Κυριακή 15 Νοεμβρίου 2020

"...θολωμένοι αγκαλιά..." από τον εικαστικό και φίλο στο fb Χρήστο Μποκόρο (facebook, 15.11.2020)

 ..............................................................


             ...θολωμένοι αγκαλιά...




από τον εικαστικό και φίλο στο fb Χρήστο Μποκόρο (facebook, 15.11.2020) 

Αυτή η ασπρόμαυρη φωτογραφία που ανέσυρα απ' τον σωρό των φευγάτων μνημείων της παιδικής μου ζωής είναι το μόνο οπτικό τεκμήριο ότι υπήρξε όντως το αχούρι στο κτήμα. Ένας παράδεισος ταπεινός ήταν εκεί μέσα χαμένος. Μπροστά του παρατημένη η παλιά καρότσα που προσάρμοζε ο κυρ-Θωμάς στο τρακτεράκι που είχε για να οργώνει και να φρεζάρει τα ανθοκήπια. Σ’ αυτήν πηγαινοερχόμασταν χαράματα στο κτήμα, όταν δεν παίρναμε πεζοί τον δρόμο. Έστρωνε η μάνα μου πίσω κουρελούδες και κοιμόμασταν άλλο λίγο μέχρι να φτάσουμε, ήτανε νύχτα ακόμα. Αυτή κι ο πατέρας μπροστά. Στην επιστροφή μου έδινε κι εμένα το τιμόνι, κι έτσι πρωτόμαθα να κυκλοφορώ εποχούμενος. Τίποτε δεν υπάρχει εκεί πια, τα ‘ρημάξανε οι γύφτοι κι η εγκατάλειψη, η ανελέητη πρόοδος. Το φωτογράφησα μάλλον τον χιονισμένο χειμώνα του 1979. Λοξά γεμάτη νερό η καρότσα με εγκλωβισμένα πάνω στο κρύσταλλο του πάγου φύλλα και κλαράκια που έφερνε αποβραδίς τ’ ανεμόβροχο στην παγωνιά. Είχε ξεραθεί τότε απ΄το χιόνι κι η γυαλένια μας η ‘μυγδαλιά, έσπασε απ’ το βάρος του και το μεγάλο κλαδί της σκαμνιάς που στην αγκαλιά του από κάτω χωρούσαμε όλοι ν' αρμαθιάσουμε τον σωρό του καπνού στην χωμάτινη αυλή -σ΄αυτό κρεμούσαμε και το σκοινί για την κούνια- είχε πεθάνει ο πατέρας μου το προηγούμενο καλοκαίρι, κι άρχισαν έκτοτε να αφανίζονται κι άλλα σημάδια του τόπου για να συνηθίζω στην αποδοχή –αν ποτέ- της μοιραίας απώλειας, η καπνοκαλλιέργεια τέλειωνε, είχαν ζητήσει να παραδώσουμε και τις άδειες, μείνανε χέρσα τα κτήματα, δεν κατάφερα να τα συμμαζέψω, σπούδαζα τότε αλλού και δεν με έβλεπα να ξαναγυρίζω.
Καυτά απ’ τη ζέστη τα καλοκαίρια την εποχή της συγκομιδής του καπνού στα χωράφια. Χρειάζονταν χέρια πολλά να δουλεύουν, ερχόντουσαν κι άλλοι, γυναίκες κυρίως και κορίτσια. Έκαιγε ο κάμπος, αλλά περισσότερο πύρωνε αβάσταχτος μέσα μας ο πόθος της άγουρης νεότητας, που υποτροπίαζε ακάθεκτος στο απόμερο αχούρι δίπλα στο ρέμμα. Πηγαίναμε προς τα ‘κει στην όχθη με τις ψηλές καλαμιές για την ανάγκη μας, ή για διάλειμμα, λέγαμε, για μια βόλτα ξεκούρασης, κι αν δεν ήταν άλλος κανείς εκεί γύρω, σπρώχναμε την ξεχαρβαλωμένη ξύλινη πόρτα και ξεγλυστρούσαμε με κάποιο απ’τα κορίτσια, ανέμελα δήθεν, συνεννοημένοι με τα μάτια μονάχα. Κατέβαινες ένα λυωμένο πέτρινο σκαλί και πάταγες χώμα, σ’ έπιανε αμέσως η δροσιά που κράταγε πάντα φυλαγμένη εκεί μέσα στο ευάερο ημίφως, κι η μυρωδιά, ξεχωριστή, απερίγραπτη, καταδική του. Σίμαλη πέτρα χαμηλά μ’ αργιλόχωμα, πλινθόχτιστο πάνω, είχε ένα παράθυρο αριστερά δίπλα στην πόρτα κι ένα απέναντι που έβλεπε πίσω στον κήπο. Σε σκοτεινές γωνιές τρυπωμένοι πίσω απ’ τη θαμπή σκόνη των ακτίνων του ήλιου -κρυμμένοι νομίζαμε απ’ όλους- με μαγκανίες και κόλπα, γελάκια, χαζόλογα και σιωπές λουφάζαμε ανάμεσα στα χίλια μύρια πράγματα που ήταν ακουμπησμένα εκεί κάτω ή κρεμασμένα στους τοίχους και στα ζευκτά της σκεπής με καρφιά και τσιγκέλια, ιμάντες και αιωρούμενα σύρματα. Είχε κι άλλα χωμένα σε τρύπες στις πλίθες ανάμεσα, φακούς, κλεφτοφάναρα, βελόνες για αρμάθιασμα και γκλίτσες για τ’ άπλωμα, μπουζί, μπουκαλάκια από φάρμακα, εξαρτήματα μηχανών, κι άλλα περίεργα αδιάγνωστα, δεν πετούσαμε τίποτα τότε, όλα μπορεί να αποβαίνανε χρήσιμα κάποια στιγμή ανάγκης στην ερημιά εκεί πέρα. Λίγο και σκόρπιο το φως που περνούσε τις σιδεριές απ’ τους αραχνιασμένους φεγγίτες με το κοτετσόσυρμα και τα σπασμένα, λερωμένα τους τζάμια, ή απ’ τις χαραμάδες ψηλά των κεραμιδιών που τα σπαράζαν οι βροχές κι ο αέρας. Μπερδευόταν το βλέμμα κοιτώντας μέσ’ σε τόσα φωτισμένα μπαλώματα που στολίζαν το σκοτάδι μετέωρα κι όλο αλλάζανε σχήμα και θέση με το πέρασμα του ήλιου που αυτός μόνο ξέκλεβε ματιές στα μυστικά και στα θαύματα που ξεδίπλωναν εκτεθειμένα κρυφά στο αναπάντεχο καταφύγιο τα αμήχανα μπλεγμένα παιδικά μας κορμιά, άγουρα τσάγαλα, τρυφερά και σχεδόν ασχημάτιστα στην πρώιμη ομορφιά τους, αδέξια και άτσαλα ακόμη, μοσχομυρίζαν πονηρεμένη αθωότητα τα αναψοκοκκινισμένα μας μάγουλα, καθώς ξεπρόβαλε δειλά κι αναπόφευκτα κάτω απ’ τα βρώμικα ρούχα τα πλατιά της δουλειάς, ένα πουκάμισο ανοιχτό, μια φούστα κοντή ψηλά σηκωμένη, όνειρο κι αλήθεια μαζί, και γέλια μετά τρανταχτά για ξεκάρφωμα -έσκυβα σοβαρός κοιτώντας αλλού- τρώγαμε σκάμνα γλυκά και σύκα, σταφύλια, βατόμουρα, τα κορίτσια ολάνθιστα χαμηλώναν τα μάτια και με άσχετα χάχανα πασχίζαν να θάψουν αφελώς και εντέχνως ότι συντάραξε τα σπλάχνα τους μέσα και ξεχείλιζε η κοριτσίστικη σάρκα τους σφύζουσα λαύρα θεική, νεαρά φουσκωμένα μπουμπούκια ατίθασα με το χνούδι να σγουραίνει της εφηβείας και τα αιδοία κρυμμένα με τα μη και τα όχι να σταλάζουν γλυκόξινο αγιόμελο μουσκεμένα, τρέμαν σε κάθε τους κίνηση τα βυζάκια στητά καρδιοχτυπώντας και τρανταζόντουσαν, σκληραίναν οι ρόγες και τσιτώναν το ύφασμα, ζωντανή ζεστασιά ιδρωμένη κοντανάσαινε ανάσες γλυκιές, παραδομένες μασχάλες κι ανάκατα ρούχα ασυμμάζευτα, πόδια λυμένα, να μη σε κρατούν να σταθείς αλλά κι ανίκανα να σε πάρουν να φύγεις, δάχτυλα αχόρταγα σε χέρια τρεμάμενα ψαχουλεύανε λύτρωση στο άγγιγμα, να χωθούν σ΄ ότι ανοιγόταν μπροστά τους, να σφίξουν ότι έπιαναν, να κρατηθούνε, ν’ αντέξουνε τον χαμό στην απόλαυση του απαγορευμένου βυθού που απειλούσε να μας καταβροχθίσει στη δίνη του ολόκορμους, περιφρονώντας ασυλλόγιστα τον φόβο και τον τρόμο της τιμωρίας που άστραφτε ο νους και βροντούσε για να μας σταματήσει, ήταν φορές που κρύβαν μεσ' στις χούφτες το πρόσωπο με το στόμα και τα μάτια τεντωμένα ορθάνοιχτα για να συνέλθουν και γέρναν με τα μαλλιά κατά πίσω τα λιπόθυμα βλέφαρα ή τα κλείναν σφιχτά που και που να μη βλέπουν τις δίβουλες σκέψεις να παλινδρομούν ασταμάτητες και να μας τρελαίνουν αναποφάσιστους, αφημένους ν’ αποδεχτούμε τη μοίρα μας, πως ν' αντέξουν οι άμοιρες την ντροπή που πάλευε η δόλια να πνίξει μέσα τους την ασυγκράτητη επιθυμία, τρομαγμένη κι αυτή απ’ το απίστευτο θάρρος που τις κατείχε αθεόφοβο και τις έσπρωχνε άμαθες να βουτήξουν στο άγνωστο κύμα που λυσσούσε αγριεμένο μπροστά τους, μισανοίγαν τα χείλια τους άναρθρα από άφατη ανάγκη, γυρεύαν στεγνά απ’ την αγωνία της προσμονής άλλα χείλια υγρά να τα πιούν, να σφραγιστούν, να σωπάσουν κι αναδίναν άθελά τους ψίθυρους κι ακατανόητα λόγια οι γλώσσες ενδίδοντας επιτέλους, σαν να μη μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, σε φιλιά πρωτόγευστα, γρήγορα, μικρά και δειλά στην αρχή, γλύφoντας μετά την αρμύρα του έρωτα μαζί με την γλυκόπικρη πίσσα που αφήναν στο δέρμα μας χλωρά τα καπνόφυλλα, πριν γλιστρήσουμε θολωμένοι αγκαλιά σε κιβώτια χαμηλά με απλωμένες βιαστικά κουρελούδες, ψάχνοντας οι πολυμήχανοι πως ν’ αρνηθούμε τα αυτονόητα αν μπει κάποιος παρείσακτος, έτοιμοι να τα παρατήσουμε όλα αμέσως ενώ ήδη βουλιάζαμε μαλακά σε διπλωμένα καπνόπανα ή μελανιάζαμε στριμωγμένοι σε ακμές σκληρές και απεγνωσμένα ρουφήγματα -τρόπαια σε μέρη κρυφά του κορμιού φυλαγμένα- και κυλούσαμε εντέλει λιωμένοι κατάχαμα, αχνίζαν σφαδάζοντας μισόγυμνα σώματα, λουσμένα αμαρτία, αγγιγμένα απ’ το φως, σώζοντας εν ετέρα μορφή στο σκοτάδι την παρθενία τους, φιλημένα, δαγκωμένα, χυμένα στο χώμα που έπαιρνε και τις δικές μας οσμές και τις ζύμωνε μέσα του να μείνουν εκεί αξεδιάλυτες απ’ τ’ αρώματα του χωραφιού και του αέρα, άχυρα πατημένα παντού, μοσχοσίταρα, στάρια, καλαμπόκια, κριθάρια, καπνά, χορταράκια ξερά, σκουριασμένα χαλκώματα, μπρούτζα και σίδερα, λάστιχα, κοπριές και λιπάσματα, τενεκέδες, σκοινιά λιναρένια, τσουβάλια και σπάγγους, σιντζίμια, τριχιές, στυλιάρια, πρόγκες, αγριόξυλα, κεδροπάλουκα για τις ‘λιάστρες, ‘λατάκια με το ρετσίνι, δεμάτια καλάμια κομμένα, σίτες και στάμνες, τσουκάλια πήλινα, τάσια με κάπνα και γάνα βαμμένα, σακουλάκια με σπόρους, καλάθια, κοφίνια, τενεκέδες και κάδους, βαρέλια γεμάτα κυπριά και κουδούνια, βελάσματα, εργαλεία λασπωμένα και ζώα οικόσιτα, σκυλιά και γατιά, πουλάκια, κότες, κουνέλια, αρνιά και κατσίκια, ξινόγαλα και ψωμί ζυμωτό να βγαίνει απ’ τον ξυλόφουρνο φρέσκο με στάχτη και κάρβουνα, βούτυρο απ’ τη βούρτσα στο τσίγκινο πιάτο τ’ απόγευμα αλατισμένο μ’ αλάτι χοντρό, ασβεστωμένα πεζούλια, φυτρωμένα αγριόχορτα και δίχρονα μηχανάκια που καίγαν βενζίνη με λάδι και τρίζανε στον χωματόδρομο φεύγοντας.
Ποτέ δεν έμαθα να ‘πε κανείς πως μας είδε… Θεός μόνο κάτεχε το ποιος, το ποια, το γιατί κι ότι έγιν’ εκεί.





Δεν υπάρχουν σχόλια: