὁ Στέλιος, αἰσθανθείς κινουμένην την περιέργειάν του.
―Ἂν ἤθελες να μοῦ κάμῃς μια χάρη… να πᾷς στην παλιά σου την γειτόνισσα…
Τον ἐκοίταξε κ᾽ ἐσταμάτησε.
― Ποιά; ἠρώτησεν ὁ Στέλιος.
― Εἶπα να στείλω πανδρολόγισσα, ἐπανέλαβε, χωρίς ν᾽ ἀπαντᾷ κατ᾽ εὐθεῖαν ὁ Σάββας, μα δεν ἔχω μεγάλη ἐμπιστοσύνη στα λαδικά*· καλύτερα ν᾽ ἀνοίξω την καρδιά μου σ᾽ ἐσένα…
― Ποια γειτόνισσα; ἠρώτησε και πάλιν ὁ Στέλιος.
Ὁ Σάββας ἐταπείνωσε τὴν φωνήν:
― Κείνη τη μορφοχήρα, την Κρατήρα, τῆς Ἀνδρεώλας… εἶπεν ὁ Σάββας με ἐρωτικόν πλατάγισμα, τοῦ ὁποίου τον ἀντίκτυπον ᾐσθάνθη ὁ Στέλιος.
―Ἄ! ἔκαμεν οὗτος.
― Νὰ πᾷς και να τῆς πῇς, ἐπανέλαβεν ὁ Σάββας… ἄκουσε τί να τῆς πῇς· να τῆς πῇς, ὁ καπετάν Σάββας μ᾽ ἔστειλε, πες της· σε θέλει, πες, να σε κάμῃ νοικοκυρά του, ὁ καπετάν Σάββας· ἔχει μεγάλη εὐχαρίστηση, πες της, ἂν θέλῃς κ᾽ ἐλόγου σου, να σε μβάσῃ μες στο σπίτι του, στο νοικοκυριό του, μέσα στα καλά του, θα γίνῃ, πες της, μεγάλη νοικοκυρά, με τα φασόλια τση, με τα ρεβίθια τση, με τον καφέ τση, με την ζάχαρή τση… με τα λάδια τση, με τα μέλια τση, με ὅλα τα καλά τση… Κ᾽ ἐμεῖς τώρα, πες τση, σ᾽ αὐτήν την ἡλικία, για σαρκικά πράγματα δε θέλουμε, μόνο για μια σκέπη, για μια παρηγοριά… Αὐτή θα ἔχῃ ἔννοια τα δυο τα παιδάκια μου, που μ᾽ ἄφησε ἡ μακαρίτισσα, κ᾽ ἐγώ θα πηγαίνω να ταξιδεύω, χειμῶνα-καλοκαίρι, να θαλασσοπνίγωμαι, για να τῆς κουβαλῶ σοδιαστικά*, με την κουμπάνια*, ὅλα τα καλά τση… Και σα θέλῃ να ξαναμβῇ στον κόσμο, να γίνῃ νοικοκυρά, ἀφοῦ στάθηκε κι αὐτή φρόνιμη, καθώς μικροπανδρεύθηκε, ἀπ᾽ τον καιρό που ἔχασε τον πρῶτόν της τον ἄνδρα, μικρή-μικρή, και παιδιά δεν ἔχει, ἂς κάμῃ τα παιδιά μου παιδιά τση, κ᾽ ἐγώ να την κάμω μεγαλονοικοκυρά, να τῆς κουβαλῶ με το τσουβάλι, νά ᾽χῃ ὅλα τα καλά τση… Και σ᾽ αὐτή την ἡλικία ἐμᾶς ἄλλο τίποτε δε μᾶς χρειάζεται, μόνον για μια σκέπη, για ἕν᾽ ἀποκούμπι…
Ὁ καπετὰν Στέλιος ἀκούων μετά προσοχῆς, ἐμειδίασεν ἀκουσίως, ἐφάνη σκεπτικός, εἶτα εἶπε:
― Καλά· ἂς εἶναι, καπετάν Σάββα· κ᾽ ἐγώ πολύ θάρρος δεν ἔχω· μα ἐπειδή εἶναι ἡ παλιά γειτονιά μου προς τα ἐκεῖ, κ᾽ ἐπειδή πηγαίνω στην ἀποθήκη μου… και κάποτε την καλημερίζω… ἂν ἔλθῃ βολικά, θα τῆς το πῶ…
Ἔπιαν και δευτέραν μαστίχαν. Ὁ Σάββας ἐπανέλαβε δύο και τρεῖς φοράς τα ἴδια, προσθείς και ἄλλα, και πάλιν καταλήξας εἰς την φράσιν, «για μια σκέπη, για μια παρηγοριά καὶ περιποίηση τοῦ γήρατος».
Τέλος ὁ Στέλιος ἐπανέλαβε:
― Καλά· θα τῆς κάμω λόγο, ἂν μπορέσω.
Κ᾽ ἐσηκώθη δια να ἐξέλθῃ.
Πριν ὑπερβῇ το κατώφλιον τοῦ μαγαζίου, ὁ καπεταν Σάββας τον ἀνεκάλεσε και τοῦ εἶπεν:
―Ἄκουσε, καπετάν Στέλιο· πες της κι αὐτό… Να μη θαρρῇ πως εἶμαι και πολύ γέρος, τάχατε… βαστῶ ἀκόμα…
Ὁ Στέλιος ἐκάγχασε. Και πάλιν ὁ Σάββας ἐπανέλαβε:
― Ναί· πες της, κι αὐτό… Μή θαρρῇ πως εἶμαι τάχα κι ὅλως διόλου παλιόγερος, σάψαλο… ἀκόμα βαστῶ.
― Καλά, καπετάν Σάββα.
Και ὁ Στέλιος ἀπῆλθε.
** *
Δεν ἦτον σημερινός γείτων ὁ καπετάν Στέλιος προς το μέρος ὅπου ἐκατοικοῦσεν ἡ περί ἧς ὁ λόγος νεαρά χήρα, ἀλλ᾽ ἦτον παλαιός γείτων. Εἶχεν οἰκίαν πλησίον ἐκεῖ, ὅπου ἐκατοικοῦσεν ἄλλοτε. Τώρα, την οἰκίαν ἐκείνην, την εἶχεν ὡς ἀποθήκην διαφόρων ναυτικῶν σκευῶν, ἐξαρτίων, σχοινίων, πανίων, καὶ συχνά την ἐπεσκέπτετο. Ἦτον παλαιός φίλος τοῦ μακαρίτου, τοῦ συζύγου τῆς νῦν χήρας, και εἶχεν ἄδολον θάρρος προς αὐτήν, μέχρι χαιρετισμοῦ καὶ τετριμμένης ὁμιλίας. Ἡ Κρατήρα τῆς Ἀνδρεώλας εἶχε χηρεύσει προ ἑξαετίας. Συνέπεσεν ὅμως νὰ χηρεύσῃ ἐσχάτως, προ δεκαεπτά μηνῶν, και ὁ Στέλιος ὁ ἴδιος. Ἔκτοτε το θάρρος προς την χήραν ἠλαττώθη μεγάλως.
Ἐκίνησεν ἐν τούτοις ὁ Στέλιος, καθώς τοῦ εἶπε τ᾽ ἀνωτέρω ὁ φίλος του, να ὑπάγῃ, κατά το σύνηθες, ν᾽ ἀνοίξῃ την ἀποθήκην του, ὅπου ἠσχολεῖτο εἰς διαφόρους ἐργασίας ἐπισκευῆς ἐπί τῶν ναυτικῶν ἐργαλείων, ἐκ τῶν ὁποίων ἄλλα ἦσαν δια πώλημα, προερχόμενα ἐκ ναυαγίου, ἄλλα δε ἀνῆκον εἰς το βρίκιον, μὲ το ὁποῖον ἔμελλε νὰ ταξιδεύσῃ, ἅμα τῇ ἐπανόδῳ τῆς ἀνοίξεως, ὁ Στέλιος.
Εἰς τον δρόμον, καθώς ἐπήγαινεν, ἔλεγε μέσα του:
― Τώρα, με τί μοῦτρα θα πάω ἐγώ στην Κρατήρα, να τῆς κάμω τέτοια κουβέντα;… να την ἐρωτήσω, ἀνίσως θέλῃ τον Σάββα για ἄνδρα της… Ἐγώ δεν ἔχω θάρρος να την ἐρωτήσω… ἂν με θέλῃ ἐμένα τον ἴδιον… Ἀπορῶ, πῶς δεν το συλλογίστηκε ὁ γερο-Σάββας· μήπως τυχον εἶναι φόβος για ν᾽ ἀληθέψῃ σ᾽ αὐτό ἐπάνω ἡ παροιμία τοῦ λαοῦ: «Ἀνύπανδρος προξενητής γιὰ λόγου του γυρεύει!»
Εἶτα, μικρόν κατά μικρόν, πειρασμός μεγαλυτέρας ἰδιοτελείας τοῦ ἐπῆλθε, και εἶπε μέσα του:
«Τάχα ὁ Θεός ἢ ὁ Διάβολος τον ἐφώτισε να μοῦ το πῇ;… Δεν μποροῦσα ποτέ να πῶ τῆς Κρατήρας κατ᾽ εὐθεῖαν ἂν με θέλῃ ἐμένα… Μα μπορῶ ὅμως να τῆς πῶ για ἕνα ἄλλο πρόσωπο, ἂν θέλῃ τον τάδε, για να μετρήσουμε τα νερά… και για να πιάσουμε κουβέντα…»
Συνέκρινε καθ᾽ ἑαυτόν τα προσόντα και τας κατά προσέγγισιν πιθανότητας τοῦ ἑαυτοῦ του και τοῦ Σάββα.
«Χῆρος ἐκεῖνος, χῆρος ἐγώ… Ἐκεῖνος θα εἶναι ὣς πενῆντα χρονῶν, ἐγώ εἶμαι σαρανταπέντε… Ἐκεῖνος ἔχει δυο παιδιά, ἐγώ ἕνα… Ἐκεῖνος ἔχει καΐκι δικό του, ἐγώ δεν ἔχω… μα εἶμαι λοστρόμος και πιλότος με τ᾽ ὄνομα… με δίπλωμα πλοιαρχίας, ἐνῷ ἐκεῖνος ἔχει δίπλωμα κυβερνήτου… Και σιμά εἰς ὅλα τ᾽ ἄλλα, εἶμαι πλιο καλοφτιασμένος ἀπό κεῖνον… Εἶμαι και παλαιός φίλος τοῦ πεθαμένου, τοῦ ἀνδρός της, και πιστεύω να με προτιμᾷ ἀπό κάθε ἄλλον…»
Καὶ πάλιν προσέθηκε καθ᾽ ἑαυτόν:
«Ὄχι μόνον εἶμαι πλιο καλοφτιασμένος, ἀλλά δεν ἔχω ἀνάγκη νὰ κρύβωμαι· εἶμαι και φαίνομαι… Ἐκεῖνος, ἀφοῦ εἶπε καὶ ξαναεῖπε, σαν ὑποκριτής που εἶναι, τη σκέπη και το ἀποκούμπι, ὕστερα, στο τέλος, ἔβγαλε στο μεϊντάνι* το κοκόρευμά του, και εἶπε: “μη θαρρῇ πως εἶμαι γέρος· βαστῶ ἀκόμα!” Με το να το πῇ αὐτό, ἀπέδειξε μόνος του ὅτι φοβᾶται μήπως δεν εἶναι ὅπως το λέγει, και μήπως δεν φαίνεται τέτοιος… Ἐγώ δεν ἔχω ἀνάγκη να κοκορευτῶ!»
Τοιαῦτα λέγων καθ᾽ ἑαυτόν, ἔφθασεν ἐμπρός εἰς την πόρταν τοῦ ἰσογείου τοῦ σπιτιοῦ του, ὅπου ἦτον ἡ ἀποθήκη, και ἀντικρὺ εἰς την πόρταν τοῦ κατωγείου τῆς Κρατήρας, ὁπόθεν ἠκούετο εὔθυμος και ζωηρός ὁ διπλοῦς κρότος τῆς κερκίδος και τοῦ κτενίου τῆς χήρας, ὅπου καθημένη ὅλην την ἡμέραν, ὡς ἄλλη Πηνελόπη, ὕφαινε…
** *
Ἦτον ὄχι μόνον ἀντικρυ εἰς την πόρταν της, ἀλλά κατέναντι εἰς αὐτόν τον ἀργαλειόν τῆς Κρατήρας, ὁ ὁποῖος ἐφαίνετο εἰς το βάθος. Ἡ θύρα, προς ἀνατολάς, πέραν και πέραν ἀνοικτή, και ὁ χειμερινός ἥλιος εἰσέδυεν ἐλευθέρως και κατέλαμπεν ὅλον το ἰσόγειον τῆς χήρας, το πλακόστρωτον.
Ἡ Κρατήρα εἶδε τον καπετάν Στέλιον, και προς στιγμήν ἀνεσήκωσε την κεφαλήν. Ὁ Στέλιος εἶδεν ὅτι αὕτη τον ἐκοίταξεν ἐν ἀκαρεῖ, και τῆς ἐφώναξε μίαν καλημέραν ἐγκάρδιον…
Ἡ καλημέρα ἦτον ὡς πρόδρομος, προάγγελος προσεγγίσεως. Το βλέμμα τῆς χήρας τον εἵλκυσε, και με ὀλίγα βήματα ἔφθασεν ἕως την θύραν, κ᾽ ἐπάτησε το κατώφλιόν της.
― Λοιπόν, τί κάνεις, γειτόνισσα; ἠρώτησε.
― Νά, τί να κάμω, καπεταν Στέλιο… ἐδῶ βρίσκομαι σε δουλειά… ὅλο καὶ παιδεύομαι με τον ἀργαλειό.
― Κ᾽ ἐγώ ἄλλο τόσο παιδεύομαι μ᾽ αὐτά τα μόμπιλα* τοῦ καραβιοῦ, ἀπήντησεν ὁ Στέλιος· πασχίζω να κάμω τα παλιά καινούργια… εἶν᾽ αὐτό ἕνα μέσο βοηθητικό για να γίνωνται καινούργιοι οἱ παλιοί γειτόνοι…
Ἡ χήρα ἐμειδίασεν ἐλευθέρως.
― Κι ὅλα τα παλια καινούργια γίνονται, (ἐπῆρε δρόμον ἡ γλῶσσα τοῦ Στέλιου), και δεν εἶναι τίποτε παλιό που να μη μπορῇ να γίνῃ καινούργιο… Θεός ξέρει, ἂν κ᾽ οἱ παλιές ἀγάπες…
Ἐδάγκασε την γλῶσσαν του, κ᾽ ἐσιώπησε. Πλην συγχρόνως ὡς να εὑρέθη εἰς ἀμηχανίαν ἂν ἔπρεπε να ὑπάγῃ ἐμπρός ἢ ὀπίσω, ἢ ὡς να ᾐσθάνθη την ἀνάγκην να δικαιολογήσῃ το θάρρος του ― ἔκαμε δύο βήματα ἔνδοθεν τοῦ κατωφλίου, κ᾽ ἐπλησίασεν εἰς τον ἀργαλειόν.
― Κάθισε λιγάκι, καπετάν Στέλιο, εἶπεν ἡ χήρα.
Ὁ Στέλιος ἐκάθισεν ἐπάνω εἰς την παλαιάν παγκέταν* τοῦ ἰσογείου.
** *
Ἦτό ποτε μαγαζίον, και εἶχεν ἰδεῖ ἡμέρας εὐκλείας το κατώγειον ἐκεῖνο τῆς χήρας. Ἔφερε συγχρόνως τρεῖς τίτλους· ἦτο καφενεῖον, κουρεῖον, και βιολιτζίδικον.
Τον παλαιόν καιρόν ἡ Ἀνδρεώλα, ἡ μήτηρ τῆς Κρατήρας, με τον σύζυγόν της τον γερο-Νικόλαν, ἀόμματον εἰς τὸ γῆρας, ἐκράτει το μαγαζεῖον ἐκεῖνο, ὕστερον ἐμεγάλωσαν τα παιδιά της· ὁ Φιλάρετος, ὁ Μῆτρος και ἡ Κρατήρα.
Ὁ Νικόλας ἦτον και κουρεύς και χειρουργός και φλεβοτόμος ἐπιδέξιος. Ἡ Ἀνδρεώλα πάλιν ἐγνώριζεν ὅλα τα βότανα καὶ τις κηραλοιφές*. Ὕστερον οἱ δύο γέροντες παρήκμασαν.
Ὁ Φιλάρετος, ὁ πρῶτος υἱός των, ἐβγῆκε βιολιτζής περίφημος. Ὁ δευτερότοκος, Μῆτρος, ἔπαιζε πότε μπουζούκι, πότε λαγοῦτο, ἀλλά κυρίως ἦτο κουρεύς. Εἶτα ὁ Φιλάρετος ἐνυμφεύθη, ἀπέκτησε τέκνα, ἔπαθε την ὑγείαν και ἀπέθανε νέος ἀκόμη. Ὁ Μῆτρος ἐξενιτεύθη, ἐπῆγεν εἰς τους ὠκεανούς, καὶ δεν ἐπανέκαμψε πλέον.
Μόνη ἡ Κρατήρα και τα ἀνήλικα παιδιά τοῦ Φιλαρέτου ἐπέζων ἀπό ὅλην την οἰκογένειαν.
Αὐτή εἶχε νυμφευθῆ νεωτάτη. Δεν εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον. Μετά τρία ἔτη ἐχήρευσε. Τώρα ἦτον ὣς τριάντα χρόνων, κ᾽ ἐχήρευεν ἀπό ἑπταετίας.
Σφόδρα περιπαθής ― μερακλής― μουσικός ἦτό ποτε ὁ ἀδελφός της ὁ Φιλάρετος. Περιπαθής εἰς το τραγούδι ὑπῆρξε και ὁ Γιάννης ὁ Βάρναλης, ὁ σύζυγος τῆς Κρατήρας. Εἶχεν ἀποθάνει φθισικός, νέος και προ δύο ἐτῶν νυμφευθείς ἐξ ἔρωτος την Κρατήραν. Ὁ θάνατός του, ἡ κηδεία του, ὑπῆρξε τραγῳδία εἰς ὅλον το χωρίον. Μετά χρόνους ἀκόμη ἡ γειτονιά, ἡ ἀγορά καὶ ὅλη ἡ πολίχνη ἐνθυμεῖτο τα περιπαθῆ μοιρολόγια τῆς Κρατήρας.
Στηθικός ἀπέθανεν ὀλίγῳ ὕστερον και ὁ ἀδελφός της, ὁ Φιλάρετος. Συνέπεσεν οὗτος ν᾽ ἀποθάνῃ εἰς τας Ἀθήνας, ὅπου ἦλθε δια να εὕρῃ ἰατρείαν. Εὑρίσκεται θαμμένος, ἄγνωστος καθώς ὅλοι, ἀγνωστότερος ἀπ᾽ ὅλους, εἰς μίαν γωνίαν τοῦ Α´ νεκροταφείου.
Ἔλεγαν ὅτι τον εἶχε βλάψει το βιολί εἰς το στῆθος, κ᾽ ἐντεῦθεν ἔγινε φθισικός.
Ἅμα ἐκαλεῖτο εἰς γάμον ἢ χαράν ἢ ἄλλην εὐωχίαν δια να παίξῃ, ὁ Φιλάρετος, σπανίως ἐτύχαινε να ἔχῃ εὔθυμον διάθεσιν. Εἴτε τον ἐπλήρωναν καλά ἢ κακά, εἴτε τοῦ ἐκολλοῦσαν σβάντσικα* εἰς τὸ μέτωπον, εἴτε τοῦ ἐκολλοῦσαν τούρκικα εἰκοσιπενταράκια, ἀδιάφορον τοῦ ἦτον. Δεν τον ἔμελε πολύ ἂν θα εὐχαρίστει τους ἄλλους. Ἔπρεπε να ἔχῃ αὐτός κέφι. Και το κέφι εἶναι αὐθαίρετον πρᾶγμα· δεν το ἐκράτει αὐτός· ἐκεῖνο ἐκράτει αὐτοῦ…
Εἴτε τον ἐκαλοπλήρωναν εἴτε ὄχι, ἐγύριζε κουρασμένος, ἀλλά νευροπαθής, μη αἰσθανόμενος την κούρασιν, ἐγύριζε μεσάνυκτα ἀπό την εὐωχίαν, ὄρθρον βαθύν ἀπό τον γάμον, πρωί ἀπο τα «πιστρόφια». Ἐπανήρχετο στο σπίτι, ἄνοιγε το μαγαζί του, ἐφώναζε την γραῖαν μητέρα του, ἡ ὁποία ἐκοιμᾶτο με το ἓν αὐτί, και εἶχε το ἄλλο ἄγρυπνον και τον ἐπερίμενε· την ἐφώναζεν, ἢ μᾶλλον αὐτή κατήρχετο πριν την φωνάξῃ, δια ν᾽ ἀνάψῃ φωτιάν και τοῦ ψήσῃ καφέ.
Καὶ εὐθύς, ἀντί να τυλίξῃ το βιολί του με το περικάλυμμα και το κρεμάσῃ στον τοῖχον, το ἔπαιρνεν εἰς το στῆθός του, το ἐνεκολπώνετο, ἐτραβοῦσε δυο-τρεῖς δοξαριές, και ἤρχιζεν αὐτός καθ᾽ ἑαυτόν, δια να εὐχαριστήσῃ τον ἴδιον ἑαυτόν του, ἕνα ἦχον περιπαθῆ, ἓν μέλος, ἓν ᾆσμα, το ὁποῖον μάτην θα ἐξήντλουν τα σβάντσικά των πᾶς γαμβρός, και πᾶς σύντεκνος, και ὅλ᾽ οἱ καλεσμένοι, δια να καταφέρουν τον Φιλάρετον να το ἐπιτύχῃ να τους το πῇ…
Δεν ἐπρόκειτο ἐδῶ περί χορδίσματος βιολίου ἢ παντός ὀργάνου ἁπλῶς· ἐπρόκειτο περὶ χορδίσματος ἀνθρώπου, το ὁποῖον εἶναι ὅλως διάφορον πρᾶγμα.
Το ἐτόνιζε, και το ἔλεγε, και το ἐκελαδοῦσε πράγματι με ἀπαράμιλλον τρόπον, με κίνδυνον να κάμῃ τους γείτονας ὅλους να χάσουν τον πρωινόν ὕπνον των.
― Τώρα, παιδάκι μου, κατακόβεσαι, κουρασμένος ὅπως εἶσαι, χαλνιέσαι μοναχός σου… Θα ξυπνήσῃς ὅλους τους γειτόνους παράωρα!
―Ἂς κοιμηθοῦν, ἔλεγε μόνον ὁ Φιλάρετος.
― Πῶς να κοιμηθοῦν, που δεν τους ἀφήνεις;…
―Ἂς πάρουν ὑπνωτικό!
** *
Τοιοῦτος ὑπῆρξεν ὁ Φιλάρετος, ὁ περιπαθής βιολιτζής, ὁπού τοῦ ἔμελλε ἡ μοῖρά του να κεῖται ἄγνωστος εἰς μίαν ἀφανῆ γωνίαν τοῦ λαμπροτέρου πολυανδρίου τῆς νεωτέρας Ἑλλάδος. Ἀλλά και ὁ Μῆτρος, ὁ ἀδελφός του ὁ νεώτερος, με το μουσικόν ὄργανόν του συχνά τον συνώδευε, και με μίαν ψαλίδα ἔκοπτε συνήθως τα μαλλιά, και μ᾽ ἕνα ξυράφι ἐρήμαζε τα γένεια ὅλων τῶν ἀρρένων τοῦ χωρίου. Με μίαν ψαλίδα, μίαν βούρτσαν, μίαν κτένα, ἓν προσόψιον σκοῦρον και μ᾽ ἕνα μικρόν καθρέπτην τοῦ χεριοῦ, με μικράν λαβήν. Ὤ! ἕνα καθρέπτην τερατώδη, ἔχοντα δύο πρόσωπα, το ἓν ἀνθρώπινον, το ἄλλο θηριῶδες!
Ὤ! ἐάν κανέν παιδίον ὀκτώ ἐτῶν ὡδηγεῖτο ἐκεῖ ὑπό τοῦ πατρός του, δια να τοῦ κόψῃ ὁ Μῆτρος τα μαλλιά (καθώς συνέβη εἰς ἐμέ, τον γράφοντα), πόσον ἐτρόμαζεν ὅταν, με τρόπον, τοῦ ἔδειχνεν ὁ Μῆτρος, δια να το τρομάξῃ την ἀνάποδην ὄψιν, ὅπου θὰ ἔβλεπεν ἓν φρικῶδες μορμολύκειον!
Ἦτον ὁ καθρέπτης τοῦ μέλλοντος, ἐκεῖνος. Ἐκεῖ ἔβλεπαν ὅλα τα ἀνήλικα ὄντα την μέλλουσαν ἀσχημίαν των, ὁποῖον μοῦτρο θα ἔκαμναν ἂν ἔσωναν να γίνουν ἄνδρες… Ἐκεῖ θα ηὔχετο κανείς, ἂν δεν ἦτο εἰς ἀγνωσίαν και πλάνην οἰκτράν περί τῶν πραγμάτων τοῦ κόσμου και περί τῆς μελλούσης τύχης του, να ἦτο ἀρκετά θεοφιλής δια ν᾽ ἀποθάνῃ νέος… δια να μη σώσῃ ποτέ ν᾽ ἀναπτύξῃ τόσην ἀσχημίαν, σωματικήν και ἠθικήν, ὅσην σήμερον!…
** *
Αὐτό ἐκεῖνο το πλακόστρωτον ἰσόγειον ἦτον το σημερινόν κατώγι τῆς Κρατήρας, ὅπου ἡ χήρα εἶχε στημένον τον ἀργαλειόν της και ὕφαινεν. Ἐκεῖ εἶχεν εἰσέλθει ὁ καπετάν Στέλιος.
Εἶδεν ὅτι ἡ πρώτη ἀκριτομυθία του δεν ἐψύχρανε πολύ την νεαράν χήραν· τοὐναντίον μάλιστα αὕτη ἐφάνη εὐδιάθετος να τον προσκαλέσῃ, ὡς παλαιόν γείτονα και φίλον τοῦ μακαρίτου ἀνδρός της, νὰ καθίσῃ ὀλίγον πλησίον τοῦ ἱστοῦ της.
Ἡ λέξις «ὀμορφοχήρα», την ὁποίαν εἶχε προφέρει μετά πλαταγισμοῦ γλώσσης και χειλέων ὁ καπετάν Σάββας, ὑπῆρξεν ὡς μεταδοτική ἀσθένεια δια τον Στέλιον. Οὗτος πολλάκις ἔβλεπε την γυναῖκα, ἀλλά ποτέ δεν εἶχε λάβει εὐκαιρίαν νὰ την καλοκοιτάξῃ, κατά τους τελευταίους χρόνους. Το πρόσωπόν της ἦτον «ψιλολογιά»*, κατά τον χαρακτηρισμόν, τον ὁποῖον δίδουν εἰς τα λεπτοφυῆ χαρακτηριστικά τα γραΐδια· ὠχρά μᾶλλον, λεπτή ἐπιδερμίς, με ἐλαφράν ἀπόχρωσιν ρόδου περί τας παρειάς, λευκόν το μέτωπον, και εὔγραμμον ὅλον ἐκεῖνο το μέρος τοῦ προσώπου το μεταξύ τῆς ρινός «φίλτρον», περί το στόμα και τον πώγωνα, ὅπου λέγουν ὅτι φωλεύουσιν οἱ ἔρωτες, και το ὁποῖον τα γύναια ὀνομάζουσι, μετ᾽ ἐνδεικτικῆς χειρονομίας, ὅταν συμβῇ να περιγράψωσι μετ᾽ εὐμενείας τινός τα χαρακτηριστικά γυναικός, «αὐτοδά-της», δι᾽ ἔλλειψιν ὡρισμένης λέξεως. Ἐν γένει ἡ χήρα, ὑπερτριακοντοῦτις ἤδη, ἦτον ὡραία και χαριτωμένη πράγματι.
― Κοντεύει κι ὁ Μάρτης να ᾽ρθῇ, ἤρχισε την ὁμιλίαν ἡ Κρατήρα. Θα πᾷς και φέτος με το καράβι, καπετάν Στέλιο;
― Και τί να κάμω; βέβαια· ὅσο μποροῦμε ἀκόμα, θα ὀργώνωμε την ἄχαρη τη θάλασσα.
―Ἄχ! τί να ἔγινε κ᾽ ἐμένα, ὁ ἀδερφός μου, ὁ Δημητράκης, που πῆρε μαῦρα πέλαγα· δέκα χρόνια ἔχει ν᾽ ἀκουστῇ· στην Ἀουστράλια εἶπαν πως πῆγε!… ἐπανέλαβεν ἡ χήρα· πᾶνε κ᾽ οἱ γονιοί μας, πάει κι ὁ Φιλάρετος, κι ὅλοι τους… Εἶχα μόνο τ᾽ ἀνίψια, τὰ παιδιά τοῦ σχωρεμένου, που μ᾽ ἔκαναν γενιά, ἀπό καμμιά φορά… τώρα, φαίνεται, ἡ μάννα τους δεν τ᾽ ἀφήνει να ᾽ρθοῦν να με ἰδοῦνε… Εἶπαν πως θέλει να παντρευτῇ… Ὡς φαίνεται, πῆγαν και τῆς ἔβαλαν λόγια, πως ἐγώ τάχα εἶπα αὐτό κι αὐτό… Τί κακός κόσμος, καπετάν Στέλιο! κ᾽ ἐγώ δεν εἶπα τίποτα… μόνο, σαν τ᾽ ἄκουσα, θυμήθηκα το Φιλάρετο, που κοιμᾶται στα ξένα, κ᾽ ἐδάκρυσα… Ἂς πανδρευθῇ! δεν πανδρεύεται; Ἐγώ θα την ἐμποδίσω;… οὔτ᾽ ἐρωτησάμενη, οὔτε ἀποκρισάμενη… Καλά θα κάμῃ να πανδρευθῇ… Νέα γυναίκα εἶναι, πολύ μικρότερη στα χρόνια ἀπό μένα… Μόνο μοῦ κακοφαίνεται που δεν ἀφήνει τα δυο παιδιά νά ᾽ρχωνται σα* δῶ να τα βλέπω… Καθώς ἐσφάλησε τα μάτια ὁ ἀδιαφόρετος* (ἐννοοῦσα τον ἄνδρα της), καπετάν Στέλιο, ἔκλεισε τὸ σπίτι μου.
Εἶπεν ὅλα ταῦτα ἀφελῶς και μετ᾽ ἐμπιστοσύνης, ὡς να ὡμίλει πρός τινα πρεσβύτερον συγγενῆ της, ὁποῖον δεν εἶχε, και ᾐσθάνετο τὴν ἔλλειψιν. Ὁ Στέλιος ἤκουεν ἀπλήστως. Ἔκρινεν ὅτι ἦτο καιρός να φέρῃ τπ ζήτημα.
― Ἀλήθεια, εἶπε, τα ἴδια παθαίνουμε ὅλοι μας… κ᾽ οἱ ἄνδρες ρημάζουνε σα χηρέψουνε, κ᾽ οἱ γυναῖκες αἰσθάνονται το σπίτι κλεισμένο… Αὐτά ἐλέγαμε και με το φίλο μου τον καπετάν Σάββα τον Ἀπανομίτη, σήμερα το πρωί… Εἶναι κ᾽ ἐκεῖνος χῆρος, σαν ἐμένα… ἔχει δυο παιδάκια. Ὅλον τον καιρὸ πηγαίνει με την βομβάρδα*, χειμῶνα-καλοκαίρι, και θαλασσοπνίγεται, και ποιος να ἔχῃ την ἔννοια τῶν παιδιῶν στο ἔρμο το σπίτι, που μένει χωρίς νοικοκυρά, ὅπως ἡ φωλιά χωρίς χελιδονομάννα τον χειμῶνα…
Ἡ χήρα ἀκούσασα ἔπνιξε τον γέλωτα, κ᾽ ἐδάγκασε τα χείλη. Ὁ Στέλιος διεκόπη κ᾽ ἐκοίταξε περίεργος…
― Γι᾽ αὐτό μοῦ ἔχει στείλει δυό προξενιές ὣς τώρα, εἶπεν ἡ Κρατήρα.
―Ἀληθινά;
― Δυο πανδρολόγισσες μοῦ ἔστειλε· την γρια-Μαχαιρίνα και την Θασίτισσα.
―Ἀλήθεια;… Κ᾽ ἐμένα μοῦ εἶπε πως δεν ἔχει ἐμπιστοσύνη στα λαδικά!…
― Τί τοῦ φταῖνε τα λαδικά;… Ἐγώ ἀποκρίθηκα πως δεν ἔχω σκοπό να πανδρευτῶ, δεν εἶμαι για τον καπετάν Σάββα…
―Ἔτσι;
Και ὁ Στέλιος ἐγέλασεν αἰσθανθείς ἀνακούφισιν εἴς τε την συνείδησιν και την καρδίαν. Εἶτα ἐπανέλαβεν:
― Εἶχ᾽ εὐχαρίστηση, λέει, να σε κάμῃ μεγαλονοικοκυρά… με τα φασόλια σου, με τα ρεβίθια σου…
―Ὤ! ὅλο για φασόλια και για ρεβίθια μοῦ παραγγέλνει… με θέλει, ὡς φαίνεται, για να βαστῶ σαρακοστή ὅλο τὸ χρόνο…
Ὁ Στέλιος ἐκάγχασε.
― Τα ἴδια, μοῦ λέγανε, τις προάλλες, κ᾽ ἡ Μαχαιρίνα κ᾽ ἡ Θασίτισσα.
Και ἡ χήρα ἥνωσε τον γέλωτά της με τους καγχασμούς τοῦ Στέλιου.
― Πές μου, Κρατήρα, στο Θεό σου, γιατί δέν τονε θέλεις; ἠρώτησεν ὁ Στέλιος.
― Δέν τονε θέλω, το ἕνα πρῶτο, γιατί… δεν ἀποφάσισα ἀκόμα να πανδρευθῶ (ὁ Στέλιος ἐσημείωσε το ἐπίρρημα ἀκόμα), και δεύτερο, γιατί, κι ἂν ἀποφάσιζα, δεν θὰ ἤμουν για τον καπετάν Σάββα… Καλός κι ἄξιος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, μα… ὅσο για φασόλια και για ρεβίθια, δεν ὑστεροῦμαι, δόξα σοι ὁ Θεός· ἂς εἶναι καλὰ οἱ πλάτες μου καὶ τὰ χέρια μου…
Και εἰποῦσα, ἔσυρε πάλιν προς ἑαυτήν το κτένι της, το ὁποῖον εἶχε παραιτήσει ἐπ᾽ ὀλίγα δευτερόλεπτα, και ἠκούσθη ταχεῖα ἡ σαΐτα, ἡ κερκίς της, να διέρχεται ὡς βολίς το μεταξύ τῶν δύο στημόνων διάκενον, και νὰ βγαίνῃ πεταχτή ἀπό το ἄλλο ἄκρον· και τα δύο «πατήματά»* της ἔτριξαν κ᾽ ἐκινήθησαν, το ἓν προς τ᾽ ἄνω, το ἄλλο προς τα κάτω, ὑπό τούς μικρούς πόδας της με τας ἐμβάδας τας κεντητάς.
―Ὥστε δεν ἀποφάσισες ἀκόμα να ξαναπανδρευθῇς, ἐπανέλαβεν ὁ Στέλιος.
― Δὲν ἀποφάσισα.
― Κι ἂν πρόκειται λόγος για κανέν᾽ ἄλλο πρόσωπο, ὄχι για τον καπετάν Σάββα;…
― Τότε θα ἰδῶ, εἶπεν ἡ Κρατήρα.
―Ἂν τύχῃ να εἶναι κανένας γνωστός, και φρόνιμος, και καλόγνωμος… ἂν το πρόσωπον αὐτό εἶναι παλαιός γνώριμος, και μάλιστα…
Ἡ Κρατήρα ἐφαίνετο μόλις ν᾽ ἀκούῃ, βλέπουσα ἀλλοῦ.
―Ἂν εἶναι καλός, παλαιός γείτονας, και φίλος με τ᾽ ἀδέρφια σου, και με τον μακαρίτη τον Φιλάρετο, και με τον Δημητράκη, καλή του ὥρα, ὅπου καὶ ἂν εἶναι;..
Ἡ Κρατήρα ἐσιώπα.
―Ἀνίσως ἦτον παλαιός γνωστός και φίλος, πιστός και εἰλικρινής, με τον μακαρίτη τον ἄνδρα σου, Κρατήρα;..
Ἡ χήρα ἠρυθρίασεν, ἀπό τας ρίζας τῶν βοστρύχων μέχρι τῆς παρυφῆς τῆς τραχηλιᾶς της.
― Μ᾽ ἕνα λόγον, ἂν σε παρακαλοῦσα, Κρατήρα, να δεχθῇς την πρότασίν μου, και να δοκιμάσῃς πάλι, ἄλλη μια φορά, τα βάσανα τοῦ κόσμου, τί θα ἔλεγες;
Ἡ Κρατήρα ἐσκέφθη προς στιγμήν, συνῆλθεν, ἐδέσποσεν ἑαυτῆς, ἀνέκτησε τὸ φυσικόν της χρῶμα, καὶ εἶπε:
― Τώρα, κοντεύει Μάρτης, καπετάν Στέλιο· τώρα, με το καλό κατευόδιο, θα πᾷς στο ταξίδι σου, και σαν… και σαν… ἀκόμα δεν ἔκλεισε τα δυο χρόνια ἡ μακαρίτισσα, ἡ γυναίκα σου… σαν ἔρθῃς, με το καλό, βλέπουμε.
** *
Ὅλον το ἐν ὀλίγαις γραμμαῖς πρόγραμμα, το ὁποῖον διέγραψεν ἡ χήρα, ἐξετελέσθη. Τον Μάρτιον ὁ Στέλιος ἐμβαρκάρισε με το καράβι και ἀπέπλευσεν· ἐταξίδευσεν ἐπί ὀκτώ μῆνας. Ἦλθε το φθινόπωρον, και το καράβι ἔφθασεν εἰς την πατρίδα.
Τα Χριστούγεννα ἐτελέσθη ὁ γάμος.
(1902)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου