Προχθές στο δελτίο ειδήσεων του Mega άκουσα έναν βουλευτή να οµολογεί ευθαρσώς και ανενδοίαστα πως συνοµιλεί κάθε µέρα µε τη συνείδησή του. Κάθε µέρα; Ναι, κάθε µέρα.
Για λόγους σεµνότητας, υποθέτω, σεβόµενος ενδεχοµένως τον ιδιωτικό χαρακτήρα της συνοµιλίας δεν προχώρησε σε περαιτέρω αποκαλύψεις. Αν και από τα συµφραζόµενα των ηµερών µπορεί κανείς εύκολα να συναγάγει τα διαµειβόµενα.
Ας πούµε ότι πάει κάπως έτσι: «Πώς είναι δυνατόν, Θανάση µου, να µου κάνεις τέτοιο πράγµα; Μην µ’ αφήνεις µόνη τώρα που “αυτοί” θέλουν να σε κάνουν νεκροθάφτη της κοινής µας ζωής. Λένε πως πάει, πέθανε η µεταπολίτευση, όµως πόσες φορές τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν έχουν πει πως πάει, πέθανε η µεταπολίτευση, κι αυτή, αν και τυµπανιαίο πτώµα, συνεχίζει να σαλεύει;
Μαζί δεν το φτιάξαµε αυτό το αριστούργηµα; Εµένα, τη συνείδησή σου, δεν άκουγες όταν έπαιρνες τα χαρτάκια µε τα ονόµατα των ανιψιών, των εξαδέλφων, των γιων, των εγγονών που είναι καλά παιδιά και πήραν επιτέλους το χαρτί τους και τώρα ήρθε η ώρα ν’ αρχίσουν να κολλάνε τα ένσηµα του µέλλοντός τους; Κι εµένα δεν άκουγες όταν σήκωνες το χεράκι σου για να ανοίξουν νέες θέσεις που θα τα υποδεχτούν τα καλά παιδιά µε ή χωρίς χαρτί; Και βέβαια, ο καθένας γνωρίζει πως οι νέες θέσεις για να υπάρξουν χρειάζονται και νέους οργανισµούς, γιατί χωρίς οργανισµούς πού να βρουν να κάτσουν οι θέσεις των παιδιών. Και οι νέοι οργανισµοί χρειάζονται νέους νόµους, µιας και χωρίς νόµους δεν µπορούν να λειτουργήσουν οι οργανισµοί. Ακόµη κι οι αµοιβάδες χρειάζονται νόµους για να λειτουργήσουν. Μαζί δεν την φτιάξαµε αυτήν τη δηµοκρατία της ισότητας όπου όλοι δικαιούνται µια θέση Θανάση µου, εκτός απ’ αυτούς που δεν τη δικαιούνται γιατί δεν ξέρουν να συνοµιλούν µε σένα και τη συνείδησή σου;
Πώς φτάσαµε εδώ που φτάσαµε; Πώς είναι δυνατόν από κει που σήκωνες το χεράκι σου κι άνοιγαν τα στασίδια των ∆ΕΚΟ και άλλων ∆ΕΚΟ, τώρα να σηκώνεις το χεράκι σου για να ζητάς φόρους, κι άλλους φόρους, κι ακόµη περισσότερους φόρους για να βγάλεις τα έξοδα της κηδείας της πεθεράς, που την είπαν µεταπολίτευση και δεν λέει να πεθάνει;
Είχε δίκιο η κ. Γιαννακά που είπε πως τέτοιο βάρος δεν µπορεί να το αντέξει µόνη της. ∆εν µας φτάνει η θλίψηγια τον θάνατο της αγαπηµένης – πού θα πάει, θα σκάσει κι αυτή µια µέρα – πρέπει να πληρώσουµε και ταέξοδα της κηδείας της.
Και δεν µας φτάνουν η θλίψη και τα έξοδα, έρχονται κι εκείνα τα εξώδικα τώρα που σε απειλούν πως αν πάθει κάποια βλάβη η ζωή τους, η θέση τουςδηλαδή, θα κάνουν και θα δείξουν. Τι να κάνουν και τι να δείξουν οι αχάριστοι;».
Για λόγους σεµνότητας, υποθέτω, σεβόµενος ενδεχοµένως τον ιδιωτικό χαρακτήρα της συνοµιλίας δεν προχώρησε σε περαιτέρω αποκαλύψεις. Αν και από τα συµφραζόµενα των ηµερών µπορεί κανείς εύκολα να συναγάγει τα διαµειβόµενα.
Ας πούµε ότι πάει κάπως έτσι: «Πώς είναι δυνατόν, Θανάση µου, να µου κάνεις τέτοιο πράγµα; Μην µ’ αφήνεις µόνη τώρα που “αυτοί” θέλουν να σε κάνουν νεκροθάφτη της κοινής µας ζωής. Λένε πως πάει, πέθανε η µεταπολίτευση, όµως πόσες φορές τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν έχουν πει πως πάει, πέθανε η µεταπολίτευση, κι αυτή, αν και τυµπανιαίο πτώµα, συνεχίζει να σαλεύει;
Μαζί δεν το φτιάξαµε αυτό το αριστούργηµα; Εµένα, τη συνείδησή σου, δεν άκουγες όταν έπαιρνες τα χαρτάκια µε τα ονόµατα των ανιψιών, των εξαδέλφων, των γιων, των εγγονών που είναι καλά παιδιά και πήραν επιτέλους το χαρτί τους και τώρα ήρθε η ώρα ν’ αρχίσουν να κολλάνε τα ένσηµα του µέλλοντός τους; Κι εµένα δεν άκουγες όταν σήκωνες το χεράκι σου για να ανοίξουν νέες θέσεις που θα τα υποδεχτούν τα καλά παιδιά µε ή χωρίς χαρτί; Και βέβαια, ο καθένας γνωρίζει πως οι νέες θέσεις για να υπάρξουν χρειάζονται και νέους οργανισµούς, γιατί χωρίς οργανισµούς πού να βρουν να κάτσουν οι θέσεις των παιδιών. Και οι νέοι οργανισµοί χρειάζονται νέους νόµους, µιας και χωρίς νόµους δεν µπορούν να λειτουργήσουν οι οργανισµοί. Ακόµη κι οι αµοιβάδες χρειάζονται νόµους για να λειτουργήσουν. Μαζί δεν την φτιάξαµε αυτήν τη δηµοκρατία της ισότητας όπου όλοι δικαιούνται µια θέση Θανάση µου, εκτός απ’ αυτούς που δεν τη δικαιούνται γιατί δεν ξέρουν να συνοµιλούν µε σένα και τη συνείδησή σου;
Πώς φτάσαµε εδώ που φτάσαµε; Πώς είναι δυνατόν από κει που σήκωνες το χεράκι σου κι άνοιγαν τα στασίδια των ∆ΕΚΟ και άλλων ∆ΕΚΟ, τώρα να σηκώνεις το χεράκι σου για να ζητάς φόρους, κι άλλους φόρους, κι ακόµη περισσότερους φόρους για να βγάλεις τα έξοδα της κηδείας της πεθεράς, που την είπαν µεταπολίτευση και δεν λέει να πεθάνει;
Είχε δίκιο η κ. Γιαννακά που είπε πως τέτοιο βάρος δεν µπορεί να το αντέξει µόνη της. ∆εν µας φτάνει η θλίψηγια τον θάνατο της αγαπηµένης – πού θα πάει, θα σκάσει κι αυτή µια µέρα – πρέπει να πληρώσουµε και ταέξοδα της κηδείας της.
Και δεν µας φτάνουν η θλίψη και τα έξοδα, έρχονται κι εκείνα τα εξώδικα τώρα που σε απειλούν πως αν πάθει κάποια βλάβη η ζωή τους, η θέση τουςδηλαδή, θα κάνουν και θα δείξουν. Τι να κάνουν και τι να δείξουν οι αχάριστοι;».
[Λένε πως πέθανε η µεταπολίτευση, όµως πόσες φορές το έχουν πει κι αυτή συνεχίζει να σαλεύει;]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου