Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Ο Ήχος της Σάλπιγγος» του Γιάννη Ζουγανέλη (1938-2006) (εκδ. Καστανιώτης, 1999) &"ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ Γ. ΖΟΥΓΑΝΕΛΗ ." (youtube, 14 Σεπ 2014)

.............................................................



·  

 Απόσπασμα από το αυτοβιογραφικό αφήγημα «Ο Ήχος της Σάλπιγγος» του Γιάννη Ζουγανέλη (1938-2006)   (εκδ. Καστανιώτης, 1999)


...Θυμήθηκα αυτήν τη διήγηση της μάνας, έτσι καθώς γυρίζω τριάντα εννέα χρόνια πίσω και οσμίζομαι το ταψί με τις πατάτες και τον ροδοψημένο κόκκορα.
   «Πήγαινε έξω, εσύ!»
   «Άσ’ το!»
   «Να πάει έξω, δεν έχει καμιά δουλειά εδώ!»
   «Άφησέ το, δεν πειράζει…»
   Με αγριοκοίταξε η μάνα και δάγκωσε τον δείκτη του χεριού της κρυφά, σημάδι ότι έχω να φάω πολύ ξύλο μόλις της δοθεί η ευκαιρία. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε να είμαι με τον πατέρα μου, μην προσβληθώ κι εγώ από φυματίωση, που ήταν τότε ο φόβος και ο τρόμος, όπως σήμερα ο καρκίνος.
   Δεν βγήκα έξω, με κρατούσε δέσμιο το όλο αγάπη βλέμμα του πατέρα μου και το ταψί με τις πατάτες. Πήρα μία. «Μήηηηη!...» τσίριξε η μάνα μου, μα την ηρέμησε η φωνή του πατέρα μου: «Άσ’ το παιδί, Αντωνία»· κοίταξε μια εκείνη, μια εμένα, σαν να της έλεγε, «δεν παθαίνει τίποτα!»

   Αυτές είναι όλες κι όλες οι στιγμές που θυμάμαι απ’ τον πατέρα μου· την Πρωτοχρονιά του 1946 πέθανε και ησύχασε. Εγώ βγήκα στη γειτονιά αναγγέλλοντας το θάνατό του:
   «Τι έγινε, Γιαννάκη;»
   «Πέθανε ο πατέρας μου!»
   Και τότε με κοίταζαν όλοι καλά καλά κι ήταν η πρώτη φορά που με πρόσεχαν τόσο!
   Η Μαρία δούλεψε στην αρχή σ’ ένα ζαχαροπλαστείο, αργότερα πήγε υπηρέτρια σ’ ένα σπίτι.
   Η Βαγγελία ήταν το μαράζι του πατέρα, ονειροπαρμένη και ατίθαση, δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα με τη διαγωγή της. Μια φορά ο πατέρας πήρε ένα μαχαίρι να τη σφάξει! Μπήκε στη μέση η μάνα, παρακάλια, ικεσίες, έφαγε όμως μια σκουντιά κι έπεσε στο έδαφος· έτρεξαν αίματα απ’ το κεφάλι της, επικράτησε πανικός, η Βαγγελία γλύτωσε αλλά μυαλό δεν έβαλε.
   Αργότερα, δείχνοντας το σημάδι στο κεφάλι της, η μάνα έλεγε μετανοημένη:
   «Έπρεπε να τον αφήσω να τη σφάξει!»
   «Σώπα, βρε μάνα!»
   «Ναι, Γιάννη μου, δεν ξέρεις εσύ, ήσουν μικρός».
   Η Βαγγελία δούλευε στα «ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ», εργοστάσιο του Πειραιά, που κατασκεύαζε αντικείμενα από γυαλί. Όσα χρήματα έβγαζε από τα «ΛΙΠΑΣΜΑΤΑ», τα έκανε φορέματα κι αρώματα· τα απογεύματα στολιζόταν κι έπαιρνε τους δρόμους να γνωρίσει τη ζωή και τον έρωτα.
   Το 1946 που πέθανε ο πατέρας εγώ ήμουν οκτώ χρονών, η Βαγγελία δεκαέξι, η Μαρία δεκαεννέα και η μητέρα μου τριάντα εννέα ετών.
   Έμενα στο σπίτι μόνος κι ολημερίς γύριζα στους δρόμους, γιατί η μητέρα μου δούλευε κι αυτή, σε μιαν αποθήκη με καπνά· είχε γίνει καπνεργάτρια. Πέρασαν έτσι δύο χρόνια, στο σχολείο πότε πήγαινα, πότε δεν πήγαινα. Μού άρεσε να μην πηγαίνω στο σχολείο και να περιφέρομαι στους δρόμους.
   Καβάλαγα το τραμ του Περάματος – πίσω στον προφυλακτήρα – κι έκανα δρομολόγια Πέραμα-Πειραιεύς. Προκαλούσα την προσοχή των ανθρώπων, έτσι γαντζωμένο ένα παιδί στον προφυλακτήρα, τα πόδια μου ακουμπούσαν σχεδόν στα χαλίκια ανάμεσα στις σιδηροτροχιές… Είχα μάθει και να πηδώ, σε περίπτωση κινδύνου. Ο κίνδυνος παρουσιαζόταν αν ο εισπράκτορας – ειδοποιημένος από κάποιον επιβάτη -  ερχόταν στο πίσω τζάμι και με φοβέριζε με λόγια και χειρονομίες, πως τώρα που θα σταματήσει το τραμ πόσο ξύλο έχω να φάω. Και τότε πηδούσα… Το τραμ έτρεχε κι εγώ πηδούσα· έβλεπα στο τζάμι τον εισπράκτορα να με φοβερίζει ακόμα, καθώς μάκραινε το τραμ.
   Συνεχώς έφθαναν αναφορές στη μητέρα μου:
   «Αντωνία, το παιδί σου θα σκοτωθεί!»
   «Χριστός και Παναγία…»
   «Ναι, καβαλάει το τραμ.»
   «Και πού βρίσκει τα λεφτά;»
   «Δεν μπαίνει μέσα, καβαλάει στον προφυλακτήρα, σαν τον σαλταδόρο».
   «Χριστός και Παναγία!»

Η πρώτη κρούση για τον Κορυδαλλό έγινε μια ειρηνική μέρα· ήταν Κυριακή, η μάνα δεν εργαζόταν κι εγώ ήμουν καθαρός, πλυμένος και γαλήνιος, κορεσμένος από παιχνίδια και συγκινήσεις.
   Στο σπίτι της κ. Ασπασίας, της απέναντι γειτόνισσας:
   «Πώς μαύρισε έτσι αυτό;» είπε η κ. Ασπασία και μ’ έδειξε στη μάνα μου. «Πώς μαύρισες έτσι, βρε, πού γυρίζεις;»
   Η μάνα δεν μιλούσε.
   «Αντωνία, είναι μια λύση…»
   Και η μάνα δεν μιλούσε, με κοίταζε σαν να με συμπονούσε και κατάλαβα πως κάτι θα της έλεγε η κ. Ασπασία όχι καλό για μένα.
   «Είναι μια λύση, Αντωνία… Δεν είναι βέβαια, η καλύτερη αλλά… Κι η Φρόσω εκεί έκλεισε το παιδί της, όπως ξέρεις, και είναι τώρα μια χαρά!»
   «Είναι μικρό, Ασπασία», άκουσα τη μάνα μου να ψιθυρίζει, «είναι μικρό!»
   Δεν  συμπαθούσα καθόλου αυτή τη γυναίκα, η μητέρα μου ήταν πιο σεμνή.
   Η κ. Ασπασία στράφηκε αποκλειστικά σε μένα· είχε ένα χαμόγελο καλό, πλατύ, γυναικείο, σαγηνευτικό… Ένιωθα πως αν μ’ έπαιρνε στην αγκαλιά της θα χανόμουν. «Γιαννάκη, θυμάσαι τον Θοδωρή της κυρα-Φρόσως;» Ήρθε κοντά μου, μου έπιασε τρυφερά τα γόνατα· ήταν έτοιμη να μου προσφέρει γλυκά, παιχνίδια, κουραμπιέδες, ό,τι ήθελα, φθάνει να εξασφάλιζε τη χωρίς κλάματα συναίνεσή μου σ’ αυτό που είχε κατά νου να μου προτείνει, και ένιωθα πως γνώριζε η μάνα μου τι είδους πρόταση ήταν αυτή. Όχι βέβαια πως ένοιαζε την κ. Ασπασία μην κλάψω, σκασίλα της, φοβόταν μόνο μήπως το κλάμα μου έπαιζε ανασταλτικό ρόλο και έκαμπτε τη θέληση της μάνας ως προς την απόφαση που κι εκείνη είχε ήδη πάρει.
   Ήσυχα η κ. Ασπασία μού υποσχέθηκε ότι εκεί που θα πάω θα μου δώσουνε ποδήλατο, θα έρχεται κάθε μέρα η μητέρα μου να με βλέπει, θα φοράω καινούργια ρούχα, θα με αγαπάνε όλοι και να! Όποτε θέλω θα έρχομαι σπίτι, παλληκαράκι πια, με καινούργια ρούχα και παπούτσια, θα με βλέπουν ο Μιχάλης, η Νότα, η Γιωργία, θα σκάνε από τη ζήλια τους. «Τι λες;»
   Δεν μπορώ να περιγράψω το αίσθημα εκείνης της στιγμής· ένοιωθα να κόβεται αμετάκλητα ο δεσμός με τη μάνα μου. Ένα τσόφλι, έρμαιο στη θέληση της κ. Ασπασίας, παρουσία της μάνας μου, που είχε εκχωρήσει τα μητρικά της δικαιώματα σε μια ξένη.

Τον Οκτώβριο του 1948 πέρασα τις «πύλες» του Αναμορφωτικού Καταστήματος Κορυδαλλού, που ο κόσμος το έλεγε περιληπτικά «Άσυλο»!
   Για να γίνει ένα παιδί δεκτό στο Αναμορφωτικό, έπρεπε να είχε διαπράξει κάποιο αξιόποινο αδίκημα. Τι είδους αξιόποινη πράξη θα μπορούσε να διαπράξει ένα παιδί δέκα χρονών; Έπρεπε όμως να διαπράξει, κι εγώ θα μπορούσα να κατηγορηθώ για αρκετά πράγματα· οι μάρτυρες άλλωστε δεν θα έλειπαν, με πρώτη την κ. Ασπασία. Ήταν απαραίτητη μια μαρτυρία για να στεριώσει η κατηγορία και να θεωρηθεί το «αδίκημα» ως – επιτέλους – τελεσθέν.
   «Ήμουν αλήτης!» Ήμουν ή δεν ήμουν; Θα μπορούσε ποτέ να αρνηθώ πως καβαλούσα τα τραμ; Από μια περίεργη σύμπτωση, ό,τι έκανα από παιδί το έπαιρνα πάνω μου, δεν αρνιόμουν τις αταξίες μου· και το ξύλο που έτρωγα, το έτρωγα με υπερηφάνεια, γιατί ήταν η απόδειξη πως οι πράξεις αυτές ήταν ολότελα δικές μου και κανενός άλλου!
   Δεν υπήρχε περίπτωση να αρνηθώ τις πράξεις μου, όποιο κι αν ήταν το τίμημα· και η απώλεια της μάνας, ακόμα. Θεωρούσα ευτέλεια την άρνηση των κακών πράξεών μου.
   Αν με ρωτούσαν: «Στο σχολείο πήγαινες;» θα απαντούσα: «Όχι, κάπου κάπου πήγαινα».
   «Γύριζες με το τσέρκι όλες τις γειτονιές του Πειραιά;» (Γύριζα – πράγματι – με το τσέρκι όλες τις γειτονιές του Πειραιά.)
   «Πες μας πως δεν γύριζες και θα σ’ αφήσουμε ελεύθερο!»
   Και να, θα κρατάει λίγο η τρεμούλα και η συγκίνηση… Από τη μια η ελευθερία, η επιστροφή στο σπίτι και το κυριότερο, το πιο δυνατό, η μάνα, κι από την άλλη οι γειτονιές που γύριζα με το τσέρκι και τις ήξερα μία μία και τις αγαπούσα, μια αγάπη ανεξέλεγκτη για όλα· για τους σκύλους, για τις γάτες, για τις γριές τις Μικρασιάτισσες με τα μαύρα μαντίλια στο κεφάλι και τα σιωπηλά πρόσωπα, για τα χωμάτινα στενά ανάμεσα στα σπίτια που «έβγαζαν» σε έκπληκτους τόπους – κάθε γειτονιά είχε το δικό της χρώμα, που δεν ήξερα τι είδους χρώμα ήταν, μα ήξερα πως είναι άλλο χρώμα. Θα τα μετρούσα όλα αυτά και θα έλεγα: «Ναι, γύριζα με το τσέρκι όλες τις γειτονιές του Πειραιά!»
   «Πες μας, είναι αλήθεια ότι έβλεπες την Παναγιά ζωγραφισμένη στα τζάμια;»
   Όλοι την έβλεπαν! Το 1945 στα Ταμπούρια και στη Δραπετσώνα όλοι κοίταζαν τις χρωματιστές παραστάσεις που εμφανίζονταν στα τζάμια των αρτοποιείων. Οι άνδρες και κυρίως οι γυναίκες έλεγαν: «Εμφανίζεται η Παναγιά, γιατί κάτι θέλει να πει στους ανθρώπους».
   «Εσύ την είδες;»
   «Αμέ!»
   «Πες μας τώρα, πού είναι το σπίτι σου;»
   «Πίσω απ’ το βουνό!»
   Και με μια νοερή δρασκελιά πηδούσα το βουνό κι ήμουν μπροστά στο σπίτι μου, όμως το μικρό καμαράκι που είχαμε για κουζίνα και στο οποίο έμενε τώρα η μάνα μου ήταν κλειστό· καθόμουν για λίγο αναποφάσιστος, η μάνα έλειπε και ο υπάλληλος επέμενε.
   «Πού πίσω απ’ το βουνό;»
   Κι αφού το σπίτι ήταν κλειστό, δεν ήθελα ούτε νοερά να τον πάω εκεί και του ‘δειχνα αόριστα όλο το βουνό.
   «Πού πίσω από κει;»
   «Πίσω από κει!»
   Ο άνθρωπος που ρωτούσε μιλούσε για λογαριασμό άλλων δύο παιδονόμων κι ήταν αυτός που με «παρέλαβε» το μεσημέρι, στις δώδεκα και μισή, από το γραφείο του διευθυντή του Αναμορφωτικού, κ. Χαρίλαου Προκοπίδη.
   «Πήγες στη μανούλα;»
   Στο άκουσμα της λέξης σκίρτησα. «Μανούλα» στο σχολειό έλεγαν την κ. Καλλιόπη, μια χοντρή ηλικιωμένη γυναίκα που έπλενε τα ρούχα των παιδιών και ήταν η αρχηγός των πλυντηρίων.
   Την έλεγαν «μανούλα», γιατί εντελώς συμβολικά και για λόγους ψυχολογικούς συμβόλιζε τη μάνα για 350 παιδιά που αποτελούσαμε τη δύναμη του «Στοιχειώδους».
   Ο πλήρης τίτλος του σχολειού μας ήταν: «Αναμορφωτικόν Κατάστημα Στοιχειώδους Εκπαιδεύσεως Αρρένων Κορυδαλλού»…



..............................................


"ΝΥΚΤΕΡΙΝΟΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΗΣ ΜΕ ΤΟΝ ΑΡΗ ΣΚΙΑΔΟΠΟΥΛΟ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΟΝ Γ. ΖΟΥΓΑΝΕΛΗ ."







                                                     (youtube, 14 Σεπ 2014)



Δεν υπάρχουν σχόλια: