.............................................................
ΜΟΝΟΚΟΝΤΥΛΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΕΛΛΟ ΑΓΡΑ
(Καλαμπάκα 1899-Ἀθήνα 1944)
Ὥρα προσμένει μοναχὴ
ἡ ἅμαξα κάτω ἀπ᾽ τὴ βροχὴ
καὶ δὲν τὴ μέλει,
κι εἶναι σὰ νὰ τὴν τυραννᾶ
πιότερη ἡ ξένη γειτονιὰ
ποὺ δὲν τὴ θέλει.
ἡ ἅμαξα κάτω ἀπ᾽ τὴ βροχὴ
καὶ δὲν τὴ μέλει,
κι εἶναι σὰ νὰ τὴν τυραννᾶ
πιότερη ἡ ξένη γειτονιὰ
ποὺ δὲν τὴ θέλει.
Τ᾽ ἀλογατάκια της σιμά,
κάτω ἀπ᾽ τὸν ἴδιο μουσαμὰ
κάνουν καρτέρι,
στὸν τόπο αὐτόν, τὸν θλιβερό,
πρᾶμα δὲν μένει ἀπὸ καιρό,
νὰ τὄχουν ταίρι.
κάτω ἀπ᾽ τὸν ἴδιο μουσαμὰ
κάνουν καρτέρι,
στὸν τόπο αὐτόν, τὸν θλιβερό,
πρᾶμα δὲν μένει ἀπὸ καιρό,
νὰ τὄχουν ταίρι.
Γρίλιες δὲν εἶναι, μήτε αὐλὲς
περικοκλάδες βαθουλές,
δὲν ἔμειν᾽ ἕνα
ἀπ᾽ τὰ φανάρια στὴ σειρὰ
μὲ τὰ δυὸ μπρούτζινα φτερά,
τὰ σταυρωμένα.
περικοκλάδες βαθουλές,
δὲν ἔμειν᾽ ἕνα
ἀπ᾽ τὰ φανάρια στὴ σειρὰ
μὲ τὰ δυὸ μπρούτζινα φτερά,
τὰ σταυρωμένα.
Τ᾽ ἀνώφλια ἐπέσαν κι οἱ ἀγκωνιὲς
κι οἱ ἀνεμοπέραστες, στενές,
οἱ γαλαρίες
κι ἔφυγαν ἔντρομες, πολλὲς
κι οἱ θύμησες, σὰν τὶς καλές,
σεμνὲς κυρίες.
κι οἱ ἀνεμοπέραστες, στενές,
οἱ γαλαρίες
κι ἔφυγαν ἔντρομες, πολλὲς
κι οἱ θύμησες, σὰν τὶς καλές,
σεμνὲς κυρίες.
Ἄδεια βιτόρια καὶ φτωχή,
πάρε μου ἐμένα τὴν ψυχή,
πάρε με ἐμένα
γιὰ ταξιδιώτη σου, κι εὐθὺς
πᾶμε, ὅθε κίνησες νὰ ᾽ρθεῖς:
στὰ Περασμένα.
πάρε μου ἐμένα τὴν ψυχή,
πάρε με ἐμένα
γιὰ ταξιδιώτη σου, κι εὐθὺς
πᾶμε, ὅθε κίνησες νὰ ᾽ρθεῖς:
στὰ Περασμένα.
(Τέλλου Ἄγρα: Ἁμάξι στὴ βροχὴ)
Ἂν καὶ ὑπῆρξε ἀπαράμιλλος δεξιοτέχνης στὶς ποιητικές του φόρμες, ὁ
Τέλλος Ἄγρας (φιλολογικὸ ψευδώνυμο τοῦ Εὐαγγέλου Ἰωάννου) μᾶς εἶναι
περισσότερο σημαντικὸς ὡς κριτικός, παρὰ ὡς ποιητής. Τὸ κριτικό του
ἔργο, ποὺ εἶναι διάσπαρτο σὲ ἐφημερίδες καὶ περιοδικὰ τῆς ἐποχῆς του,
παραμένει ἀνέκδοτο καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀνεκμετάλλευτο στὸν μεγαλύτερο βαθμό
του μέχρι σήμερα. Ἡ καθολική, ὅμως, ἀναγνώριση ποὺ εἶχε γιὰ τὶς
ἀξιολογικές του ἀποτιμήσεις πάνω σὲ κείμενα τῶν ὁμοτέχνων του παραμένει
πάντοτε ὑψηλὴ καὶ ὁρισμένα του κριτικὰ ἄρθρα θεωροῦνται ἀξεπέραστα.
Στὸν ἰδιωτικό του βίο ἐργάσθηκε ὡς ὑπάλληλος, ἔχοντας σπουδάσει νομικά. Ἀνήκει στοὺς ποιητὲς μιᾶς σπάνιας εὐαισθησίας, ποὺ πρῶτο τους μέλημα εἶναι ἡ ἀψεγάδιαστη φόρμα κι ἔπειτα ἡ ἔκφραση τῶν λεπτῶν αἰσθημάτων μὲ μιὰ διάθεση λυτρωτικῆς μελαγχολίας. Τὸ ἐξευγενισμένο κλίμα τῶν ποιημάτων καὶ ἡ παρακμιακὴ μεσοπολεμικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι τὸ κυρίαρχο γνώρισμά του.
Βέβαια αὐτὲς τὶς τάσεις τῆς πλήρους μόνωσης, τῆς φυγῆς, τοῦ πνεύματος συνεχοῦς πτώσης καὶ τῆς γενικῆς ἀπαρέσκειας τοῦ βίου ἐξέφρασε μὲ πιὸ στέρεο καὶ πιὸ καθολικὸ τρόπο ὁ κατὰ τρία χρόνια μεγαλύτερός του Κ. Γ. Καρυωτάκης. Ὁ Ἄγρας ἔψαυσε τὴ στιλπνὴ ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων μὲ τὶς ἐξ ἀντανακλάσεως ἐξάρσεις των. Ὅπου ἔβρισκε τὴν ὀμορφιὰ σταματοῦσε γιὰ νὰ τὴν περιγράψει καὶ νὰ ἐκφράσει μὲ τὸν πλέον κομψὸ τρὀπο τὴ θλίψη τῆς μὴ κατάκτησής της. Ὑπάρχει τὸ ἀληθινὰ ὄμορφο, τὸ ὑψηλὸ τῆς αἰσθητικῆς, ἀλλά, τί κρίμα, δὲν μᾶς ἀνήκει, πρέσβευε μὲ τὴν ποιητική του φινέτσα. Ἡ ζωή μας μένει ἀδεια, ἐνῶ γύρω της ἡ ὀμορφιὰ ξεφεύγει ἀνθισμένη καὶ χάνεται στὸ ἀλλοῦ. Γιὰ μᾶς μένει μόνο ἡ μελαγχολική της ἐνατένιση. Ἀντίθετα ὁ Καρυωτάκης προχώρησε στὸ βάθος τῶν πραγμάτων, πολιορκώντας τα μὲ τὴ δεινή του σάτιρα κατὰ τρόπο ἐξουθενωτικὸ καὶ καταλυτικό.
Ἡ πρώτη συλλογὴ τοῦ Τέλλου Ἄγρα μὲ τίτλο “Τὰ βουκολικὰ καὶ τὰ ἐγκώμια” κυκλοφορήθηκε στὴν Ἀθήνα το 1934 μὲ ποιήματα ποὺ ξαφνιάζουν γιὰ τὸ εἰδυλλιακό τους περιεχόμενο καὶ τὸν γεμάτο φρεσκάδα καὶ δροσιὰ τρόπο ἐκφορᾶς. Ὁ μαγικὸς διάκοσμος τοῦ περιγραφόμενου χώρου, ἡ τρυφερὀτητα τῆς προσέγγισης, οἱ δυνατὲς εἰκόνες ποὺ μεγεθύνουν καὶ κάνουν πλησιόχωρους τοὺς τόπους ἀναφορᾶς, ἡ φυσιολατρικὴ λαχτάρα, ἡ προβολὴ τῶν ἐξιδανεικευμένων ἀνθρώπινων χειρονομιῶν ποὺ ἀπαλείφουν τὶς ἐπιφυλάξεις καὶ φέρουν τὸν πλησίον περισσότερο κοντά μας εἶναι τὰ κυριότερα στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸ περιβάλλον τοῦ ποιητικοῦ γεγονότος καὶ ἐπιτρέπουν μέσα σὲ συνθῆκες καθαρῶν προθέσεων καὶ γνήσιων αἰσθημάτων τὴν ἐξωτερίκευση μιᾶς ὑψηλῆς ποιότητας συγκίνησης.
Προχωρώντας στὴ μελέτη τῆς συλλογῆς διαπιστώνεται ὅτι τὸ μουντὸ καὶ τὸ κατηφὲς γίνονται τὰ κυρίαρχα στοιχεῖα τῆς ποιητικῆς ἀναλαμπῆς. Ὁ δημιουργὸς αἰσθάνεται ξένος καὶ μακρινὸς ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ προσεγγίζει. Πρόκειται γι᾽ αὐτὴν τὴν παράξενη ξενικότητα ποὺ παγώνει τοὺς ποιητὲς τοῦ μεσοπολέμου. Ὁ Ἄγρας βλέπει μέσῳ τῆς ποιητικῆς ματιᾶς του ὅτι περιστοιχίζεται ἀπὸ καταθλιπτικὰ δειλινὰ καὶ ὅτι μουσκεύεται ἀπὸ τὶς μαῦρες συνοικιακὲς βροχές. Ὅλα βυθίζονται μέσα στὴ θλίψη τῶν στατικῶν καταστάσεων καὶ οἱ μοναχικοὶ διαβάτες ποὺ πεζοποροῦν μέσα στὰ ποιήματά του ὑποφέρουν πάντα ἀπὸ ἀτελέσφορους ἔρωτες καὶ καθοδηγοῦνται ἀπὸ ἀπροσδιόριστες φωνὲς ποὺ μιλοῦν γιὰ μιὰ ἀκαθόριστη καὶ ἀκατόρθωτη ἀλλαγή. Ἡ ἀλλαγή, ὅμως, αὐτὴ ποὺ εἶναι μιὰ τόσο ἀόριστη ἐπιθυμία τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου, θὰ πρέπει νὰ γίνει ὄχι μόνο αἴτημα, ἀλλὰ καὶ κατόρθωμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, πρᾶγμα ποὺ μετατρέπει τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ πλήρη ματαιοπονία.
Ἡ δεύτερη ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τίτλο “Καθημερινὲς” ἐκδόθηκε τὸ 1940 καὶ συνεχίζει μὲ τοὺς ἴδιους τρόπους τῆς πρώτης νὰ ἐνασταλάζει στὴν ποίηση τὴ λυγμική του διάθεση. Ἡ αἴσθηση τῆς μονοτονίας καὶ τῆς πλήξης ὑφαίνεται μὲ εἰκόνες ταπεινῶν καθημερινῶν στιγμῶν, μέσα στὶς ὁποῖες ἀναφαίνονται χαμένες φωνές, φευγαλέοι ἴσκιοι, κρυφὰ νερά, πουλιὰ καὶ κῆποι ποὺ ὑποδηλώνουν τὴν κυριαρχία τῆς μοναξιᾶς καὶ τοῦ μακρινοῦ.
Τὸ 1965 μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ Κώστα Στεργιόπουλου ἐκδόθηκαν ὅλα τὰ κατάλοιπά του σὲ ἕναν τόμο μὲ τὸν τίτλο “Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας”. Ὅπως καὶ στὴν πρώτη του συλλογὴ τὰ βουκολικὰ καὶ τὰ ἐγκώμια εἶναι κι ἐδῶ παρόντα, δείχνοντας τὸν σταθερὸ κόσμο, ὅπου διῆγε τὸν βίο του ὁ ποιητής, ἕναν κόσμο γεμάτον ἀρρωστημένο φῶς, αἰσθαντικὸ συμβολισμὸ καὶ πραγματικὴ ἀνθρώπινη ἀπελπισία.
Στὸν ἰδιωτικό του βίο ἐργάσθηκε ὡς ὑπάλληλος, ἔχοντας σπουδάσει νομικά. Ἀνήκει στοὺς ποιητὲς μιᾶς σπάνιας εὐαισθησίας, ποὺ πρῶτο τους μέλημα εἶναι ἡ ἀψεγάδιαστη φόρμα κι ἔπειτα ἡ ἔκφραση τῶν λεπτῶν αἰσθημάτων μὲ μιὰ διάθεση λυτρωτικῆς μελαγχολίας. Τὸ ἐξευγενισμένο κλίμα τῶν ποιημάτων καὶ ἡ παρακμιακὴ μεσοπολεμικὴ ἀτμόσφαιρα εἶναι τὸ κυρίαρχο γνώρισμά του.
Βέβαια αὐτὲς τὶς τάσεις τῆς πλήρους μόνωσης, τῆς φυγῆς, τοῦ πνεύματος συνεχοῦς πτώσης καὶ τῆς γενικῆς ἀπαρέσκειας τοῦ βίου ἐξέφρασε μὲ πιὸ στέρεο καὶ πιὸ καθολικὸ τρόπο ὁ κατὰ τρία χρόνια μεγαλύτερός του Κ. Γ. Καρυωτάκης. Ὁ Ἄγρας ἔψαυσε τὴ στιλπνὴ ἐπιφάνεια τῶν πραγμάτων μὲ τὶς ἐξ ἀντανακλάσεως ἐξάρσεις των. Ὅπου ἔβρισκε τὴν ὀμορφιὰ σταματοῦσε γιὰ νὰ τὴν περιγράψει καὶ νὰ ἐκφράσει μὲ τὸν πλέον κομψὸ τρὀπο τὴ θλίψη τῆς μὴ κατάκτησής της. Ὑπάρχει τὸ ἀληθινὰ ὄμορφο, τὸ ὑψηλὸ τῆς αἰσθητικῆς, ἀλλά, τί κρίμα, δὲν μᾶς ἀνήκει, πρέσβευε μὲ τὴν ποιητική του φινέτσα. Ἡ ζωή μας μένει ἀδεια, ἐνῶ γύρω της ἡ ὀμορφιὰ ξεφεύγει ἀνθισμένη καὶ χάνεται στὸ ἀλλοῦ. Γιὰ μᾶς μένει μόνο ἡ μελαγχολική της ἐνατένιση. Ἀντίθετα ὁ Καρυωτάκης προχώρησε στὸ βάθος τῶν πραγμάτων, πολιορκώντας τα μὲ τὴ δεινή του σάτιρα κατὰ τρόπο ἐξουθενωτικὸ καὶ καταλυτικό.
Ἡ πρώτη συλλογὴ τοῦ Τέλλου Ἄγρα μὲ τίτλο “Τὰ βουκολικὰ καὶ τὰ ἐγκώμια” κυκλοφορήθηκε στὴν Ἀθήνα το 1934 μὲ ποιήματα ποὺ ξαφνιάζουν γιὰ τὸ εἰδυλλιακό τους περιεχόμενο καὶ τὸν γεμάτο φρεσκάδα καὶ δροσιὰ τρόπο ἐκφορᾶς. Ὁ μαγικὸς διάκοσμος τοῦ περιγραφόμενου χώρου, ἡ τρυφερὀτητα τῆς προσέγγισης, οἱ δυνατὲς εἰκόνες ποὺ μεγεθύνουν καὶ κάνουν πλησιόχωρους τοὺς τόπους ἀναφορᾶς, ἡ φυσιολατρικὴ λαχτάρα, ἡ προβολὴ τῶν ἐξιδανεικευμένων ἀνθρώπινων χειρονομιῶν ποὺ ἀπαλείφουν τὶς ἐπιφυλάξεις καὶ φέρουν τὸν πλησίον περισσότερο κοντά μας εἶναι τὰ κυριότερα στοιχεῖα ποὺ συνθέτουν τὸ περιβάλλον τοῦ ποιητικοῦ γεγονότος καὶ ἐπιτρέπουν μέσα σὲ συνθῆκες καθαρῶν προθέσεων καὶ γνήσιων αἰσθημάτων τὴν ἐξωτερίκευση μιᾶς ὑψηλῆς ποιότητας συγκίνησης.
Προχωρώντας στὴ μελέτη τῆς συλλογῆς διαπιστώνεται ὅτι τὸ μουντὸ καὶ τὸ κατηφὲς γίνονται τὰ κυρίαρχα στοιχεῖα τῆς ποιητικῆς ἀναλαμπῆς. Ὁ δημιουργὸς αἰσθάνεται ξένος καὶ μακρινὸς ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ προσεγγίζει. Πρόκειται γι᾽ αὐτὴν τὴν παράξενη ξενικότητα ποὺ παγώνει τοὺς ποιητὲς τοῦ μεσοπολέμου. Ὁ Ἄγρας βλέπει μέσῳ τῆς ποιητικῆς ματιᾶς του ὅτι περιστοιχίζεται ἀπὸ καταθλιπτικὰ δειλινὰ καὶ ὅτι μουσκεύεται ἀπὸ τὶς μαῦρες συνοικιακὲς βροχές. Ὅλα βυθίζονται μέσα στὴ θλίψη τῶν στατικῶν καταστάσεων καὶ οἱ μοναχικοὶ διαβάτες ποὺ πεζοποροῦν μέσα στὰ ποιήματά του ὑποφέρουν πάντα ἀπὸ ἀτελέσφορους ἔρωτες καὶ καθοδηγοῦνται ἀπὸ ἀπροσδιόριστες φωνὲς ποὺ μιλοῦν γιὰ μιὰ ἀκαθόριστη καὶ ἀκατόρθωτη ἀλλαγή. Ἡ ἀλλαγή, ὅμως, αὐτὴ ποὺ εἶναι μιὰ τόσο ἀόριστη ἐπιθυμία τοῦ ἐσωτερικοῦ τους κόσμου, θὰ πρέπει νὰ γίνει ὄχι μόνο αἴτημα, ἀλλὰ καὶ κατόρθωμα τοῦ κόσμου αὐτοῦ, πρᾶγμα ποὺ μετατρέπει τὸ γεγονὸς αὐτὸ σὲ πλήρη ματαιοπονία.
Ἡ δεύτερη ποιητικὴ συλλογὴ μὲ τίτλο “Καθημερινὲς” ἐκδόθηκε τὸ 1940 καὶ συνεχίζει μὲ τοὺς ἴδιους τρόπους τῆς πρώτης νὰ ἐνασταλάζει στὴν ποίηση τὴ λυγμική του διάθεση. Ἡ αἴσθηση τῆς μονοτονίας καὶ τῆς πλήξης ὑφαίνεται μὲ εἰκόνες ταπεινῶν καθημερινῶν στιγμῶν, μέσα στὶς ὁποῖες ἀναφαίνονται χαμένες φωνές, φευγαλέοι ἴσκιοι, κρυφὰ νερά, πουλιὰ καὶ κῆποι ποὺ ὑποδηλώνουν τὴν κυριαρχία τῆς μοναξιᾶς καὶ τοῦ μακρινοῦ.
Τὸ 1965 μὲ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ Κώστα Στεργιόπουλου ἐκδόθηκαν ὅλα τὰ κατάλοιπά του σὲ ἕναν τόμο μὲ τὸν τίτλο “Τριαντάφυλλα μιανῆς ἡμέρας”. Ὅπως καὶ στὴν πρώτη του συλλογὴ τὰ βουκολικὰ καὶ τὰ ἐγκώμια εἶναι κι ἐδῶ παρόντα, δείχνοντας τὸν σταθερὸ κόσμο, ὅπου διῆγε τὸν βίο του ὁ ποιητής, ἕναν κόσμο γεμάτον ἀρρωστημένο φῶς, αἰσθαντικὸ συμβολισμὸ καὶ πραγματικὴ ἀνθρώπινη ἀπελπισία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου