Παρασκευή 26 Απριλίου 2019

Ένας θάνατος στη γειτονιά μου (Τρίτη Τάξη Πραγμάτων) Από τη φίλη στο fb Μαρία Καλύβα (facebook, 25.4.2019)

.............................................................
 

Ένας θάνατος στη γειτονιά μου
(Τρίτη Τάξη Πραγμάτων)









Από τη φίλη στο fb Μαρία Καλύβα (facebook, 25.4.2019)












 
Κύριε, κύριε,
εμείς πέρσι, στις διακοπές του Πάσχα, είδαμε στη γειτονιά μας ένα θάνατο!
Πέθανε η κυρά Φωτεινή!
Ο Χριστός πήρε την κυρά Φωτεινή ακριβώς την ώρα της Αποκαθήλωσης οι γείτονες το είπανε και είπανε πως θα πάει στον παράδεισο, γιατί πέθανε μαζί με το Χριστό.
Εμείς δεν είχαμε δει ποτέ την κυρά Φωτεινή.
Έμενε στο σπίτι το κάτω της κυρά Έλλης. Είχε δύο μεγάλους γιούς και ένα άντρα.
Αυτοί όλοι ήταν πολύ όμορφοι, ντυνόντουσαν σαν κύριοι, δηλαδή με πουκάμισα, γραβάτες και κουστούμια και φεύγανε πολύ νωρίς για τις δουλειές τους.
Είχε και μια κόρη, τη Σούλα.
Η Σούλα ήταν δεκάξι χρονών. Δεν δούλευε, ούτε είχε ωραία ρούχα, φορούσε πάντα ένα καφέ καρό φουστάνι, είχε ίσια μαλλιά καφέ κι ήταν ζαρωμένη κι αδύνατη σαν γιαγιά, μα όταν έβγαινε από το σπίτι της γελούσε, η Σούλα μας όλο γελούσε.
Μέσα στο σπίτι δεν ξέρω, γιατί η κυρά Φωτεινή ήταν πολύ άρρωστη και η Σούλα δεν πήγαινε στο σχολείο για να την φροντίζει.
Όταν η κυρά Φωτεινή κοιμόταν, η Σούλα έκανε όλες τις δουλειές, έπλενε πάρα πολλά πουκάμισα και τα άπλωνε, μαγείρευε, σιδέρωνε κι έβγαινε και για τα ψώνια.
Όλους τους χαιρετούσε γελώντας και οι γείτονες πολύ αγαπούσαν τη Σούλα, γιατί ήταν πολύ καλή κοπέλα.
Μια φορά που εγώ και η αδερφή μου γυρίζαμε από το φούρνο, τσακωθήκαμε, γιατί εγώ ήθελα να ανοίξει η αδερφή μου την πόρτα του κήπου και η αδερφή μου ήθελε να την ανοίξω εγώ την πόρτα του κήπου.
Τότε πέρασε η Σούλα και έβαλε τα γέλια και μας είπε:
-Καλέ μην τσακωθείτε για την πόρτα γιατί θα στεναχωρηθεί! Εγώ θα την ανοίξω.
Kαι την άνοιξε αυτή και μας χάιδεψε, εμένα με φίλησε κιόλας γιατί έκλαιγα και γελούσε τόσο, που γελάσαμε κι εμείς.
Τα απογεύματα, τη Σούλα δεν την βλέπαμε καθόλου, γιατί όταν τελείωνε τις δουλειές της, καθόταν δίπλα στη μαμά της που πονούσε πάρα πολύ και της κρατούσε το χέρι .
Και πέρσι, τη μεγάλη Παρασκευή, ακούσαμε για πρώτη φορά την κυρά Φωτεινή να φωνάζει.
Φώναζε «πάρε με Χριστέ μου πάρε με, τώρα πάρε με... μαζί σου».
Και ο Χριστός την πήρε, αφού του το ζήτησε.
Όλη η γειτονιά μαζεύτηκε έξω από το σπίτι της κυρά Φωτεινής. Κανένας δεν τόλμησε να μπει μέσα, γιατί ο άντρας της και οι γιοί της ήτανε εκεί, με τα ωραία τους ρούχα.
Η Σούλα με το καφέ της φουστάνι, βγήκε κάποια στιγμή στο παράθυρο. Έκλαιγε πάρα πολύ. Όταν όμως με είδε να κλαίω στο κατώφλι της, δίπλα στο καπάκι με το σταυρό από το φέρετρο, μου γέλασε. Αλήθεια, μου γέλασε.
Εμείς δεν πήγαμε στην κηδεία της.
Όλη η γειτονιά ήταν πολύ χάλια. Και ο καιρός ήταν πολύ χάλια, και το Πάσχα έβρεχε και ο κυρ-Παναγιώτης έβαλε πολύ σιγά το δίσκο του Βαμβακάρη καθώς έψηνε το αρνί στην αυλίτσα του.
Τώρα εγώ, όταν ακούω τον Βαμβακάρη, κλαίω.
Μετά φύγανε από αυτό το σπίτι, ούτε που κατάλαβα πότε. Χάσαμε την αγαπημένη μας Σούλα.
Όμως ξαναπέρασε από τη γειτονιά τον περασμένο μήνα. Φορούσε εκείνο το καφέ καρό φουστάνι και γελούσε.
Έτρεξα κοντά της και τη φώναξα, αλλά η Σούλα δεν μου μίλησε, κοίταζε γύρω γύρω και γελούσε και με έσπρωξε με το χέρι της.
Και είμαι πολύ λυπημένη κύριε, γιατί η Σούλα δεν με αγαπάει πια.

Δεν υπάρχουν σχόλια: