..............................................................
Αλεξάντρ Κουπρίν (1870 - 1938)*
Αλεξάντρ Κουπρίν (1870 - 1938)*
·
«Οικογενειακώς»
Διήγημα του Αλεξάντρ Κουπρίν (1870-1938) από τη συλλογή «Ρωσικά Πασχαλινά Διηγήματα» (μτφ. Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης, εκδ. Επίκεντρο, 2017)
Όλα αυτά συνέβησαν…
αλήθεια, τώρα πια νομίζω πως όλα αυτά συνέβησαν πριν από τριακόσια χρόνια: τόσα πολλά γεγονότα, πρόσωπα,
πόλεις, επιτυχίες, αποτυχίες, χαρές και λύπες συνέβησαν ανάμεσα στο τώρα και
στο τότε. Ζούσα τότε στο Κίεβο, στις αρχές της συνοικίας Ποντόλ, κάτω από το
λόφο Αλεξαντρόφσκι, στα δωμάτια του «Ντιεπρόφασκαγια γκαβάν», τα
οποία διαχειρίζονταν ένας πρώην μάγειρας της ατμοπλοΐας, ο οποίος είχε απολυθεί
επειδή ήταν μέθυσος και η σύζυγός του, η Άννα Πετρόβνα, πλάσμα εξαιρετικής
μοχθηρίας, απληστίας και κακίας.
Οι μόνιμοι κάτοικοι ήμασταν έξι, όλοι
άνθρωποι μοναχικοί. Στο πρώτο δωμάτιο κατοικούσε ο πιο ηλικιωμένος ένοικος.
Κάποτε ήταν έμπορος, είχε ένα κατάστημα με ορθοπεδικά είδη και κορσέδες, στη
συνέχεια όμως έμπλεξε με χαρτοπαιξίες και έχασε την επιχείρησή του· εργάστηκε
για ένα διάστημα ως υπάλληλος, αλλά το πάθος του για την χαρτοπαιξία
κυριολεκτικά τον περιθωριοποίησε εντελώς. Τώρα πια ζούσε κατά έναν εντελώς
ανόητο και φρικτό τρόπο. Την ημέρα κοιμούνταν, αργά το βράδυ έφευγε και πήγαινε
σε κάποια από τις μυστικές χαρτοπαικτικές λέσχες, η πλειοψηφία των οποίων
βρισκόταν στην όχθη του Δνείπερου, κοντά στο μεγάλο παραποτάμιο λιμάνι. Ήταν,
όπως όλοι οι παθιασμένοι παίκτες, άνθρωπος ευγενικός, γενναιόδωρος και
μοιραίος.
Στο τρίτο δωμάτιο ζούσε ο μηχανικός
Μπουτκόφσκι. Σύμφωνα με τον ίδιο είχε αποφοιτήσει από το δασολογικό,
μεταλλευτικό, σιδηροδρομικό και τεχνολογικό, ινστιτούτα όλα, και επιπλέον ένα ίδρυμα του εξωτερικού. Είναι αλήθεια πως
αναφορικά με κάθε είδους γνώσεις έμοιαζε με γεμιστό λουκάνικο ή με βαλίτσα στην
οποία, λίγο πριν το ταξίδι, έχουν τοποθετήσει διάφορα ρούχα, περισσότερα από
όσα χωράει και μετά έπεσαν με το στομάχι πάνω της και με δυσκολία κατάφεραν να
την κλείσουν, η οποία μόλις ανοίξει όλα πετάγονται έξω. Ελεύθερα και μάλιστα
χωρίς καν να ρωτήσει μιλούσε για την ιστιοπλοΐα, για την αεροπλοΐα, για τη
βοτανολογία, τη στατιστική, τη δεντρολογία, την πολιτική, για τους
απολιθωμένους βροντόσαυρους, την αστρονομία, την κατασκευή φρουρίων, για τα
επτάχορδα και τα ακόρντα, για την πτηνοτροφία, την κηπουρική, την αναδάσωση και
την αστική αποχέτευση. Μια φορά τον μήνα έπινε επί τρεις ημέρες, κατά τη
διάρκεια των οποίων μιλούσε αποκλειστικά στα Γαλλικά και έγραφε στα Γαλλικά
σύντομα σημειώματα για χρήματα προς τους πρώην συναδέλφους του μηχανικούς. Στη
συνέχεια επί πέντε ημέρες, παρέμενε ξαπλωμένος κάτω από το εγγλέζικο μπλε καρό
σκέπασμα και ίδρωνε. Δεν έκανε τίποτα άλλο εκτός από το να γράφει επιστολές,
τις οποίες έστελνε παντού με διάφορες αφορμές: με αφορμή την αποξήρανση των
βάλτων του Πολέσι, την ανακάλυψη ενός νέου αστέρος, των αρτεσιανών φρεάτων κλπ.
Όταν είχε χρήματα, τα ξόδευε για να αγοράσει διάφορα βιβλία, τα οποία τοποθετούσε
σε ένα ράφι και στη συνέχεια τα ανακάλυπτε έκπληκτος. Θυμάμαι, μάλιστα, πως
πολύ συχνά έλεγε (με άγριο ύφος):
-Φίλε μου. Πιάστε, σας παγακαλώ, από το γάφι
την Ελίζ Γεκλιού, τον τέταγτο τόμο. Εκεί, ανάμεσα στη διακοσιοστή και
τγιακοσιοστή σελίδα πγέπει να υπάγχουν πέντε γούβλια, τα οποία σας
χγωστάω.
Ήταν τελείως φαλακρός, με λευκά γένια και
γκρίζες φαβορίτες.
Στο δωμάτιο Νο 8 ζούσα εγώ. Στο Νο 7 ένας
φοιτητής με χοντρό άτριχο πρόσωπο, τραυλός και καλό παιδί (τώρα είναι ένας πολύ
γνωστός εισαγγελέας). Στο Νο 6 ζούσε ο Γερμανός Καρλ, τεχνικός οδοποιΐας, ένας
χοντρός τύπος, ένας δειλός πότης μπύρας. Στο δωμάτιο Νο 5 ζούσε η πόρνη Ζόγια,
την οποία η νοικοκυρά σεβόταν περισσότερο απ’ όσο όλους τους άλλους μαζί.
Πρώτον, πλήρωνε πιο μεγάλο ενοίκιο για το δωμάτιο απ’ ό,τι οι υπόλοιποι,
δεύτερον, πλήρωνε πάντα προκαταβολικά και, τρίτον, δεν έκανε τον παραμικρό
θόρυβο, αφού εκείνες τις σπάνιες φορές που είχε επισκέψεις, ήταν σοβαροί,
ηλικιωμένοι και ήρεμοι, ενώ συνήθως διανυκτέρευε αλλού, σε διάφορα ξενοδοχεία.
Θα πρέπει να πούμε ότι όλοι ήμασταν και
γνωστοί και, τάχα μου, άγνωστοι. Δανειζόμασταν ο ένας από τον άλλον λίγο τσάι,
μια βελόνα, κλωστή, ζεστό νερό, εφημερίδα, μελάνι, φακέλους και χαρτί.
Συνολικά, το ενδιαίτημά μας είχε εννέα
δωμάτια. Τα υπόλοιπα τρία τα νοίκιαζαν
για ένα βράδυ ή για λίγες ημέρες κάποια τυχαία ζευγάρια. Εμείς δεν
παρεξηγιόμασταν. Τα είχαμε συνηθίσει όλα.
Ήρθε η βιαστική άνοιξη του Νότου.
Στον Δνείπερο κυλούσαν οι πάγοι: το ποτάμι ξεπάγωνε τόσο γρήγορα που μέχρι την
άκρη του ορίζοντα πλημμύρισε η αριστερή, αναλλοίωτη όχθη της περιοχής του Τσερνίγκοφ.
Οι νύχτες ήταν ζεστές και σκοτεινές, ενώ έπεφταν σύντομες, αλλά πλούσιες
βροχές. Χθες τα δέντρα μόλις είχαν αρχίσει να πρασινίζουν, το πρωί ξυπνούσες
όμως και έβλεπες να είναι καταπράσινα, γεμάτα τρυφερά, φρέσκα φυλλαράκια.
Έφτασε το Πάσχα με την θαυμάσια, χαρούμενη
και μεγάλη του νύχτα. Δεν είχα να πάω πουθενά να διασκεδάσω κι έτσι
περιφερόμουν μόνος στην πόλη, έμπαινα στις εκκλησίες, παρακολουθούσα τις
λιτανείες, το φωτισμό, άκουγα τις τυμπανοκρουσίες και τις ψαλμωδίες, απολάμβανα
τα γλυκά παιδικά και γυναικεία προσωπάκια, έτσι όπως φωτίζονταν από τις φλόγες
των λαμπάδων. Στην ψυχή μου είχα μια παρηγορητική θλίψη – μια γλυκιά, ανάλαφρη
και ήρεμη, θαρρείς και ήταν μια θλίψη δίχως τον πόνο για την απολεσθείσα
αγνότητα και την καθαρότητα της παιδικής μου ηλικίας.
Όταν επέστρεψα στο δωμάτιό μου, με
υποδέχθηκε ο Βάσκα, ένας πονηρός και αεικίνητος πιτσιρικάς που κυκλοφορούσε στο
διάδρομό μας. Ανταλλάξαμε ευχές. Χαμογελώντας μέχρι τα αυτιά και φανερώνοντας
τα δόντια και τα ούλα του, ο Βάσκα μού είπε:
-Η κυρία του δωματίου Νο 5 είπε να πάτε να
την δείτε. Ένιωσα μια μικρή έκπληξη. Δεν είχαμε συστηθεί με την κυρία. – Σας
έστειλε σημείωμα, - συνέχισε ο Βάσκα. – Είναι εκεί στο τραπέζι.
Πήρα το χαρτί, το οποίο είχε σκιστεί από ένα
σημειωματάριο και υπό τον τίτλο «Ενορία» διάβασα το παρακάτω κείμενο:
«Αξιοσέβαστε
Νο 8
Αν έχετε ελεύθερο χρόνο και δε σιχαίνεστε
σας θερμοπαρακαλώ να έλθετε στο δωμάτιό μου για να σας φιλέψω για το Άγιο
Πάσχα.
Η γνωστή σας Ζόγια Κραμαρενκόβα.»
Χτύπησα την πόρτα του μηχανικού, για να τον
συμβουλευτώ. Εκείνος στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και με επιμονή έφτιαχνε,
χρησιμοποιώντας και τα δέκα του δάχτυλα, προκειμένου να βάλει σε μια τάξη τα
σκληρά γκρίζα του μαλλιά. Φορούσε μια γυαλιστερή παλιοκαιρισμένη ρεντιγκότα και
μια λευκή γραβάτα στον τριμμένο, κιτρινισμένο στις άκρες του γιακά. Είχε λάβει
και αυτός πρόσκληση . Πήγαμε μαζί.
Η Ζόγια μας προϋπάντησε στο κατώφλι και μας
ζήτησε συγγνώμη κοκκινίζοντας. Είχε το μέτριο, κλασικό πρόσωπο της ρωσίδας
πόρνης, μαλακά, αγαθά, άβουλα χείλη, μύτη που έμοιαζε λίγο με πατάτα και
γουρλωτά γκρίζα μάτια με βγαλμένα εντελώς φρύδια – «πέταλα». Το χαμόγελό της
όμως, - ένα χαμόγελο σπιτικό, αυθόρμητο, λίγο ντροπαλό, ήρεμο και θηλυκό, - για
μια στιγμή έκανε το πρόσωπο της Ζόγια αξιοθαύμαστο.
Στο δωμάτιό της είχαν ήδη πάει ο
χαρτοπαίκτης και ο οδοποιός Καρλ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, με εξαίρεση τον
φοιτητή, είχαμε συγκεντρωθεί όλοι οι μόνιμοι ένοικοι του πανδοχείου
«Ντιεπρόβασκαφια γκαβάν».
Το δωμάτιο ήταν ίδιο με το δικό μου. Στο
κομό υπήρχαν άδειες μπομπονιέρες, ανόητες εικονίτσες, πούδρα και τσιμπιδάκια
για τα μαλλιά. Στους τοίχους κρέμονταν
φωτογραφίες σγουρομάλληδων και αμούστακων φαρμακοποιών, επηρμένων ηθοποιών
προφίλ και σκυθρωπών ανθυπασπιστών με γυμνά σπαθιά. Στο κρεβάτι είχε ένα βουναλάκι
από μαξιλάρια κάτω από το τούλινο σκέπασμα, ενώ στο τραπέζι που ήταν καλυμμένο
με χαρτί, κομμένο σαν δαντέλα, υπήρχαν τσουρέκια, κόκκινα αυγά, ζαμπόν και δύο
μπουκάλια κάποιου μυστηριώδους κρασιού.
Αφού ανταλλάξαμε ευχές και φιλιά μαζί της,
μάγουλο με μάγουλο, με σοφία και καλούς τρόπους, καθίσαμε να τσιμπήσουμε. Θα
πρέπει να πούμε όλοι μας εκείνη την ώρα αποτελούσαμε ένα παράξενο θέαμα:
τέσσερις άντρες, στα τέλη της γεμάτης απογοητεύσεις και αποτυχίες ζωής τους,
τέσσερις γέρους τράγους, η ηλικία των οποίων συνολικά ήταν μεγαλύτερη των
διακοσίων ετών και μια Πέμπτη παρουσία, η οικοδέσποινά μας – μια Ρωσίδα πόρνη
που δεν ήταν πλέον νέα, δηλαδή το πιο δυστυχισμένο, το πιο ανόητο και αθώο, το
πιο άβουλο πλάσμα ολόκληρου του πλανήτη μας. Εκείνη όμως ήταν τόσο αδέξια
γλυκιά, τόσο ντροπαλά φιλόξενη και τόσο φιλική και εκλεπτυσμένα απλή!
-Πάρτε, πάρτε, - έλεγε τρυφερά προσφέροντας
σε κάποιον από μας το πιάτο – πάρτε και φάτε, παρακαλώ. Εσείς του έκτου δωματίου, ξέρω ότι σας αρέσει να πίνετε πιο πολύ μπύρα.
Μου το είπε ο Βάσια. Θα τη βρείτε κάτω από το τραπέζι κοντά σας. Εσάς κύριοι,
θα σας βάλω κρασί. Είναι πολύ καλό κρασί. Τενερίφη. Έχω έναν γνωστό που
δουλεύει στα ατμόπλοια και το πίνει διαρκώς.
Εμείς οι τέσσερις γνωρίζαμε τα πάντα στη ζωή
και, φυσικά, γνωρίζαμε πόσο στοίχισε αυτό το πασχαλιάτικο τραπέζι μαζί με την
μπύρα και την «Τενερίφη». Η γνώση αυτή, ωστόσο, ούτε μας εκνεύριζε, ούτε μας
καταπίεζε.
Η Ζόγια μας έλεγε για τις νυχτερινές της
εντυπώσεις. Στην Αδελφότητα όπου είχε πάει για τη λειτουργία, είχε πολύ κόσμο,
η Ζόγια όμως κατάφερε να βρει καλή θέση. Η πανεπιστημιακή χορωδία έψαλλε
εκπληκτικά, το δε Ευαγγέλιο το διάβαζαν οι ίδιοι οι φοιτητές σε διάφορες
γλώσσες κατά σειρά, απ’ όλο τον κόσμο: στα Γαλλικά, στα Γερμανικά, στα
Ελληνικά, ακόμη και στα Αραβικά. Όταν ευλόγησαν στην αυλή τα αυγά και τα τσουρέκια, τότε έγινε
τέτοιος συνωστισμός που οι προσκυνητές μπέρδεψαν τα πρόσφορά τους και μάλωσαν.
Στη συνέχεια η Ζόγια έμεινε σκεπτική, αναστέναξε πολλές φορές κι άρχισε να
ονειροπολεί και να θυμάται τη Μεγάλη Εβδομάδα στο χωριό της.
-Μαζεύαμε τότε εκείνα τα όμορφα λουλούδια
που τα λένε «ύπνους», κάτι μπλε, είναι τα πρώτα που ανθίζουν. Τα βράζαμε και
μετά βάφαμε αυγά. Ήταν ένα πανέμορφο χρώμα. Για να τα βάψουμε κίτρινα όμως, τα
τυλίγαμε με φλούδες κρεμμυδιού και τα βράζαμε. Αλλά και με διάφορα άλλα
πολύχρωμα κουρέλια τα βάφαμε. Μετά, ολόκληρη την εβδομάδα γυρνούσαμε στο χωριό
και τσουγκρίζαμε αυγά. Στην αρχή με τη μύτη, μετά με τον κ…λο, όποιος έσπαζε
του άλλου το αυγό, το έπαιρνε. Ένα παλικαράκι, είχε βρει κάπου στην πόλη ένα
πέτρινο αυγό και έσπασε όλων των άλλων. Όταν όμως κατάλαβαν τι τρέχει, του
πήραν όλα τα αυγά και τον έδειραν.
Και όλη την εβδομάδα κάναμε κούνιες. Υπήρχαν
μεγάλες κούνιες στο μέσο του χωριού, που ήταν για άλλους. Άλλοι είχαν δικές
τους, μικρές, μέσα στις αυλές, μια σανίδα και δυο σκοινιά. Όλη την εβδομάδα,
όλοι έκαναν κούνια: τα αγοράκια και τα κοριτσάκια, κι όλοι έψαλαν: Χριστός
Ανέστη! Ήταν όμορφα στο χωριό μας!
Την ακούγαμε σιωπηλοί. Ή ζωή μας είχε τόσο
πολύ και τόσο άγρια χτυπήσει στα κεφάλια μας που νομίζαμε πως μας έιχε πάρει
κάθε ανάμνηση για την παιδική μας
ηλικία, την οικογένεια, την μητέρα, τις γιορτές του Πάσχα.
Στο μεταξύ το τσίτι που χρησίμευσε ως
κουρτίνα στο παράθυρο είχε πάρει ένα γαλάζιο χρώμα την ώρα που χάραζε, μετά
άρχιζε να σκουραίνει και να γίνεται κίτρινο και ξαφνικά, χωρίς να το
καταλάβουμε έγινε ροζ από την αντανάκλαση του ήλιου.
-Δε θα φοβηθείτε κύριοι, αν ανοίξω το
παράθυρο; - είπε η Ζόγια. Σήκωσε την κουρτίνα και άνοιξε το παράθυρο. Την
ακολουθήσαμε όλοι μας.
Ήταν ένα φωτεινό, καθάριο γιορταστικό
πρωινό, θαρρείς και κάποιος κατά τη διάρκεια της νύχτας πήρε και ξέπλυνε με τα
χέρια του και προσεκτικά έβαλε στη θέση του και αυτόν τον γαλάζιο ουρανό και τα
πυκνά λευκά σύννεφα πάνω τους και τις ψηλές γέρικες λεύκες, στις οποίες θρόιζε
το νεαρό, κολλώδες και ευωδιαστό φύλλωμα. Οι πάγοι στον Δνείπερο έλιωναν
μπροστά στα μάτια μας, σε όλο το φάρδος και το μήκος του ορίζοντα – το παράξενο
μπλε στις όχθες, το ήρεμο ασημί στις εσχατιές. Όλα τα καμπαναριά της πόλης
χτυπούσαν τις καμπάνες.
Κι άξαφνα όλοι γυρίσαμε. Ο μηχανικός
έκλαιγε. Κρατώντας σφιχτά το κούφωμα του παραθύρου κι ακουμπώντας το μέτωπό του
στο τζάμι, κουνούσε το κεφάλι του και τρανταζόταν από τους λυγμούς. Ένας Θεός
ξέρει τι συνέβαινε στη γεροντική, άδεια και τραυματισμένη ψυχή του αποτυχημένου στη ζωή. Εγώ γνώριζα
λίγα πράγματα για το παρελθόν του, από τυχαίους υπαινιγμούς: το δύσκολο γάμο
του με μια ακόλαστη κυράτσα, την κατάχρηση δημοσίου χρήματος, τον πυροβολισμό
κατά του εραστή της συζύγου του, τη νοσταλγία για τα παιδιά που ζουν με τη
μητέρα τους…
Η Ζόγια αναστέναξε με συμπόνια, αγκάλιασε
τον μηχανικό και έβαλε το γκρίζο κεφάλι με τη κόκκινη φαλάκρα στην κορυφή στο
στήθος της κι άρχισε ήρεμα να χαϊδεύει τους ώμους και τα μάγουλά του.
-Αχ, γλυκέ μου, αχ, εσείς, φτωχούλη μου… -
έλεγε τραγουδιστά. – Ξέρω καλά πόσο δύσκολη είναι η ζωή σας. Όλοι σας, σαν
σκυλάκια εγκαταλελειμμένα… γεροντάκια… μοναχικά. Δεν πειράζει, δεν πειράζει…
κάντε υπομονή, περιστεράκια μου. Θα δώσει ο Θεός, όλα θα περάσουν, και οι
δουλειές καλά θα πάνε κι όλα… Αχ, καλέ μου, αχ…
Ο μηχανικός συνήλθε με δυσκολία. Τα βλέφαρά
του έλαμπαν, οι κόρες των ματιών είχαν κοκκινίσει, η πρησμένη μύτη του είχε
γίνει σχεδόν μπλε.
-Διάβολε! Καταγαμένα νεύγα! Διάβολε! – έλεγε
παραπονιάρικα, γυρνώντας προς τη μεριά του τοίχου. Από τη φωνή του καταλάβαινα
πως στο λαρύγγι του, στο στόμα του και στη μύτη του έχει ακόμη δάκρυα που δεν
είχαν προλάβει να κυλήσουν.
Μετά από πέντε λεπτά αρχίσαμε να φεύγουμε
και όλοι φιλήσαμε με σεβασμό το χέρι της Ζόγιας. Μαζί με τον μηχανικό φύγαμε
τελευταίοι και στην πόρτα του δωματίου της Ζόγιας συναντήσαμε τον φοιτητή, ο οποίος επέστρεφε
από του φίλους του που είχε επισκεφτεί.
-Αχά! – φώναξε, χαμογελώντας πονηρά
σμίγοντας τα φρύδια του. – Βλέπω από πού βγαίνετε. Χμ… πάει να πει διασκεδάσατε
καλά;
Στη χροιά της φωνής του διακρίναμε μια
συγκεκριμένη χυδαιότητα. Ο μηχανικός όμως με μεγαλοπρέπεια και αργά τον μέτρησε
με το βλέμμα του από το κεφάλι μέχρι τα πόδια και μετά από μια μεγάλη παύση
είπε πίσω από την πλάτη του με ύφος
απερίγραπτης περιφρόνησης:
-Αγουγαίε!
(Αρουραίε!)...
*Σημείωση: Alexander
Cuprin: (26 Αυγούστου 1870 - 25 Αυγούστου 1938). Γεννήθηκε στην πόλη
Ναροφτσάτε της επαρχίας της Πένζας από φτωχή οικογένεια υπαλλήλων. Ο
πατέρας του ξεπεσμένος αριστοκράτης, η μητέρα του ταταρικής καταγωγής.
Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια ο Κουπρίν τα πέρασε στη Μόσχα, όπου
πήγε με τη μητέρα του, μετά το θάνατο του πατέρα του. Μέχρι τα 23 του
υπηρετεί ως στρατιωτικός, εγκαταλείπει όμως τη στρατιωτική καριέρα,
εγκαθίσταται στο Κίεβο κι αφιερώνεται στη λογοτεχνία. Το 1893 δημοσιεύει
τις πρώτες του νουβέλες. Το 1901 εγκαθίσταται στην Πετρούπολη, όπου
γράφει μερικά από τα σημαντικότερά του έργα ("Βραχιόλι από ρόδια", "Το
ποτάμι της ζωής", "Γκαμπρίνους" κ.ά.). Αμέσως μετά τον Οκτώβρη,
εργάζεται μαζί με τον Γκόρκι στις εκδόσεις "Παγκόσμια Λογοτεχνία". Έκανε
μεταφράσεις και ήταν μέλος πολλών λογοτεχνικών ενώσεων. Και ξαφνικά, το
φθινόπωρο του 1919, εγκατέλειψε την πατρίδα του, πηγαίνοντας στην αρχή
στη Φινλανδία και μετά στη Γαλλία. Στο έργο του, αλλά και γενικά στη ζωή
του, η περίοδος της εξορίας έπαιξε πολύ τραγικό ρόλο. Η απομάκρυνσή του
από την πατρίδα του υπήρξε καταστροφική. Το έριξε στο ποτό. Τα έργα του
αυτής της περιόδου -και ως στυλ και ως φιλοσοφία- διαφέρουν πολύ από
όσα έγραψε πριν την Επανάσταση. Κεντρική ιδέα η νοσταλγία για ένα
αφηρημένο ιδεώδες της ζωής και μια μελαγχολική ματιά στο παρελθόν.
Γράφει παραμύθια, θρύλους, νουβέλες φαντασίας. Στο Παρίσι ζει μέσα στη
φτώχεια. Την άνοιξη του 1937, βαριά άρρωστος με καρκίνο, επιστρέφει στην
πατρίδα του, όπου και πεθαίνει στο Λένινγκραντ, τον Αύγουστο του 1939.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου