..........................................................
Από το "Μπακακόκ"(1988) του Νίκου Χουλιαρά
.
Εκεί ακριβώς, κάτω απ’ την πέτρα, έχει χώμα. Κίτρινο θαμπό στα πλάγια που όσο πάει και μαυρίζει προς τη μέση. Από κει αρχίζει μια λακουβίτσα με νερό. Στην άκρη το νερό και δεξιά καθώς κοιτάμε προς τα κάτω, έχει τέσσερα χορταράκια κατεβατά. Το πρώτο είναι μαυροκίτρινο, το δεύτερο, κρατημένο απ’ το πρώτο, είναι πράσινο χλωρό. Τ’ άλλα τα δυο, είναι κιτρινωπά, κι έχουν απάνω κάτι σποράκια καφετιά που κοκκινίζουν προς τις άκρες.
Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά ― μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακκούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία.
Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.
Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα.
Εκεί ακριβώς, κάτω απ’ την πέτρα, έχει χώμα. Κίτρινο θαμπό στα πλάγια που όσο πάει και μαυρίζει προς τη μέση. Από κει αρχίζει μια λακουβίτσα με νερό. Στην άκρη το νερό και δεξιά καθώς κοιτάμε προς τα κάτω, έχει τέσσερα χορταράκια κατεβατά. Το πρώτο είναι μαυροκίτρινο, το δεύτερο, κρατημένο απ’ το πρώτο, είναι πράσινο χλωρό. Τ’ άλλα τα δυο, είναι κιτρινωπά, κι έχουν απάνω κάτι σποράκια καφετιά που κοκκινίζουν προς τις άκρες.
Εκεί που τελειώνουν τα χορτάρια, αρχίζουν απότομα κάτι γκρεμνά ― μαύρα βραχάκια, γεμάτα σκισμές. Το νερό της λακκούβας είναι θολό και κρατάει τα βραχάκια μέσα του ανάποδα, βουνά μαυροπράσινα που μεγαλώνουν, και τις σκισμές, ποτάμια μαύρα που ραγίζουν το νερό κι ανοίγουν μέσα στη θολούρα σα να ’ναι χώρος θαλάσσιος μεγάλος, πιο μεγάλος κι απ’ τη δική σας την αυτοκρατορία.
Εκεί απάνω, περνάνε τώρα που σου μιλάω, μυγίτσες και ζωύφια. Ανηφορίζουν και κατεβαίνουν. Γυαλίζουν λίγο κι ύστερα χάνονται. Εκεί απάνω, σαλεύει ακόμα, ένα άσπρο φτερό σαν ερημιά.
Σ’ αυτήν εκεί τη λακουβίτσα εγώ την είδα την πατρίδα μου. Μεγάλη, μαύρη, γεμάτη ζάρες και μυστικά. Με θάλασσες πολλές και βράχια. Με σκοτεινά περάσματα και πετεινά από αίμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου