..............................................................
Βασίλης Γκουρογιάννης
(γ.1951)
"Η
Ανάσταση της Χριστίνας"
Του
ΒΑΣΙΛΗ ΓΚΟΥΡΟΓΙΑΝΝΗ
("Εφημερίδα των Συντακτών-"Ανοιχτό βιβλίο", 26.4.2019)
Ηταν ο τρίτος χρόνος
διαμονής στον οίκο ευγηρίας «Ο Σωτήρ», αλλά θα ήταν η πρώτη φορά που θα
περνούσε την ημέρα του Πάσχα εκεί μέσα, παρέα με τους βαριά κατάκοιτους και
όσους δεν έχουν κανέναν στον κόσμο να τους πάρει έστω αυτή τη μέρα της μεγάλης
γιορτής στο σπίτι και να τους επιστρέψει τη δεύτερη ή τρίτη μέρα του Πάσχα.
Από πολλές και
διάφορες αιτίες αρκετοί ηλικιωμένοι περνούσαν αυτή την ημέρα εκεί μέσα
κοιτάζοντας ο ένας τον άλλον, χωρίς να τον βλέπουν· ή, μάλλον, κάτι πολύ
βαρύτερο (αλλά ψυχολογικά συγχωρητέο) χωρίς να θέλουν να βλέπουν ο ένας τον
άλλον γιατί ήταν σα να κοιτιόνταν οι ίδιοι σε καθρέφτη και έβλεπαν τον εαυτό
τους.
Ηταν χρόνια χήρος και
την απουσία της γυναίκας του την είχε καταπιεί στο υποσυνείδητό του, σαν να
είχε πάει αυτή ένα μεγάλο ταξίδι στην Αυστραλία με καράβι εκείνου του παλιού
καιρού να δει την άλλη κόρη και ξέμεινε εκεί λόγω θαλασσινής ναυτίας ή και να
μην ήθελε να γυρίσει για να μην έχει τη γρίνια του, όπως του έλεγε όταν ήταν εν
ζωή. Κάποτε όμως θα γυρίσει, θα καταλάβει ότι η γρίνια είναι πολύ καλύτερη από
τη μοναξιά. Αυτός όμως πίστευε για τον εαυτό του ότι δεν ήταν γρινιάρης, ήταν
ένας διαβασμένος άνθρωπος, κάπως τελειομανής, δεν άντεχε τα λάθη στα προφανή
ζητήματα· και αυτό πάντα δημιουργεί τριβές με τους γύρω.
Αλλά και εκεί μέσα,
στον Οίκο, δεν τον θεωρούσαν καθόλου εύκολο γέρο. Μάλιστα όταν η κόρη του τού
το ξέκοψε ότι φέτος λόγω ανωτέρας βίας πρέπει να κάνει υπομονή μια-δυο μέρες,
όπως και οι άλλοι, τότε η ιδιοτροπία του έφτασε στο κατακόρυφο, έγινε άρνηση
κακότροπου παιδιού που δεν καλοπιάνεται ούτε με γλυκόλογα ούτε με παιχνίδια αν
του χαλάσουν το χατήρι. Αυτόν μόνο η Βαλεντίνα μπορεί κάπως να τον κάνει κουμάντο,
να τον ξυρίσει, να τον πλύνει, να τον ντύσει και να τον βγάλει μαζί με όλους
τους άλλους στη μεγάλη σάλα όπου θα έρχονταν το μεσημέρι της Λαμπρής το
Φιλανθρωπικό Σωματείο Γυναικών «Η Ελπίς».
Ομως, ούτε το
υπερόπλο Βαλεντίνα από την Αυλώνα μπόρεσε να κάνει κάτι, παρότι τον κολάκευε
ότι θα έρθουν και τα κορίτσια από δίπλα (εννοούσε τις γριές από τους διπλανούς
θαλάμους) και θα τους κάψει την καρδιά έτσι που θα τον φτιάξει όμορφον και θα
τον στολίσει! Ο γέρος δήλωσε ασθένεια, επικαλέστηκε πόνο μέσης και έτσι κανείς
δεν μπορούσε να τον κουνήσει με το ζόρι.
Τέλος πάντων, ήρθε
και η Ανάσταση, όπως έρχεται σε τέτοιους χώρους. Ηρθε και το μεσημέρι της
Λαμπρής, δεν θέλησε να φάει μαγειρίτσα, είδε τους άλλους του θαλάμου να
μετακινούνται προς τη σάλα –άλλοι με μαγκούρες, άλλοι με καροτσάκια σέρνοντας
μαζί και τους ορούς, έμοιαζαν με ιστιοφόρα–, μετά ακούστηκαν εκρήξεις από
γέλια, πειράγματα και ευχές καθώς κατέφθασε το Σωματείο και γινόταν μεγάλος
σαματάς.
Ακούγονταν ήχοι από
χάρτινες συσκευασίες δώρων που σκίζονταν με γεροντική βραδύτητα και οι γριές
πιο εκδηλωτικές και φιλάρεσκες έδεναν τα κασκόλ στον λαιμό και φορούσαν τα
σκουφιά και ρωτούσε η μια την άλλη πώς δείχνει.
Δεν στενοχωριόταν
καθόλου που δεν ήταν μαζί τους· αντιθέτως, το απολάμβανε με κάποιον υπεροπτικό
κυνισμό, ωσότου είδε μια κυρία –που κάτι του θύμιζε– να κοιτάζει από περιέργεια
στην είσοδο του θαλάμου, να παρατηρεί, να φεύγει και να ξαναγυρίζει κατευθείαν
προς αυτόν. Δεν φορούσε τα γυαλιά του και δεν ξεχώριζε καθαρά, αλλά μέσα στην
ασάφεια της μυωπίας είδε ότι η γυναίκα που κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και
ανατάραξε με τους γλουτούς της τον σομιέ ήταν μια καλοβαλμένη κυρία, με γλυκό
πρόσωπο, έφερνε κάπως προς τη δική του γυναίκα όπως τη θυμόταν, εκεί γύρω στην
ηλικία των τριάντα-σαράντα. Του γελούσε, του ευχόταν.
Δεν θέλησε να φορέσει
τα γυαλιά της βαριάς μυωπίας, προτιμούσε το φλουτάρισμα της όρασης, που του
έδινε την αίσθηση ενός θρησκευτικού οράματος με αχλύ αγιοσύνης. Η γυναίκα
ακούμπησε σ' ένα κούφωμα της κουβέρτας δυο κόκκινα αυγά, κάτι του έλεγε και δεν
την άκουγε, δεν είχε φορεμένα και τα ακουστικά της ελαφριάς βαρηκοΐας, ήταν και
η φασαρία από τη σάλα.
Μετά εκείνη σηκώθηκε
από το κρεβάτι, τον πλησίασε προς το κεφάλι, έσκυψε από πάνω του για να του
τακτοποιήσει το μαξιλάρι και να τον ανασηκώσει λιγάκι, με τη ζόρικη κίνηση που
έκανε της άνοιξε αρκετά το μπούστο του πουκαμίσου της και φάνηκε το μαύρο
σουτιέν και η κοιλιά μέχρι τον αφαλό.
Ξεράθηκε ο λάρυγγάς
του με αυτό το απρόοπτο δώρο της αίσθησης, μετά εκείνη του έχωσε στη χούφτα το
ένα αυγό και το στερέωσε στα δάχτυλά του, που είχαν αδυνατισμένη αρπακτική
ικανότητα. Μετά τσούγκρισαν τα αυγά, εκείνη έλεγε «Χριστός ανέστη», αυτός ήταν
χαμένος σε παραισθήσεις, δεν κατάλαβε τίνος αυγό έσπασε, την τραβούσε με το
αριστερό χέρι πιο κοντά του, φαίνονταν ότι κάτι θέλει να της πει και το
τραύλιζε, εκείνη πλησίασε το κεφάλι της στο δικό του φέρνοντας το αυτί στο
στόμα του για να τον ακούσει, τον σκέπασαν τα αρωματισμένα μαλλιά της στο
πρόσωπο, της σάλιωσε τον λοβό του αυτιού. Αν κάποιος έμπαινε εκείνη τη στιγμή,
σίγουρα θα υποπτευόταν αυτήν την όμορφη, αξιοπρεπή γυναίκα για διαστροφή
γεροντολαγνείας.
Η γυναίκα επέμενε να
ακούσει τι ακριβώς θέλει να της πει ο υπέργηρος. Μετά σήκωσε το κεφάλι με
ικανοποίηση, τον κοίταξε τρυφερά στα μάτια μειδιώντας «Χριστίνα, βρε, την
έλεγαν τη γυναίκα σου. Εεε!». Εκείνος κούνησε το κεφάλι επιβεβαιωτικά και κάτι
ψέλλισε, όμως το γκρίζο πρόσωπό του είχε φωτιστεί από ευτυχία σαν το σκονισμένο
αμπαζούρ. Εκείνη τον χάιδεψε στο μέτωπο και έφυγε προφέροντας και πάλι τον
πασχαλιάτικο χαιρετισμό «Χριστός ανέστη, παππού» κι εκείνος, ο άθεος,
μουρμούρισε «Αληθώς ο Κύριος».
Τελευταίο βιβλίο του
Β. Γκουρογιάννη είναι το μυθιστόρημα «Αναψηλάφηση» (Μεταίχμιο, 2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου