Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018

Απόσπασμα από τη νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ «Η Μαρκησία του Ο…» (από τις «4 Νουβέλες» του Heinrich von Kleist, μτφ. & σημειώματα Θοδωρής Δασκαρόλης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα, 1985)

..............................................................

  







Χάινριχ φον Κλάιστ (1777 - 1811)








  • Απόσπασμα από τη νουβέλα του Χάινριχ φον Κλάιστ  «Η Μαρκησία του Ο…»


(από τις «4 Νουβέλες» του Heinrich von Kleist, μτφ. & σημειώματα Θοδωρής Δασκαρόλης, εκδ. «Άγρα», Αθήνα, 1985)




…Τέλος, όταν νύχτωσε, εμφανίστηκε ο κόμης. Η οικογένεια περίμενε πως μετά από τις πρώτες τυπικές φιλοφρονήσεις το θέμα θα ξαναρχόταν στη συζήτηση και τότε από κοινού αποφάσισαν πως θα τον παρακαλούσαν  να ανακαλέσει το αίτημά του, όσο ήταν αυτό δυνατό. Όμως μάταια σ’ όλη τη διάρκεια του δείπνου περίμεναν μια τέτοια ευκαιρία. Σκόπιμα, αποφεύγοντας οτιδήποτε θα μπορούσε να οδηγήσει τη συζήτηση προς τα κει, ο κόμης συζητούσε με τον φρούραρχο για τον πόλεμο και με τον δασάρχη για το κυνήγι. Όταν αναφέρθηκε στη μάχη στη Π…, όπου είχε πληγωθεί, η μητέρα τον μπέρδεψε με την ιστορία της αρρώστιας του, τον ρώτησε πώς τα πέρασε σε ένα τόσο μικρό μέρος, κι αν είχε βρει εκεί όλα τα χρειαζούμενα για την περιποίησή του. Για απάντηση τους διηγήθηκε διάφορες ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες του πάθους του για τη μαρκησία, πως συνεχώς, σ’ όλη τη διάρκεια της αρρώστιας του, η παρουσία της ήταν μόνιμη στην άκρη του κρεβατιού του· πως συνδύαζε την εικόνα της, μέσα στην κάψα του πυρετού του, πάντα με την εικόνα ενός κύκνου που είχε δει μικρός στα κτήματα του θείου του· πως μια ανάμνηση τον είχε συγκινήσει ιδιαίτερα, όταν μια φορά είχε πετάξει ένα σβόλο λάσπη πάνω στον κύκνο, κι αυτός είχε βουτήξει σιωπηλός, κι ύστερα αναδύθηκε πάλι απ’ το νερό καθαρός· πως αυτή πάντα κολυμπούσε σ’ έναν ορμητικό χείμαρρο και κείνος τη φώναζε «Τίνκα», που ήταν το όνομα του κύκνου, μα πως δεν μπορούσε να την τραβήξει προς το μέρος του, γιατί αυτή το μόνο που έκανε ήταν να γλιστράει αθόρυβα, λυγίζοντας το λαιμό της και προβάλλοντας το στήθος της· κι άξαφνα της είπε κατακόκκινος πως την αγαπούσε τρομερά: κοίταξε ξανά το πιάτο του σκυφτός και σιώπησε. Κάποια στιγμή έπρεπε να σηκωθούν απ’ το τραπέζι· κι όταν ο κόμης μετά από λίγα λόγια που αντάλλαξε με τη μητέρα, υποκλίθηκε προς την ομήγυρη και γύρισε πίσω στο δωμάτιό του, μείναν όλοι στη θέση τους και δεν ήξεραν τι να σκεφτούν. Ο φρούραρχος ήταν της γνώμης πως έπρεπε ν’ αφήσουν το θέμα να τραβήξει μόνο του το δρόμο του. Ίσως ο κόμης κάνοντας αυτές τις ενέργειες να υπολόγιζε στους συγγενείς του. Διαφορετικά τον περίμενε μια ατιμωτική απόταξη. Η κυρία Γκ… ρώτησε την κόρη της τι γνώμη είχε γι’ αυτόν. Και αν θα συναινούσε άραγε με μια δήλωση που θα απέτρεπε ενδεχομένως κάποιο δυσάρεστο αποτέλεσμα; Η μαρκησία απάντησε:
   -Καλή μου μητέρα! Αυτό δεν είναι δυνατόν. Λυπάμαι που η ευγνωμοσύνη μου υποβάλλεται σε τόσο σκληρή δοκιμασία. Όμως ήταν απόφασή μου να μην παντρευτώ ξανά· δεν θα ‘θελα να ξαναπαίξω με την ευτυχία μου, και μάλιστα τόσο ασυλλόγιστα.
   Ο δασάρχης παρατήρησε πως ακόμη κι απ’ αυτήν την εξήγησή της θα μπορούσε αυτός να επωφεληθεί, και πως σχεδόν του φαινόταν επιβεβλημένο να του δώσουν μια συγκεκριμένη απάντηση. Η γυναίκα του συνταγματάρχη πρόσθεσε πως αυτός ο νέος, που τόσες πολλές εξαιρετικές ιδιότητες τον χαρακτήριζαν και που είχε εκδηλώσει την επιθυμία να μείνει στην Ιταλία, άξιζε κάποιο σεβασμό, κατά τη γνώμη της, και πως η μαρκησία θα ‘πρεπε να ξανασκεφτεί την απόφασή της. Ο δασάρχης, καθώς κάθησε πλάι στη μαρκησία, τη ρώτησε αν της άρεσε καθόλου αυτός ο άνθρωπος. Η μαρκησία απάντησε με κάποια αμηχανία:
   -Μ’ αρέσει και δεν μ’ αρέσει· και πως θα ‘θελε να βασιστεί στα αισθήματα των άλλων. Η κυρία συνταγματάρχου είπε:
   - Όταν γυρίσει απ’ τη Νεάπολη, και αν εμείς μέχρι τότε δεν έχουμε μάθει κάτι που να αναιρεί τη συνολική εντύπωση που αποκομίσαμε γι’ αυτόν, τότε τι απάντηση θα του έδινες, και πώς θα δεχόσουν το αίτημά του, αν αυτός το επαναλάμβανε;
   - Στην περίπτωση αυτή, απάντησε η μαρκησία, εφόσον οι επιθυμίες του φαίνονται πραγματικά τόσο σφοδρές, αυτές τις επιθυμίες – κόμπιασε και τα μάτια της έλαμπαν καθώς το ‘λεγε αυτό – εξαιτίας της υποχρέωσης που του οφείλω, θα τις εκπλήρωνα.
   Η μητέρα, που πάντα επιθυμούσε να ξαναπαντρευτεί η κόρη της, προσπάθησε να κρύψει τη χαρά της γι’ αυτή τη δήλωση και αναλογίστηκε τα πλεονεκτήματα που θα προέρχονταν από κάτι τέτοιο. Ο δασάρχης είπε, καθώς σηκωνόταν ανήσυχος πάλι από το κάθισμά του, πως αν η μαρκησία αντιμετώπιζε καθόλου την πιθανότητα να δώσει στον κόμη μια μέρα το χέρι της, έπρεπε αμέσως τώρα να ενεργήσουν για ν’ αποφευχθούν οι συνέπειες της παράλογης πράξης του. Την ίδια γνώμη είχε και η μητέρα, που πίστευε πως επιτέλους το ρίσκο δεν ήταν και τόσο μεγάλο, αφού ο άνθρωπος είχε δείξει τόσες πολλές εξαιρετικές αρετές εκείνη τη νύχτα που οι Ρώσοι κατέλαβαν το φρούριο, ώστε δεν υπήρχε λόγος να φοβάται κανείς πως στην υπόλοιπη ζωή του θα τις αναιρούσε. Η μαρκησία χαμήλωσε το βλέμμα με μια έκφραση ζωηρότατης ταραχής.
   -Θα μπορούσε κανείς ήδη, συνέχισε η μητέρα, πιάνοντάς της το χέρι, να του πει, ενδεχομένως, πως μέχρι την επιστροφή του από τη Νεάπολη, εσύ δεν πρόκειται να δεσμευτείς με κάποιον άλλο.
   - Αυτή τη διαβεβαίωση, καλή μου μητέρα, μπορώ να την κάνω· φοβάμαι μόνο πως κάτι τέτοιο δεν θα τον καθησύχαζε και θα μας μπέρδευε.
   - Αυτό άσε το σε μένα!, τη διαβεβαίωσε η μητέρα ενθουσιασμένη και αναζήτησε με το βλέμμα το φρούραρχο.
   - Λορέντσο, ρώτησε, τι λες κι εσύ;, κι ετοιμαζόταν να σηκωθεί από το κάθισμά της. Ο φρούραρχος που τα είχε ακούσει όλα, στεκόταν στο παράθυρο, κοίταζε έξω στο δρόμο και δεν έλεγε τίποτα. Ο δασάρχης διαβεβαίωσε πως μ’ αυτή την αβλαβή δήλωση αναλάμβανε να βγάλει τον κόμη από το σπίτι.
   - Κάντε το λοιπόν! Κάντε το! Κάντε το!, φώναξε ο πατέρας, γυρνώντας προς το μέρος του· πρέπει για δεύτερη φορά να παραδοθώ σ’ αυτόν τον Ρώσο!
   Τότε πετάχτηκε απάνω η μητέρα, τους φίλησε αυτόν και την κόρη και ρώτησε, ενώ ο πατέρας χαμογελούσε με τον ενθουσιασμό της, πώς θα μπορούσαν, χωρίς καθυστέρηση, να μεταφέρουν αυτήν τη δήλωση στον κόμη. Αποφάσισαν, μετά από πρόταση του δασάρχη, αν αυτός δεν είχε ξεντυθεί ακόμη, αν του ήταν εύκολο να έρθει για ένα λεπτό να του μιλήσουν. Ο κόμης απάντησε πως θα είχε την τιμή να παρουσιαστεί αμέσως, και πριν καν προλάβει να επιστρέψει ο υπηρέτης με το μήνυμά του, εμφανίστηκε αυτός ο ίδιος με βήματα που τους έδινε φτερά η χαρά, μπήκε μέσα στο δωμάτιο και έπεσε στα πόδια της μαρκησίας, βαθιά συγκινημένος. Κάτι πήγε να πει ο φρούραρχος, όμως αυτός, καθώς σηκωνόταν, είπε πως ήξερε ήδη αρκετά! Φίλησε τα χέρια του πατέρα και της μητέρας, αγκάλιασε τον αδερφό και παρακάλεσε μόνο, αν είχαν την καλοσύνη να του εξασφαλίσουν μια θέση σε μια ταχυδρομική άμαξα. Η μαρκησία, ολοφάνερα ταραγμένη απ’ αυτή τη σκηνή, είπε:
   -Φοβάμαι, κύριε κόμη, πως η σφοδρότητα των ελπίδων σας σάς παρέσυρε κιόλας πολύ μακριά.
   - Τίποτα! Δεν θέλω ν’ ακούσω τίποτα! διαμαρτυρήθηκε ο κόμης. Τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί, αν μάθετε κάτι για μένα, που με οποιονδήποτε τρόπο θ’ αντιτασσόταν στο συναίσθημα που με κάλεσε σε σας ξανά, σ’ αυτό το δωμάτιο.
   Έπειτα απ’ αυτό, ο διοικητής τον αγκάλιασε θερμά, ο δασάρχης του πρόσφερε το δικό του αμάξι και ένας ιπποκόμος έτρεξε αμέσως στο ταχυδρομείο να παραγγείλει άλογα σε πολύ καλή τιμή, και υπήρχε τέτοια χαρά γι’ αυτήν την αναχώρηση, όση δεν είχε υπάρξει ποτέ σε υποδοχή ξένου…


Δεν υπάρχουν σχόλια: