Πέμπτη 13 Αυγούστου 2015

Τρίτο, και τελευταίο, απόσπασμα απο το "Κιβώτιο" το σημαδιακό βιβλίο του Άρη Αλεξάνδρου (1922 - 1978)

............................................................





...απέτυχα και σε τούτο το διαγώνισμα... 

...κι αν νομίζετε πως μπορείτε να το γεμίσετε με το πτώμα μου...

 

…μπορεί να υπάρχουν κι άλλες εκδοχές, μα προς τι να συνεχίσω, δεν είναι βέβαια δυνατόν να ανακαλύψω όλες τις εκδοχές, δεν είναι δυνατόν να αφηγηθώ όλη μου τη ζωή δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, γιατί το κάθε δευτερόλεπτο διαστέλλεται ξαφνικά και χωράει ένα σωρό μνήμες και άρα κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μου πολλαπλασιάζεται με το σύνολο των δευτερολέπτων της ζωής μου και αν δεν κάνω λάθος, μου χρειάζεται μια ζωή στο τετράγωνο για να περιγράψω τη ζωή μου, μπα, σίγουρα λάθος κάνω, σας το είπα πως απέτυχα στο Πολυτεχνείο, δεν είμαι δυνατός στα μαθηματικά, αλλά αν το  ν  δευτερόλεπτο χωράει το σύνολο των δευτερολέπτων της ζωής μου, τότε το  ν+1  δεν χωράει απλώς το σύνολο, μα όλα τα δευτερόλεπτα από το  1  ως το  ν , εμποτισμένα το καθένα τους με το σύνολο και άρα, δεν μου χρειάζεται μια ζωή στο τετράγωνο, μα μια ζωή εις την  ν  και όλο αυτό υψωμένο εις την  ν+1 , ή κάτι τέτοιο, σας είπα, δεν ξέρω μαθηματικά κι ούτε με νοιάζει ο μαθηματικός τύπος, αφήστε με ήσυχο επιτέλους, με διατάξανε να παρουσιαστώ στην πόλη Ν και παρουσιάστηκα, έμαθα πως θα λάβω μέρος σε μια επικίνδυνη αποστολή και το δέχτηκα, μου είπανε πως η συμμετοχή μου ήτανε εθελοντική, μου δώσανε τη δυνατότητα να φύγω από το γκαράζ, δεν έφυγα, προτίμησα να κάνω «ένα βήμα μπροστά», εθελοντής και σ’ αυτήν την περίπτωση, όπως πάντα μου ήμουνα εθελοντής, μου είπανε πως απ’ την επιτυχία της αποστολής εξαρτάται η έκβαση του πολέμου και το πίστεψα, μετέφερα το κιβώτιο, βάζοντας  σε κίνδυνο της ζωής μου, κατόρθωσα και το έφερα στην πόλη Κ, το παρέδωσα στις αρμόδιες αρχές, δεν ξέρω αν το παραλάβαμε άδειο, δεν ξέρω αν άδειασε στο δρόμο, δεν ξέρω αν ήτανε γεμάτο, δεν ξέρω αν το αδειάσανε ή το αντικαταστήσανε, το μόνο που ξέρω είναι ότι δεν το άδειασα εγώ, δεν το παρέδωσα στον εχθρό, δεν το αντικατέστησα με ένα άλλο παρόμοιο, άδειο, το ξέρω, αλλά πια μου είναι αδύνατο να το αποδείξω, δεν έχω κανένα στοιχείο, κανέναν μάρτυρα και το χειρότερο απ’ όλα, το ξέρετε πια, το ομολόγησα κι ο ίδιος πως είπα ψέματα, μια και δυο και τρεις φορές και ποιος λοιπόν σας βεβαιώνει ότι δεν ψεύδομαι και μια τέταρτη φορά, προς τι να συνεχίσω, μια κι έχω καταντήσει αναξιόπιστος, απέτυχα και σε τούτο το διαγώνισμα, πέστε πως παρέδωσα την κόλλα μου λευκή, πεντάρα δε με νοιάζει, αδιαφορώ για την κρίση σας (δηλαδή και πάλι ψέματα λέω, δεν αδιαφορώ, γιατί αν αδιαφορούσα δε θα αποφάσιζα να επισυνάψω το «επισκεπτήριό» μου, που μπορεί να μην αλλοιώνει – η επισύναψή του – τα υπέρ εμού ποσοστά, αποδεικνύει όμως πεντακάθαρα ότι πρόθεσή μου είναι να μη σας κρύψω τίποτα και συνεπώς προσπαθώ να επηρεάσω, έστω και την τελευταία στιγμή, ευμενώς υπέρ μου την κρίση σας) δεν αδιαφορώ λοιπόν, μα πάλι, τι σημασία έχει, όσο κι αν αγωνιώ, ή αδιαφορώ, δεν πρόκειται τώρα πια να αλλάξω τα όσα γίνανε, άδειο είναι το κιβώτιο κι αν νομίζετε πως μπορείτε να το γεμίσετε με το πτώμα μου (το σκέφτηκα, μη φαντάζεστε πως δεν το σκέφτηκα να κηρύξω απεργία πείνας, να πάψω να τρώω το μαύρο ψωμί, να πάψω να πίνω νερό, να πεθάνω από πείνα και δίψα, μα ξέρω πως θα είχα να υποστώ το μαρτύριο της αναγκαστικής σιτήσεως και είπα ακόμα να πάρω φόρα να σπάσω το κεφάλι μου στον τοίχο, απέρριψα όμως κι αυτή τη λύση, γιατί θα ήτανε μια παραβίαση του Κανονισμού Πορείας, που προέβλεπε μόνο τον κυανισμό και ομολογώ ότι όταν διάλεξε ο Σοφοκλής το περίστροφο, εμένα μού κακοφάνηκε κι ας είχε όλα τα δίκια του κόσμου, δεν ήμουνα σύμφωνος κατά βάθος κι αν με ρωτούσανε θα ‘λεγα πως μού δίνει την εντύπωση ζαβολιάς, μα δεν έχω κυάνιο, παρέδωσα και το δικό μου μαζί με όλα τα άλλα που περισσέψανε, δε σκέφτηκα να κρύψω και το κυάνιο στον επίδεσμο, νόμισα πως δε θα μού χρειαζότανε πια, μια κι έφτασα στην πόλη Κ και δεν υπήρχε πια περίπτωση να βραδυπορήσω, δεν το σκέφτηκα, το ξέχασα, παρ’ όλο που τότε, μετά την ανατίναξη του φαρμακείου, μου πέρασε η σκέψη ότι ο Απόλλωνας θα μπορούσε να πει στον Οιδίποδα του Φαντάρου, «Όλα αυτά είναι προφάσεις, αν πράγματι δεν ήθελες να εκτελέσεις την έμμεση αλλά σαφή διαταγή μου, όπως προτιμάς να λες – με τις λέξεις θα παίζουμε τώρα; - αν πράγματι δεν ήθελες να σκοτώσεις τον πατέρα σου, υπήρχε τρόπος, αρκεί να το αποφάσιζες, βγαίνοντας απ’ το Μαντείο, να σκοτωθείς επιτόπου», παρ’ όλα αυτά το ξέχασα, δεν έκρυψα το κυάνιο στον επίδεσμο) κι αν νομίζετε λοιπόν πως θα γεμίσει το κιβώτιο με το πτώμα μου, τι περιμένετε και δε με στήνετε στα έξι βήματα, στον τοίχο, ή μάλλον στη σιδερένια, δίφυλλη πόρτα;



                                                               Αθήνα – Παρίσι

                                                                    1966 - 1972


Δεν υπάρχουν σχόλια: