Δυο καλοκαίρια: 2004/2011
του Νικόλα Σεβαστάκη
To καλοκαίρι του 2004, το μεγάλο γεγονός των Ολυμπιακών Αγώνων επιλέχτηκε ως σύμβολο της δημοκρατίας του επιτεύγματος, ως ενσάρκωση της ιδέας της ισχυρής Ελλάδας. Την περίοδο εκείνη, ένα σημαντικό τμήμα των ελίτ έσπευδε να χαιρετήσει την «ωρίμανση» του έλληνα πολίτη, τη συμφιλίωση ανάμεσα στις εμπειρίες της υλικής ευημερίας και σε μια νέα αίσθηση ευθύνης η οποία, λεγόταν, κλείνει τους λογαριασμούς με την κουλτούρα των διχασμών και των «παράλογων» φόβων. Το καλοκαίρι του 2004 ήταν, θα μπορούσε να πει κανείς, η υλική και πολιτιστική προέκταση της φασματικής ύπαρξης του λεγόμενου μεσαίου χώρου. Και συγχρόνως συμπύκνωνε τους κοινούς τόπους του εκσυγχρονιστικού «νέου πατριωτισμού».
Το καλοκαίρι του 2011, η επίκληση της συναίνεσης έχει αλλάξει τελείως πρόσημο και χαρακτήρα. Ό, τι έχει απομείνει από το μπλοκ της ορθοφροσύνης του 2004 ανακαλύπτει τώρα το μεγάλο κακό: ότι ο πολίτης δεν έχει ωριμάσει, ότι ο διεκδικητικός «παιδισμός» δεν έχει κατανικηθεί, ότι, κοντολογίς, ο λαός παραμένει ανεπίτρεπτα λαϊκιστής. Η παλιά σύνθεση δημοκρατικού ηδονισμού και εκσυγχρονισμού μοιάζει πλέον με ένα πολύ μακρινό παρελθόν. Η (ψευδής) θετικότητα, μαραζωμένη ήδη εδώ και χρόνια, καταπλακώθηκε απότομα από την επίγνωση της αμαρτίας, της πτώσης και της ανάγκης για εξιλέωση. Για αυτό και οι νέοι τόνοι της ορθοφροσύνης δεν περιγράφουν κάποια χώρα μεταλλίων αλλά έναν τόπο μαρτυρίου. Από την Ελλάδα μεγάλο θεματικό πάρκο περάσαμε στην Ελλάδα σωφρονιστική αποικία. Από τις ρητορικές της αυτοπεποίθησης φτάσαμε σε έναν, σχεδόν σαδιστικό, στιγματισμό του Έλληνα ως ανερμάτιστου απατεωνίσκου.
Το 2004, ο τόνος ήταν ευφορικός, αντι-απαισιόδοξος, φιλικός προς τον χρήστη, όπως εκείνα τα καταιγιστικά διαφημιστικά μηνύματα των τραπεζών και της κινητής τηλεφωνίας της εποχής. Ήταν ο «φιλελευθερισμός» της χορηγίας, της προσδοκίας για success stories, της επιδεικτικής γαλανόλευκης κατάφασης. Το 2011 ο καθώς πρέπει δημόσιος λόγος αρχίζει με αυστηρές προειδοποιήσεις και καταλήγει στις ανοιχτές απειλές. Σα να λέει: τέρμα πια τα δημοκρατικά σας παραμύθια, τέλος πια με τα δικαιώματα· ήλθε η ώρα της «υποχρέωσης». Κάποια χρόνια μετά τον εξαναγκασμό στην ευωχία βρισκόμαστε στην απηνή καταδίωξη της χαράς, στην επικυριαρχία των θλιμμένων παθών, στην ιερή επιταγή για θυσία και πόνο. Και η οικονομική των Μνημονίων γίνεται ένα είδος πρακτικής θεολογίας για ένα έθνος ασώτων και παραπλανημένων. Στη θέση της «ματαιωμένης» καταναλωτικής θετικότητας υψώνεται μια θεολογική κακεντρέχεια σύμφωνα με την οποία κάθε ατομική επιθυμία και κάθε κοινωνικό συναίσθημα είναι πλέον ύποπτα πράγματα απλώς και μόνο επειδή εξακολουθούν να υπάρχουν. Η αναζήτηση των ανθρώπων στις πλατείες για υλική αξιοπρέπεια, για μια αξιοβίωτη ζωή δίχως οικονομική βία εκλαμβάνεται ως κάποια ανάρμοστη επιθυμία για «βόλεμα», αν όχι ως υπεράσπιση των παλιών προνομίων.
Τόσο όμως το θριαμβικό καλοκαίρι του 2004 όσο και η σημερινή στιγμή της «τιμωρίας» αντλούν από το ίδιο ιδεολογικό πεδίο. Στην πρώτη περίπτωση τα πλήθη προσκαλέστηκαν σε μια μειλίχια χαζοχαρούμενη συναίνεση. Τώρα το πλήθος εγκαλείται να αποδεχτεί την καταθλιπτική πραγματικότητα της αυτοτιμωρίας του. Εις το διηνεκές ή για απροσδιόριστο διάστημα. Ο νέος τόνος αποστρέφεται έτσι την παλιότερη εμφάνισή του. Γίνεται αντι-φιλελεύθερος, ελάχιστα ανεκτικός, θυμωμένος με τον τρόπο που ήταν από πάντα οργισμένος ένας Γιάννης Μαρίνος και ένας Αλέκος Παπαδόπουλος. Δεν συνομιλεί πια με το κοινό του –αυτό το κοινό που είχε καλεστεί στο πανηγύρι του 2004– αλλά βρίζοντας το κοινό του όπως στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Πέτερ Χάντκε. Ορκίζεται στις θυσίες, όπως την περίοδο 2000-2004 ορκιζόταν στις ευκαιρίες και στα «ανοίγματα» εναντίον όλων όσων δεν μάθαμε ποτέ να απολαμβάνουμε τη στιγμή.
Η στροφή αυτή δεν συνιστά όμως μια απλή αλλαγή διάθεσης στον λόγο των ελίτ. Δεν έχει σχέση με τις ιδιοσυγκρασίες κάποιων αρθρογράφων και σχολιαστών. Αντίθετα στεγάζει κάτι πολύ σοβαρό και επικίνδυνο. Η όψιμη επίκληση των αξιών της «εργασίας», της «αριστείας», της «σοβαρότητας» κλπ. καλλιεργεί την ιδέα μιας δημοκρατίας χωρίς ίχνος χαράς, μιας ζωής χωρίς γενναιόδωρα ανοίγματα, μιας καθημερινότητας συρρικνωμένης σε άθλιες «στρατηγικές επιβίωσης». Αν σταθούμε για λίγο στο γλωσσάρι της τωρινής ορθοφροσύνης βλέπουμε άλλωστε ότι στερείται παντελώς οποιασδήποτε θετικής υπόσχεσης. Από τις ανταμοιβές στις ποινές, από την απόλαυση στην καταστολή της. Και το πνεύμα είναι ένα: «Θα δείτε τι θα πάθετε αν…». Προειδοποίηση, κλήτευση, καχυποψία. Σαν το πνεύμα που διαπότιζε τις εγκυκλίους τις οποίες έστελνε καθημερινά στα πανεπιστήμια ο απελθών υφυπουργός Παιδείας.
Οι κυρίαρχες δυνάμεις προτείνουν τον εξορθολογισμό ως γενική αστυνόμευση των συμπεριφορών. Πριν από δέκα-δεκαπέντε χρόνια με την ίδια ένταση εγκωμίαζαν την απενοχοποίηση της μεσοαστικής ευημερίας. Το ζητούμενο για ένα κίνημα «πραγματικής δημοκρατίας» είναι στο εξής να υπερβεί και τα δυο παραδείγματα. Και αυτό διότι η στιγμή του 2004 –ύστατη κορύφωση του κύματος ρηχού ευημερισμού– και η αντιδημοκρατική υστερία των σημερινών καλόγερων της «εθνικής ανάνηψης» συνιστούν δυο όψεις της ίδιας αυταπάτης: ότι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, με υπαγορευμένη «ευθυμία του κοινού» ή επιβεβλημένη «μιζέρια» μπορεί να εξασφαλιστεί η συναίνεση. Αυτή η αυταπάτη δεν είναι άλλο από την κατάργηση της πολιτικής ως υπόθεσης όλων· μια κατάργηση της πολιτικής που μπορεί να λαμβάνει διαφορετικές μορφές μέσα στο χρόνο: από τη φαντασμαγορία των Ολυμπιακών Αγώνων του χθες μέχρι τις επιτροπές σοφών για το «δημοψήφισμα» του ερχόμενου Σεπτέμβρη.
Ο Νικόλας Σεβαστάκης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ
...................................................................................
Γιατί δεν «τρέχει» ο ΣΥΡΙΖΑ; Ένα χαμένo ραντεβού
Ημερομηνία δημοσίευσης: 26/06/2011
Του Γεράσιμου Μοσχονά
Το πλειοψηφικό «état d'esprit»
Σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, σε μια εξαιρετική στιγμή της ελληνικής ιστορίας, 4 οικονομολόγοι της Αριστεράς, ο Κ. Βεργόπουλος, ο Γ. Δραγασάκης, ο Π. Λινάρδος-Ρυλμόν και ο Σ. Ρομπόλης, περιγράφουν, τρεις μόλις ημέρες πριν από την υπογραφή του πρώτου μνημονίου, τα αίτια της κρίσης, τους κινδύνους του μηχανισμού στήριξης και την εναλλακτική πολιτική της Αριστεράς. Η «Διακήρυξη της πρωτοβουλίας οικονομολόγων» είναι διεισδυτική ως προς τα αίτια και μοναδικής διαύγειας ως προς την πρόβλεψη των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών του υπό συζήτηση, τότε, μνημονίου. Ό,τι έχει συμβεί έκτοτε, η βαριά ύφεση, η απαξίωση του παραγωγικού ιστού, η επιδείνωση των δημόσιων υπηρεσιών, η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, το μέγεθος της μείωσης μισθών και συντάξεων, η ανεργία, ακόμη και η ακραία εξασθένιση της διαπραγματευτικής ικανότητας της χώρας εντός της ευρωζώνης, έχουν περιγραφεί με μεγάλη ακρίβεια 14 μήνες πριν (29 Απριλίου 2010). Σε ό,τι αφορά τις προβλέψεις, η Διακήρυξη θα μπορούσε, χωρίς αλλαγή μισής λέξης, να είχε γραφτεί σήμερα το πρωί.
Όμως, αυτή η Διακήρυξη είναι εξαιρετικά αδύναμη ως προς τις λύσεις που προωθεί για την αντιμετώπιση της «παγίδας χρέους». Δεν προτείνεται ούτε η παύση πληρωμών ούτε η αναδιάρθρωση του χρέους ούτε η προσφυγή σε κάποιο μηχανισμό δανειακής στήριξης. Θεωρείται ότι η αύξηση της φορολογίας κατά 10 μονάδες του ΑΕΠ και, σε ό,τι αφορά τα έξοδα, η «μείωση των μη αποδοτικών δαπανών του δημοσίου», μαζί με ρυθμίσεις αναπτυξιακού τύπου, επαρκούν για την έξοδο από την «παγίδα χρέους».
Η ριζοσπαστική αύξηση των εσόδων απαιτεί κλιμάκωση μέσα στο χρόνο για να συντελεστεί, ειδικά όταν, σύμφωνα με τους συντάκτες, είναι δεδομένη «η κατάρρευση του μηχανισμού ελέγχου είσπραξης των εσόδων του κράτους». Με δεδομένη, επίσης, τη δραματική απουσία χρόνου (η χώρα είχε αγγίξει στο τέλος Απριλίου 2010 το σημείο μη επιστροφής στο θέμα του δανεισμού), η πρόταση αυτή, εάν υλοποιούνταν, θα οδηγούσε σε κατακλυσμική έξοδο κεφαλαίων (όχι τόσο λόγω της αναδιανεμητικής της διάστασης όσο λόγω του φουντώματος των προσδοκιών για ταχύτατη δημοσιονομική κατάρρευση), σε πάγωμα επενδύσεων και σε εσπευσμένη προσφυγή είτε σε «κάποιο» μηχανισμό στήριξης είτε σε χαοτική παύση πληρωμών. Η Διακήρυξη δεν εξέφραζε, φυσικά, τον κομματικό χώρο του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτύπωνε, όμως, σε μια ιδιαίτερα επεξεργασμένη εκδοχή, το πλειοψηφικό «état d’esprit» της Αριστεράς εκείνης της εποχής. Υποβάθμιση του μεγέθους και του βάθους του δημοσιονομικού προβλήματος (σε αντίθεση με τις προβλέψεις Λαπαβίτσα), υποβάθμιση των δομικών αδυναμιών του κρατικού μηχανισμού, υπερεκτίμηση της ικανότητας ανάταξης των εσόδων, υποβάθμιση της διάστασης «μείωση δαπανών», άριστη περιγραφή των συνεπειών της πολιτικής του «αντιπάλου», αδυναμία περιγραφής των συνεπειών της «δικής μας» πολιτικής. Η εν λόγω εναλλακτική πρόταση, η οποία θα ήταν σωτήρια αν είχε υλοποιηθεί λίγα χρόνια πριν, ήταν απλώς αναχρονιστική τη στιγμή που προτάθηκε. Γι’ αυτό, στην ουσία, εγκαταλείφθηκε, εντασσόμενη σε μια άλλη στρατηγική, με κεντρικό πυλώνα την αναδιάρθρωση του χρέους.
Φάσεις και αντιφάσεις του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ
Ας δούμε λοιπόν, και ας θυμηθούμε, την πολιτική του επίσημου ΣΥΡΙΖΑ.
Στην πρώτη φάση, ο ΣΥΡΙΖΑ υποτίμησε, όπως και οι προσκείμενοι οικονομολόγοι, το πρόβλημα χρέους (η χρεοκοπία ήταν ένα «τέχνασμα της κυβέρνησης»). Αυτό άλλωστε εξηγεί την επί μακρόν επικέντρωση στη μη τήρηση των προεκλογικών υποσχέσεων του ΠΑΣΟΚ.
Σε δεύτερη φάση, πέραν της αναμενόμενης (και σωστής) κριτικής στις λύσεις του ΔΝΤ-ΕΕ, πρότεινε δημοψήφισμα για την αποδοχή ή όχι του μηχανισμού στήριξης. Ωστόσο, δεν σκιαγράφησε το περιεχόμενο του «όχι», ώστε να ενταχθεί η πρόταση σε μια άλλη στρατηγική για την αντιμετώπιση του κρίσιμου προβλήματος της αδυναμίας δανεισμού. Τι θα συνέβαινε αλήθεια εάν η χώρα πράγματι έμπαινε σε μια διαδικασία δημοψηφίσματος; Ο πανικός, η μαζική έξοδος κεφαλαίων μπροστά στο ενδεχόμενο της νίκης του «όχι» και, άρα, η ιλιγγιώδης επιτάχυνση της δυναμικής της χρεοκοπίας, θα ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, το αποτέλεσμα.
Σε μια τρίτη φάση, που μάλλον θα ήταν δίκαιο να θεωρηθεί στιγμή παρά φάση, ο Α. Τσίπρας διατύπωσε την πρόταση της Αριστεράς στο θέμα του δανεισμού, αλλά μόνο μετά τη συμφωνία με το ΔΝΤ και την ΕΕ («Θα μπορούσαμε να δανειστούμε από άλλες χώρες», Mega, Δευτέρα 3 Μαΐου, η συμφωνία ανακοινώθηκε την Κυριακή 2 Μαΐου). Η διατύπωση εναλλακτικής πρότασης δανεισμού (και μάλιστα χωρίς περιγραφή λεπτομερειών γύρω από αυτήν), μετά --και όχι πριν-- τη διεθνή δέσμευση της χώρας, είναι ο ορισμός της πολιτικής χαμηλού ρίσκου. Μία μόλις εβδομάδα αργότερα, την 11η Μαΐου, ο ΣΥΡΙΖΑ «διορθώνει» εκ νέου τη θέση του και ζητάει άμεση κατάργηση της συμφωνίας (χωρίς να διευκρινίζει εάν προτείνει και τη μη εκταμίευση της πρώτης δόσης του δανείου), αναδιαπραγμάτευση του παλαιού χρέους, μείωση των επιτοκίων και διαγραφή μέρους του χρέους (Η Αυγή, 11.05.2010). Η ιδέα του δανεισμού από «άλλες χώρες» έχει εξαφανιστεί.
Η τέταρτη αυτή φάση είναι η «μακρά φάση» της διαμόρφωσης της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ. Ενας πλούσιος, ποιοτικός, αλλά σκληρός και φραξιονιστικός διάλογος μεταξύ οικονομολόγων και πολιτικών στελεχών οδηγεί αργά αλλά σταθερά στην εδραίωση μιας στρατηγικής περισσότερο σύνθετης και συνεκτικής για το πρόβλημα του χρέους (αναδιαπραγμάτευση, επιμήκυνση ενός τμήματος, ευρωομόλογα ή απορρόφηση ενός τμήματος του χρέους από την ΕΕ, εσωτερική αναδιανομή, επανίδρυση της ΕΕ κλπ.).1 Πολλά από τα στοιχεία της νέας πολιτικής είχαν βέβαια, λίγο ή πολύ, διατυπωθεί στο παρελθόν. Όμως, πλέον, τα παλαιά «υλικά» εντάχθηκαν σταδιακά σε ένα νέο σύστημα αναφορών και μοτίβων, σε ένα συνολικό «πακέτο». Θα θεωρούσα, σχηματικά, ότι οι θέσεις του Γ. Δραγασάκη, όπως διατυπώθηκαν στο Συνέδριο ΚΕΑ-ΣΥΝ (10--12 Μαρτίου 2011), συνοψίζουν την εδραίωση της νέας πολιτικής και σηματοδοτούν το τέλος της ασάφειας και των αντικρουόμενων τοποθετήσεων, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την κεντρική έκφραση της πολιτικής του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ.
Συμπέρασμα; Το αρχικό λάθος ανάλυσης, οι στροφές, το εύκολο γλίστρημα σε μη δουλεμένες θέσεις (προγραμματικές «μπαταριές» χωρίς έρμα ή συνέχεια), οι μεγάλες εσωτερικές διαφοροποιήσεις στην ανάλυση της κατάστασης, η καθυστέρηση εδραίωσης ενός κορμού λύσεων, όλα συνέβαλαν στην απουσία σαφούς, ξεκάθαρου και συστηματικού προγραμματικού και στρατηγικού κεντραρίσματος. Ξεκάθαρο υπήρξε μόνο το «όχι στο μνημόνιο», και φυσικά προσελήφθη ως τέτοιο --δηλαδή ως ένα μη αμφιλεγόμενο «όχι»-- από την κοινή γνώμη. Αν προσθέσει κανείς στα προηγούμενα ότι στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ βγαίνουν ατάκτως στην πρώτη γραμμή για το θέμα του δανείου της κατοχής, την αποχώρηση της ανανεωτικής πτέρυγας, το μέσα-έξω της τάσης Αλαβάνου ή τα τρία ψηφοδέλτια των περιφερειακών, είναι εύκολο να κατανοήσει τη σύγχυση της κοινωνίας και την απογοήτευση του κόσμου της Αριστεράς. Ο καταγγελτικός λόγος, σε όλη τη δύσκολη αυτή περίοδο, υπήρξε το μόνο στοιχείο συνοχής της εικόνας του ΣΥΡΙΖΑ. Σε μια περίοδο που η πολιτική επηρεάζει περισσότερο από ποτέ την καθημερινή ζωή, που οι άνθρωποι αναζητούν λύσεις και διεξόδους, η καταγγελία του οτιδήποτε κινείται στον ελλαδικό χώρο αποτέλεσε, για ένα έτος σχεδόν, το μόνο στοιχείο ενοποίησης των αντιμαχόμενων ομάδων του ΣΥΡΙΖΑ. Ο «αρνητικός» λόγος δεσπόζει. Και, στην πράξη, «καταστρέφει», διότι τις περιθωριοποιεί, τις όποιες προγραμματικές επεξεργασίες των ομάδων εργασίας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η προγραμματική παγίδα και η «ψυχή» της κοινωνίας
Η πιο «κρυφή» συνέπεια της σύγκρουσης για το χρέος είναι ότι παρέσυρε τον ΣΥΡΙΖΑ και όλο τον κόσμο της Αριστεράς σε μια μεγάλη προγραμματική παγίδα. Γύρω από το θέμα της στρατηγικής (παύση ή όχι πληρωμών, έξοδος ή όχι από την ευρωζώνη) αναπτύχθηκε μια αδυσώπητη μετωπική σύγκρουση με μεγάλο βάθος και υψηλή «συγκέντρωση πυρός». Δίκαια, λόγω της υψηλής σπουδαιότητας του ζητήματος.
Αυτή η πολωτική σύγκρουση ήταν, από τη φύση της, μονοθεματική. Όμως διήρκεσε πολύ. Η πολιτική αδυναμία γρήγορης επίλυσής της ενίσχυσε υπέρμετρα τη «μονοθεματικότητα» ολόκληρου του χώρου. Οι ταυτότητες και οι στρατηγικές συγκροτούνταν πλέον γύρω --και μόνο γύρω-- από αυτήν, περιορίζοντας, κάθε μέρα και περισσότερο, το προγραμματικό εύρος του σύνολου σχήματος. Η ένταση της σύγκρουσης και, προπάντων, η αδυναμία αποφασιστικού και γρήγορου ξεκαθαρίσματος των επιλογών έσυραν τον ΣΥΡΙΖΑ σε ένα είδος «προγραμματικής ασφυξίας». Όλες οι ενέργειες στοιχήθηκαν γύρω από το κεντρικό μέτωπο, υποβαθμίζοντας ως ασήμαντη και δευτερεύουσα κάθε άλλη έμφαση ή προτεραιότητα. Το φορολογικό δεν υπήρχε (παρά μόνον ως όπλο πολέμου προς τον εσωτερικό ανταγωνιστή), η αναποτελεσματικότητα του κράτους αφορούσε μόνο την τρόικα και το ΔΝΤ, όχι την Αριστερά, οι τεράστιες μισθολογικές ανισότητες στο εσωτερικό της μισθωτής εργασίας --οι οποίες έσκαγαν στη δημοσιότητα η μία μετά την άλλη και τσάκιζαν τα ήδη ασθενή αντανακλαστικά αλληλεγγύης-- επίσης δεν αφορούσαν την Αριστερά, ούτε καν εκείνη την τάση που είχε ως πυρήνα της στρατηγικής της το «τάξη εναντίον τάξης». Οι προτάσεις της Αριστεράς για την οικονομική ανάπτυξη ενδιέφεραν μόνο την επιτροπή προγράμματος. Ο θετικός λόγος, οι προτάσεις μεταρρύθμισης, βρέθηκαν εκτός του ρηματικού πεδίου.
Επιπλέον, το κλείσιμο της προγραμματικής βεντάλιας ενίσχυσε τον «αυτιστικό» χαρακτήρα του λόγου. Η κρίση αξιών, η απουσία κανόνων, η αποσύνθεση των κοινωνικών και θεσμικών σταθερών, τα μικρά και μεγάλα γεγονότα διαφθοράς, απλά πράγματα που συζητούν καθημερινά οι πολίτες αυτής της χώρας, δεν είχαν θέση στο ύφος και στο λόγο των ηγετικών στελεχών. Ο λόγος είχε στεγνώσει, είχε χάσει --ακονισμένος για τις «μεγάλες στρατηγικές»-- την επαφή με την ψυχή της κοινωνίας.
Στην πραγματικότητα, ο ΣΥΡΙΖΑ καθυστέρησε να σχεδιάσει την κεντρική του πολιτική (τι να κάνουμε με το χρέος) και, λόγω αυτής της καθυστέρησης και της έντασης που την συνόδευε, δεν ενδιαφέρθηκε να χαράξει συνοδευτικές πολιτικές (η προγραμματική παγίδα). Μοιραία, η πολιτική της άρνησης πήρε το πάνω χέρι. Αν δεν υπήρχε ο Πάγκαλος, οι κινητοποιήσεις των διοδίων, το κτίριο Υπατία και, σήμερα, το κίνημα των αγανακτισμένων, η κεντρική πολιτική έκφραση του ΣΥΡΙΖΑ θα είχε περιοριστεί στον ρόλο του σχολιαστή της κυβερνητικής πολιτικής και των πρωτοβουλιών των άλλων κομμάτων. Τα πιο πάνω δεν συγκροτούν ηγεμονική πολιτική και υπερέχουσα ταυτότητα. Φυσικά, οι πολίτες δεν ασχολούνται ούτε με τις φάσεις ούτε με τις αντιφάσεις της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ -- ευτυχώς. Ξέρουν όμως πότε μια μηχανή «δεν τρέχει». Κατανοούν το τελικό προϊόν.
Κακά σενάρια
Τρεις στρατηγικές οδηγούν στην έξοδο από την ευρωζώνη. Οι δύο είναι «τυφλές», είτε διότι ωθούν σε αποτελέσματα αντίθετα από αυτά που επιδιώκουν είτε διότι «κρύβουν» τις συνέπειες της πολιτικής που προτείνουν. Η τρίτη, η οποία επιδιώκει ρητά την έξοδο από το ευρώ, είναι η μόνη επεξεργασμένη, η μόνη «καθαρή» και η μόνη που συνδέει τα μέσα με τον στρατηγικό στόχο.
Ο πρώτος «τυφλός» δρόμος, θα τον ονομάσω ευρωπαϊκό δρόμο εξόδου, περνάει μέσα από τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Το λάθος των ευρωπαϊστών στη χώρα μας --και των πολιτικών ηγεσιών στην Ευρώπη-- είναι ότι δεν θέλουν να δουν το προφανές: ότι, πρώτον, δεν υπάρχει πια λαϊκή πλειοψηφία για τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής. Και, δεύτερον, ότι η δέσμευση σε μη υλοποιήσιμες πολιτικές δεν απομακρύνει την Ελλάδα από το ενδεχόμενο εξόδου από την ευρωζώνη -- αντιθέτως, την φέρνει πιο κοντά. Η αποδοχή των παράλογων απαιτήσεων των εταίρων μας (το περίφημο «τι να κάνουμε, αφού οι Ευρωπαίοι δεν μας δίνουν καλύτερους όρους») θα οδηγήσει σε εκ νέου μη υλοποίηση των συμφωνηθέντων, θα οξύνει την πολιτική αστάθεια, θα καταρρακώσει το διεθνές κύρος και τη διαπραγματευτική θέση της χώρας και θα την απομακρύνει από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η γυμνή δυναμική αυτής της πολιτικής σπρώχνει μια εξαντλημένη Ελλάδα στην πόρτα της εξόδου.
Ο δεύτερος «τυφλός» δρόμος εξόδου, ο δημαγωγικός, ενισχύεται κάθε μέρα. Ο μύθος της Ρωσίας και της Κίνας που θα μας σώσουν (προφανώς χωρίς αντάλλαγμα), η πεποίθηση ότι μπορεί να μειωθούν ελλείμματα της τάξης του 15% χωρίς περιοριστικά μέτρα, η αυταπάτη ότι η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει πολιτική μετωπικού εκβιασμού της Γερμανίας, είναι μερικές από τις συνιστώσες της «μεγάλης εξόδου» προς το τίποτα. Ο δρόμος είναι δημαγωγικός γιατί κρύβεται πίσω από εύηχα συνθήματα («δεν πληρώνω τους τοκογλύφους» -- βεβαίως δανείζομαι από αυτούς), δεν περιγράφει τις συνέπειες και τα επόμενα βήματα. Τα κινήματα επιτελούν θεάρεστο έργο με το «δεν πληρώνω». Αλλά οι διανοούμενοι και τα πολιτικά στελέχη που «δεν πληρώνουν» και δεν μας λένε τις συνέπειες καταθέτουν τον οβολό τους στο βωμό του τίποτα. Το «τίποτα» είναι ακριβώς αυτό: η απουσία περιγραφής του επόμενου βήματος, η απόκρυψη ή η μη κατανόηση των συνεπειών.
Η στρατηγική της παύσης πληρωμών και εξόδου από την ευρωζώνη, όπως πρωτοδιατυπώθηκε από τους Κ. Λαπαβίτσα κ.ά., δεν είναι τυφλή, δημαγωγική ή εθνικιστική. Εντάσσεται σε μια ευρύτερη αριστερή στρατηγική «απο-παγκοσμιοποίησης», στο εσωτερικό της οποίας καθιστά την Ελλάδα μια test case (σε κακά ελληνικά: «πειραματόζωο»). Ενισχύεται και από τις αδυναμίες της εφαρμοζόμενης πολιτικής και τη δυναμική του δημαγωγικού δρόμου και, επιπλέον, εάν, ως συνέπεια εξόδου της Ελλάδας, ξηλωθεί το σύνολο της ευρωζώνης, τότε το συγκριτικό κόστος για τη χώρα θα είναι μικρό (όχι όμως και το «απόλυτο»). Φυσικά πρόκειται για στρατηγική ακραίου ρίσκου. Στηρίζεται σε τόσα πολλά
«εάν» ώστε, αν ένα ή δύο δεν υλοποιηθούν, η χώρα θα οδηγηθεί όχι απλώς σε πορεία «λατινοαμερικανοποίησης», αλλά και σε μια πορεία οικονομικής καταβαράθρωσης, πολιτισμικής απαξίωσης και γεωπολιτικής έκπτωσης. Και, φυσικά, αποκοπής από τη Δύση. Δεν είναι τυχαίο ότι ηττήθηκε κατά κράτος στο εσωτερικό της αριστερής διανόησης -- παραδοσιακά συνδεδεμένης με τη Δύση. Στην πράξη, η επιλογή αυτή ωθεί την Ελλάδα στην απομόνωση και τη βαλκανική ενδοχώρα. Εχει οικονομικά επιχειρήματα υπέρ της, σοβαρότερα οικονομικά επιχειρήματα κατά της. Εν τούτοις, ένα εκ των επιχειρημάτων «υπέρ» είναι με διαφορά το πιο σαθρό: η διαμόρφωση συνθηκών για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Οχι μόνον γιατί παραβλέπει ότι οι ιδέες του σοσιαλισμού είναι, στη σημερινή Δύση, πιο εξασθενημένες απ’ ό,τι στη δεκαετία του 1860 και του 1870. Αλλά, κυρίως, γιατί παραγνωρίζει τη δυναμική του παγκόσμιου καπιταλισμού. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης ή αύριο, σε συνθήκες μερικής απο-παγκοσμιοποίησης, η στρατηγική του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» θα οδηγήσει την ελληνική Αριστερά, μέσα σε έξι μήνες, στη μεγαλύτερη και πιο ντροπιαστική ήττα της ιστορίας της. Σε μια ήττα μεγαλύτερη από εκείνη του εμφυλίου. Οσοι εντός του ΣΥΡΙΖΑ ανταγωνίζονται τη στρατηγική αυτή στο πεδίο του «σοσιαλισμού», ανταγωνίζονται μια σκιά, ποντάρουν και πλειοδοτούν πάνω σε ένα φάντασμα. Και τινάζουν στον αέρα, για λόγους ενδο-αριστερού ανταγωνισμού, τη συνοχή της δικής τους πρότασης.
«εάν» ώστε, αν ένα ή δύο δεν υλοποιηθούν, η χώρα θα οδηγηθεί όχι απλώς σε πορεία «λατινοαμερικανοποίησης», αλλά και σε μια πορεία οικονομικής καταβαράθρωσης, πολιτισμικής απαξίωσης και γεωπολιτικής έκπτωσης. Και, φυσικά, αποκοπής από τη Δύση. Δεν είναι τυχαίο ότι ηττήθηκε κατά κράτος στο εσωτερικό της αριστερής διανόησης -- παραδοσιακά συνδεδεμένης με τη Δύση. Στην πράξη, η επιλογή αυτή ωθεί την Ελλάδα στην απομόνωση και τη βαλκανική ενδοχώρα. Εχει οικονομικά επιχειρήματα υπέρ της, σοβαρότερα οικονομικά επιχειρήματα κατά της. Εν τούτοις, ένα εκ των επιχειρημάτων «υπέρ» είναι με διαφορά το πιο σαθρό: η διαμόρφωση συνθηκών για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Οχι μόνον γιατί παραβλέπει ότι οι ιδέες του σοσιαλισμού είναι, στη σημερινή Δύση, πιο εξασθενημένες απ’ ό,τι στη δεκαετία του 1860 και του 1870. Αλλά, κυρίως, γιατί παραγνωρίζει τη δυναμική του παγκόσμιου καπιταλισμού. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης ή αύριο, σε συνθήκες μερικής απο-παγκοσμιοποίησης, η στρατηγική του «σοσιαλισμού σε μια χώρα» θα οδηγήσει την ελληνική Αριστερά, μέσα σε έξι μήνες, στη μεγαλύτερη και πιο ντροπιαστική ήττα της ιστορίας της. Σε μια ήττα μεγαλύτερη από εκείνη του εμφυλίου. Οσοι εντός του ΣΥΡΙΖΑ ανταγωνίζονται τη στρατηγική αυτή στο πεδίο του «σοσιαλισμού», ανταγωνίζονται μια σκιά, ποντάρουν και πλειοδοτούν πάνω σε ένα φάντασμα. Και τινάζουν στον αέρα, για λόγους ενδο-αριστερού ανταγωνισμού, τη συνοχή της δικής τους πρότασης.
Έμφαση στην κριτική ή στις λύσεις;
Οι λύσεις για την έξοδο από την παγίδα χρέους είναι λίγες, και όλες εξαιρετικά πολύπλοκες. Δεν υπάρχει καλό σενάριο για τη χώρα (παρά μόνο για τους λίγους φανατικούς της μίας ή της άλλης στρατηγικής). Το ένα σενάριο είναι χειρότερο από το άλλο. Η κοινωνία βρίσκεται περικυκλωμένη από «κακά» σενάρια -- και το γνωρίζει. Το λιγότερο κακό από τα κακά σενάρια είναι αυτό που προωθείται, έπειτα από την επίπονη διαδικασία που σχηματικά περιγράψαμε, από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, από άλλες δυνάμεις της Αριστεράς και όχι μόνο (ευρωπαϊκή επίλυση του προβλήματος, ελεγχόμενο «κούρεμα» ή απορρόφηση των ελληνικών ομολόγων κ.λπ.).
Η κρίση είναι η στιγμή καταστροφής παλαιών ηγεμονιών και διαμόρφωσης νέων. Είναι επίσης η στιγμή της συνάντησης μιας ηγεσίας με την κοινωνία (και την ιστορία). Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δεν πήγε σε αυτή τη συνάντηση. Έχει ακόμη μια ευκαιρία. Θα την χάσει εκ νέου αν δεν διευρύνει την προγραμματική του γκάμα και αν δεν δώσει ρεαλιστικό περιεχόμενο στην πολιτική του για το χρέος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ο κεντρικός σχηματισμός στην εκτός ΚΚΕ Αριστερά. Δεν είναι απλώς ο μεγαλύτερος. Δεν είναι, συνεπώς, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΚΚΕ ή η τάση Αλαβάνου σε θέση να προσδιορίσουν τη δυναμική του εκλογικού και ιδεολογικού ανταγωνισμού εντός αυτού του χώρου. Την επηρεάζουν σημαντικά μόνο σε μία περίπτωση: όταν ο κεντρικός σχηματισμός δεν ασκεί το φυσικό του ρόλο, όταν δεν προσδιορίζει αυτός την εν λόγω δυναμική. Όταν ο κεντρικός σχηματισμός ασκεί επιτυχώς τον ρόλο του, δεν απειλείται, απειλεί! Η εμμονή «να είμαστε πιο αριστερά από τους άλλους» ήταν εξαιρετικά αποτελεσματική στις δεκαετίες του 1980 και 1990. Σήμερα τα πράγματα έχουν ριζικά αλλάξει και στην Ελλάδα δραματικά. Σήμερα αυτή είναι μια κλασική αναχρονιστική πολιτική. Αυτοί που την ασκούν είναι μικροί παίκτες. Δεν διεκδικείς υπεροχή με ένα λόγο που λαμβάνει περισσότερο υπόψη τον ενδοαριστερό ανταγωνισμό και λιγότερο τις προσδοκίες της κοινωνίας. Ούτε με ένα λόγο που δίνει έμφαση στην κριτική και όχι στις λύσεις.
1 Είναι ενδεικτικό της καθυστερημένης «εδραίωσης» της νέας κατεύθυνσης ότι, τουλάχιστον μέχρι τον Οκτώβρη--Νοέμβρη 2010, οι αναφορές του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα αυτό είναι σποραδικές και το θέμα δεν «σηκώνεται».
*Ο Γεράσιμος Μοσχονάς διδάσκει στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου