.............................................................
Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896 - 1928)
Γραφιάς
Οι ώρες μ' εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο αχάριστο τραπέζι.
(Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου.)
Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να 'χουν βγει σε τάφο.)
σὲ κάποιο τόπο ἀγνώριστο καὶ νέο,
θέλω νὰ γίνω μία χρυσὴ σκόνη μὲς στὸν αἰθέρα,
ἁπλὸ στοιχεῖο, ἐλεύθερο, γενναῖο.
Σὰν ὄνειρο νὰ φαίνονται ἁπαλὸ καὶ νὰ μιλοῦνε
ἕως τὴν ψυχὴ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου,
ὡραῖα νά ῾ναι τὰ πρόσωπα καὶ νὰ χαμογελοῦνε,
ὡραῖος ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μου.
Σκοτάδι τόσο ἐκεῖ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει, θεέ μου,
στὴ νύχτα, στὴν ἀπόγνωση τῶν τόπων,
στὸ φοβερὸ στερέωμα, στὴν ὠρυγὴ τοῦ ἀνέμου,
στὰ βλέμματα, στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων.
Νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε, τίποτε πιά, μὰ λίγη
χαρὰ καὶ ἱκανοποίησις νὰ μένει,
κι ὅλοι νὰ λένε τάχα πὼς ἔχουν γιὰ πάντα φύγει,
ὅλοι πὼς εἶναι τάχα πεθαμένοι.
καὶ τὸν ζητοῦν τὰ πορφυρὰ στόματα τῶν ἀνθῶν.
Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θὰ μᾶς ἀφήσει,
κι ὕστερα πιὰ μήτε σκιὲς δὲν εἴμεθα σκιῶν.
Τὸ θάνατό μας καρτερεῖ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Τέτοια θὰ δοῦμε ἀκόμη μιὰ δύση θριαμβική,
κι ὕστερα φεύγουμεν ἀπὸ τὰ βράδια τοῦ Ἀπριλίου,
στὰ σκοτεινὰ πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεῖ.
Μόνο μπορεῖ νὰ μείνουνε κατόπι μας οἱ στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας νὰ μείνουνε, καθὼς
τὰ περιστέρια ποὺ σκορποῦν οἱ ναυαγοὶ στὴν τύχη,
κι ὅταν φέρουν τὸ μήνυμα δὲν εἶναι πιὰ καιρός.
Κώστας Γ. Καρυωτάκης (1896 - 1928)
Γραφιάς
Οι ώρες μ' εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο αχάριστο τραπέζι.
(Απ' τ' ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιών μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου.)
Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να 'χουν βγει σε τάφο.)
ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ ΠΙΑ ΑΠΟ ΔΩ...
Θέλω νὰ φύγω πιὰ ἀπὸ δῶ, θέλω νὰ φύγω πέρα,σὲ κάποιο τόπο ἀγνώριστο καὶ νέο,
θέλω νὰ γίνω μία χρυσὴ σκόνη μὲς στὸν αἰθέρα,
ἁπλὸ στοιχεῖο, ἐλεύθερο, γενναῖο.
Σὰν ὄνειρο νὰ φαίνονται ἁπαλὸ καὶ νὰ μιλοῦνε
ἕως τὴν ψυχὴ τὰ πράγματα τοῦ κόσμου,
ὡραῖα νά ῾ναι τὰ πρόσωπα καὶ νὰ χαμογελοῦνε,
ὡραῖος ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός μου.
Σκοτάδι τόσο ἐκεῖ μπορεῖ νὰ μὴν ὑπάρχει, θεέ μου,
στὴ νύχτα, στὴν ἀπόγνωση τῶν τόπων,
στὸ φοβερὸ στερέωμα, στὴν ὠρυγὴ τοῦ ἀνέμου,
στὰ βλέμματα, στὰ λόγια τῶν ἀνθρώπων.
Νὰ μὴν ὑπάρχει τίποτε, τίποτε πιά, μὰ λίγη
χαρὰ καὶ ἱκανοποίησις νὰ μένει,
κι ὅλοι νὰ λένε τάχα πὼς ἔχουν γιὰ πάντα φύγει,
ὅλοι πὼς εἶναι τάχα πεθαμένοι.
ΥΣΤΕΡΟΦΗΜΙΑ
Τὸ θάνατό μας χρειάζεται ἡ ἄμετρη γύρω φύσηκαὶ τὸν ζητοῦν τὰ πορφυρὰ στόματα τῶν ἀνθῶν.
Ἂν ἔρθει πάλιν ἡ ἄνοιξη, πάλι θὰ μᾶς ἀφήσει,
κι ὕστερα πιὰ μήτε σκιὲς δὲν εἴμεθα σκιῶν.
Τὸ θάνατό μας καρτερεῖ τὸ λαμπρὸ φῶς τοῦ ἥλιου.
Τέτοια θὰ δοῦμε ἀκόμη μιὰ δύση θριαμβική,
κι ὕστερα φεύγουμεν ἀπὸ τὰ βράδια τοῦ Ἀπριλίου,
στὰ σκοτεινὰ πηγαίνοντας βασίλεια πέρα κεῖ.
Μόνο μπορεῖ νὰ μείνουνε κατόπι μας οἱ στίχοι
δέκα μονάχα στίχοι μας νὰ μείνουνε, καθὼς
τὰ περιστέρια ποὺ σκορποῦν οἱ ναυαγοὶ στὴν τύχη,
κι ὅταν φέρουν τὸ μήνυμα δὲν εἶναι πιὰ καιρός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου