Κυριακή 21 Απριλίου 2019

«Κάποιος δεν ανέστη» αφήγημα του Αντώνη Σουρούνη από τη συλλογή αφηγημάτων «Μισόν αιώνα άνθρωπος» (εκδ. Καστανιώτης, 1996)

............................................................
 













Αντώνης Σουρούνης
(1942 - 2016)








·       «Κάποιος δεν ανέστη»

αφήγημα του Αντώνη Σουρούνη από τη συλλογή αφηγημάτων «Μισόν αιώνα άνθρωπος» (εκδ. Καστανιώτης, 1996)


ΕΚΕΙΝΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΣΤΗ ΓΕΙΤΟΝΙΑ ΜΑΣ ΟΛΟΙ ΣΧΕΔΟΝ οι άντρες ξυρίζονταν κάθε Κυριακή καθώς και τις μεγαλογιορτές. Έτσι δεν απόρησα που ο θείος μου μ’ έστειλε νυχτιάτικα να του αγοράσω ξυράφι. Ήταν Μεγάλο Σάββατο και μόλις είχαμε έρθει από το Καπάνι, όπου δουλεύαμε όλη μέρα. Ο θείος μου είχε έναν πάγκο δίπλα σε άλλους πάγκους και πουλούσαμε φρούτα εποχής. Κανένας δεν ήταν καλύτερος από εκείνον σ’ αυτή τη δουλειά. Όχι μόνο στο να πουλάει, αλλά και στο να πουλάει, αλλά και στο ν’ αγοράζει. Πηγαίναμε στη λαχαναγορά τελευταίοι, αφού είχαν περάσει κι είχαν ψωνίσει όλοι οι μανάβηδες. Ο θείος μου έδειχνε στον έμπορα ένα βουνό από καρπούζια ή από πεπόνια ή μια πολυκατοικία από τελάρα.
   -Πόσο, ρε συ;
   Ο άλλος έπιανε το χαρτί και το μολύβι.
   -Κουτουράδα, ρε! Πόσο;
   Έτσι στην κουτουράδα αγόραζε ο θείος μου. Κι έτσι στην κουτουράδα πουλούσε. Όταν δεν συμφωνούσε με κανέναν, πηγαίναμε στο σινεμά γύρω από τον Βαρδάρη και βλέπαμε αστυνομικές και καουμπόικες ταινίες.
   -Μην πεις στη θεια σου πως δε δουλέψαμε κι ήρθαμε σινεμά, έτσι; Γιατί θα σου σπάσω το κεφάλι. Κι όταν έρχεσαι μόνος σινεμά, να προσέχεις. Έτσι και σου κολλάει κανένας από πίσω, να φεύγεις. Και να μου τον δείχνεις για να του σπάσω το κεφάλι.
   Κάθε μέρα έβλεπα τον θείο μου να σπάει κεφάλια. Απ’ τη λαχαναγορά μέχρι το Μουδιάνο και το Καπάνι δεν υπήρχε πιο δυνατός απ’ αυτόν. Έδερνε τους πάντες χωρίς εξαίρεση. Γείτονες, συναδέλφους, μικροπωλητές, εμπόρους, χαμάληδες, δεν άφηνε κανέναν. Ακόμα και πελάτες έδερνε. Ακόμα και χωροφύλακες, που εκείνα τα χρόνια ήταν φόβος και τρόμος. Όταν ερχόταν ο Έκτος Στόλος στη Θεσσαλονίκη, πηγαίναμε στο αεροπλανοφόρο και ο θείος μου έπαιζε μποξ με κάτι μαύρους, που τους έβλεπες και φοβόσουν. Όμως αυτός δε φοβόταν ούτε άνθρωπο ούτε θηρίο.
   -Η ψυχή, ανιψιέ! Η ψυχή είναι που μετράει, μου ‘λεγε κάθε φορά που νικούσε, σαν να το είχε διαπιστώσει μόλις εκείνη τη στιγμή.
   Οι Αμερικάνοι που ξέρανε από μποξ θέλανε να τον πάρουν μαζί τους στην Αμερική, όμως ο θείος μου τους έδειχνε ψηλά τα κάστρα της πόλης, ζωγράφιζε στον αέρα μια γυναικεία φιγούρα κι έπειτα τους έδειχνε την καρδιά του. Εκείνοι καταλάβαιναν και χαμογελούσαν. Φεύγαμε πάντα από το πλοίο φορτωμένα με ρούχα, φαγιά και τσίχλες.
   Εκείνο το Μεγάλο Σάββατο δε θυμάμαι τι πουλούσαμε, θυμάμαι όμως ότι μείναμε μέχρι που ξεπουλούσαμε. Σκεπάσαμε τον πάγκο όπως κάθε βράδυ με καραβόπανο, τον δέσαμε και ανηφορίσαμε για το σπίτι. Ο θείος μου περπατούσε γρήγορα δίχως να μιλάει. Ήμασταν φορτωμένοι με ό,τι μας είχε απομείνει και σκέφτηκα πως θα βιάζεται κι αυτός για να προλάβει την Ανάσταση. Με το που φτάσαμε, γυρνάει και μου λέει:
   -Τρέχα στον κυρ Αλέκο ν’ αγοράσεις ένα ξυράφι. Ένα καλό να του πεις.
   Τσαντίστηκα, γιατί νόμισα πως είχα ξεμπερδέψει με τις αγγαρείες κι ήθελα κι εγώ να πάω στην εκκλησία. Οι φίλοι μου θα ήταν τώρα μαζεμένοι στην αυλή της και θα τσούγκριζαν τ’ αυγά. Όσο κράτησε το πήγαιν’ έλα μου, άκουγα την καμπάνα που χτυπούσε πένθιμα κι αργά. Η καμπάνα κρεμόταν από το πιο γερό κλωνάρι του γεροπλατάνου, που βρισκόταν ανάμεσα στο σπίτι μας και στην εκκλησία. Συχνά τις Κυριακές ο θείος μου ορμούσε με τις πιτζάμες μέσα στην εκκλησία κι έβαζε τις φωνές στους παπάδες και στους επιτρόπους, επειδή η καμπάνα τον ξυπνούσε.
   Τον βρήκα στο νεροχύτη με σαπουνάδες στα μούτρα να πλένει το κορμί του.
   -Φεύγω, ανιψιέ… μου λέει, παίρνοντας το ξυραφάκι. Πάω στη Γερμανία. Και θέλω να πάω καλοξουρισμένος.
   Κανείς μας δεν ήξερε που είναι η Γερμανία, ούτε και είχε μπει κανείς μας σε τρένο. Προσπαθούσα να μαντέψω και το ένα και το άλλο και ο θείος μου ακούμπησε εκείνη τη γροθιά, που είχε ρίξει τόσους άντρες κάτω, στο πρόσωπό μου.
   -Μη στενοχωριέσαι, ρε. Μια μέρα θα σε πάρω κι εσένα. Πώς το λένε στη θεια σου τώρα, μου λες;
   Σε λίγο σ’ ολόκληρο το σπίτι αντηχούσαν φωνές και κλάματα. Ήταν ένα πολύ μεγάλο τουρκικό σπίτι, όπου μέναμε καμιά εικοσιπενταριά συγγενείς και που ο ένας μετά τον άλλο θα κάναμε όλοι εκείνο το ταξίδι. Ο θρήνος έφτασε μέχρι την εκκλησία και πολλοί ήρθαν τρέχοντας, βέβαιοι ότι κάποιος πέθανε. Όσοι πήγαιναν σ’ αυτή σταματούσαν στο σπίτι για να κλάψουν μαζί μας. Ο μόνος που γελούσε μέσα σ’ αυτό το μοιρολόι ήταν ο θείος μου. Κι εγώ, γιατί είχε υποσχεθεί πως μια μέρα θα με πάρει μαζί του. Τον πήγαμε όλοι μαζί στο σταθμό, και το τρένο ξεκίνησε λίγο προτού χτυπήσουν οι καμπάνες Ανάσταση. Η τελευταία εικόνα που θυμάμαι είναι ο θείος μου μισός έξω από το παράθυρο να μας αποχαιρετάει γελώντας και με απλωμένα τα χέρια του σαν χαρούμενος Εσταυρωμένος.

   Κάθε Μεγάλο Σάββατο που κάνω τα λίγα μέτρα από την εκκλησία στο σπίτι, ο θείος μου με περιμένει στο χαμηλό μπαλκόνι, για να του δώσω το άγιο φως. Καθώς πλησιάζω το κερί μου στο κερί του, το γέρικο πρόσωπό του φωτίζεται και μπορώ να μετρήσω τις τρίχες από τα αξύριστα γένια του. Τη Γερμανία δεν κατάφερε να τη νικήσει.
  -Άντε και του χρόνου, ανιψιέ. Ξουράφι όμως δε μου ‘φερες… συμπληρώνει σιγά και γελάει με το κούφιο στόμα του.
   Πολλές φορές σκέφτηκα κι εγώ να του δώσω, έτσι γι’ αστείο, μαζί με το φως της Ανάστασης κι ένα ξυράφι. Φοβάμαι όμως μήπως ξυριστεί και φύγει πάλι για ταξίδι.     


 

Δεν υπάρχουν σχόλια: