...........................................................
Εις μνήμην Γρηγορίου Ευαγγελάτου...
- Σκεφθήκαμε να ξαναφτιάξουμε το Θίασο. Να πάρουμε πάλι τους δρόμους. Θα θέλαμε νασαι μαζί μας, όπως τότε.
Σιγά, τόσο σιγά που μόλις ακούγεται:
Η επέμβασις των γεγονότων των ήχων των παρατάξεων
η επέμβασις των πλοίων από το άγριο πέλαγος
οι λαϊκοί ρήτορες το στήθος μου οι φωνές
οι φάμπρικες
ο Οχτώβρης του '17
το 1936
ο Δεκέμβρης του '44...
Για τούτο θα παραμείνω με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση
όπως με γέννησε η μάνα μου Ισπανία
ένας σκοτεινός συνωμότης
Ήχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους Ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
εγώ πάντα σωπαίνω
Μα κάποτε... κάποτε
θ' ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία...
Η Ηλέκτρα σηκώνεται αργά. Ο Πυλάδης κάνει αμήχανα δυο βήματα. Τότε ο ποιητής γυρίζει απότομα προς το μέρος τους. Το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο. Μια κραυγή σα λυγμός του ξεφεύγει:
Ελεύθερία ανάπηρη πάλι σας τάζουν!*
*: από το "Κατά Σαδδουκαίων" του Μιχάλη Κατσαρού (1953)
"Θόδωρος Αγγελόπουλος - Ο Θίασος / το σενάριο" (εκδ. "Θεμέλιο", 1975)
Πέθανε σε ηλικία 77 χρόνων ο καλός ηθοποιός Γρηγόρης Ευαγγελάτος και ήδη κηδεύτηκε στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο. Μαθητής τού Κουν, είχε παίξει στο θέατρο, αλλά χάρη στο σινεμά και κυρίως τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου θα τον θυμόμαστε πάντα: «Θίασος», «Μεγαλέξανδρος», «Τοπίο στην ομίχλη», «Το λιβάδι που δακρύζει». Είχε παίξει ακόμα στην ταινία της Φρίντας Λιάππα «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί» και στο «Μια τόσο μακρινή απουσία» του Σταύρου Τσιώλη. Διέκοψε πάντως την καριέρα του νωρίς και από το 1975 αφοσιώθηκε στο σχέδιο και την κατασκευή κοσμημάτων.
(έγραψε η Βένα Γεωργακοπούλου στην "Εφημερίδα των Συντακτών" 7/8/2015)
Εις μνήμην Γρηγορίου Ευαγγελάτου...
"...Γειτονιά σε συνοικισμό. Ένα παλιό νεοκλασικό διόροφο κτίριο μεγάλο σαν πολυκατοικία. Κόκκινα παράθυρα, ξεπλυμένα πατζούρια, σπασμένα, να κρέμονται, γλάστρες, επιγραφές: "Συμβολαιογραφείον" με μπογιά και τόξο στον τοίχο. Η Ηλέκτρα κι ο Πυλάδης. Ψάχνουν τα νούμερα στις πόρτες. Ρωτάνε ένα γέρο. Μπαίνουν στο σπίτι με τα κόκκινα παράθυρα από το πλάι. Ανεβαίνουν μια ξύλινη βρώμικη σκάλα που βγάζει πάνω. Οι τοίχοι λεκιασμένοι, ετοιμόρροποι. Από κάποιο ακάλυπτο μπαίνει το φως της μέρας λιγοστό, για να φωτίσει το σκοτεινό διάδρομο με τις ομοιόμορφες πόρτες. Στο κεφαλόσκαλο διστάζουν. Έπειτα προχωρούν, στέκουν στο διάδρομο. Χτυπάνε.
- Φίλοι,
λέει δυνατά ο Πυλάδης πριν ανοίξει την πόρτα. Μπαίνουν σ' ένα δωμάτιο μεγάλο, άδειο. Ένα σιδερένιο κρεβάτι στο βάθος, ένα σκίτσο του Μαρξ με μολύβι, καρφιτσωμένο στον τοίχο. Ένα τραπεζάκι με δυο κατσαρόλες. Τίποτε άλλο. Στο κρεβάτι, τυλιγμένος με μια χακί στρατιωτική κουβέρτα, ο ποιητής. Τα μαλλιά υου και τα γένια του γκρίζα, σα νάχουν περάσει 3ο χρόνια από πάνω του. Τους κοιτάζει μαζεμένος στην άκρη του, κρεβατιού ακίνητος, σιωπηλός. Ο Πυλάδης προσπαθεί να χαμογελάσει:
- Una noce rio passo,
δοκιμάζει να ξαναβρει την παλιά οικειότητα.
Στο κάγκελο του κρεβατιού στο κάτω μέρος, το μακρύ κόκκινο κασκόλ του ποιητή.
- Τελευταία φορά που σ' άκουσα να το λες,
συνεχίζει ο Πυλάδης πλησιάζοντας αργά,
ήτανε... καλοκαίρι του '47 στο βουνό. Τρία χρόνια γεμάτα.
Η Ηλέκτρα πλησιάζει και κάθεται σ' ένα σκαμνί.
- Τι κάνεις;
λέει ο Πυλάδης σιγά και τον κοιτάει.
Αυτός δεν απαντάει. Η Ηλέκτρα μιλάει γρήγορα προσπαθώντας να γεμίσει το κενό.
- Μάθαμε ότι σε βγάλανε. Τον Ορέστη τον έχουν σ' απομόνωση. Δεν μπόρεσα να τον δω.
Είσαι καλύτερα τώρα;
Παίρνει μια ανάσα. Γέρνει το κορμί της μπροστά.- Σκεφθήκαμε να ξαναφτιάξουμε το Θίασο. Να πάρουμε πάλι τους δρόμους. Θα θέλαμε νασαι μαζί μας, όπως τότε.
Ο ποιητής σωπαίνει. Όμως το πρόσωπό του μοιάζει να το διαπερνά μια δυνατή συγκίνηση. Τα χείλια του τρέμουν. τα νεκρά μάτια του ζωηρεύουν.
- Σας αραδιάζω τα εμπόδια, λέει τέλος.Σιγά, τόσο σιγά που μόλις ακούγεται:
Η επέμβασις των γεγονότων των ήχων των παρατάξεων
η επέμβασις των πλοίων από το άγριο πέλαγος
οι λαϊκοί ρήτορες το στήθος μου οι φωνές
οι φάμπρικες
ο Οχτώβρης του '17
το 1936
ο Δεκέμβρης του '44...
Για τούτο θα παραμείνω με τα κουρέλια μου
όπως με γέννησε η Γαλλική Επανάσταση
όπως με γέννησε η μάνα μου Ισπανία
ένας σκοτεινός συνωμότης
Στα χλωμά του μάγουλα κυλάνε δάκρυα. Σηκώνεται όρθιος, γυμνός κάτω απ' την κουβέρτα. Πάει ξυπόλητος στο παράθυρο. Κοιτάει έξω.
Όταν ακούω κάποτε στα βέβαια αυτιά μου
η φωνή του τώρα βγαίνει καθαρή, βαθιάΉχους παράξενους ψίθυρους μακρινούς
όταν ακούω σάλπιγγες και θούρια
λόγους ατέλειωτους ύμνους και κρότους
όταν ακούω να μιλούν για την ελευθερία
για νόμους Ευαγγέλια για μια ζωή με τάξη
εγώ πάντα σωπαίνω
Μα κάποτε... κάποτε
θ' ανοίξω το στόμα μου
θα γεμίσουν οι κήποι με καταράχτες
στις ίδιες βρώμικες αυλές τα οπλοστάσια
οι νέοι έξαλλοι θ' ακολουθούν με στίχους χωρίς ύμνους
ούτε υποταγή στην τρομερή εξουσία...
Η Ηλέκτρα σηκώνεται αργά. Ο Πυλάδης κάνει αμήχανα δυο βήματα. Τότε ο ποιητής γυρίζει απότομα προς το μέρος τους. Το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο. Μια κραυγή σα λυγμός του ξεφεύγει:
Ελεύθερία ανάπηρη πάλι σας τάζουν!*
*: από το "Κατά Σαδδουκαίων" του Μιχάλη Κατσαρού (1953)
Πέθανε σε ηλικία 77 χρόνων ο καλός ηθοποιός Γρηγόρης Ευαγγελάτος και ήδη κηδεύτηκε στην πατρίδα του τη Ζάκυνθο. Μαθητής τού Κουν, είχε παίξει στο θέατρο, αλλά χάρη στο σινεμά και κυρίως τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου θα τον θυμόμαστε πάντα: «Θίασος», «Μεγαλέξανδρος», «Τοπίο στην ομίχλη», «Το λιβάδι που δακρύζει». Είχε παίξει ακόμα στην ταινία της Φρίντας Λιάππα «Οι δρόμοι της αγάπης είναι νυχτερινοί» και στο «Μια τόσο μακρινή απουσία» του Σταύρου Τσιώλη. Διέκοψε πάντως την καριέρα του νωρίς και από το 1975 αφοσιώθηκε στο σχέδιο και την κατασκευή κοσμημάτων.
(έγραψε η Βένα Γεωργακοπούλου στην "Εφημερίδα των Συντακτών" 7/8/2015)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου